en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ IΖ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ). (Λουκ. ιε΄ 11 ‐ 32)
4 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ πα­ρα­βολὴ τοῦ Ἀ­σώ­του, ποὺ ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται σή­μερα, χα­ρα­κτη­ρί­στηκε ὡς τὸ «εὐ­αγ­γέ­λιο τῶν εὐ­αγ­γε­λίων». Δι­ότι, ἂν ὑ­πο­θέ­σουμε ὅτι χα­νό­ταν ὅλη ἡ ὑ­πό­λοιπη δι­δα­σκα­λία τοῦ Χρι­στοῦ, θὰ ἦ­ταν ἀρ­κετὴ καὶ μόνο αὐτὴ ἡ πα­ρα­βολή, γιὰ νὰ μᾶς βε­βαι­ώ­σει ὅτι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι Θεὸς τῆς ἄ­πει­ρης ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πίας. Θὰ ἦ­ταν ἀρ­κετή, γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἱ­στο­ρία τῆς ἀ­πο­στα­σίας τοῦ κό­σμου.

Ἡ ἱ­στο­ρία τοῦ νε­ό­τε­ρου υἱοῦ ποὺ ζή­τησε ἀπὸ τὸν πα­τέρα τὸ με­ρί­διό του καὶ ἔ­φυγε μα­κριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι σπα­τα­λῶν­τας τὴν πε­ρι­ου­σία του καὶ «ζῶν ἀ­σώ­τως», ἀ­πο­τυ­πώ­νει μὲ τὸν πλεὸν πα­ρα­στα­τικὸ τρόπο τὴν τρα­γω­δία τοῦ κάθε ἀν­θρώ­που ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πα­ρα­δί­δε­ται στὰ ἁ­μαρ­τωλὰ πάθη καὶ τὶς ἐ­πι­θυ­μίες του. Ἡ ἴ­δια ἱ­στο­ρία ὅ­μως φα­νε­ρώ­νει καὶ τὴν ἄ­πειρη ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁ­ποῖος πε­ρι­μέ­νει τή με­τά­νοια καὶ τὴν ἐ­πι­στροφὴ κάθε ἁ­μαρ­τω­λοῦ. Πε­ρι­μέ­νει καὶ τὴ δική μας με­τά­νοια...

Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νά μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος, ὅ­ταν ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὴν πολὺ χα­ρα­κτη­ρι­στικὴ εἰ­κόνα τῆς ὑ­πο­δο­χῆς τοῦ Ἀ­σώ­του. Τότε ποὺ ὁ σπλαγ­χνι­κὸς πα­τέ­ρας εἶδε ἀπὸ μα­κριὰ τὸν ἄ­σωτο γιό του νὰ ἐ­πι­στρέ­φει σὲ ἄ­θλια κα­τά­σταση κι ἔ­τρεξε, τὸν ἕ­σφιξε στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ τὸν κα­τα­φι­λοῦσε μὲ στοργή. «Καὶ δρα­μῶν ἐ­πέ­πε­σεν ἐπὶ τὸν τρά­χη­λον αὐ­τοῦ καὶ κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν».

Πόσο μᾶς συγ­κι­νεῖ αὐτὴ ἡ ἀ­νοιχτὴ ἀγ­κα­λιὰ τοῦ πα­τέρα!
Τέ­τοια εἶ­ναι ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ. Μα­κρο­θυ­μεῖ γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τίες μας καὶ πε­ρι­μέ­νει τήν με­τά­νοιά μας. Μᾶς πα­ρέ­χει πολ­λὲς καὶ ποι­κί­λες εὐ­και­ρίες, γιὰ νὰ δι­ορ­θω­θοῦμε. Κι ὅ­ταν δεῖ τὴν δι­ά­θεση καὶ μό­νον ἐ­πι­στρο­φῆς, ἀ­φή­νει νὰ συ­ναν­τή­σουμε τὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς ἀ­γά­πης Του. Μο­λο­νότι φέ­ρουμε ἔν­τονα τοὺς ρύ­πους καὶ τὴν δυ­σω­δία τῆς ἁ­μαρ­τίας, ὁ σπλαγ­χνι­κὸς Πα­τέ­ρας μᾶς ἀγ­κα­λι­ά­ζει καὶ μᾶς κα­τα­φι­λεῖ. Δέ­χε­ται τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γηση καὶ τὴ με­τά­νοιά μας καὶ θυ­σι­ά­ζει τὸ «μό­σχο τὸν σι­τευτό», γιὰ νὰ μᾶς τὸν προ­σφέ­ρει στὴν ἱ­ερὴ τρά­πεζα τῆς Θείας Κοι­νω­νίας. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θεὸς μᾶς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς ἀ­γα­πη­μένα παι­διά Του καὶ κλη­ρο­νό­μους τῆς Βα­σι­λείας Του. Ἀ­λή­θεια τί ἄλλο ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο, ποὺ θὰ μπο­ροῦσε νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὸ ἀ­ξε­πέ­ρα­στο με­γα­λεῖο αὐ­τῶν τῶν δω­ρεῶν τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης;

Καὶ μόνο τὸ ὄ­νομα τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Ἀ­σώ­του ἑ­στι­ά­ζει τὴν προ­σοχή μας στὸ πρό­σωπο τοῦ νε­ό­τε­ρου γιοῦ, ποὺ ἔ­γινε ἄ­σω­τος κα­θὼς ἔ­φυγε μα­κριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πα­τέρα.

Ὡ­στόσο ἀ­ξί­ζει νὰ προ­σέ­ξουμε καὶ τὸν ἄλλο γιό. Τὸν πρε­σβύ­τερο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, ὁ ὁ­ποῖος ἂν καὶ ζοῦσε μέσα στὸ σπίτι, οὐ­σι­α­στικὰ ἦ­ταν μα­κριά.

Ὁ πρε­σβύ­τε­ρος υἱὸς ἐ­ξω­τε­ρικὰ φαι­νό­ταν πι­στὸς γιὸς τοῦ πα­τέρα καὶ ἀ­κρι­βὴς τη­ρη­τὴς τῶν ἐν­το­λῶν του. Ὡ­στόσο τὸ γε­γο­νὸς τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς τοῦ μι­κρό­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ του ἀ­νέ­τρεψε τὴν ἐ­πι­φα­νει­ακὰ καλή του εἰ­κόνα. Ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θηκε ὅτι ἐ­πέ­στρεψε ὁ ἄ­σω­τος ἀ­δελ­φός του, ἀντὶ νὰ χα­ρεῖ, ὀρ­γί­στηκε καὶ ἀρ­νή­θηκε νὰ λά­βει μέ­ρος στὸ πα­νη­γύρι. Μά­λι­στα μὲ ἐ­πι­θε­τικὸ τρόπο ξέ­σπασε ἐ­ναν­τίον τοῦ πα­τέρα. Καὶ ἐνῷ καυ­χό­ταν γιὰ τὴν τυ­φλὴ ὑ­πα­κοὴ στὸν πα­τέρα «οὐ­δέ­ποτε ἐν­το­λὴν σου πα­ρῆλ­θον», τὴν ἴ­δια στι­γμὴ ἀν­τι­στε­κό­ταν μὲ πεῖ­σμα ὄχι σὲ ἐν­τολὴ ἀλλὰ στὴν πα­τρικὴ πα­ρά­κληση καὶ προ­τροπὴ νὰ μοι­ρα­στεῖ τὴ κοινὴ χαρὰ στὸ σπίτι.

 Ἴ­σως μᾶς ξα­φνι­ά­ζει τὸ πρω­το­φα­νὲς ξέ­σπα­σμα ἐ­γω­ϊ­σμοῦ, ζη­λο­τυ­πίας καὶ φθό­νου τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου υἱοῦ. Τὸ πι­θα­νό­τερο ὅ­μως εἶ­ναι νὰ ζοῦμε κι ἐ­μεῖς συ­νει­δητὰ ἢ ἀ­συ­νεί­δητα σὰν αὐ­τόν. Ἀπὸ μι­κρὰ παι­διά με­γα­λώ­νουμε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ Πα­τέρα, τὴν Ἐκ­κλη­σία. Καὶ ἐ­πειδή, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ἀ­πο­φεύ­γουμε σο­βα­ρὲς πα­ρε­κτρο­πὲς καὶ πι­στεύ­ουμε ὅτι ἐ­φαρ­μό­ζουμε μὲ ἀ­κρί­βεια τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θεοῦ, εὔ­κολα δι­α­χω­ρί­ζουμε τὴ θέση μας ἀπὸ κάθε ἄ­σωτο, νο­μί­ζον­τας ὅτι εἶ­ναι αὐ­το­νό­ητη ἡ θέση μας στὸν Πα­ρά­δεισο. Ἔτσι ἐ­πα­να­παυ­ό­μα­στε καὶ θε­ω­ροῦμε πε­ριττὴ τήν με­τά­νοια, τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γηση, τὴν προ­σευχή, τή με­λέτη τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἔμ­πρα­κτη ἐκ­δή­λωση τῆς ἀ­γά­πης μας στοὺς ἀ­δελ­φούς.

Ἀ­δελ­φοί, ἂς πα­ρα­δε­χθοῦμε τα­πεινὰ τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τητά μας κι ἂς ἀκολου­θή­σουμε τὴν ὁδὸ τῆς με­τα­νοίας. Εἴτε μοι­ά­ζουμε μὲ τὸ νε­ό­τερο εἴτε μὲ τὸν πρε­σβύ­τερο υἱό, ἂς γνω­ρί­ζουμε ὅτι ἡ ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι πάντα ἀ­νοιχτὴ καὶ ἕ­τοιμη νὰ μᾶς ὑ­πο­δε­χθεῖ, ἀρ­κεῖ νὰ εἴ­μα­στε πρό­θυ­μοι γιὰ ἐπιστροφὴ ἀ­κόμη καὶ χω­ρὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις.

 Ἀ­μήν.


 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ (Ματθ. κεʹ 31 ‐ 46)
11 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ ση­με­ρινὴ τρίτη Κυ­ρι­ακὴ τοῦ Τρι­ω­δίου εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μένη στὸ φοβε­ρό­τερο γε­γο­νὸς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρίας, ποὺ εἶ­ναι ἡ μέλ­λουσα Κρίση, ἡ ὁ­ποία μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει ἀ­πα­ραί­τητο προ­βλη­μα­τι­σμὸ τῶν πι­στῶν κατ’ αὐ­τὴν τὴν ἀ­γω­νι­στικὴ πε­ρί­οδο.

Ἡ μέλ­λουσα Κρίση εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης πί­στη τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς μας δι­δα­σκα­λίας, ἡ ὁ­ποία θὰ ἐ­πι­συμ­βεῖ στὸ τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ πρό­σκαι­ρου κό­σμου καὶ πε­ρι­γρά­φε­ται μὲ σα­φή­νεια στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαίου, ποὺ σή­μερα ἀ­να­γνώ­σαμε.

Ὁ Κύ­ριος, λίγο πρὶν τὸ πά­θος Του, μι­λῶν­τας γιὰ τὰ ἔ­σχατα τῆς ἱ­στο­ρίας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶπε πώς, ὅ­ταν ἔρ­θει ὁ Ἴ­διος στὴ Δεύ­τερη καὶ φο­βερὴ πα­ρου­σία Του, θὰ ἐ­πι­σφρα­γί­σει μὲ τὴν δί­καιη κρίση καὶ ἐ­νέρ­γειά Του τὸ μυ­στή­ριο τῆς θείας οἰ­κο­νο­μίας.

Τὸ φι­λάν­θρωπο πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ θὰ γί­νει τὴν ἡ­μέρα ἐ­κείνη δι­και­ό­κριτο καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτικό. Στὴν ἐμ­φά­νισή Του θὰ συν­τρι­βοῦν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐ­ρα­νός, θά σει­σθοῦν τὰ θε­μέ­λια τῆς γῆς ἀπὸ τὴν πα­ρου­σία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ ἔλ­θει ἀ­δύ­να­μος καὶ τα­πει­νὸς ἀλλὰ «μετὰ δυ­νά­μεως καὶ δό­ξης πολ­λῆς». Δὲν θὰ ζη­τή­σει τότε ὁ Χρι­στὸς ἀπὸ τοὺς κρι­νό­με­νους οὔτε νη­στεῖες οὔτε ἀ­γρυ­πνίες οὔτε γο­νυ­κλι­σίες ἀλλὰ πόση ἀ­γάπη ἔ­δει­ξαν. Χω­ρὶς αὐ­τὴν κα­ταν­τοῦν ὅλα τύ­ποι ἀ­νώ­φε­λοι, ποὺ δὲν ἁ­γι­ά­ζουν τὸν πι­στό.

 Ὁ Κύ­ριος ἑ­στι­ά­ζει στὴ φι­λάν­θρωπη καρ­διά, γι­ατὶ ἀπ’ αὐ­τὴν ἐ­ξαρ­τῶν­ται οἱ ὑ­πό­λοι­πες ἀ­ρε­τές. Ὅ­ποιος ἀ­γαπᾶ τὸν συ­νάν­θρωπο, ἐ­κεῖ­νος λα­τρεύει οὐ­σι­α­στικὰ τὸν Θεό. Ὁ ἐ­λε­ή­μων εἶ­ναι δί­καιος καὶ ἐ­νά­ρε­τος, ὁ δὲ ἀ­φι­λάν­θρω­πος εἶ­ναι πα­ρα­βά­της καὶ ἁ­μαρ­τω­λός. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύ­ριος ἔ­θεσε ὡς κρι­τή­ριο τὴν ἀ­γάπη, γι­ατὶ ἀπὸ τὴν ἀ­γάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλη­σίον «….ὅλος ὁ νό­μος καὶ οἱ προ­φῆ­ται κρέ­μαν­ται».

Μὲ βάση, λοι­πόν, τὴν ἀ­γάπη θὰ μᾶς κρί­νει λέ­γον­τας «κλη­ρο­νο­μή­σατε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν βα­σι­λείαν» ἢ «πο­ρεύ­ε­σθε ἀπ’ ἐ­μοῦ οἱ κα­τη­ρα­μέ­νοι εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον».

Ἑ­πο­μέ­νως ἡ μέλ­λουσα κρίση καὶ ἀν­τα­πό­δοση εἶ­ναι συ­νέ­πεια καὶ ἀ­πόρ­ροια τῆς ἐ­πί­γειας συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ καὶ ἀ­πό­δοση τῆς ὁ­ρι­στι­κῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ. Τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἐ­κεί­νης, ἡ ὁ­ποία θὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σει ἀ­σφα­λῶς τὸ κακὸ ποὺ δι­έ­φυγε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀλλ’ εἶ­ναι καὶ ἀ­παί­τηση τῆς δι­και­ο­σύ­νης τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ ἀν­τα­μεί­ψει τοὺς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους, τοὺς ὁ­ποί­ους ὄχι μό­νον δὲν κα­τόρ­θωσε νὰ ἀν­τα­μεί­ψει ἡ δι­και­ο­σύνη τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀλλ’ ἴ­σως καὶ νὰ ἀ­δί­κησε.

Εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­ποτε ἀ­τε­λὴς ἡ ἀ­πο­νομὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δι­και­ο­σύ­νης. Πρά­γματα καὶ κα­τα­στά­σεις ποὺ ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σαν σκο­πι­μό­τη­τες σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, νὰ εἴ­μα­στε βέ­βαιοι ὅτι δὲν θὰ πε­ρά­σουν ἀ­πα­ρα­τή­ρητα καὶ ἄ­κριτα ἀπὸ τὸ κρι­τή­ριο τοῦ ζῶν­τος Θεοῦ.

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, αὐτὴ τὴν ἀ­να­πό­φευ­κτη κρίση μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σία τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές.

Ὅ­σοι πα­ρα­βλέ­πουμε καὶ πε­ρι­φρο­νοῦμε τοὺς ἐ­λα­χί­στους ἀ­δελ­φούς, νὰ ἔ­χουμε τὴν βε­βαι­ό­τητα ὅτι πα­ρα­βλέ­πουμε καὶ πε­ρι­φρο­νοῦμε τὸν Ἴ­διο τὸν Χρι­στό. Ἡ λει­τουρ­γικὴ αὐτὴ χρο­νικὴ πε­ρί­ο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας εἶ­ναι ὁ εὐ­πρόσ­δε­κτος και­ρός, γιὰ νὰ γί­νουμε εὔ­σπλα­χνοι, ἐ­λε­ή­μο­νες, κα­τα­δε­κτι­κοὶ μπρο­στὰ στὸν ἀν­θρώ­πινο πόνο ποὺ πλε­ο­νά­ζει στὶς μέ­ρες μας. Ἀ­σθε­νεῖς, ἄ­πο­ροι, με­τα­νά­στες, φτωχὰ παι­διά, γέ­ρον­τες πε­ρι­μέ­νουν ἕ­ναν καλὸ λόγο, μιὰ ἐ­πί­σκεψη, τὴν ἐ­λά­χι­στη φρον­τίδα, ἀ­κόμη καὶ ἕνα χα­μό­γελο ποὺ μπο­ρεῖ καὶ ζε­σταί­νει τὴν καρ­διά. Αὐ­τοὶ οἱ ἐ­λά­χι­στοι κυ­ρι­ο­λε­κτικὰ μᾶς σπρώ­χνουν στὴ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅ­σες καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ δυ­σκο­λίες τῶν προ­βλη­μά­των τῆς ζωῆς, ὅση καὶ ἂν εἶ­ναι ἡ ζάλη καὶ ἡ πί­εση τῶν με­ρι­μνῶν τοῦ βίου μας, δὲν χρει­α­ζό­μα­στε χρή­ματα, γιὰ νὰ κερ­δί­σουμε τὴν αἰ­ω­νι­ό­τητα. Ἡ ἔμ­πρα­κτη ἀ­γάπη θὰ μᾶς κά­νει νὰ ἀ­κού­σουμε τὴ φωνὴ τοῦ Κυ­ρίου: «Δεῦτε οἱ εὐ­λο­γη­μέ­νοι τοῦ Πα­τρός μου κλη­ρο­νο­μή­σατε τὴν ἡ­τοι­μα­σμέ­νην ὑ­μῖν Βα­σι­λείαν ἀπὸ κα­τα­βο­λῆς κόσμου».

Ἀ­μήν.

 




ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Μτθ. στ΄14-21)
18 Φε­βρου­α­ρίου

Στὰ πρό­θυρα τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἡ Ἐκ­κλη­σία μὲ τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ νό­ημα καὶ τὶς δι­α­στά­σεις τῆς ἀ­λη­θι­νῆς νη­στείας.

Ἡ νη­στεία εἶ­ναι τὸ πιὸ δι­α­δε­δο­μένο ἀ­σκη­τικὸ μέσο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας πα­ρά­δο­σης. Ἡ λέξη ση­μαί­νει τὴν ἀ­ποχὴ ἀπὸ τὶς τρο­φές. Ὡς πρα­κτικὴ μὲ θρη­σκευ­τικὸ πε­ρι­ε­χό­μενο τὴ συ­ναν­τᾶμε σὲ ὅ­λες σχε­δὸν τὶς θρη­σκεῖες καὶ σχε­τί­ζε­ται κυ­ρίως μὲ τὴν ἐ­ξω­τε­ρί­κευση τοῦ πέν­θους, τῆς θλί­ψης, τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς συν­τρι­βῆς καὶ τὴν προ­ε­τοι­μα­σία γιά με­γά­λες ἑ­ορ­τὲς ποὺ προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἐ­σω­τε­ρικὴ κά­θαρση.

Οἱ πα­λαιοὶ Χρι­στι­α­νοὶ τη­ροῦ­σαν μὲ εὐ­λά­βεια τὶς κα­θο­ρι­σμέ­νες νη­στεῖες μὲ μόνη δι­και­ο­λο­γη­μένη ἐ­ξαί­ρεση τοὺς ἐμ­πε­ρί­στα­τους ἀ­δελ­φοὺς (ἀ­σθε­νεῖς, ὁ­δοι­πό­ρους, νή­πια). Ἄλ­λω­στε γιὰ ὅ­σους ἀ­δι­και­ο­λό­γητα κα­τα­στρα­τη­γοῦν τὶς νη­στεῖες οἱ Ἱ­ε­ροὶ Κα­νό­νες ἐ­πι­βάλ­λουν αὐ­στηρὰ ἐ­πι­τί­μια.

Σή­μερα ἡ νη­στεία ὡς θε­σμὸς εἶ­ναι πε­ρι­φρο­νη­μένη καὶ πα­ρε­ξη­γη­μένη. Ἄλ­λοι, πα­ρα­συ­ρό­με­νοι ἀπὸ τὴν γε­νι­κευ­μένη ἐκ­κο­σμί­κευση τὴν πα­ρα­με­ρί­ζουν, τὴν προσ­δι­ο­ρί­ζουν κατὰ τὴν κρίση καὶ δυ­να­τό­τητά τους ἢ καὶ τὴν κα­ταρ­γοῦν, ἐνῷ ἄλ­λοι τὴν ὑ­περ­τι­μοῦν ἀ­δι­ά­κριτα καὶ τῆς ἀ­πο­δί­δουν τε­ρά­στια σω­τη­ρι­ο­λο­γικὴ ἀ­ξία κα­θι­στῶν­τας την αὐ­το­σκοπό.

Ἡ νη­στεία, ὅ­μως, δὲν εἶ­ναι αὐ­το­σκο­πός, εἶ­ναι μέσο τοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ ἀγώνα τοῦ πι­στοῦ, τὸ μυ­στικὸ ὅ­πλο τοῦ «πο­λέ­μου» κατὰ τῶν πα­θῶν, «ἡ μά­χαιρα ἥ­τις ἐκ­κό­πτει πολ­λὰς κα­κίας» κατὰ τοὺς Θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες.

Ἡ ἀ­λη­θινὴ νη­στεία ἔ­χει χα­ρα­κτῆρα παι­δα­γω­γικὸ καὶ ἀ­να­γω­γικό. Δι­δά­σκει τὸν ἄν­θρωπο νὰ μὴ βα­σί­ζε­ται στὰ ὑ­λικὰ πρά­γματα, ὑ­πεν­θυ­μί­ζον­τάς του τὴ σχε­τικὴ ἀ­ξία τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἐνῷ τὸν ὁ­δη­γεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν τυ­ραν­νία τῆς ὑ­λι­κῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας καὶ νὰ φθά­σει στὸ βα­σί­λειο τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας τοῦ Πνεύ­μα­τος.

Ὁ μέ­γας ἐ­χθρὸς τῆς νη­στείας, ὅ­πως φαί­νε­ται στὴ ση­με­ρινὴ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ εἶ­ναι ἡ τυ­πο­λα­τρεία καὶ ἡ ὑ­πο­κρι­σία, μὲ μιὰ λέξη ὁ φα­ρι­σα­ϊ­σμός, αὐτὴ ἡ φο­βερὴ πνευ­μα­τικὴ ἀ­σθέ­νεια ποὺ πλήτ­τει καὶ ἀ­κυ­ρώ­νει κάθε ἐ­σω­ρικὴ δι­ά­θεση καὶ ἐ­ξω­τε­ρικὴ ἐκ­δή­λωση.

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μὲ τὸν θε­ό­πνευ­στο λόγο τῶν Πα­τέ­ρων, διὰ τῆς ὑ­μνο­γρα­φίας, μᾶς προ­ει­δο­ποιεῖ ὅτι ἀ­λη­θινὴ καὶ εὐ­ά­ρε­στη στὸν Θεὸ νη­στεία δὲν εἶ­ναι ἁ­πλᾶ ἡ τυ­πικὴ τή­ρηση κά­ποιων πε­ρι­ο­ρι­σμῶν στὴ δι­α­τροφή, ἀλλὰ γε­νικὰ ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­ναντι ὅ­λων τῶν πι­ε­στι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν τοῦ σώ­μα­τος.

 «Ἀ­λη­θὴς νη­στεία ἡ τῶν κα­κῶν ἀλ­λο­τρί­ω­σις, ἐγ­κρά­τεια γλώσ­σης, θυ­μοῦ ἀ­ποχή, κα­τα­λα­λιᾶς, ψευ­δοῦς καὶ ἐ­πι­ορ­κίας. Ἡ τού­των ἔν­δεια, νη­στεία ἔ­στιν ἀ­λη­θὴς καὶ εὐ­πρόσ­δε­κτος» θὰ ἀ­κού­σουμε ἀ­πόψε στὸν ἑ­σπε­ρινὸ τῆς Κα­θα­ρᾶς Δευ­τέ­ρας..

Οἱ Πα­τέ­ρες συ­νι­στοῦν ἐ­πί­σης νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἡ νη­στεία μὲ τὴν ἄ­σκηση καὶ ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν καὶ κυ­ρίως τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. «Νη­στεύ­εις; Δεῖ­ξον μοι διὰ τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν. Ποίων ἔρ­γων, φη­σίν. Ἐὰν ἴ­δῃς πέ­νητα, ἐ­λέ­η­σον», ὅ­πως λέει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος.

Ἡ νη­στεία συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν κοι­νω­νι­κό­τητα τοῦ ἀν­θρώ­που. Δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ἐ­γω­κεν­τρικὴ κα­τά­κτηση ἀ­το­μι­κοῦ ἀ­σκη­τι­κοῦ στό­χου. Παι­δα­γω­γεῖ τὸν ἄν­θρωπο νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν κοινὸ κατ’ ἀ­λή­θειαν τρόπο ζωῆς «σὺν πᾶσι τοῖς ἁ­γί­οις». Ἀ­ναγ­καῖος ὅ­ρος, λοι­πόν, γιὰ νὰ ἀρ­χί­σουμε «τὸν κα­λὸν τῆς νη­στείας ἀ­γῶνα» εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­κα­τά­σταση τῶν κοι­νω­νι­κῶν μας σχέ­σεων σὲ σω­στὴ βάση μὲ ἀ­μοι­βαία συγ­χώ­ρηση.

Γι’ αὐτὸ ὁ πρῶ­τος Κα­τα­νυ­κτι­κὸς ἑ­σπε­ρι­νὸς τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, στὸν ὁ­ποῖο πρέ­πει νὰ συμ­με­τά­σχουμε ὅ­λοι μας ἀ­πόψε, ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται σύμ­φωνα μὲ πα­λαιὸ μο­να­στικὸ τυ­πικὸ στὴν καρ­δι­ακὴ ἀν­ταλ­λαγὴ τῆς συγ­χώ­ρη­σης, ὡς προ­ϋ­πό­θε­σης τῆς προ­σπά­θειάς μας καὶ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἑ­σπε­ρι­νὸς τῆς συγ­γνώ­μης. Μό­νον ἔτσι συμ­πε­ρι­φε­ρό­με­νοι καὶ προ­σευ­χό­με­νοι οἱ Χρι­στι­α­νοὶ θὰ κα­τα­λή­ξουμε στὴν ἑ­νό­τητα τῆς πί­στεως καὶ στὴν κοι­νω­νία τῆς ἀ­γά­πης, τὰ ὁ­ποῖα ἑ­ορ­τά­ζουμε στὸ τέ­λος αὐ­τῆς τῆς πο­ρείας καὶ λει­τουρ­γι­κῆς πε­ρι­ό­δου μὲ τὴν με­τοχή μας στὸν Ἀ­να­στά­σιμο ἑ­σπε­ρινὸ τῆς Ἀ­γά­πης.

Καλὴ Σα­ρα­κο­στὴ καὶ καλὴ δύ­ναμη στὸν προ­κεί­μενο ἀ­γῶνα.

 

 


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ἰ­ωαν. α΄ 44-52)
25 Φε­βρου­α­ρίου

Ἡ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἡ πρώτη Κυ­ρι­ακὴ τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καὶ εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μένη στὴν Ὀρ­θο­δο­ξία, στὴ νίκη δη­λαδὴ τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης ἐ­ναν­τίον τῶν πο­κί­λων αἱ­ρέ­σεων. Ἡ αἵ­ρεση εἶ­ναι ὁ ἐ­σω­τε­ρι­κὸς ἐ­χθρός της Ἐκ­κλη­σίας, ἀ­φοῦ κά­νει ζη­μιὰ καὶ δι­α­σπᾶ τὴν ἑ­νό­τητα τῆς πί­στεώς της.

Μία αἵ­ρεση ἐδῶ καὶ χί­λια τρι­α­κό­σια πε­ρί­που χρό­νια, ἡ ὁ­ποία ταλαι­πώ­ρησε τὴν Ἐκ­κλη­σία πάνω ἀπὸ ἕ­ναν αἰ­ῶνα, ἀπὸ τὸ 727 μέ­χρι τὸ 843, ἦ­ταν ἡ Εἰ­κο­νο­μα­χία· ὁ πό­λε­μος δη­λαδὴ ἐ­ναν­τίον τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων. Οἱ ὑ­πο­στη­ρι­κτὲς αὐ­τῆς τῆς αἵ­ρε­σης ἔ­λε­γαν πὼς δὲν πρέ­πει νὰ ἔχουμε στὴν Ἐκ­κλη­σία εἰ­κό­νες καὶ νὰ τὶς προ­σκυ­νοῦμε, ἐ­πειδὴ αὐτὸ εἶ­ναι τάχα εἰ­δω­λο­λα­τρεία.

Αὐτὴ ἡ κα­κο­δι­δα­σκα­λία ἔ­φερε με­γάλη ἀ­να­τα­ραχὴ στὴν Ἐκ­κλη­σία κι ἔ­γινε αἰ­τία νὰ δι­ω­χθοῦν, νὰ βα­σα­νι­σθοῦν καὶ νὰ πε­θά­νουν πολ­λοὶ ἅ­γιοι, ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­τας τὴν ὀρθὴ πί­στη. Αὐ­τοὺς ἡ Ἐκ­κλη­σία τοὺς ὀ­νο­μά­ζει Ὁ­μο­λο­γη­τές, καὶ κά­ποιοι ἐξ αὐ­τῶν εἶ­ναι ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός, ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος ὁ Στου­δί­της κι ἄλ­λοι πολ­λοί. Αὐ­τοὶ μὲ ἔν­θεο ζῆλο καὶ μὲ ἀ­τρό­μητη γνώμη ὑ­πε­ρα­σπί­σθη­καν τὴν ὀρθὴ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σίας καὶ στὸ τέ­λος ἡ Ὀρ­θο­δο­ξία νί­κησε. Οἱ ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες ξα­να­πῆ­ραν τὴ θέση τους μέσα στὸν Ναὸ κι ὁ πι­στὸς λαός, ὅ­λοι ἐ­μεῖς, τὶς προ­σκυ­νοῦμε μέχρι σή­μερα. Τὶς προ­σκυ­νοῦμε τι­μη­τικά. Τὶς ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες δὲν τὶς λατρεύ­ουμε γι’ αὐτὸ ποὺ εἶ­ναι οἱ ἴ­διες, ἀλλὰ δι­ότι τὰ εἰ­κο­νι­ζό­μενα πρό­σωπα ἢ γε­γο­νότα μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν στὴν προ­σκύ­νηση καὶ λα­τρεία τοῦ μό­νου ἀλη­θι­νοῦ Θεοῦ καὶ Δε­σπό­του τῆς ζωῆς.

Ἡ φράση τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λείου «ἡ τιμὴ τῆς εἰ­κό­νος ἐπὶ τὸ πρω­τό­τυ­πον δι­α­βαί­νει» εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­δοξη πί­στη καὶ ἡ ἀ­κρι­βὴς θέση ποὺ ἐ­πι­κρά­τησε πιὰ ὡς κα­νό­νας στὸ θέμα τῆς ἀ­πό­δο­σης τι­μῆς στὶς ἅ­γιες εἰ­κό­νες. Ἔ­κτοτε, οἱ εἰ­κό­νες εἶ­ναι ἱ­ε­ρὲς καὶ ἅ­γιες ὄχι γιὰ τὰ ὑ­λικὰ ἀπὸ τὰ ὁ­ποῖα κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται, ἀλλὰ γιὰ τὰ ἱ­ερὰ καὶ ἅ­για πρό­σωπα ποὺ εἰ­κο­νί­ζουν. Οἱ εἰ­κό­νες δὲν εἶ­ναι στὴ συ­νεί­δησή μας ζω­γρα­φιὲς καὶ φω­το­γρα­φίες ἀλλὰ ὁ­ρατὰ πα­ρά­θυρα τοῦ ἀ­ό­ρα­του κό­σμου, κα­θι­ε­ρω­μένα πλέον ὡς ἀν­τι­κεί­μενα τῆς θείας λα­τρείας· αὐ­τὲς στο­λί­ζουν τὴν Ἐκ­κλη­σία καὶ τὴ δεί­χνουν ὡς ἐ­πί­γειο οὐ­ρανό, αὐ­τὲς ἀ­νι­στο­ροῦν τὸν βίο καὶ τὰ θαύ­ματα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, αὐ­τὲς μᾶς ζων­τα­νεύ­ουν τὴν ἄ­θληση καὶ τὴν ἄ­σκηση τῶν ἁγίων, αὐ­τὲς εἶ­ναι τὸ ἀ­νοιχτὸ πάν­τοτε βι­βλίο τῆς πί­στης στὰ μά­τια τῶν ἀ­γραμ­μά­των ἀλλὰ καὶ στὴ λο­γικὴ τῶν γραμ­μα­τι­σμέ­νων.

Αὐτὴ εἶ­ναι μὲ λίγα λό­για, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἡ πί­στη τῆς Ἐκ­κλη-σίας γιὰ τὶς ἱ­ε­ρὲς εἰ­κό­νες, κι αὐ­τῆς τῆς πί­στεως τὴ νίκη γι­ορ­τά­ζουμε σή­μερα, ὄχι μόνο ἐ­ναν­τίον τῆς Εἰ­κο­νο­μα­χίας ἀλλὰ καὶ ὅ­λων μαζὶ τῶν αἱ­ρέ­σεων, καὶ γι’ αὐ­τὴν τὴν αἰ­τία ἡ ση­με­ρινὴ Κυ­ρι­ακὴ εὔ­στοχα χα­ρα­κτη­ρί­στηκε ὡς Ἡ­μέρα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξίας, ἐ­πειδὴ εἶ­ναι ἑ­ορτὴ τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἐναν­τίον κάθε πλά­νης, κάθε κα­κο­δι­δα­σκα­λίας, ποὺ στο­χεύει τὴ σύγ­χυση τῆς ὀρ­θῆς πί­στεως καὶ τὴν ἀ­ναί­ρεση τῆς σω­τη­ρίας τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τέ­τοιες πλά­νες καὶ τέ­τοια ψεύδη εἶ­ναι καὶ στὶς μέ­ρες μας πολλά. Ἡ Ἐκ­κλη­σία καὶ σή­μερα ἀ­να­στα­τώ­νε­ται, τα­λαι­πω­ρεῖ­ται καὶ δο­κι­μά­ζε­ται μὲ σύγ­χρο­νες αἱ­ρέ­σεις, σχί­σματα καὶ ὁ­μο­λο­γίες. Ἀλλὰ δὲν χά­νε­ται κι οὔτε θὰ χα­θεῖ, δι­ότι δὲν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πινο κα­τα­σκεύ­α­σμα ἢ ὀρ­γα­νι­σμὸς ἀλλὰ εἶ­ναι τὸ ζων­τανό, πα­ρα­τει­νό­μενο καὶ ἀ­να­στη­μένο Σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ στὴν ἱ­στο­ρία.

 Ὅ­λοι ἐ­μεῖς, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ δη­λαδή, ποὺ εἴ­μα­στε ἡ Ἐκ­κλη­σία, μέσα σ’ αὐ­τὴν βρί­σκουμε τὴν πί­στη μας, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια, τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ ποὺ χρει­α­ζό­μα­στε, γι’ αὐτὸ καὶ «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σιν», «...οὕτω φρο­νοῦ­μεν, οὕτω λα­λοῦ­μεν, οὕτω κη­ρύσ­σο­μεν Χρι­στὸν τὸν ἀ­λη­θι­νὸν Θεὸν ἡ­μῶν….».

«...Αὕτη ἡ πί­στις τῶν Ἀ­πο­στό­λων, αὕτη ἡ πί­στις τῶν Πα­τέ­ρων, αὕτη ἡ πί­στις τῶν ὀρ­θο­δό­ξων, αὕτη ἡ πί­στις τὴν οἰ­κου­μέ­νην ἐ­στή­ρι­ξεν...».

 

 


 

Κηρύγματα Φεβρουαρίου 2018 pdf