en ru

Συνέντευξη του Μητροπολίτου στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
και στην κα Μαρία Κορνάρου
13 - 14.8.2022


Ἐπιστρέφοντας, αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς γνώριμους ἑορτασμοὺς τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ βιώσουμε διαφορετικὰ αὐτὲς τὶς γιορτές;

Τὸ ἐρώτημα εἶναι τὶ θα πεῖ «διαφορετικά». Καταρχάς, ὁ ἑορτασμὸς ὅπως τὸν γνωρίζει ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας, ποὺ σημαίνει συνάντηση στὸ χωριό, πανηγύρι, χορός, γλέντι καὶ τὰ σχετικὰ ἔθιμα, δὲν εἶναι κάτι οὔτε λίγο οὔτε καὶ κακό. Ἔχουμε τόση ἀνάγκη νὰ ξανασμίξουμε, νὰ βρεθοῦμε μαζί, νὰ χαροῦμε, νὰ ἀγκαλιαστοῦμε, νὰ ξεκουραστοῦμε, ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τοὺς πρωτοφανεῖς περιορισμοὺς τῆς πανδημίας.

Σὲ κάτι τέτοιο ἡ γιορτὴ τῆς Παναγίας ἀποτελεῖ ἐξαιρετικὴ ἀφορμή. Στοὺς ἑορτασμοὺς ὅμως ποὺ ἀναφέρεστε ὑπάρχει κάτι πολὺ πιὸ βαθὺ καὶ μόνιμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, εἶναι οἱ παρακλήσεις, τὸ προσευχητικὸ ἀκούμπημα, ἡ ἔκφραση τῆς ἐμπιστοσύνης, ἡ ἐνίσχυση τῆς πίστεως, ἡ προσέγγιση στὸν κόσμο καί στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ δώσουμε λίγο ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ χρῶμα ποὺ ἀναλογεῖ στὴ γιορτή, αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἕνα βιοματικό ἀνταπόδομα στὴν ψυχὴ καὶ φυσικὰ νὰ ὑπογραμμίσει τὴ διαφορετικότητα τῆς γιορτῆς. Αὐτὸ ὑπάρχει στὴ ζωή μας ὡς λαοῦ, εἶναι ἀποτυπωμένο στὸ πετσὶ τῆς παραδόσεώς μας, εἶναι χαραγμένο στὸ μεδούλι τῆς ψυχῆς μας, δυστυχῶς ὅμως εἶναι ξένο πρὸς τὶς νέες ἀντιλήψεις τοῦ ἀπογυμνωμένου ἀπὸ πνευματικὲς ὀμορφιὲς σύγχρονου κόσμου.

Ἡ Παναγία δὲν εἶναι πανηγύρι οὔτε ἔθιμο οὔτε ξωκλήσι οὔτε νεκρὸ εἰκόνισμα οὔτε φυσικὰ ἀφορμὴ γιὰ τρελὸ ξεφάντωμα. Ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος, μητέρα τῆς ζωῆς καὶ Ὁδηγήτρια, ὁδηγὸς πρὸς τὴν Ζωή, πρὸς τὸν Θεό.



Τί εἶναι αὐτό, κατὰ τὴν γνώμη σας, ποὺ ὠθεῖ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ νὰ τιμᾶ τόσο μαζικὰ τὴν Παναγία τὶς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου;

Εἶναι διάφορα πράγματα. Κάποια ἀπὸ αὐτὰ εἶναι συναισθηματικοῦ, ψυχολογικοῦ ἢ καὶ κοινωνικοῦ ὑποβάθρου, κάποια ὅμως ἄλλα ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη τῆς πίστεως. Τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μαγνητίζει τὴν ψυχὴ κάθε πιστοῦ καὶ ἀποτελεῖ μοναδικὸ δρόμο προσέγγισης τοῦ Θεοῦ. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ προσώπου της, ἡ κεντρικὴ θέση της στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς της, ἡ πίστη στὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἐνεργοῦνται στὸ ὄνομά της, ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτὴ πρώτη ζεῖ καὶ κατανοεῖ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὅλα αὐτὰ συνδέονται μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ δίψα κάθε ἁγνῆς ψυχῆς γιὰ τὸν Θεό. Ὁ πιστὸς λαὸς αἰσθάνεται τὴν σκέπη καὶ προστασία της καὶ ζητεῖ τὶς πρεσβεῖες της. Ἡ Παναγία σηκώνει τὸ βάρος καὶ τὶς θλίψεις τῆς καθημερινότητος ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄλλη.



Αὐτὲς οἱ γιορτινὲς ἡμέρες βρίσκουν κάποιους συνανθρώπους μας σὲ καταστάσεις ἔμπονες. Πῶς βιώνετε τὸν Δεκαπενταύγουστο στὴν Μονάδα Ἀνακουφιστικῆς Φροντίδας «Γαλιλαία»;

Προηγουμένως χρησιμοποίησα τὶς λέξεις βάρος καὶ θλίψεις. Ἡ «Γαλιλαία» εἶναι ἕνα ἵδρυμα ποὺ παρέχει ὄχι θεραπεία ἀλλὰ ἀνακούφιση συμπτωμάτων σὲ βαριὰ ἀσθενεῖς. Σηκώνει τὸ βάρος καὶ ἁπαλαίνει τὴ θλίψη. Ὑπάρχει γιὰ νὰ ἀγκαλιάζει τὸν πάσης φύσεως πόνο εἴτε αὐτὸς εἶναι φυσικός, εἴτε ψυχολογικός, εἴτε κοινωνικός, εἴτε κυρίως ὑπαρξιακός. Ὑπάρχει γιὰ νὰ μαζεύει τὰ συντρίμματα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων καὶ νὰ τὰ συναρμολογεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος ἀκόμη καὶ ὅταν φτάνει στὸν θάνατο νὰ εἶναι ἀνασυγκροτημένος. Αὐτὸ γιὰ νὰ γίνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰατρονοσηλευτικὴ φροντίδα ἢ τὴν ψυχοκοινωνικὴ στήριξη, χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἁγνὴ αὐθεντικὴ ἀγάπη καὶ βέβαια ἐνέσεις ἀληθινῆς ἐλπίδας καὶ ὑγιοῦς πίστεως, χωρὶς πολλὰ λόγια καὶ διδασκαλίες. Κάθε δωμάτιο, κάθε κρεβάτι ἔχει μία ὄμορφη εἰκόνα τῆς Παναγίας, μιὰ εἰκόνα ποὺ μιλάει μόνη της. Καὶ μόνον ἡ θέα της μπορεῖ νὰ δώσει γλύκα στὴν ψυχή, ἀνακούφιση, παρηγοριά. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ καμπάνα ποὺ χτυπάει κάθε τόσο γιὰ τὶς παρακλήσεις. Πολὺ περισσότερο ἡ προσευχὴ σὲ αὐτήν. Καὶ ἀκόμη περισσότερο ἡ δική της προσευχή.



Ἐσχάτως, ἔχει ἀνοίξει μία μεγάλη συζήτηση στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία γύρω ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς οἰκογένειας. Πῶς πιστεύετε ὅτι αὐτὴ ἔχει διαμορφωθεῖ κοινωνικά, μετὰ καὶ ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς τεχνητῆς γονιμοποίησης; Τί ὀπτικὴ μπορεῖ νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία σὲ αὐτὲς τὶς πρωτόγνωρες ἀλλαγές;

Δὲν ξέρω ἂν ἔχει ἀνοίξει συζήτηση. Νομίζω ἡ κοινωνία τραβάει τον δρόμο της χωρὶς πολλὲς συζητήσεις καὶ ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν ὅλη ἐξέλιξη τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ ὅμως μὲ ἀργοὺς ρυθμούς. Οἱ ἀλλαγὲς εἶναι ραγδαῖες. Βλέπετε ὁ γάμος σταδιακὰ ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴν αἴγλη τοῦ μυστηρίου καὶ ἐξελίσσεται σὲ πολιτικὴ σύμβαση ἢ σύμφωνο συμβίωσης καὶ τὰ σχετικά. Καὶ οἱ θρησκευτικοὶ γάμοι δυστυχῶς ἔχουν τόσο ἐκκοσμικευθεῖ ποὺ διερωτᾶται κανεὶς τὶ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ὅλη ἱεροτελεστία μὲ τὸ «μέγα μυστήριο» ποὺ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Στὴ Μητρόπολή μας γίνονται οἱ περισσότεροι στὴν Ἑλλάδα θρησκευτικοὶ γάμοι καὶ τὸ διαπιστώνουμε αὐτὸ καθημερινὰ μὲ μεγάλη λύπη. Δίπλα σὲ αὐτό, ὑπάρχουν τὰ διαζύγια ἡ ἐξαφάνιση τῆς πολύτεκνης οἰκογένειας, μὲ τὶς ὅποιες τεράστιες συνέπειές της, καὶ φυσικὰ ὁ πανσεξουαλισμὸς καὶ ἡ ἀπροκάλυπτη προβολὴ τῆς πρωτοφανοῦς διεμφυλικῆς προπαγάνδας καὶ τῆς ἀμφισβήτησης τῆς ταυτότητας τοῦ φύλου σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Μιὰ καὶ μόνο ματιὰ στὶς εἰδήσεις ἢ στὶς διαφημίσεις πιστοποιεῖ τὰ παραπάνω.

Αὐτὸ ποὺ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ προσφέρει εἶναι νὰ ξαναζωντανέψει τὸν γάμο ὡς μυστήριο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς στὴν πράξη, ὄχι στὰ λόγια.



Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλπιδοφόρος, μετὰ τὴν βάφτιση τέκνου ὁμόφυλου ζευγαριοῦ, δήλωσε ὅτι χρειάζεται μία «εἰλικρινὴς συζήτηση» γιὰ τὴν σεξουαλικότητα καὶ τὸ φύλο στὴν Ἐκκλησία. Συμφωνεῖτε μὲ αὐτό, καὶ ἂν ναί, ποιός εἶναι ὁ σωστὸς τρόπος νὰ γίνει μία τέτοια συζήτηση;

Δυστυχῶς, ὁ συγκεκριμένος ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος ποὺ μιλάει γιὰ «εἰλικρινῆ συζήτηση» δὲν ἦταν εἰλικρινὴς ἔναντι τοῦ Μητροπολίτου Γλυφάδας καὶ πρὶν κἂν ἀνοίξει ἡ «συζήτηση» ἔχει κάνει αὐθαίρετα καὶ μὲ δόλιο τρόπο πράξη τὶς ἀπόψεις του, μάλιστα σὲ ξένο ἔδαφος. Δὲν μοῦ φαίνεται καὶ τόσο εἰλικρινὴς ἡ πρόθεση γιὰ τέτοιες «εἰλικρινεῖς… συζητήσεις». Συνήθως τὶς «εἰλικρινεῖς συζητήσεις» τέτοιου τύπου τὶς ζητοῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς καὶ ποὺ ἀποφεύγουν τὶς συζητήσεις! Πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο μᾶς χρειάζεται μία εἰλικρινὴς συζήτηση γιὰ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ τὴ συνέπεια ζωῆς καὶ λόγου, οὐσίας καὶ εἰκόνας μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται αὐτὸ ποὺ ζεῖ καὶ διδάσκει ἀπὸ αἰώνων, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ φύλου και τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας, νὰ τὸ προβάλλει ὡς ἔμπνευση. Ἡ Ἐκκλησία δὲν συζητάει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐμπειρία της, γιατὶ δὲν τὴν ἀναζητεῖ, ἀλλὰ τὴν κατέχει, τὴν μαρτυρεῖ καὶ τὴν ὁμολογεῖ. Δὲν ἀμφισβητεῖ τὸν θησαυρό της, δὲν ἀμφιταλαντεύεται πάνω στὴν ἀλήθεια της, προφητεύει. Ὅταν συζητεῖ, τὸ κάνει γιὰ νὰ καταστήσει κατανοητὸ τὸν πλοῦτο της, ὄχι γιὰ νὰ προσαρμόσει τὴ διδασκαλία της στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ παραλογιζόμενου σύγχρονου κόσμου, ποὺ ἐκτρέπεται στὴν ἁμαρτία καὶ τὴ σύγχυση.



Σᾶς ἀνησυχεῖ ἡ ἀπόσταση ποὺ παρουσιάζεται, στὰ θέματα τῆς οἰκογένειας, τοῦ φύλου καὶ τῆς σεξουαλικότητας, μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀπόψεων καὶ τῶν ἀπόψεων τῆς νεολαίας; Πῶς μποροῦν νὰ παρουσιαστοῦν μὲ πειστικὸ τρόπο οἱ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις σὲ αὐτὴν τὴν κοινωνικὴ ὁμάδα;

Ὁπωσδήποτε μὲ λυπεῖ, καὶ πολὺ μάλιστα, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἀδυναμία τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐμπνεύσει. Τὰ νέα παιδιὰ ἔχουν ἀφεθεῖ ἀπροστάτευτα στὸν χείμαρρο τῆς ἀσέβειας καὶ τοῦ παραλογισμοῦ. Ὁ δικός μας λόγος εἶναι ξερός, ὁ τρόπος μας συντηρητικός, ἡ φωνἠ μας κουραστική, ἡ ζωή μας ἄνευρη. Σᾶς ἐρωτῶ, ἐὰν ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία ζούσαμε τὴ δύναμη τῆς εὐσέβειας, τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ λόγος μας δὲν θὰ ἦταν πιὸ πειστικός; Τώρα μιλᾶμε καὶ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν, μᾶς βλέπουν καὶ γυρίζουν τὸ πρόσωπό τους ἀλλοῦ, μᾶς ἀκοῦνε καὶ γελοῦν περιφρονητικά, μᾶς σκέπτονται καὶ χασμουργιοῦνται. Δὲν ἐμπνέουμε.

Αὐτὸ βέβαια, δὲν σημαίνει ὅτι ἐὰν εἴμασταν ἐντάξει θὰ ἄλλαζε ἡ κοινωνία. Καὶ τὸν Χριστό «πλάνο» τὸν εἴπανε, τὸ κήρυγμά του ἀκούστηκε ὡς «σκληρὸς λόγος… καὶ οὐκέτι περιεπάτουν μετ’ αὐτοῦ». Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους τοὺς πολέμησαν καὶ τοὺς δικαίους δὲν ἤθελαν νὰ τοὺς δοῦνε στὰ μάτια τους. Ὁ λόγος ὅμως, ὅταν εἶναι ἀληθινὸς καὶ ἡ ζωή μας γνήσια, ἔχει δύναμη ἀπὸ μόνος του. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Χριστόδουλος ὅτι τὰ πιὸ κοντινὰ στὸ στόμα μας αὐτιὰ εἶναι τὰ δικά μας. Οἱ πρῶτοι ποὺ πρέπει νὰ ἀκούσουμε καὶ νὰ πιστέψουμε στὸ κήρυγμά μας εἴμαστε ἐμεῖς. Μετὰ ἔρχεται ἡ νεολαία. Προσπαθοῦμε νὰ μιλήσουμε τὴν ἴδια γλῶσσα, ἀλλὰ μὲ λάθος τρόπο καὶ δὲν συνεννοούμαστε. Θὰ τὸ πῶ ξανά⸱ δὲν ἐμπνέουμε. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πείθουμε. Πάντως, ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνει, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Τίποτα ἄλλο.


Πιστεύετε ὅτι ἡ ἐπιστήμη, γιὰ παράδειγμα τῆς ψυχολογίας ἢ τῆς κοινωνιολογίας, μπορεῖ νὰ δώσει ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτά, ποὺ νὰ συνάδουν μὲ μία κριτικὴ προσέγγιση;

Κάθε ἐπιστήμη ἔχει τὴν ἀξία της καὶ τῆς ἀξίζει ὁ σεβασμός μας. Ἀσφαλῶς καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ βοηθήσουν καὶ νὰ συμβάλουν στὴν ἐξυγίανση τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως εἶναι καὶ αὐτὲς κατευθυνόμενες καὶ δίχως πνεῦμα, τότε μόνο ζημιὰ μποροῦν νὰ κάνουν. Γράφει στὸν Μενέξενο τοῦ Πλάτωνα: «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».

Οἱ ὅροι «ψυχή» καὶ «κοινωνία» ποὺ περιλαμβάνονται στὶς ἐπιστῆμες ποὺ ἀναφέρατε εἶναι ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ ἀναδεικνύονται καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θεολογία. Ὁ ἕνας –ἡ ψυχή- δηλώνει τὸ ἀθάνατο κομμάτι τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως καὶ ὁ δεύτερος -ἡ κοινωνία- τὴν ἐν ἀγάπῃ ἀμοιβαία περιχώρηση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἑνότητά τους. Ὅταν ὅμως οἱ ὅροι αὐτοὶ δὲν ἔχουν Θεὸ μέσα τους, δὲν ἔχουν πνεῦμα, εἶναι σὰν ὀργανισμοὶ ποὺ δὲν ἔχουν αἷμα, τότε χάνουν τὴ σημασία τους καὶ ἐκφυλίζονται σὲ ὄργανα ποὺ ἀπογυμνώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἱερότητά του καὶ τὶς σχέσεις ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητά τους, τότε χρησιμοποιοῦνται ὡς ἐργαλεῖα ἀποδόμησης τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, συμπαρασύροντας στὸν κατήφορο καὶ τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας καὶ τὴν παρακαταθήκη τοῦ φύλου.

Θὰ κλείσω λέγοντας πὼς ἡ ἐποχὴ μας εἶναι ἐποχὴ ποὺ διψάει γιὰ ἀλήθεια καὶ ἀπαιτεῖ γνήσια, ἐλεύθερη καὶ ζωντανὴ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι πολὺ πιὸ σύγχρονη ἀπὸ τὰ σύγχρονα ρεύματα, πολὺ πιὸ ἔξυπνη ἀπὸ τοὺς ἐγκεφάλους τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης καὶ φυσικά πολὺ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὶς ἀνακαλύψεις τῆς ἐπιστήμης. Καταξιώνει τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ κατέχει τὸν Θεό. Ἡ πίστη εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐπένδυση!