Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟΥ
Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ μοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ βρεθῶ ἀνάμεσά σας ὡς ἀδελφὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἄλλη παράδοση, τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ παράδοση, ἀνάμεσα σὲ ἀδελφοὺς ποὺ ἐνῶ ζοῦνε στὸν Δυτικὸ κόσμο μὲ ἀρκετὰ διαφορετικὲς προκλήσεις καὶ ἐρεθίσματα, ὅμως συμβαίνει νὰ ἔχουμε τὴν ἴδια ἀγάπη, νὰ ζοῦμε ἀνάλογες εὐαισθησίες, νὰ μοιραζόμαστε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον. Σὲ ὅλους μας, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει μιλήσει βαθιὰ καὶ μὲ τὶς φυσικὲς ὀμορφιές του, καὶ μὲ τὶς ἱστορικὲς ἰδιαιτερότητές του, καὶ μὲ τὸν τρόπο καὶ τὰ σχήματά του, καὶ μὲ τὶς διαχρονικὲς ἀντοχές του, ἰδιαίτερα ὅμως μὲ τὴν πνευματικὴ χάρι του. Τὸ Ὄρος ἐντυπωσιάζει, ξεκουράζει, προκαλεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν θαυμασμό, ἐμπνέει, σὲ ὑποχρεώνει νὰ τὸ ἀγαπήσεις καὶ σὲ ἀναγκάζει νὰ θελήσεις νὰ τὸ ξαναεπισκεφτείς. Κάποιους, ὅπως τοὺς περισσότερους ἀπὸ ἐσᾶς, τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἔντονους προβληματισμούς, σὲ ἀναθεώρηση τῆς πίστης, τῆς ζωῆς, τῶν βασικῶν ἀντιλήψεων. Κάποιους, ὅπως ἐμένα, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπιθυμία νὰ ζήσουμε τὴ ζωή του καὶ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὴ δική μας ζωὴ ὡς ἀπάντηση.
Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ ὅτι τὸ δικό μου μονοπάτι σχέσης μὲ τὸ Ὄρος εἶναι πιὸ φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο. Εἶμαι γεννημένος στὴν Ἑλλάδα καὶ μεγαλωμένος μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Τὸ δικό σας ὅμως εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ δέος. Αὐτὸ ἀποδεικνύει καλύτερα τὴ δυνάμη καὶ τὴ χάρι του. Χωρὶς τὸ σχετικὸ πολιτισμικὸ ὑπόβαθρο, ξεπεράσατε τὰ ἐξωτερικὰ ἐμπόδια καὶ ἀγκαλιάσατε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸ Ὄρος. Χωρὶς εὐνοϊκὲς προϋποθέσεις διακρίνατε τὸν μυστικο θησαυρό του. Μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια σᾶς λέγω ὅτι πολὺ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ ἀκούσω τὰ δικά σας βιώματα καὶ τὶς δικές σας ἐντυπώσεις, ἱστορίες καὶ σκέψεις. Δὲν ἔχω καμία ἀμφιβολία ὅτι ἐσεῖς ποὺ ἀπόψε θὰ μὲ ἀκούσετε θὰ μπορούσατε πολὺ περισσότερα νὰ πεῖτε καὶ πολὺ πιὸ δυνατὰ μηνύματα νὰ δώσετε. Δὲν τὸ κάνετε ἀπὸ διακριτικότητα καὶ φιλαγιορείτικη σεμνότητα. Καὶ μὲ πολλὴ ἁγιορείτικη εὐγένεια καὶ λεπτότητα παραχωρεῖτε τὸ βῆμα σὲ μένα. Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.
Τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς περιβόλι τῆς Παναγίας
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι γνωστὸ γεωγραφικὰ ὡς Ἄθωνας καὶ πνευματικὰ ὡς «Περιβόλι τῆς Παναγίας», ὡς ξεχωρισμένος τόπος τῆς Παναγίας, ὡς τόπος ἀφιερωμένος στὴν Παναγία, ὡς τόπος ἰδιαίτερης τιμῆς καὶ λατρείας της, ὡς τόπος ἀναπαύσεως τῆς Θεοτόκου. Ἐνῶ εἶναι τόπος τοῦ Θεοῦ -αὐτὸ τὸ κατανοοῦμε θεολογικά- καὶ κατοικητήριο τόσων καὶ τόσων ἁγίων -αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὰ πολλὰ λείψανα καὶ σημεῖα τους-, στὴ συνείδηση τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας του, τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο γίνεται μία ἰδιαίτερη ἀναφορά.
Πράγματι, τὸ ἁγιορείτικο τυπικὸ σὲ κάθε ἀκολουθία περιλαμβάνει ἔκτακτες δεήσεις καὶ εὐχὲς πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως καθημερινὰ ἀνάγνωση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τοῦ Θεοτοκαρίου, εἰδικῶν ὕμνων ἢ καὶ μοναδικὲς ἀγρυπνίες, ἀφιερωμένες στὶς εἰκόνες ἢ τὰ θαύματά της. Κάθε μία ἀπὸ τὶς εἴκοσι ἁγιορείτικες μονὲς διαφυλάσσει ὡς πολυτιμώτατο θησαυρὸ ἀρκετὲς θεομητορικὲς εἰκόνες, σὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μάλιστα ἀποδίδονται θαυματουργικὲς ἰδιότητες καὶ ἀναφέρονται ἐντυπωσιακὰ ὑπερφυσικὰ γεγονότα ποὺ συνδέονται μὲ δεήσεις ἐνώπιόν τους, παράδοξες ἐμφανίσεις, ἱστορίες κ.λπ.
Οἱ μοναχοὶ αὐτὴν ἔχουν συνέχεια στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιά τους, σὲ αὐτὴν ἀναπέμπουν τὶς καλύτερες προσευχές τους, στὸ πρόσωπο καὶ τὴ χάρι της ἀποδίδουν τὰ μυστικὰ θεομητορικὰ βιώματα τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης τους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα ποὺ ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν στὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ παράδοση, στὸ Ἅγιον ὅμως Ὄρος παρουσιάζουν μία μοναδικότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ἔκφραση καὶ ὡς πρός τὴν ἔνταση καὶ ἔμφαση μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζονται.
Στὴν σημερινὴ ὁμιλία μου, θὰ προσπαθήσω νὰ περιγράψω κάπως πῶς γεννιοῦνται αὐτὰ τὰ θεομητορικὰ βιώματα στὴν καρδιὰ τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ, πῶς δικαιολογοῦνται, πῶς λειτουργοῦν, πῶς συνδέονται μὲ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα καὶ τὴν ἄσκησή του, πῶς διαμορφώνουν τὴν πνευματικὴ προσωπικότητά του, πῶς ἐκφράζονται στὸ γενικότερο ἦθος του. Ἀντιλαμ-βάνομαι ὅτι κάτι τέτοιο πιθανὸν νὰ προκαλεῖ ἐρωτήματα ἢ δυσκολία στὴν ψυχὴ ὅσων τυχὸν προέρχονται ἀπὸ Προτεσταντικὴ παράδοση, νομίζω ὅμως ὅτι μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Κυρίου καὶ λίγη προσπάθεια ὅλοι μαζὶ θὰ πλησιάσουμε τὴν ἀλήθεια.
Ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἕνα προϊὸν ἐκκλησιαστικοῦ συναισθήματος ἢ ἐπινόημα θεολογικοῦ στοχασμοῦ, οὔτε πάλι ἕνα ἱστορικὸ μόνο πρόσωπο ποὺ κάποτε γέννησε τὸν Χριστό καὶ ἐδῶ ἐξαντλεῖται ἡ ἀποστολή του. Ἡ ἀλήθεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό της ἔγκειται στὸ ὅτι καθημερινὰ ἀποδεικνύεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς «καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα». Εἶναι ζωντανὴ ἡ παρουσία της στὸν κόσμο αὐτόν. Αὐτὸ τὸ ἐξηγοῦν οἱ θεολόγοι ὡς διδασκαλία, πρωτίστως ὅμως τὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐμπειρία. «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοὶ κατῃσχυμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ' αἰτεῖται τὴν χάριν καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».
Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία
Τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου παρουσιάζει κάτι τὸ μοναδικὸ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Διὰ τῆς Θεοτόκου, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτὸ δὲν τῆς προσδίδει μόνο μία μοναδικότητα ἀποστολῆς ἀλλὰ καὶ μία ἰδιαιτερότητα προϋποθέσεων.
Ἡ θεία ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ μέγα μυστήριο ποὺ ἐπιτελεῖται μὲ ἕνα ἀνεπανάληπτο σημεῖο. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος παρὰ μόνον δι’ ἑνὸς σημείου καὶ μάλιστα μοναδικοῦ καὶ ἀσύλληπτου γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Καὶ τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ ἐκ παρθένου γέννηση.
Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς προφητεῖες, στὰ πολλὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζουμε στὶς Ὧρες καὶ στὸν Ἑσπερινὸ τῆς ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων, διακρίνουμε δύο πολὺ σημαντικὲς θεολογικὲς ἀλήθειες, ποὺ συνδέονται ἡ μία μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἡ δεύτερη μὲ τὸν τρόπο τοῦ μυστηρίου. Ἡ πρώτη κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ βρέφους καὶ ἡ δεύτερη ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Θεοτόκου.
Ἡ μία εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος κενούμενος. Κένωσις σημαίνει «ὕφεσις» τῆς θεότητος, δηλαδὴ ὅτι ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωση τῆς ἀνθρωπίνης. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ ἀντικρύζουμε ταπεινωμένο, περιφρονημένο, σ᾿ αὐτὴν τὴν ὑπερβολικὰ φτωχὴ κατάσταση, μέσα στὸ σπήλαιο, μέσα στὴ φάτνη, μέσα στὸ κρύο, μὲ συντροφιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, αὐτὸ τὸ βρέφος δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι κάποιος προφήτης, δὲν εἶναι ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι κάποιος σχεδὸν Θεός, δὲν εἶναι ἕνας Θεός· εἶναι ὁ παντέλειος Θεός. Αὐτὸ εἶναι τὸ δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ δεύτερη μεγάλη δογματικὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ κόρη αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν εἰκονογραφία, στὴν ὑμνογραφία, στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, ποὺ κατονομάζεται ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὲς ὡς Μαρία, εἶναι μητέρα καὶ παρθένος, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος γεννᾶται ὡς ἄνθρωπος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ἔρχεται διὰ τῆς φυσιολογικῆς ὁδοῦ, ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος, δὲν συλλαμβάνεται «ἐκ σπέρματος ἀνδρός», ἀλλὰ εἰσέρχεται στὴν ἱστορία μὲ ἕναν «ξένον», ὅλως ἀσυνήθη τρόπο· ἀσπόρως καὶ παρθενικῶς. Ὅσο κι ἂν ἡ ὀρθολογισμένη σκληροκαρδία τῆς ἐποχῆς μας σκανδαλίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «ἐκ Παρθένου Μητρός».
Αὐτὲς τὶς δύο ἀλήθειες τὶς ἐκφράζει μαζὶ ὁ Graham Speake ὡς ἑξῆς:
«Ἡ παρθενία τῆς Παναγίας εἶναι σημαντικὴ ἐπειδὴ ...ὑπογραμμίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ὁδήγησε στὴ δημιουργία ἑνὸς νέου προσώπου ὅσο στὴν ἐνσάρκωση τοῦ δεύτερου προσώπου τῆς Τριάδος, τοῦ ἤδη ὄντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Ἑπόμενως ἐκφράζει τὴν αἰώνια παρουσία τοῦ Υἱοῦ.»
Γιὰ ποιόν ὅμως λόγο νὰ γεννηθεῖ ἐκ παρθένου; Τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ ἴσως ταπεινῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε, τὴν ἴδια ἀπορία διατυπώνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Συχνὰ στοὺς ὕμνους τονίζεται αὐτὸς ὁ θαυμασμός, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον», κ.ο.κ. Οἱ ὑμνογράφοι παλεύουν μὲ τὴν ἰδέα τῆς παρθενικῆς γεννήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἐνῶ ἀπορεῖ μὲ τὸ μυστήριο, δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ. Πιστεύει μόνον σ᾿ αὐτό. Αὐτὴ ἡ πίστη της γεννᾶ καὶ σαφεῖς ἀπαντήσεις, τόσο ἰσχυρές, ὥστε νὰ πιστεύουμε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ μὴ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος.
Ἂς δοῦμε ὁρισμένους λόγους ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴ τὴ θεολογικὴ ἀλήθεια.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μυστηριακὸς λόγος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ὄχι ἀκολουθῶντας τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ ὑπερβαίνοντάς τους, ὥστε ἔτσι διακριτικὰ νὰ δώσει τὴν ἁπαλὴ ὑποψία τῆς θεότητός Του:«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοὶ Παρθένε». Ὑπερβαίνοντας τοὺς νόμους, ἀνατρέπει τὴ λογική, γεννᾶ ἐλπίδες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ἀνακαινίζει τὰ πάντα. Παρὰ ταῦτα, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ γεγονός (Ματθ. α' 19). «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», σημειώνει ὁ ὑμνογράφος. Ἀλλὰ καὶ ἡ Παναγία αἰφνιδιάζεται τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ, ὅταν τῆς ἀναγγέλλεται ἡ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. α΄ 20) δι' αὐτῆς ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου (Λουκ. α' 35). Καὶ μόνον ὅταν ὑπετάγη στὴν προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου, τότε ἀρχίζει νὰ καταλαβαίνει περίπου τί θὰ τῆς συμβεῖ. Ἡ «προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ» ἀποτελεῖ «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», τὸ ὁποῖο ξαφνιάζει τὴν ἀνθρώπινη σκέψη ὡς μὴ ἀναμενόμενο, μὴ ἑρμηνευόμενο καὶ μὴ κατανοούμενο. Πρώτη λοιπὸν αἰτία τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως εἶναι τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ γεγονότος, δηλαδὴ ἡ ἀνάγκη κατάργησης τῶν φυσικῶν νόμων, προκειμένου νὰ διασωθεῖ ἡ κρυμμένη εἰκόνα τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου.
Δεύτερος λόγος γιὰ τὸ σημεῖο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἀπόλυτης καθαρότητος, δηλαδὴ τῆς ἀνατροπῆς τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει μὲ ἄσπιλο τρόπο, ὄχι μὲ πτωτικό. Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ καθενός μας εἰσήχθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅ,τι ἡ μὲν σύλληψη εἶναι ἐνήδονη, δηλαδὴ ἡδονικῶς κανεὶς συλλαμβάνεται, ἡ δὲ γέννηση ἐπώδυνη, δηλαδὴ μὲ πόνους κανεὶς γεννᾶται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὄχι μόνον στὴ γέννηση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἰδιάζοντα, μὴ ἡδονικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ ἡλικιωμένους στείρους γονεῖς, ὥστε ἡ γέννησή της νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιθυμίας, διαθέσεως πρὸς ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πόθου πρὸς παιδοποιΐα καὶ μόνον. Ἂν αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν Παναγία, κάτι πολὺ περισσότερο ἔπρεπε νὰ συμβεῖ μὲ τὸν Χριστό. Ἔπρεπε νὰ συλληφθεῖ «ἀνηδόνως» καὶ νὰ γεννηθεῖ «ἀνωδύνως» κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς παρθενικῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ ὑπογραμμισθεῖ ἡ καθαρότητα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ Κύριος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δύο θεολογικοὶ λόγοι. Λένε οἱ πατέρες (;) ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα περνοῦσε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο διὰ σπέρματος ἀνδρός, μὲ τὴ σπερματικὴ γέννηση. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἔλθει μὲ τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Οὔτε μὲ τὴ θεϊκὴ φύση Του κάτι τέτοιο εἶναι συμβατὸ οὔτε καὶ μὲ τὴν ἀποστολή Του. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλάξει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂν ὁ Ἴδιος ἔφερε τὸ στίγμα της; Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἐκ σπέρματος ἀνδρός. Ἔπρεπε νὰ καταργηθεῖ καὶ ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας.
Θὰ ἀναφέρω καὶ ἕναν ἄλλον θεολογικὸ λόγο. Ἂν ἐγεννᾶτο ὁ Κύριος ἐκ σπέρματος ἀνδρός, δηλαδὴ ἀνθρώπου, θὰ εἶχε ὑποτάξει τὴ θεϊκή Του φύση στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ δώσει νέα ζωή, ὄχι γιὰ νὰ πάρει ζωή, νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παλαιᾶς ζωῆς, νὰ κληρονομήσει χαρακτηριστικὰ κάποιου ἐπίγειου πατέρα. Ὁ ἐκ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς προαιωνίως καὶ «ἀμήτωρ» γεννηθεὶς ἔπρεπε νὰ εἶναι «ἀπάτωρ» κατὰ τὴν ἀνθρώπινή Του φύση, «γεννώμενος ἐκ γυναικός», τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει οὔτε κληρινομικότητα ἀνθρώπινη οὔτε ἐπικράτηση τῆς ἀνθρώπινης παχύτητος στὴν ἔλευσή Του. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει κυριαρχία θεϊκή, γιατί αὐτὸς θὰ ἀπεργαζόταν τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Ἔρχεται ἀγενεαλόγητος κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
Στὴ θεία ἐνανθρώπηση δὲν μποροῦσε νὰ μετάσχει ἡ ἀνδρικὴ φύση. Ἡ τιμή της ἀποτελεῖ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς γυναικείας φύσεως. Ὡς ἐκ τούτου ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι μοναδικὸ πρόσωπο ποὺ διασφαλίζει τὸν θεανθρώπινο χαρακτήρα τοῦ Κυρίου.
Θὰ κλείσω καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλον μυστικὸ λόγο, ποὺ δὲν φαίνεται μὲ πρώτη ματιὰ καὶ λίγο ὑπαινίχθην προηγουμένως. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ νὰ καθορίσει τοὺς τρόπους τῆς δικῆς μας πνευματικῆς γεννήσεως ἢ μᾶλλον ἀνα-γεννήσεως. Πρέπει νὰ «μορφωθεῖ Χριστὸς ἐν ἡμῖν», νὰ συλληφθεῖ κὰι νὰ γεννηθεῖ μέσα μας. Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως διαβάζουμε: «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ ἐγέννησε...», (Ματθ. α' 2), ὁ ἕνας ἐγέννησε τὸν ἑπόμενο, καὶ καταλήγει ὁ εὐαγγελιστὴς «Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τὸν Κύριο δὲν τὸν γέννησε κανεὶς ἀλλὰ ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ ἐνῶ ὅλους τοὺς γεννοῦσαν ἄνδρες, Αὐτὸς ἐγεννήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ Τὸν γεννήσει κάποιος ἄνδρας, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ γεννηθεῖ ὄχι ἁπλᾶ ἀπὸ γυναῖκα, ἀλλὰ ἀπὸ παρθένο, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου».
Αὐτὸ ἰδίως τὸ τελευταῖο ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι ἀποτελεῖ κεντρικὸ φρόνημα στὴ ζωὴ ἑνὸς μοναχοῦ. Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Θεὸς μέσα του πρέπει αὐτὸ νὰ συμβεῖ μὲ τρόπο παρθενικὸ καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ ἀπόλυτη ἐπιθυμία νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος στὴν ψυχὴ συνδυάζεται μὲ τὴν «ἄρνησιν φύσεως δι’ ἐπιτυχίαν τῶν ὑπὲρ φύσιν». Στὴν οὐσία ἡ ἀποταγὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἄρνηση τῆς ἐπίγειας πατρότητος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ μοναχὸς ἔχει συνεχῶς ἐνώπιόν του ὡς εἰκόνα του τὴν Παναγία Παρθένο. Ἐπάνω της ἀντικατοπρτίζεται ἡ μοναδικότητα τοῦ παρθενικοῦ καὶ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» χαρακτήρα τῆς μοναχικῆς του κλήσεως. Ἡ νέα του κατὰ χάριν ζωὴ δὲν πρέπει νὰ κληρονομεῖ χαρακτηριστικὰ ἐκ τῆς παλαιᾶς.
Ἡ πορεία τοῦ μοναχοῦ ἔχει ὡς μόνιμο συνοδὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ τὸ σημεῖο τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἀδιάκριτος ὑπακοή, ἡ ἀπόλυτη ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, ἡ ἄρνηση τῆς γνώμης ὡς προσωπικῆς ἀπόψεως, ὁ ἐκμηδενισμὸς τοῦ δικαιώματος, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὅρων τῆς φύσεως ἀποτελοῦν στὴν οὐσία ἀπόρριψη τῆς σπερματικῆς σύλληψης τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐσωτερικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ προέρχεται παρθενικῶς∙ δίδεται, δὲν κατακτᾶται∙ χαρίζεται, δὲν ἐπιτυγχάνεται∙ εἶναι «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὄχι τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, δυνάμεως ἢ ἱκανότητος. Ἀποτελεῖ «σημεῖον».
Θέλοντας νὰ γίνει ἅγιος, κεχαριτωμένος καὶ εὐλογημένος, ἄνθρωπος χάριτος καὶ δεκτικὸς εὐλογίας, χρειάζεται ὁπωσδήποτε νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ κατ' ἐξοχὴν πρόσωπο τῆς θείας ἀναβάσεως καὶ ὑπερβολῆς, ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἡ Θεοτόκος στὰ κείμενα τῶν ἁγιορειτῶν Ἁγίων
Βασικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μὲ ἰδιαίτερη γλαφυρότητα καὶ θεολογικὴ ὀξύνοια ἀπεικονίζει στὰ κείμενά του τὴ σχέση τῆς ἁγιορείτικης ψυχῆς μὲ τὴ Θεομήτορα. Στὸν λόγο του στὴν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν διστάζει νὰ διακηρύξει ὅτι ἡ Παναγία βρίσκεται πλησιέστερα πρὸς τὸν Θεὸ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς ἱεραρχίες, ἀφοῦ «τὰ Σεραφεὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ» (Ἠσ. στ΄ 2), ἐνῶ ἡ Παναγία «παρέστη ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ» (Ψαλμ. μδ΄ 10 ). Ὑποστηρίζει ἀκόμη ὅτι, ὅπως ἐνῶ πρὶν ἦταν ὁ Κύριος ἀθέατος καὶ δι’ αὐτῆς ἐπεδήμησε στὸν κόσμο, ἔτσι καὶ στὸν μέλλοντα ἀτελεύτητο αἰῶνα κάθε πρόοδος καὶ ἀποκά-λυψη μυστηρίων θὰ εἶναι ἀδύνατη χωρὶς αὐτήν.
Εἶναι μνημειώδης ἡ ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὅπου κατ’ οὐσίαν θεωρεῖ ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ καὶ τὸ πρότυπο τῆς ἡσυχαστικῆς πολιτείας, ἀφοῦ κατὰ τὴν παραμονή της στὸν ναό, διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς λύθηκε ἀπὸ κάθε ὑλικὸ δεσμό, ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν συρφετὸ τῶν λογισμῶν καὶ ἐρχόμενη τελείως στὸν ἑαυτό της διέκρινε τὴ «νοητὴ σιγή» καὶ τὶς «ἄυλες ἐπαφές» ὡς νέα ὁδὸ πρὸς τοὺς οὐρανούς. Ἔτσι μυήθηκε στὰ ὑπέρτατα μυστήρια καὶ δὲν ἔγινε μόνο καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἡ ἴδια, ἀλλὰ δι’ αὐτῆς καὶ ὁ Θεὸς ἔγινε καθ’ ὁμοίωσιν ἀνθρώπου.
Εἶναι τέτοια ἡ ἀγάπη του στὴν Παναγία, ὥστε νὰ φθάσει μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα νὰ ὑποστηριξει αὐτὸ ποὺ δὲν ἀναφέρεται κἂν στὴν Ἁγια Γραφή, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἀναστὰς Κύριος ἐμφανίσθηκε πρῶτα στὴν Θεοτόκο καὶ ἔπειτα στὶς Μυροφόρες γυναῖκες ἢ καὶ νὰ καταθέτει τὴν προσευχὴ τῆς μετανοίας του σὲ αὐτὴν ὥστε νὰ μεταφέρεται δι’ αὐτῆς ἡ μετάνοιά του στὸν Κύριο.
Ἀνάλογα καὶ ὁ ἄλλος λόγιος καὶ θεολόγος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐκφράζει ποικιλότροπα τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης του στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Ἔτσι στὸ βιβλίο του «ὁ Ἀόρατος Πόλεμος», γράφει ὅτι ἡ Παναγία βρίσκεται στὸ «μεθόριον ἀναμεταξὺ τῆς ἀκτίστου καὶ κτιστῆς φύσεως· αὕτη μόνη εἶναι θεὸς ἄμεσος μετὰ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς οὖσα μήτηρ ἀληθῶς τοῦ Θεοῦ». Μάλιστα, βασιζόμενος στὴ διδασκαλία τῶν πατέρων, τῶν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸν Ἀνδρέα Κρήτης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ αἰσθητὸς καὶ νοητὸς κόσμος ἔγινε γιὰ τὴν Παναγία καὶ ἡ Παναγία γιὰ τὸν Χριστό. Ἀκόμη φθάνει ἑρμηνεύοντας τὴν Θ΄ Ὠδὴ τοῦ κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μάλιστα τὸ «καὶ παντεχνήμονι Λόγῳ σάρκα δανείσασαν», νὰ διακηρύξει ὅτι καθὼς ἐδάνεισε τὴν σάρκα της στὸν Κύριο, Αὐτὸς ἔγινε αἰώνιος χρεώστης της. Προκειμένου λοιπὸν νὰ ἐξοφλήσει τὸ δάνειό Του ὁ Κύριος, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν δοξάζει μὲ ὅλες τὶς θεοπρεπεῖς δόξες καὶ τιμές, ὅσες δὲν ἔχει ποτὲ δοξάσει κανένα ἄλλο κτῖσμα Του, ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἰσακούει τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις της ὅσο κανενὸς ἄλλου.
Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τὸ κέντρο «ἐν ᾧ στήσας τὸν διαβήτην του ὁ νοητὸς Εὐκλείδης καὶ ἀριστοτέχνης Λόγος, ἐγύρισε παγκάλλιστα ὅλην τὴν περιφέρειαν τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Του». Ὅπως δὲ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος στὴν Παναγία ἀποδίδει τὶς ρίζες τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «ἐπενόησε μίαν πρᾶξιν νοεράν» καὶ «κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούς, δηλαδή τὴν νοητὴν σιωπήν… ταύτην δὲ τὴν νοερὰν πρᾶξιν καὶ θεωρίαν ἡ Θεοτόκος ἐφεῦρε ἀπὸ λόγου της καὶ εἰργάσθη καὶ εὶς τοὺς μετὰ ταῦτα παρέδωκεν».
Τέλος, ὑποστηρίζει ὅτι περισσότερο ἀπὸ κάθε κτίσμα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ἡ Θεοτόκος ἔχει ὁδηγήσει στὸν Θεὸ ἀνθρώπους ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, αὐξάνοντας ἔτσι καὶ πλατύνοντας τὴν κυριότητα τοῦ Θεοῦ.
Ὅ Ἅγιος Νικόδημος ἔχει συλλέξει ἑξήντα δύο χειρόγραφους κανόνες πρὸς τὴν Θεοτόκο προερχόμενους ἀπὸ τὴ γραφίδα εἴκοσι δύο μελωδικῶν ὑμνογράφων (Θεοτοκάριον), ἔχει δὲ ὁ ἴδιος συντάξει δεκατέσσερις ἀσματικοὺς κανόνες ἐκ τῶν ὁποίων τρεῖς στὴν Παναγία Γοργοϋπήκοο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου, τρεῖς στὴν Παναγία Πορταΐτισσα τῆς Μονῆς Ἰβήρων καὶ ἕναν στὴν Παναγία τοῦ Πρωτάτου.
Ταπεινοὶ πολίτες στὸ Περιβόλι Παναγίας
Τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι γνωστὸ ὡς τὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας»· ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν τόπος ποὺ τιμᾶται, ποὺ ἐμφανίζεται, ποὺ ἐνεργεῖ καὶ ἀναπαύεται τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς «ὁ νοητὸς τῆς Θεοτόκου καὶ ὡραῖος Παράδεισος». Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ Ἅγιον Ὄρος δόθηκε ὡς κλῆρος στὴν Παναγία ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο: «Ἔστω ὁ τόπος οὗτος κλῆρος σὸς καὶ περιβόλαιον σὸν καὶ παράδεισος, ἔτι δὲ λιμὴν σωτήριος τῶν θελόντων σωθῆναι».
Ἐνῶ ἡ πρώτη Εὔα ἔπεσε στὸν ἀρχέγονο παράδεισο, ἡ δεύτερη Εὔα, ὡς Μητέρα τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, ξεδιπλώνει τὴ χάρι τῶν ὀνομάτων της μέσα στὸν νέο παράδεισο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ Κυρία τῶν ἀγγέλων ἐμφανίζεται ὡς Κυρία τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶν μοναχῶν. Ἡ Κεχαριτωμένη φανερώνει τὶς χάριτες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ χάρι της, μέσα ἀπὸ εἰκόνες, προσκυνήματα, εὐλογημένες ἀθωνικὲς γωνιές, γεγονότα τῆς ζωῆς, προσδοκώμενες ἀνταποκρίσεις σὲ αἰτήματα, ἀνέλπιστες ἀπαντήσεις σὲ δοξολογικὰ ξεσπάσματα, ἐμφανίσεις σὲ ἐξαγιασμένους ἀσκητές, μέσα στὴν κατάνυξη τοῦ κελλιοῦ ἢ στὴν λαμπρότητα τοῦ ναοῦ. Παντοῦ καὶ πάντοτε, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε σημεῖο, ἐλλοχεύει μία ἀνεπανάληπτη ἀφορμή, μία μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ζήσει κανεὶς τὸ ἀγκάλιασμα τῆς Θεοτόκου.
Δὲν ὑπάρχει ἴσως ἁγιορείτης μοναχὸς ποὺ νὰ μὴν ζεῖ τὴν Παναγία ὡς Παναγία του, ὡς κύρια καὶ πρώτη προσφυγή του, ὡς ἀμετάθετο ἐλπίδα, ἀσφάλεια καὶ προστασία του, ὡς πρέσβειρα καὶ μητέρα του, ὡς πλησίον καὶ μόνιμο σύντροφό του, ὡς ἐναγκαλιστὴ τῶν πληγῶν καὶ ἀνάδοχο τῶν δοκιμασιῶν του.
Κάθε ψάλτης ἀπὸ τὸ «Ἄξιόν ἐστι» θὰ ἀρχίσει τὰ μαθήματά του καὶ μὲ αὐτὸ θὰ ἀποδώσει τὴν καλύτερη τέχνη του. Κάθε ἁγιογράφος ἢ ξυλογλύπτης τὰ πρῶτα καὶ καλύτερα ἔργα ποὺ θὰ φιλοτεχνήσει θὰ ἀπεικονίζουν τὸ θεομητορικὸ πρόσωπο. Κάθε ἡσυχαστὴς σὲ αὐτὴν θὰ καταθέσει τὴν θερμότερη προσευχή του. Κάθε μοναστήρι μιὰ δική της εἰκόνα θὰ περιβάλλει μὲ τὸ ἀπαύγασμα τῆς εὐλάβειάς του.
Γεγονότα ἱστορικά, ἀνάγκες καθημερινές, ζωντανὰ θαύματα, περιστατικὰ καὶ συγκυρίες, ἰδιώματα θεομητορικὰ ἀποτυπώνονται σὲ κάθε εἰκόνα ποὺ κοσμεῖ μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ ὀμορφιά της καὶ παρηγορεῖ μὲ τὴν παρουσία της κάθε μονὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» στὸ Πρωτᾶτο ἢ τὴν Πορταΐτισσα στὴ Μονὴ Ἰβήρων, ἔχουμε τὴν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου στὴ Μονὴ Διονυσίου, τὴ Μυροβλύτισσα στὴ Μονὴ Ἁγίου Παύλου, τὴν Τριχεροῦσα στὸ Χιλανδάρι, τὴ Γοργοϋπήκοο στὴ Δοχειαρίου, τὴν Ὁδηγήτρια στὴν Ξενοφῶντος, τὴν Παραμυθία στὸ Βατοπέδι, τὴ Γλυκοφιλοῦσα στὴ Φιλοθέου καὶ πλῆθος ἄλλων.
Ἐπίσης, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας ἄφησε τὴ μυλωτή του στὸν Ἐλισσαῖο, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἡ ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, ποὺ εὐλαβῶς διαφυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἀποτελεῖ βαρύτιμη κληρονομιά, ἀνεκτίμητη εὐλογία καὶ μοναδικὸ θησαυρὸ ποὺ καταξιώνει τὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς περιβόλι καὶ τόπο της.
«Χαῖρε, ἅγιον ὄρος καὶ θεοβάδιστον», ψάλλει ὁ ὑμνωδός, ταυτίζοντας ποιητικὰ τὴν Παναγία μὲ τὸ θεοβάδιστο καὶ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Παναγία δὲν βρίσκεται στὸ Ἅγιον Ὄρος· ἡ Παναγία εἶναι τὸ πραγματικὸ ἅγιον ὄρος.
Ὅλο τὸ κενὸ τῆς γυναικείας παρουσίας τὸ καλύπτει ἡ Θεομητορικὴ παρουσία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔργα μοναδικῆς ἀξίας καὶ θεολογικῆς καὶ πνευματικῆς βαρύτητος ποὺ εἶδαν τὸ φῶς ὡς καρποὶ μεγάλων ἁγιορειτῶν ἁγίων ἀναφέρονται στὸ δικό της πρόσωπο. Ἔτσι οἱ περίφημες ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὁ κανὼν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου στὴν Παναγία τὴ Γοργοϋπήκοο, τὸ Θεοτοκάριον καὶ ὅλες οἱ ἀναφορές του στὸ πρόσωπό της, ποὺ προαναφέραμε, ξεχειλίζουν ἀπὸ θεολογικὸ βάθος καὶ γλυκύτητα ἀγάπης καὶ θείων αἰσθημάτων.
Ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ἅγιοι πατέρες, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ἐπώνυμοι καὶ μή, μέσα ἀπὸ τὴν Παναγία περνοῦν καὶ διατυπώνουν τὸν καλύτερο κόσμο τους καὶ τὶς ποιοτικότερες ἐκφράσεις τῆς πίστης τους. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν γέροντα Ἰωσήφ: «Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρὸ νὰ τὸν πάρῃ νὰ ξεκουρασθῇ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησεν ἕνα μῆνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του», ἡ ὁποία συνέβη τὴν 15η Αὐγούστου τοῦ 1959, ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς της Ἀνάλογα αἰσθήματα εὐλαβείας ἐκφράζει καὶ ὁ ἀείμνηστος ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης, γράφοντας στὸν ὁσιολογιώτατο μοναχὸ Θεόκλητο Διονυσιάτη: «Ἀπὸ Παναγίας ἄρχεσθαι… Πρόσεξε τὴν σκέψιν ταύτην, ποὺ μοῦ ἐπῆλθεν ἐν στιγμῇ ἀναγνώσεως τοῦ Θεοτοκαρίου. Οἱ Χαιρετισμοὶ καὶ τὸ Θεοτοκάριον, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ νὰ παρέλθουν, αὐτὰ ὅμως νὰ μὴ λείψουν καμμίαν ἡμέραν τοῦ ἔτους. Καὶ εἰς ποίαν οἱ ὕμνοι οὗτοι; Εἰς τὴν ταμίαν ὅλων τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ».
Θὰ κλείσω μὲ λίγα λόγια καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ τὸν Ἀθωνίτη, ἰδιαίτερα γνωστὸ στὸν Δυτικὸ κόσμο.
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἀναφέρεται στὴν ἀγάπη τῆς Θεοτόκου ὡς τελεία ἀγάπη, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει καὶ αὐτὴν τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη της στὸν Κύριο ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν κόσμο ὡς ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δική μας ἀγάπη πρὸς αὐτήν. Τὰ κείμενά του δὲν μιλοῦν καθόλου γιὰ τὴ δική του ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική της. Ἔχουν περισσότερο θαυμασμὸ παρὰ συναίσθημα. Ὁμιλεῖ ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν σιγὴ τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία καλύπτει τὸ μυστήριό της∙ «ἡ Θεοτόκος δὲν παρέδωκε τῇ γραφῇ οὔτε τὰς σκέψεις οὔτε τὴν Ἀγάπην αὐτῆς πρὸς τὸν Θεόν καὶ Υἱὸν της, διότι δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ συλλάβωμεν ταῦτα».
Μέσα ἀπὸ τὰ φειδωλὰ λόγια του καὶ τὴν πρὸς αὐτὴν λιτὴ ἀλλὰ θερμὴ προσευχή του, ἐπαναλαμβάνει βιωματικὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχει ἡ σχέση μας μαζί της γιὰ τὴν προσέγγισή μας πρὸς τὸν Κύριο. Ἀναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔχει δεῖ τὴν Παναγία, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ ὄχι ἀσύνηθες φαινόμενο στὴν ἁγιορείτικη παράδοση, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη της τοῦ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτὴ ἡ βιωματικὴ σχέση τοῦ δέους τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐνώπιον τῆς Θεοτόκου καὶ ταυτόχρονα τῆς ἐγγύτητος πρὸς τὴν ἀγάπη της ἐκφράζει τὸ πῶς ὁ κάθε μοναχὸς ζεῖ τὴ σχέση μητρότητος μαζί της. Τὸ κύριο ὄνομά της εἶναι Μήτηρ: Μήτηρ Θεοῦ καὶ Μητέρα πάντων τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι Μητέρα τοῦ Κυρίου, διότι Τὸν ἐγέννησε κατὰ σάρκα, καὶ Μητέρα τῶν χριστιανῶν, διότι ὡς Μήτηρ Θεοῦ σκορπίζει τὴν ἀγάπη της σὲ ὅλον τὸν κόσμο.
Στὴ βάση αὐτή, ὁ Ἁγιορείτης μοναχὸς ἀναπτύσσει μία σχέση ἄπειρου σεβασμοῦ καὶ ταυτόχρονα μεγάλης τρυφερότητος μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μητέρα τῶν μοναχῶν καὶ οἱ μοναχοὶ ἀγωνίζονται νὰ ζοῦνε σὰν παιδιά της. Κάθε στιγμή, κάθε συμβάν, κάθε ἐσωτερικὸς πόθος, κάθε ἐλπίδα, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τοῦ μοναχοῦ, ἡ πτώση καὶ ἀνάστασή του, συμβαίνουν μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς δικῆς της παρουσίας, τοῦ προτύπου, τοῦ ἐνδιαφέροντος, τῆς προστασίας, τῆς ἀγάπης. Ἡ θεομητορικὴ μητρότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐμεῖς δικαιούμαστε ὡς τέκνα της, ἀλλὰ κάτι ποὺ αὐτὴ ἀφ’ ἑαυτῆς ἐκπορεύει ὡς ἰδίωμά της. Ἐμεῖς προστρέχουμε σὲ αὐτὴν ὡς εἰς μητέρα προσδοκῶντας διὰ τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου νὰ ζοῦμε τὴν πατρότητα Τοῦ Θεοῦ, νὰ ζοῦμε τὸ ἱερώτατο μυστήριο τῆς υἱοθεσίας μας, τὴν δυνατότητα καὶ «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. α΄ 12).