en ru


ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ

ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΝΕΥΡΟΜΥΪΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου

Πολεμικό Μουσεῖο, Αθήνα, 11.11.2011




Α. Εἰσαγωγὴ (Ἅγιος Λουκᾶς)
Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσω τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὸν π. Νεκτάριο Ἀντωνόπουλο γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ σήμερα μοῦ δίνει νὰ ζήσω λίγο, μαζὶ μὲ τὴν εὐλογημένη οἰκογένεια τῶν πιστῶν ποὺ εὐλαβοῦνται τὸν μέγαλο σύγχρονο ἅγιο, τὸν Ἅγιο Λουκᾶ ἐπίσκοπο Κριμαίας, τὴ μυστικὴ ἔμπνευση ποὺ ἀναδίδει τὸ πρόσωπό του, ζωντανεύοντας μέσα μας τὴν ἡρωικὴ καὶ ἁγία μνήμη του καὶ ἀνιχνεύοντας τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγα­πημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ ζητήθηκε νὰ διαλέξω ἐντελῶς ἐλεύθερα ἕνα θέμα γιὰ τὴ σημερινὴ μέρα, ἴσως ὄχι κατ' ἀνάγκην ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. Κι ἐγὼ ἐπηρεασμένος ἀπὸ μία ἔντονη ἐμπειρία τῶν ἡμερῶν ποὺ μοῦ ἔγινε ἡ πρό­ταση, ἐντελῶς αὐθόρμητα, κατέληξα σὲ αὐτὸ ποὺ περιλαμβάνεται μέσα στὸν τίτλο ποὺ ἔχει ἤδη δημοσιοποιηθεῖ.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ εἶναι ὁ πλοῦ­τος τῶν γνώσεων καὶ τῶν χαρισμάτων του, εἶναι τὸ μεγαλεῖο τῆς πίστης καὶ ὁ ἡρωισμὸς τῆς ὁμολογίας του, εἶναι ἡ ἁγία ζωὴ καὶ πολιτεία του ὡς ποιμέ­νος τῶν λογικῶν προβάτων, εἶναι φυσικὰ ἡ ἀδιαπραγμάτευτη ἀγάπη του πρὸς τὸ πρόσω­πο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ἡ μεγάλη εὐδοκία τοῦ Θεοῦ στὸ δικό του πρόσωπο ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ σπάνιο χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ μιλήσω γιὰ ὅλα αὐτὰ οὔτε καὶ γιὰ τὸν ἅγιο, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσω νὰ καταθέσω ὡς εὐλαβικὸ ἀφιέρωμα στὸ ὄνομά του κάτι ποὺ ὡς φρόνημα ἐνυπάρχει στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ καλλιεργεῖται στὸν μυστικὸ κῆπο τῆς ζωῆς τῶν συμπασχόντων μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια ἁγίων μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Λουκᾶς, καὶ ὡς πράξη θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ ἔκφραση στὴ σύγχρονη ἐποχή μας.

Β. Ἀφορμὴ (Περιστατικά)
Εἶναι ἕνας χρόνος περίπου ποὺ ἔχω γνωρίσει μιὰ ἐντυπωσιακὴ κοπέλλα, ἡ ζωὴ τῆς ὁποίας μοῦ θυμίζει σὲ ὑπομονὴ καὶ ἐσωτερικὸ σθένος τὴ ζωὴ ἀκραίων ἀσκητῶν, ἴσως τῶν στυ­λιτῶν ἢ τῶν ἐγκλείστων μοναχῶν. Πάσχει ἀπὸ τὴ νόσο τοῦ κινητικοῦ νευρῶνα. Ἐδῶ καὶ δέκα περίπου χρόνια δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴν πα­ραμικρὴ κίνηση. Δὲν μπορεῖ νὰ κινήσει οὔτε ἐλαφρὰ τὰ χέρια οὔτε καὶ τὰ δά­χτυλα, οὔτε ἁπλᾶ νὰ σείσει τὸ κεφάλι, δὲν μπορεῖ νὰ μιλή­σει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­πιεῖ. Ἀναπνέει μὲ τραχειοστομία. Διατηρεῖ τὴν αἰσθη­τικότητά της, ἐνῶ ἔχει χά­σει ὅλη της τὴν αὐτόνομη κινητικότητα. Ἔχει ἀνάγκη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ φωνά­ξει. Ἐνθου­σιάζεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ χειρο­κροτήσει. Κάτι τὴν ἐνοχλεῖ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντι­δράσει. Πέθανε ἡ μητέρα της στὸ διπλανὸ κρεβάτι καὶ ὁ μόνος τρόπος νὰ ἐκφράσει τὸ ἐσωτερικὸ δράμα τοῦ χωρισμοῦ καὶ τὰ συναι­σθή­ματά της ἦταν τὰ δάκρυά της.
Οἱ μόνες κινήσεις ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ ἀνασηκώσει τὰ φρύδια, νὰ ἀνοιγο­κλείσει τὰ βλέφαρα καὶ νὰ μετακινήσει τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ. Τὸ πρῶτο –τὰ φρύδια- τὸ ἀξιοποιεῖ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἄρνησή της, τὸ δεύτερο –τὰ βλέφαρα- νὰ δηλώσει κατάφαση καὶ τὸ τρίτο -τὰ μάτια- γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀνάγκη της γιὰ ἐπικοι­νωνία. Ἕνα σῶμα μαραμένο, ἀλλὰ καὶ ἕνα πρόσωπο τόσο φεγγο­βόλο ὅσο δὲν περιγράφεται. Ἐπὶ πλέον, ἕνα μυαλὸ σὲ ἀσύλληπτη ἐγρήγορση, ταχύτητα καὶ ὀξύ­τητα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὴν βασανίζει ὅσο τίποτε ἄλλο. Ἕνας ψυχικὸς κόσμος πλούσιος σὲ λεπτομέρειες αἰσθημάτων, μιὰ καρδιὰ γεμάτη εὐγένεια, ἐλευ­θερία καὶ ἀρχοντιά. Σκέπτεται καὶ φροντίζει γιὰ ὅλους. Αὐτοὺς ποὺ μὲ μεγάλη ἀφο­σίωση καὶ ἀγάπη τὴν περιποιοῦνται τοὺς ἀγκαλιάζει μὲ ἕνα σπάνιο ἐνδια­φέρον. Δὲν τῆς ξεφεύγει τίποτα. Σὲ βλέπει καὶ σὲ διαβάζει. Ἀναντίρρητα δίνει πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅσα παίρνει. Ἡ πίστη της ζηλευτή. Ὁ Θεός της ζῶν καὶ ἐμπερι­πατ­ῶν. Καμμία ὑποψία ἀπουσίας Του. Διά­κοσμός της εἰκό­νες, στολισμός της κομπο­σχοί­νια, κερά­κια, καλόγουστα ἐκκλη­σια­στικὰ ἀντι­κεί­μενα, ὅλα μὲ σπάνια ἐπιμέλεια ἐπι­λεγμένα καὶ τοποθετημένα. Σὲ περίοπτη θέση μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, δίπλα στὸν Ἅγιο Νεκτά­ριο. Συντροφιά της οἱ ἅγιοι, ὁ ἐκλεκτὸς ἀδελφός της καὶ οἱ ἀγγελικὲς παρουσίες τῶν ἀποκλειστικῶν ποὺ σκλα­βωμένες ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο της τὴν σκλα­βώνουν μὲ τὴν ὑψηλῶν προδια­γραφῶν φροντίδα τους. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἀμοι­βαίως σκλαβωμένοι εἶναι τόσο ἐλεύθεροι. Καὶ πολὺ χαρούμενοι. Ναί, τὸ ἐπα­να­λαμβάνω, χαρούμενοι.
Ἕνα πλούσιο περιεχόμενο ψυχῆς ποὺ διψάει γιὰ ἔκφραση, ἀλλὰ ἕνα στόμα ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ μιλήσει∙ δύο χέρια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν νοή­ματα∙ οἱ φωνητικὲς χορδὲς ἀναξιοποίητες∙ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀρνεῖται νὰ κάνει συσπάσεις. Καμμία κίνηση!
Ὅ,τι χάνει ἀπὸ κίνηση τὸ ἐκφράζει ὡς ζωὴ καὶ δύναμη μὲ καὶ ἀπὸ τὰ μάτια. Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ ἐκφραστικότερο στόμα. Ἄχ! αὐτὰ τὰ μάτια. Εἶναι τόσο λαί­μαργα ἕτοιμα νὰ ρουφήξουν καὶ τὴν τελευταία στα­γόνα αὐτοῦ ποὺ τῆς προσφέ­ρεται. Εἶναι τόσο πρόθυμα νὰ δώσουν ὅ,τι ἡ ἴδια ἔχει. Τόσο ἐκφρα­στικά ὅσο κανένα στόμα. Τόσο ὄμορφα ὅσο ἐλάχιστες εἰκόνες. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο μάτια βγαίνει ὅλος της ὁ πανέμορφος ἑαυτός. Μὲ τόση δύναμη καὶ τόση ἐκφρα­στι­κό­τητα. Δυό πηγές ποὺ βγάζουν συμπυκνωμένη γλύκα, δροσιά, εὐγέ­νεια, ἀλή­θεια. Ἀνοιγοκλεί­νοντας τὰ βλέφαρα σὲ γράμματα ποὺ τῆς προτεί­νονται σχη­μα­τίζει λέξεις, κάνει προτάσεις, προσφέρει τὸν ἑαυτό της, ἐπικοι­νωνεῖ. Ὅ,τι χάνει ἀπὸ ποσό­τητα καὶ χρόνο συμ­βατικῆς ἐπικοινωνίας τὸ κερδίζει στὸ πολλαπλάσιο ὡς δύναμη ἔκφρασης. Λέει λίγες λέξεις, λίγα λόγια, ὅσα προ­λαβαίνει μὲ τὰ μάτια, ποὺ ὅμως ἔχουν πολὺ λόγο καὶ βαθιὰ σοφία. Γράφει καὶ ποιήματα. Εἶναι ποιητικὴ ἡ ὅλη φύση της. Μπορεῖ νὰ πεῖ τὰ πάντα.
Μοῦ ζήτησε νὰ ἐξομολογηθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή της. Ἀγωνία της πῶς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει. Βρέθηκε λύση καὶ τὸ ἔκανε. Καὶ μάλιστα μὲ μοναδικό τρόπο. Χωρὶς τὸ ἐργαλεῖο τοῦ λόγου, χωρὶς ἐγὼ νὰ κυττάζω τὰ βλέ­φαρα ποὺ ἀνοιγόκλειναν γιὰ νὰ ἐκφράσουν συγκεκριμένες ἁμαρτίες. Ὅλη της ἡ ἐξομολόγηση ἀποτυπώθηκε σὲ ἕνα μουσκεμένο μαξιλάρι ποὺ γιὰ περισσότερη ἀπὸ μισὴ ὥρα τὸ ἔβρεχαν δυὸ μάτια ποὺ μιλοῦσαν πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ κάθε στό­μα καὶ σὲ ἕνα λαμπερὸ πρόσωπο ποὺ ἂν καὶ δακρυσμένο ἀκτινοβολοῦσε φῶς καὶ χαρὰ καὶ ἀλήθεια.
Ἡ ἱστορία αὐτὴ εἶχε καὶ συνέχεια, βέβαια. Πολὺ πιὸ ἐνδιαφέρουσα ἀπὸ τὴν ἀρχή της. Δὲν μποροῦσε νὰ τελειώσει τόσο εὔκολα. Εἶχε καὶ τὰ διλήμματά της. Αὐτὰ ἄρχισαν ὅταν ἡ ἀγάπη μας θέλησε νὰ ἀξιοποιήσει ποικίλα μέσα. Θὰ μπο­ροῦσε νὰ βοηθηθεῖ ἡ ἐπικοινωνία της μέγιστα καὶ ἐντυπωσιακὰ ἀπὸ τὴ σύγχρονη τεχνο­λογία. Γρήγορα βρέθηκε ἕνα σύστημα ψηφιακῆς τεχνολογίας τὸ ὁποῖο παρέχει τὴ δυνατότητα, ἑστιάζοντας τὸ μάτι στὰ γράμματα ἑνὸς πληκ­τρολογίου ὀθόνης, νὰ σχηματίζει κανεὶς λέξεις καὶ ὁλόκληρες προτάσεις, οἱ ὁποῖες στὴ συνέ­χεια μὲ ἕνα κλίκ νὰ μετατρέπονται σὲ φωνὴ καὶ λόγο κι ἔτσι μὲ τὰ μάτια νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Θὰ μποροῦσε ἐνδεχομένως, ἂν ὑπῆρχε μαγνη­τοφωνημένη ἡ φωνή της ἀπὸ τὸτε ποὺ μιλοῦσε, πρὶν δέκα χρόνια, νὰ ἀναλυθεῖ στὶς ἁρμονικές της καὶ νὰ ἀνασυντεθεῖ καὶ ἔτσι ἡ ψηφιακὴ φωνὴ νὰ ἔχει τὴ δική της χροιὰ καὶ ἔκφραση. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ τηλεφωνεῖ σὲ κάποιον ὁ ὁποῖος διαθέτει computer μὲ κάμερα καὶ νὰ συνομιλοῦν ἀκουστικὰ ἐκεῖνος μὲ τὸ στόμα καὶ ἡ ἴδια μὲ τὰ μάτια. Θὰ μποροῦσαν πολλὰ πράγματα νὰ γίνουν. Νὰ ἀνοιχθεῖ στὸν κόσμο τοῦ διαδικτύου. Θὰ μποροῦσε ὅμως ἡ ψηφιακὴ ἐπικοι­νωνία νὰ καταργήσει τὴν ἄμεση ὀπτικὴ καὶ τόσο ἐκφρα­στικὴ ἐπικοινωνία, τὸ ἀντί­κρυσμα τοῦ βλέμματος, τὴν ἀμοιβαία δίψα τῆς εἰκόνας τοῦ προσώπου, τὴν προσπάθεια μέσα ἀπὸ τὰ μάτια ὁ ἕνας νὰ μπεῖ στὸν ἱερὸ κόσμο τοῦ ἄλλου. Θὰ μποροῦσε τελικὰ ὅλα νὰ συνδυαστοῦν καὶ νὰ ἀξιοποιηθοῦν, ὥστε καὶ ἡ τεχνο­λογία νὰ βοηθήσει καὶ ἡ ἀμεσότητα τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ματιῶν νὰ μὴν καταστραφεῖ.
Μετὰ ἀπὸ μῆνες βρέθηκα σὲ μία ἐκδήλωση στὴν Κύπρο. Ἐκδήλωση τιμῆς ἑνὸς χαρισματικοῦ ἡρωικοῦ νέου, ὁ ὁποῖος πάσχει ἀπὸ μυϊκὴ δυστροφία Duchénne. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶναι μόνιμα ἐπὶ κλίνης, ἀναπνέει μὲ μάσκα ὀξυγόνου, ἔχει τραχει­οστομία, μπορεῖ νὰ μιλήσει ἀργὰ καὶ κάπως δύσκολα, ἴσα ποὺ τὸν ἀκοῦς. Δὲν μπορεῖ νὰ φωνάξει. Καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κινήσει πολὺ ἐλαφρά, μόλις νὰ ἀγγίξει μία εὐαίσθητη ἐπιφάνεια, εἶναι τὸ μεσαῖο δάχτυλο τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καθόλου δική τους δύναμη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὅμως καὶ κάτω ἀπὸ τὶς προανα­φερθεῖσες συνθῆκες, μπορεῖ καὶ γράφει στίχους, συνθέτει μουσικὰ κομμά­τια διεθνοῦς ἐμβέλειας, κυκλοφορεῖ δίσκους, καταθέτει τὸ μυστικὸ βάθος τῆς ψυχῆς του.
Ἡ ἐκδήλωση μέσα σὲ ἕνα κατάμεστο μεγάλο ἀμφιθέατρο ὀκτακοσίων καὶ πλέον θέσεων. Παρόντες οἱ γονεῖς του, τὰ ἀδέλφια του, τὰ ἀνεψάκια του, ἡ φι­λαρμονικὴ τῆς Κύπρου, ἐπώνυμοι τραγουδιστὲς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κύπρο. Ὅλοι πρόθυμοι νὰ παρουσιάσουν τὸ ἔργο του, νὰ ἀναδείξουν τὸ ταλέντο του, νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμό τους, νὰ φανερώσουν τὸ μεγα­λεῖο τῆς ψυχῆς του. Ὁ ἴδιος ἀπών. Παρὼν ἀπὸ τὸ σπίτι μὲ τηλεδιάσκεψη. Παρὼν καὶ ὡς ἰδιοφυὴς μουσικο­συνθέτης, κυρίως ὅμως ὡς συνθέτης τῆς μελωδίας τῆς ψυχῆς. Δὲν εἶναι τόσο τὸ χάρισμα καὶ ἡ ἱκανότητα οὔτε ἡ ἰσχυρὴ θέληση καὶ καρτερία. Εἶναι ὅτι σηκώνει μαζὶ μὲ τοὺς ἐξαιρετικοὺς γονεῖς του ἕναν ἀσήκωτο σταυρὸ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ πλησμονὴ ἐλπίδας, μὲ διακριτικὸ χαμόγελο καὶ ἀπροσμέτρητη ἀξιο­πρέπεια. Φέρει ἕνα τεράστιο βάρος χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ φορτίου του. Μιλάει γιὰ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δυσκολία του. Εἶναι τόσο ἀνάλαφρος. Μυστικό του ἡ συμμαχία τῆς βαθειᾶς πίστης του μὲ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνο­δοιπόροι του οἱ γονεῖς, τὸ περιβάλλον του καὶ κάποιοι ἀφανεῖς λειτουργοὶ ἀγάπης, ἴσως ἀπὸ μακρινὲς χῶρες τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι οἱ φύλακες ...ἄνθρωποί του, σὰν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ.
Θὰ κλείσω μὲ μιὰ τρίτη σύντομη ἀναφορά, πάλι στὴν Κύπρο. Μιὰ ἄλλη συγ­κινητικὴ ἐκδήλωση συμπαράστασης στοὺς νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς. Μιὰ αἴθου­σα γεμάτη ἀπὸ τέτοιους ἀδελφούς μας, μαζὶ μὲ συγγενεῖς καὶ συμπαραστάτες τους. Ἡ εἰκόνα ἀπὸ μόνη της τραυματική. Πόνος, δυσφορία, δυσκολία. Ἐρωτή­ματα, πῶς; γιατί; Ἡ αἴσθηση ὅμως τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Χαμόγελο, ἀξιοπρέπεια, ἐλπίδα. Καὶ πολλὴ ἀγάπη, εὐγένεια, ἐνδιαφέρον. Ὀργανωτὴς αὐτῆς τῆς ἐκδήλω­σης μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἀπίστευτης ζωντάνιας καὶ δυνάμεως. Ὄχι ἀπὸ τοὺς ὑγιεῖς. Καὶ αὐτὴ μὲ νόσο τοῦ κινητικοῦ νευρῶνα. Τραχειοστομία, ἀδυναμία, παράλυση, ἀκινησία. Ἡ κινητικότητα στὸ σχεδὸν μηδέν. Ἡ ἐνεργητικότητα στὸ ἄπειρο. Ἐπι­βάλλει στοὺς φροντι­στές της -δυό καταπληκτικὲς κοπέλλες ἀπὸ τὸ Βιετνάμ- καὶ στοὺς πολλοὺς καὶ ἐξαιρετικοὺς φίλους της, ποὺ τὴν ἐπισκέπτονται ὡς μαθητές της, νὰ τὴν μετακινοῦν μὲ ὅλη τὴν τεχνο­λογικὴ συνοδεία της σὲ πνευματικὲς συγκεντρώσεις, σὲ ἀγρυπνίες, σὲ μοναστήρια, τελευταῖα δὲ ἦρθε καὶ στὴν Ἑλλά­δα γιὰ προσκύνημα στὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ καὶ γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἐδῶ συνασθενεῖς της. Κανεὶς ἀπὸ τὸν περίγυρό της δὲν κουράζεται. Κανένας δὲν διαμαρτύρεται. Ἔχει γιὰ ὅλους κάτι σπάνιο νὰ δώσει. Κανέναν καὶ τίποτα δὲν ξεχνάει. Ἑτοιμάζει τώρα ξενώνα γιὰ νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς ποὺ δὲν ἔχουν προϋποθέσεις στὸ σπίτι. Ἔχει ξεσηκώσει τοὺς πάντας. Καὶ αὐτὴ μὲ τὰ μάτια. Κι ἐδῶ ἡ πίστη τὸ κρυμμένο μυστικό της, τὸ καύσιμο στὸν δυσλειτουργικὸ κινητήρα της, ποὺ ὅμως πιάνει ταχύ­τητες ποὺ κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς σπάνιους ἀνθρώπους τοὺς βλέπεις καὶ δὲν τοὺς λυπᾶ­σαι. Καθόλου! Μόνο θαυμάζεις, ἐμπνέεσαι καὶ ἀγαπᾶς. Μὲ τρόπους καὶ σὲ βαθμὸ ποὺ δὲν σοῦ συμβαίνει σὲ ἄλλες περιπτώσεις. Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ἔχουν ὅλοι τέτοια πίστη. Οὔτε τέτοιες προϋποθέσεις βοήθειας καὶ συμπαράστασης. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀνάγκες τους εἶναι πιὸ πιεστικὲς καὶ πιὸ μεγάλες. Καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς δικῆς μας συμμετοχῆς στὴ ζωή τους πιὸ ἐπίμονη καὶ πιὸ ἐπιτακτική. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἀξίζει περισσότερο στὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οὔτε ἡ πίστη τους οὔτε καὶ ἡ ἀγάπη μας. Εἶναι ἡ ἀλήθεια ποὺ μόνον μαζὶ ὅμως μποροῦμε νὰ ἀνακαλύψουμε.

Γ. Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα
Ἀντικρύζοντας τὸ πρόβλημα τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιά τὸ ἐρώτημα τοῦ πόνου, γιὰ τὴν κρίση τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ὑπομονῆς, γιὰ τὴ συμπαράσταση καὶ ἀγάπη τοῦ περιβάλλοντος. Ἐγὼ ἀπόψε θὰ ἤθελα νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ τελευταῖο, βασιζόμενος ἀφ' ἑνὸς μὲν στὴν ἐμπειρία μου μὲ τέτοιου τύπου περιστατικά, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐνδεικτικὰ προανέ­φερα, ἀφ' ἑτέρου δὲ καὶ στὴ Μονάδα Ἀνακου­φιστικῆς Φροντίδας ἀσθενῶν τελι­κοῦ σταδίου, ποὺ μὲ τὸ ὄνομα "ΓΑΛΙ­ΛΑΙΑ", ἐδῶ καὶ ἑνάμισυ χρόνο λειτουργεῖ κάτω ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῆς Μητροπόλεως Μεσο­γαίας καὶ Λαυρεω­τικῆς.
Ἡ Ἀγγλικὴ λέξη palliative care προέρχεται ἀπὸ τὴν λατινική pallium ποὺ σημαίνει σκέπασμα ἢ προστατευτικὸ κάλυμμα. Ἡ ἴδια λέξη μεταφράζεται πιὸ ὄμορφα στὰ Ἑλληνικὰ μὲ τὶς λέξεις ἀνακούφιση, ἢ παρηγορία, παραμυθία, παρά­κληση καὶ φροντίδα.
Ἄν ἡ ἰατρικὴ βασικὰ ἐκφράζει διαγνωστικὴ ἱκανότητα καὶ θεραπευτικὴ δυνα­τότητα, ἄν στηρίζεται σὲ πλοῦτο γνώσης καὶ χάρισμα ὀξυδέρκειας ἢ ἐπι­δεξιότητας, ἂν ὡς στόχο της ἔχει τὴ θεραπευτικὴ ἐπιτυχία, ἡ ἀνακουφιστικὴ ἀγω­γὴ στηρί­ζεται σὲ ἀρκετὰ διαφορετικὲς σταθερές. Αὐτὴ δὲν βασίζεται στὴ γνώση ἀλλὰ στὰ βαθύτερα αἰσθήματα ἀγάπης καὶ συμπαράστασης∙ δὲν θερα­πεύει, ἀλλὰ παίρνει τὸ βάρος τῆς ἀρρώ­στιας ὁλιστικὰ καὶ τὸ σηκώνει μαζὶ μὲ τὸν ἀσθενῆ∙ ἡ ἐπιτυχία της δὲν ἔγκειται στὸ νὰ δώσει ὑγεία στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὸ νὰ ζωντανέψει τὴν ψυχή, νὰ τὴν ξεκουράσει.
Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; ἡ θεραπεία, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι σκοπός ἱερὸς καὶ ἀνεκ­­­τίμητος, ἔχει μέσα της κάτι τὸ ψυχρό. Χορη­γεῖ φάρμακα, χρησιμοποιεῖ με­θόδους, ἐγχειρητικὲς παρεμβάσεις, ἀξιοποιεῖ γνώ­ση, ἐξυ­πνά­δα, ἐπιδε­ξιό­τη­τα, ἀπευθύνεται στὸ σῶμα καὶ συχνὰ ἀφήνει τὸν θερά­ποντα σχετικὰ ἀπ’ ἔξω. Ἔχει καὶ κάποια κρυ­φὴ ἔπαρση. Ὁ γιατρὸς προσπαθεῖ νὰ θεραπεύσει, νὰ τὰ κατα­φέρει, νὰ νικήσει.
Ἀντίθετα, ἀνακουφίζω σημαίνει ξελαφρώνω, σηκώνω ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἄλλου, τοῦ τὸ κάνω πιὸ κοῦφο, πιὸ ἐλαφρύ∙ δὲν βοηθῶ ἁπλᾶ, ἀλλὰ συμμετέχω στὸ δρᾶμα του∙ δὲν τὸν σώζω -τὸ ξέρω αὐτὸ ἐκ τῶν προ­τέρων∙ τὸν παρη­γο­ρῶ, τοῦ συμπαρίσταμαι, εἶμαι πολὺ μαζί του. Προσ­παθῶ νὰ μὴν πονάει ἐκεῖ­νος καὶ συμ­πονῶ. Παίρνω πόνο, δὲν δίνω θεραπεία. Προσφέρω ἐνδιαφέρον καὶ παρουσία.
Σκοπὸς τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας εἶναι νὰ φτιάξει σχέση, ὄχι νὰ βοηθήσει, εἶναι νὰ καταλάβει ὁ πάσχων ὅτι εἶναι:
α) πολὺ ἀγαπητός,
β) πολὺ ἐπιθυμητός,
γ) πολὺ πολύτιμος

Ἐνῶ κουράζει μὲ τὴ δυσφορία του, μὲ τὴν κατάστασή του, ἀκό­μη καὶ μὲ τὴ γκρίνια του, εἶναι ἀγαπητός.
Ἐνῶ μόνο ποὺ τὸν βλέπουμε νὰ ὑποφέρει ἢ νὰ σβήνει, ἡ εἰκόνα του μᾶς κάνει νὰ θλιβόμαστε, δὲν τὸν ἀποφεύγουμε, μᾶς εἶναι ἐπιθυμητός.
Ἐνῶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ προσφέρει πλέον τίποτα στὴν κοινωνία οὔτε στὸν ἑαυτό του οὔτε καὶ στὸ μέλλον, μᾶς εἶναι πολύτιμος. Δίπλα του αἰ­σθα­­νόμαστε ὅτι γινόμαστε πιὸ ἀληθινοί, μᾶς βοηθεῖ νὰ βγάλουμε τὸ καλύ­τερο κομ­μάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ δημιουργοῦμε βαθιὰ σχέση μαζί του, πολὺ πιὸ διαφο­ρετικὴ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν καλὰ ἢ δὲν εἶχε τὴν ἀνάγκη μας. Δίνουμε τὴ δική μας καρδιὰ ὡς ἀγάπη καὶ φροντίδα καὶ παίρ­νουμε ἀπὸ τὴ δική του ὡς ταπεινὴ εὐγνω­μοσύνη. Δημι­ουργοῦμε σχέση χωρὶς νὰ περιμέ­νου­με νὰ παρηγορηθοῦμε οὔτε καὶ ἀπὸ τὴ διάρκειά της. Αὐτὴ συχνὰ δὲν ὑπάρχει. Τὴν διακόπτει ὁ θάνατος. Ἀντίθετα δημιουργοῦμε σχέση ἀπὸ τὴν ὁποία ξέρου­με ὅτι θὰ πονέσουμε, μάλιστα ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο δυνατὴ αὐτὴ εἶναι. Καὶ αὐ­τὸς ὁ στόχος μας δὲν ἀπειλεῖται μὲ ἀπο­τυχία. «Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα σημαίνει προσφορά, ὅπου ὅμως τὸ προσφε­ρόμενο εἶναι ὅλος ὁ ἑαυτός μας, ὄχι κλάσμα του. Ὁ ἄνθρωπoς πάσχει, ὑπο­φέρει, βασανίζεται, δὲν ἀντέχει τὸν ἑαυτό του, τὶς σκέψεις του, τὴν ἀνα­πνοή του, ἴσως οὔτε κι ἐμᾶς τοὺς συμπαρα­στά­τες του, δὲν θέλει νὰ ζεῖ. Ἡ δική μας παρου­σία ὅμως μπορεῖ νὰ μειώσει τὸν πόνο, νὰ ἁπαλύνει τὶς κατακλίσεις, νὰ στηρίξει τὸν καταρρέοντα ψυχισμό, νὰ ἀναζωο­γονήσει τὴν ἀναπνοή, νὰ σκεφθεῖ πρὶν ὁ ἀσθε­νὴς ζητήσει, νὰ ξανα­­φέρει τὴν ἀγάπη στὴ ζωή.
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα σημαίνει ἀγάπη. Αὐτὴν δὲν τὴν προσφέρεις. Γι’ αὐτὴν προσφέρεσαι. Προσφέρεσαι ὁλόκληρος. Δὲν δίνεις ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις. Προσφέρεις ὅ,τι εἶσαι. Χρειάζεται νὰ ἀντέχεις, νὰ μὴν ἔχεις χρόνο γιὰ σένα, κανέ­να δικαίωμα, ζεῖς γιὰ τὸν ἄλλον καὶ παίρνεις, μαζὶ μὲ τὸν πόνο του, πολλὴ ζωὴ ἀπὸ τὴ λίγη ζωή του, πολλή δύναμη ἀπὸ τὶς ἀσθενικὲς δυνάμεις του.
Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα ὅμως σημαίνει καὶ μετάγγιση ἐλπίδας, πίστης καὶ πνευματικῆς προοπτικῆς. Ἡ πνευματικὴ στήριξη τοῦ πάσχοντος δὲν στηρίζεται σὲ λόγια, συμ­βουλὲς ἢ παρηγορητικὰ ψέμματα. Μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν λόγο, ἀλλὰ δὲν ψάχνει γιὰ ἀπαντήσεις, ἐπιχειρήματα, δῆθεν ἁπλουστεύσεις.
Τὰ βασανιστικὰ γιατὶ τοῦ φυσικοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀνερμήνευτης ἀδι­κίας, τοῦ ἀδυσώπητου τέλους, δὲν χρειάζονται ἀπαντήσεις, γιατὶ δὲν ὑπάρ­χουν τέτοιες ἁπλὲς καὶ γνωστές. Ἐνῶ σὲ ὅλα ὑπάρχουν οἱ λόγοι, τὰ βαθύ­τερα αἴτια, γιὰ κάποιον λόγο, στὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε, αὐτὰ δὲν εἶναι συνήθως εὐνόητα, φανερὰ ἢ κατανοητά. Δὲν ὑπάρχουν μυστικὰ ποὺ γνωρί­ζουν κάποιοι σοφοὶ ἢ οἱ ὑγιεῖς ἀλλὰ ἀγνοοῦν οἱ πάσχοντες. Αὐτοί, ἂν καὶ ἀδυνατοῦν νὰ τὴν ἐκφράσουν, γνωρί­ζουν καλύτερα τὴν ἀλήθεια.
Μιὰ ἐπίσκεψη σὲ ἕναν ἀσθενῆ σὰν αὐτοὺς ποὺ προαναφέραμε ἢ σὲ ἕνα ἵδρυμα μὲ ἄτομα μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες γκρεμίζει τὴ λογική σου, ξεσχίζει τὸ συναί­σθημά σου, κατα­στρέφει τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία σου, προκαλεῖ ὑπαρξιακὴ ἀπόρρι­ψη τοῦ κό­σμου, τῶν κοινωνιῶν, τῶν ἐπιδιώξεων, τῶν προοπτικῶν καὶ γεννᾶ ἐρω­τήματα γιὰ τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς σου, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της, γιὰ τὸ τί ἀξίζει καὶ τί ὄχι, γιὰ τὴν ἐξουσία, γιὰ τὸν Θεό. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ συμβαδίζει μὲ αὐτὴν τὴν τραγικότητα καὶ ἀδικία; Ποιός ἀπὸ μᾶς ἂν ἦταν θεὸς θὰ ἔφτιαχνε τέ­τοιον κόσμο; Καὶ γιατί; Μήπως τελικὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση κρύβει περισσότερη καλω­σύνη ἀπὸ τὴ θεϊκή; Ἤ τί καὶ ποιός εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ Θεός; Ὁ λάθος δημι­ουργός; ὁ Δημιουργὸς τοῦ λάθους κόσμου; ὁ ἡττημένος ἀπὸ τὸ κακὸ καλός; Ὁ Ἅγιος ποὺ δὲν ἔχει ὅλη τὴ δύναμη; ὁ Παντοδύναμος ποὺ δὲν ἔχει τέλεια ἀγάπη;
Αὐτὰ ὑπάρχουν ὡς ἐρωτήματα ἂν πλησιάσεις πνιγμένος στὰ ἀνθρώπινα ὅρια τῆς σκέψης ἢ βουλιαγ­μένος στὰ ταραγμένα νερὰ τῆς συναισθηματικῆς μυω­πίας. Ὁ συνδυασμὸς ὅμως πίστης καὶ ἀγάπης μεταμορφώνει ἐντελῶς τὸ σκηνικό.

Δ. Ὁ ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης
Μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης ὡς προσωπικῆς κένωσης καὶ διαπροσω­πικῆς κοινωνίας, ἐπιτυγχάνεται μιὰ διπλῆ ἀποκάλυψη τοῦ συνανθρώπου μας ὡς πλησίον καὶ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ. Μέσα στὴν ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, βλέπει κανεὶς πῶς ἡ ἀνιδιοτελὴς φροντίδα, φέρνει τὴν προσωπικὴ κένωση, καταργεῖ τὴν ἐσωτερικὴ ἀπόσταση ποὺ προξενεῖ ἡ φιλαυτία μας καὶ μεταμορφώνει τὸν πάσχοντα σὲ πλησίον.
Ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα στὴν πλούσια ἐμπειρία τῆς βιωμένης διδασκαλίας της προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο· ἀναδεικνύει τὸν πλησίον σὲ ἀδελφό, ὡς προ­ερ­­χόμενον ἀπὸ τὴν ἴδια δελφύν, τὴν ἴδια μήτρα. Τὸν καθιστᾶ ὄχι ἁπλᾶ κοντινό, ἀλλὰ συγγενῆ καὶ μάλιστα τὸν πλησιέστερο συγγενῆ.
Καὶ αὐτὸ πάλι δὲν εἶναι τὸ μεῖζον τῆς ἀξίας τοῦ πλησίον. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀναβιβάζει τὸν πλησίον στὴ δοξασμένη σχέση τοῦ δικοῦ Του ἀδελφοῦ: «Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). «Οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτοὺς καλεῖν» (Ἑβρ. β΄ 11), ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἑβραίους. Μέσα ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ὁ πλησίον ἀναδεικνύεται σὲ ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁρατὴ εἰκόνα Του, σὲ δική μας εὐκαιρία συνάντησής Του.
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, κάθε λειτουργὸς ἀγάπης εἶναι μᾶλλον εὐεργετού­μενος παρὰ εὐεργετῶν, ταπεινὸς ἀποδέκτης εὐλογίας παρὰ ἐξαντλούμενος δια­κονητής, διότι «μέγας ἐστὶν τῆς εὐποιΐας ὁ πλοῦτος, ἐν τῷ διδόναι γὰρ λαμβά­νεται καὶ ἐν τῷ σκορπίζειν συνάγεται» (Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).

Ε. Ὁ νευρομυϊκὸς ἀσθενὴς (Νόσος τοῦ Κινητικοῦ Νευρώνα, MND)
Ἡ Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα προέκυψε ὡς ἀνάγκη συμπαράστασης κυρίως καρκινοπαθῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου καὶ μάλιστα ὡς ἀπάντηση στὰ ἀδυσώ­πη­τα εὐθανασιακὰ διλήμματα. Ἀνέπτυξε ὅμως τὴν ἀρετὴ τῆς ἀνιδιοτελοῦς διακο­νίας καὶ θυσιαστικῆς προσφορᾶς σὲ τέτοιο μέτρο καὶ ἔκταση ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριλάβει καὶ τοὺς νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς.
(α) Ἕνας τέτοιος ἀσθενής στερεῖται παντελῶς τῶν κινητικῶν δυνατο­τή­των. Εἶναι ξαπλωμένος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει στὸ πλευρό. Φυσικὰ ἀδυνατεῖ πλήρως νὰ βαδίσει. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις δυσκολεύεται νὰ καταπιεῖ, νὰ μιλήσει, στοιχει­ωδῶς νὰ αὐτοεξυπηρετηθεῖ.
Δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, νὰ φωνάξει, νὰ θυμώσει, νὰ ἀγκα­λιάσει, νὰ χει­ρο­­κροτήσει, νὰ ἀμυνθεῖ ἐνοχλούμενος ἀπὸ ἕνα ἔντομο ἢ ζωΰφιο. Μπορεῖ μόνο νὰ δακρύσει. Τὸν πλοῦτο τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου ἀναγκάζεται νὰ τὸν μεταφέρει μὲ χρονικὴ καθυστέρηση καὶ μὲ τὸν πλέον συντομευμένο τρόπο.
(β) Ἔχει αἰσθητικότητα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται τὴ φαγούρα, τὸν πόνο, τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἐντόμων, τὸ γλείψιμο τοῦ ἱδρῶτα στὸ σῶμα, τὶς κινή­σεις τῶν σαρκι­κῶν ἐπιθυμιῶν. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀμυνθεῖ οὔτε νὰ ἀπο­λαύ­σει καὶ τὰ στοιχειώδη, ὅπως τὸ φαγητό, τὴν ἀνάσα τῆς ἀναπνοῆς, τὴν ἀναγκαία αὐτονομία, τὸν χορτασμὸ τῶν ματιῶν, τὶς πληθωρικὲς ἀπαιτήσεις τῶν αίσθήσεων.
(γ) Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀπόλυτα ἐξαρτώμενος. Γιὰ τὶς φυσικές του ἀνάγκες ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ ἄλλους. Πρέπει διαρκῶς νὰ ζητάει, χωρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ δώσει. Εὔκολα τραυματίζεται ἡ ἀξιοπρέπειά του. Θὰ μποροῦσε νὰ συγκρί­νεται καὶ νὰ ζηλεύει, χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες του.
(δ) Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴ ζωή, νὰ διασκεδάσει ὅπως ὅλοι οἱ γύρω του. Δὲν ἐλπίζει γιὰ κάτι καλύτερο. Ἀγνοεῖ τὸ μέλλον του καὶ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν προοπτική του. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι πολὺ δύσκολο ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ ἐκφράσει, τὰ κρατάει μέσα του. Ὑπάρχει πάντα βάρος ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ τὸ πάρεις.
(ε) Ὁ πειρασμὸς νὰ αἰσθάνεται ὡς μηχανὴ βιολογικῶν ἀναγκῶν καὶ λιγό­τερο ὡς αὐτόνομη ὀντότητα κοινωνουμένων χαρισμάτων εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ αἴσθη­ση τοῦ περιορισμένου αὐτεξουσίου εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη. Αἰσθάνε­ται ὅτι περισσότερα παίρνει, ἐλάχιστα δίνει, πολὺ ὑποχρεώνεται.
(στ) Αἰσθάνεται ἐπίσης ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε πῶς νοιώ­θει, νὰ μποῦμε στὴ θέση του. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε δικαιολογημένοι γιὰ κάτι τέτοιο, ἀλλὰ αὐτὸ κτίζει ἀπόσταση μέσα του. Ἡ σκέψη ὅτι ἡ δική του κατάσταση εἶναι συνεχής, ἐνῶ ἡ δική μας παρουσία κοντά του ἔχει καὶ διαλείμματα, ἀποτελεῖ ἄλλον ἕνα παράγοντα ἀναμενόμενης ἐσωτερικῆς ἀναστάτωσης τοῦ θυμικοῦ.
(ζ) Ποιές οἱ ἀνάγκες του πέραν τῆς φυσικῆς ἀνακούφισης; Πρώτιστη εἶναι ἡ ἐλπίδα, ἡ ὁποία ὅμως πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ πέραν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἢ λογικὴ αἰτιολογία. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς χαρᾶς εἶναι ἐπιτακτική, ἀλλὰ στὸ περιβάλλον τῆς ζωῆς του ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀξιοπρέπεια, ἡ βάση ὅμως τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ στὴν ἐγωιστικὴ ἀντίληψη περὶ ἀξίας, ἀλλὰ στὰ μυστικὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶναι εὐδιάκριτα.

ΣΤ. Ἀνακουφιστικὴ Φροντίδα Νευρομυϊκῶν Ἀσθενῶν
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, οἱ λειτουργοὶ τῆς ἀνακουφιστικῆς διακονίας νευρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν δια­μορ­­φώνουν μία προσέγγιση ἀρκετὰ διαφοροποιημένη ἀπὸ αὐτὴν τῶν συνήθων λει­τουργῶν ὑγείας, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τῶν λειτουργῶν τῆς ἀνα­κουφιστικῆς φροντί­δας καρκινοπαθῶν ἀσθενῶν τελικοῦ σταδίου, ὅπου ἐκεῖ τὸ κυριαρχοῦν στοιχεῖο εἶναι ὁ ἐπικείμενος θάνατος. Ἄς δοῦμε κάποια χαρακτη­ριστικά της.
(α) Τὸ πρῶτο ἰδίωμά της προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι στὶς περιπτώσεις τῶν νευ­ρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν, ἡ κατάσταση δὲν εἶναι ἀναστρέψιμη, οὔτε εὔκολα δια­χειρί­σιμη, ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι θεραπεύσιμος, ἡ δὲ ὑγεία του προοδευτικὰ καταρ­ρέει καὶ μάλιστα συνήθως ἀπαιτεῖ πρὸς τοῦτο ἀρκετὸ χρόνο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν φαίνεται τὸ τέλος ὡς ἀνακούφιση οὔτε καὶ ὡς ἄμεση ἀπειλή, ἀλλὰ ἡ ἐξέλιξη ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς βασανιστικῆς παρατεινόμενης διαδικασίας. Ὁ φόβος τῶν ἄγνωστων συνεπειῶν, τῶν αἰφνιδιαστικῶν καὶ μὴ πάντοτε προβλέψιμων ἐξελί­ξεων ἀποτελεῖ δύσκολο νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀντίπαλο. Εἶναι ὅμως καὶ σύμμαχος. Ὑπο­χρεω­τικὰ φιλοσοφοῦμε∙ γιατί αὐτὸς καὶ ὄχι ἐμεῖς; Ἄλλοτε τὸ ἀπω­θοῦμε. Παρὰ ταῦτα, μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ σὲ μᾶς. Ἀλλοτε πάλι ἀνακύπτουν ἐρωτήματα: γιατὶ ὁ Θεός ποὺ δὲν ἀποτρέπει, τώρα ποὺ εἶναι ἀργὰ νὰ ἐνισχύει;
(β) Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικὸ τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας εἶναι ὅτι τὸ πλησίασμα τοῦ ἀσθενοῦς δὲν διακρίνεται οὔτε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἔπαρση τῆς θεραπευτικῆς ἱκανότητος, ἀλλὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῆς ἀνακούφισης καὶ μόνον τοῦ πάσχοντος, ἡ ὁποία μάλιστα στὴν περίπτωση τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν ἔχει ἀπροσδιόριστη ἐξέ­λιξη καὶ ἀπρόβλεπτη ἀλλὰ συνήθως μακρὰ διάρκεια.
(γ) Τέλος, μαζὶ μὲ τὸν ἀσθενῆ, οἱ συγγενεῖς, οἱ νοσηλευτές, οἱ ἰατροὶ εἶναι ὅλοι χωρὶς ἐλπίδες, κουρασμένοι. Βασικὸ στοιχεῖο ἡ αἴσθηση τοῦ ἀδιεξόδου καὶ ἡ γενικευμένη κατάρρευση. Καὶ ψυχικὴ καὶ πνευματική. Καταρρέει καὶ τὸ περιβάλ­λον. Ἐπὶ πλέον, ἡ εἰκόνα προκαλεῖ ἔντονη λύπη καὶ ἐξαιρετικὰ λεπτὴ συμπάθεια.
Πρέπει νὰ θεμελιώσουμε ἐλπίδες σὲ ἄλλη προοπτική, νὰ ἀναζητήσουμε νόημα πρὸς ἄλλη ἀπὸ τὴν συνήθη κατεύθυνση. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπαράσταση ἀπὸ μόνες τους δὲν ἀρκοῦν. Οὔτε τὸν πόνο ἐξαλείφουν οὔτε στὴν ὑπαρξιακὴ βά­σανο ἀπαντοῦν. Ἴσως ἐκτὸς ἀπὸ ἀμοιβαία ἀγάπη ποὺ βγαίνει αὐθόρμητα νὰ εἶναι εὐκαιρία νὰ βροῦμε πίστη μέσα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση. Αὐτὴ καταργεῖ τὸ ἐρώτημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, λυτρώνει ἀπὸ τὴν σκληρότητα τῆς ἀμφι­σβή­τησής Του καὶ τὰ ἀντικαθιστᾶ μὲ τὴν προσπάθεια τῆς αἴσθησης τῆς παρουσίας Του. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὰ ἄτομα ποὺ προανέφερα. Σὲ αὐτοὺς ἡ πίστη ἀνδρώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία.

Ζ. Τί μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ νευρομυϊκὸς ἀσθενής;
Τὸ σημαντικὸ στὴν Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν εἶναι τὸ μεγάλο δυναμικὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ψυχή τους, μάλιστα σὲ τέτοιο βαθ­μὸ ποὺ συχνὰ ὁ διακονῶν καὶ ἀνακουφίζων, δέχεται πολὺ μεγαλύτερο ἀνταπό­δομα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προσφέρει.
(α) Τὸ πρῶτο ποῦ δίνει ὁ ἀσθενὴς εἶναι ὁ ἀγώνας του. Κάτω ἀπὸ τὶς πλέον δύσκολες συνθῆκες ἐκτείνει, τεντώνει τὴν ὕπαρξή του καὶ βγάζει δυνάμεις σπάνιες, ποὺ κάτω ἀπὸ συνήθεις συνθῆκες δὲν ἐκδηλώνονται. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πολὺ πλουσιότερο δυναμικὸ ἀπὸ ὅσο ἐμφανίζει. Ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης καὶ τῆς συντήρησης στὴ ζωή, κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες συνθῆκες, διαστέλλει τὸν ἄνθρωπο, τὸν μεγενθύνει. Τὴ στιγμὴ ποὺ φαίνεται πὼς χάνει τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ πὼς μειώνεται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς του, τοῦ προσθέτει ἀξία καὶ ποιότητα τέτοια ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναδείξει. Οἱ κρυμμένες του δυνάμεις ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια. Καὶ αὐτὸ μεταγγίζεται.
(β) Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ πραγματικὰ συγκλονίζει εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ ἀσθενοῦς, ὁ ὁποῖος παραδίδεται, γίνεται ἀπόλυτα ἐξαρτώμενος. Ζεῖ τὴν ταπεί­νωση τοῦ αἰτεῖσθαι καὶ λαμβάνειν. Στὶς σχέσεις του, δείχνει νὰ δίνει λίγα καὶ νὰ παίρνει πολλά. Καὶ συμφι­λιώνεται μὲ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ὅταν αὐτὸ δὲν τοῦ δημιουργεῖ συμπλέγματα τραυματισμένου ἐγωισμοῦ, τότε προκαλεῖ μία ἐσωτε­ρικὴ ταπείνωση ποὺ τὸν καθιστᾶ ὥριμον «ὡς παιδίον» (Λουκ. ιη΄ 17), ἕτοιμο γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ συνειδητο­ποιημένη παιδικότητα.
(γ) Σίγουρα δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραλείψει τὸ μέγεθος τῆς ὑπο­μονῆς καὶ ἐγκαρτέρησης τῶν νευρομυϊκῶν ἀσθενῶν. Ἴσως ἡ μεγαλύτερη ἄσκηση εἶναι αὐτὴ τῶν στυλιτῶν καὶ τῶν ἐγκλείστων ἀσκητῶν. Ἡ κίνηση τῶν μελῶν τοῦ σώματος καὶ κυρίως τῶν ποδιῶν, τὸ ἄνοιγμα τῆς ἀπεριόριστης θέας, ἡ ἀπόλαυση τῶν γευστικῶν ἐναλλαγῶν, ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ λόγου, ἡ ἱκανοποίηση τῶν βουλητικῶν ὑποδείξεων, ἀποτελοῦν ἀναγκαῖες προϋποθέσεις νὰ βιώνει κανεὶς τὴν ἐλευθερία του καὶ τὴ ζωή. Τὸ νὰ μπορεῖ ὅμως κάποιος νὰ ζεῖ τὴν αὐτεξουσιότητά του μέσα ἀπὸ πλήρη ἀκινησία, χωρὶς ἐναλλαγὲς εἰκόνων καὶ αἰσθητικῶν ἐρεθισμάτων, δίχως λόγο, μὲ αὐστηρὰ ἐλεγχόμενη τὴ βουλητικὴ δυναμική του, μὲ πλήρη ἀνοχὴ τοῦ ἀδύναμου ἑαυτοῦ του, αὐτὸ ἀπὸ μόνο του ἔχει στοιχεῖα πνευματικῆς ὑπέρβασης μοναδικά.
(δ) Κατακλείοντας δὲν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παραλείψει τὴν προσφορὰ τῆς δοκιμασμένης καὶ δυνατῆς πίστης ὅσων ἀσθενῶν βρῆκαν τὸ μυστικὸ τῆς πίστης. Ἡ πίστη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἐντελῶς ἄλλης ποιότητος ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε καλλιεργημένη πίστη, ἡ ὁποία μπορεῖ μὲν νὰ ἑδράζεται στὴν ταπεινὴ καὶ ἁγνὴ προαίρεση, δὲν ἔχει ὅμως τὸ σημεῖο καὶ τὴ σφραγῖδα τῆς συνεχοῦς καὶ ἀδυσώπητης δοκιμασίας.


Η. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου»
Ἡ Ἀνακουφιστικὴ φροντίδα εἶναι ἕνα μεγάλο πανεπιστήμιο στὸ ὁποῖο διδά­σκεται ἡ ἐπιστήμη τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἔρευνα τῆς βαθιᾶς πίστεως. Ἡ διακονία τῶν ἀσθενῶν ποὺ ζοῦν σὲ ἀκρότητα ψυχοσωματικῆς ἀδυναμίας δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτελεσθεῖ οὔτε μὲ καλὴ διάθεση μόνον οὔτε μὲ συναίσθημα.
Ἡ Γραφὴ ποὺ ἀποτελεῖ θεόπνευστη δεξαμενὴ πνευματικοῦ πλούτου ἀπο­δίδει μοναδικοὺς χαρακτηρισμοὺς καὶ ἰδιώματα στὴν ἀγάπη. Κατ’ ἀρχὰς εἶναι ἡ μόνη ἀρετὴ ποὺ ἀποδίδεται ὡς ὄνομα στὸν Θεό («Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», Α΄ Ἰω. δ΄ 16). Εἶναι ἀρετὴ «μείζων» πασῶν τῶν ἀρετῶν (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13), «ὁδὸς καθ’ ὑπερβολήν» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 31), ἐκφράζεται δὲ «ἐν παροξυσμῷ» κατὰ τὸν Ἀπό­στολο Παῦλο καὶ πρέπει νὰ εἶναι «ἐκτενής» (Α΄ Πέτρου δ΄ 8) κατὰ τὸν Πέτρο.
Αὐτὰ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἐμφανίζονται ἔντονα στὴ διακονία τῶν νευ­ρο­μυϊκῶν ἀσθενῶν. Μιὰ τέτοια ἀγάπη ὁδηγεῖ σὲ ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ, σὲ φανέρωση τῶν σημείων καὶ τῶν ἀποτυπωμάτων Του. Ἐκεῖ ποὺ ὑποφέρει ἀβά­σταχτα ἡ φύ­ση, ποὺ προκαλεῖται ἡ λογική, ποὺ δυσκολεύεται τὸ συναίσθημα, ἐκεῖ ψηλαφεῖται ὁ Θεός, μεγαλύνεται ὁ ἄνθρωπος, δοξάζεται ἡ κοινωνία. Ὅταν ζωή σου εἶναι ἡ ἀνακούφιση τοῦ ἄλλου, τότε ἡ κοινωνία μαζί του εἶναι ἡ παρη­γοριά σου.
«Εἶδες τὸν πλησίον σου ὡς ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ἀββᾶς Ἀπολλώ), «Μακάριός ἐστι ὁ πάντας ἀνθρώ­πους ὡς Θεόν, μετὰ Θεὸν λογιζόμενος» (Ὅσιος Νεῖλος ὁ ἀσκητής). Τὸ μεγα­λύτερο δῶρο ποὺ ἀντιπροσ­φέρει ὁ πάσχων ἀσθενὴς εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.
Παρὰ ταῦτα, ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἔχει ὅρια. Τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι λειτουργοῦμε ὑποκείμενοι σὲ ὅρια καὶ φραγ­μούς. Ἡ μέρα ἔχει 24 ὧρες, οἱ ἀντοχές μας εἶναι περιορισμένες, οἱ δυνά­μεις μας πεπερασμένες. Ἡ ἀγάπη πράγματι συνδέει τοὺς ἀνθρώπους μεταξύ τους, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη της οὔτε τὸν λόγο τῆς δοκιμασίας διαθέτει οὔτε καὶ τὸν θάνατο μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει. Συχνὰ μπορεῖ νὰ φαίνεται ἀνεπαρκής.
Αὐτὸ ποὺ ἀπαραίτητα χρειάζεται νὰ τὴν συμπληρώσει εἶναι ἡ πίστη. Ἡ πίστη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ ἑρμη­νεύσει τὴ δοκιμασία. Ὅ,τι συμβαίνει, συμβαίνει κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης Του. Κάτω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα ἀντέχονται. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο∙ ὄχι ἡ φυσικὴ ἀνακούφιση. Ἡ κάθε δοκιμασία προβάλλεται στὸν σταυρὸ καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσφέρεται δὲν εἶναι κατ’ ἀναγκην ἡ θερα­πεία, ἀλλὰ ἡ δύναμη Του, καθὼς λέγει ἡ Γραφή: «πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώ­πινος, πιστὸς δὲ ὁ Θεὸς ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13), δεδομένου μάλιστα ὅτι «ἐν ᾧ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθεὶς δύναται τοῖς πειρα­ζομένοις βοη­θῆσαι» (Ἑβρ. β΄ 18).
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ μέτρο τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ἀνάλογο τῶν δυνάμεών μας, ἡ κάθε δοκιμασία ἀποτελεῖ συμμετοχὴ στὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ δύναμις τοῦ Θεοῦ παρέχεται ὡς σημεῖο τῆς ἀγάπης Του στὴ ζωή μας. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔχει τὸν λόγο, τὴν ἀπάντηση τῆς κάθε δοκιμασίας καὶ ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τὴν κατάργηση τοῦ θανάτου ὡς τέλους καὶ μηδενιστικῆς κατάληξης. Ἡ πίστη σὲ σταυρωμένο ἀλλὰ καὶ ἀναστάντα Θεὸ ξεπερνάει καὶ τὸ βάρος τῆς δοκι­μασίας καὶ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἡ πίστη στὸν ἐσταυρωμενο Χριστὸ γιὰ τοὺς κλητούς, δηλαδὴ γιὰ τοὺς πιστούς, εἶναι καὶ «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. α΄ 23-24).
Στὴ διακονία τῆς Ἀνακουφιστικῆς φροντίδας προσφέρεται ἡ ἀγάπη ὡς κοινωνία, ἐνισχύεται ἡ πίστη ὡς Θεοῦ δύναμις καὶ σοφία, ἀνταλλάσσεται ὁ Θεός.
Γράφει κάποιος σοφὸς γέροντας, ἐκφραστὴς τῆς λαϊκῆς πίστης:

Ζήτησα ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει δύναμη
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε δυσκολίες γιὰ νὰ τὶς ξεπεράσω.

Τοῦ ζήτησα σοφία
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε προβλήματα νὰ μάθω νὰ λύνω.

Τοῦ ζήτησα οἰκονομικὴ ἄνεση
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε νοῦ καὶ ἱκανότητα νὰ δουλεύω.

Τοῦ ζήτησα θάρρος
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε κινδύνους νὰ ξεπερνῶ.

Τοῦ ζήτησα ἀγάπη
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε προβληματικὰ ἄτομα νὰ βοηθῶ.

Τοῦ ζήτησα χάρες
κι Αὐτὸς μοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες νὰ ἐκμεταλλευτῶ.

Ἀπ’ ὅ,τι ζήτησα δὲν πῆρα τίποτε –τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἤθελα.
Πῆρα ὅμως τὰ πάντα –αὐτὰ ποὺ πραγματικὰ χρειαζόμουν.

Ἡ προσευχή μου είσακούσθηκε!