ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
8η Ἰανουαρίου 2012
Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα
(Ματθ. Δ´ 12-17)
Τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ οἱ ἄνθρωποι«Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χῶρᾳ καὶ σικᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. ιδ´ 16)
Εἶναι γνωστὸ πόσο ἔμφυτη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φῶς. Ἂν ὑποθέσουμε ὅτι κάποια στιγμὴ καὶ γιὰ λίγο χρόνο ἐπικρατοῦσε ἕνα πυκνὸ σκοτάδι, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ τρόμαζε, θὰ τὸν περιέλουζε ἕνας φόβος. Γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ λαοὶ ἐλάτρευσαν τὸ φῶς καὶ τὴν φωτιά. Τόσο πολὺ τὸ λάτρευσαν, ὥστε νὰ νομίσουν ὅτι εἶναι θεός.
Μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ βρεῖ στὸ ὑλικὸ φῶς ἕνα ἄλλο φῶς, ἕνα πνευματικὸ φῶς, μιὰ ἰδέα φωτεινή, τὴν ὁποία καὶ λάτρευσε.
Ἔτσι πέρασε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ φυσικοῦ φωτὸς στὴ λατρεία τοῦ νοητοῦ φωτός, τῶν ἰδεῶν δηλαδή, ἀλλὰ καὶ πάλι βρισκόταν σὲ μιὰ εἰδωλολατρεία. Διότι οὔτε τὸ αἰσθητὸ φῶς, ὁ ἥλιος, οὔτε τὸ νοητὸ φῶς, οἱ ἰδέες, εἶναι θεός. Ὥστόσο, τὴν εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς τὴν προανήγγειλε ὁ Προφήτης Ἠσαΐας 800 χρόνια πρὶν ἔρθει στὸν κόσμο τὸ ἀληθινὸ φῶς, ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Προφήτη (κεφ. θ´) τὰ ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι εἶδε φῶς μέγα καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ βρισκόντουσαν στὴ χώρα ποὺ τὴν σκίαζε ὁ θάνατος ἀνέτειλε τὸ φῶς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός». Εἶναι ὁ ἀνέσπερος Ἥλιος, τὸ ἀληθινὸ φῶς, ὁ δημιουργὸς τοῦ αἰσθητοῦ φωτός, ὁ κτίστης καὶ δημιουργὸς ὅλων ἐκείνων ποὺ θεοποίησε ὁ ἄνθρωπος.
Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν αὐτὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, πῆγαν γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντά του, γρήγορα ὅμως ἔκαναν πίσω καὶ ἀπομακρύνθηκαν. Καὶ θὰ γράψει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «...τὸ φῶς ἐλήλυθε εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς» (γ´,19). Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισσότερο τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς.
Περίεργη ἡ κίνηση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων! Ἐνῶ ἀγαποῦν τὸ φῶς, ἀναζητοῦν τὸ φῶς καὶ περιμένουν τὸ φῶς, ὅταν ἔρχεται τὸ ἀληθινὸ φῶς νὰ τὸ πλησιάζουν γιὰ λίγο καὶ νὰ φεύγουν. Μήπως κάτι φταίει στὸ φῶς; Μήπως κάτι φταίει στοὺς ἀνθρώπους; Ἀναμφισβήτητα, στὸ φῶς δὲν ὑπάρχει «τροπῆς ἀποσκίασμα», λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Δὲν ὑπάρχει ἴχνος σκιᾶς στὸ φῶς. Τότε τί συμβαίνει μὲ τοὺς ἀνθρώπους;
Οἱ βασικὲς αἰτίες εἶναι τρεῖς: Πρώτη αἰτία εἶναι μιὰ ὑποκειμενικὴ ἀντίληψη τῆς ἀλήθειας. Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἑρμηνεύει καὶ καταλαβαίνει τὰ πράγματα ὅπως αὐτὸς θέλει νὰ πιστέψει, ὄχι ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων ποὺ χόρτασε ὁ Κύριος. Μόλις ἔγινε τὸ θαῦμα, οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο καὶ πέρασαν στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης μετὰ τὴ νυχτερινὴ δοκιμασία τους , ὅπου ὁ Κύριος τοὺς ἔσωσε. Ὁ ὄχλος ἔχασε τὸν Ἰησοῦ καὶ ὅταν τὸν ξαναβρῆκαν εἶπαν: «Κύριε ἐδῶ εἶσαι;» Τοὺς ἀπαντᾶ: «Μὲ ἀναζητεῖτε, γιατὶ σᾶς ἔδωσα ψωμὶ, ποὺ ὅποιος τὸ φάει ξαναπεινᾶ. Νὰ φᾶτε τὴν τροφὴ ποὺ δὲν χάνεται “τὴν μὴ ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν μένουσαν” (στ´,27). Εἶναι ἡ σάρκα μου καὶ τὸ αἷμα μου.» Ὁ λόγος αὐτὸς φάνηκε ἀκατανόητος στὸ πλῆθος καὶ πολλοὶ γύρισαν τὴν πλάτη τους καὶ ἔφυγαν. Γιατί; Διότι μέσα στὸ μυαλό τους εἶχαν σχηματίσει μιὰ ἰδέα, ὅτι ὁ Μεσσίας θὰ εἶναι ἕνα πρόσωπο ἔνδοξο, ποὺ θὰ τοὺς δώσει νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦν. Ἑπομένως εἶχαν λάθος ἀντίληψη γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσία. Δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία εἶναι νὰ σώσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ δώσει ὀντολογικὴ πραγματικὴ σωτηρία, νὰ ἀναστήσει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πεθαίνουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει μὲ σῶμα καὶ ψυχὴ στὴ Βασιλεία Του. Αὐτὸ δὲν μποροῦσαν, ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελαν νὰ τὸ καταλάβουν. Κατὰ βάθος ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται καὶ ἀγαπᾶ νὰ μένει σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, γιατὶ ἐπιθυμεῖ ἕνα Εὐαγγέλιο, ἕνα Χριστὸ ποὺ νὰ ταιριάζει στὰ μέτρα του, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ καθένας νὰ εἶναι κομμένο.
Ἡ δεύτερη αἰτία εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ στέκεται μιὰ τροχοπέδη καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πλησιάσει πρὸς τὸ φῶς, ἀλλὰ ταὐτόχρονα γίνεται καὶ μιὰ δύναμη ποὺ ἀπωθεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φῶς. Γιατί; Λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πάλι: «ἦν γὰρ πονηρὰ τὰ ἔργα αὐτῶν» (γ´19), γιατὶ εἶναι πονηρὰ τὰ ἔργα τους καὶ συνεχίζει· «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα». Ὁ ἀμαρτωλὸς φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸ φῶς καὶ κρύβεται γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του.
Ἀδελφοί μου, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει λόγους νὰ μὴ θέλει τὸ φῶς καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, τὸν Χριστό. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βρώμικη. Αὐτὴ ἐπιθυμεῖ τὰ πονηρὰ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ αἰχμαλωτίζει τὸ νοῦ μας, γιὰ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὴν ἀλήθεια. Συμβάλλουμε ὅμως καὶ ἐμεῖς, γιατὶ δὲν θέλουμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη αἰτία, μιὰ μεταφυσικὴ αἰτία ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι καὶ ἀμέτοχος. Εἶναι ὁ Διάβολος ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ δεχθεῖ τὴν ἀλήθεια, τὸν Χριστὸ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας λέει ὅτι ὁ Διάβολος εἶναι ὁ «ἄρχοντας τοῦ σκότους», καὶ ἐπειδὴ ξέπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ μῖσος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ φθόνο πρὸς τὸν ἄνθρωπο, θέλει καὶ ἄλλα λογικὰ ὄντα καὶ κτίσματα νὰ γίνουν ὅμοια μὲ αὐτόν. Βρίσκει, λοιπόν, εἴσοδο, ποὺ τοὺ τὴν ἀνοίγει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἁμαρτίες του, μπαίνει μέσα του καὶ κάνει τὴν πνευματικὴ ζημιά. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴ ζωή του καὶ τὰ ἔργα του, ὄχι ἴσως μὲ τὸν νοῦ του, ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ φεύγει.
Ἀδελφοί μου, τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο. Ἂν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀναφέραμε, ἂς ἐπιστρέψουμε μὲ τὴν μετάνοιά μας πρὸς αὐτόν.
Ὁ κάθε χριστιανὸς ἂς τοποθετήσει τὸν ἑαυτό του στὰ μέτρα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι τὸ Εὐαγγέλιο στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ γοῦστα του. Αὐτὸ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ἂς μὴ διώχνουμε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴ ζωή μας καὶ ὡς ἄνθρωποι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ ὡς ἔθνος. Αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ δόξα μας καὶ ἡ τιμή μας καὶ τότε θὰ λάβουμε τὴ χάρη καὶ τὴ δόξα ποὺ θὰ μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς καὶ στὴν παροῦσα ἀλλὰ καὶ στὴν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.
π. Α.Μ.