en ru

ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TOY ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
«Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ» 


welcome img

Τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία μας μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ δείχνει μὲ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὸ δράμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς μικρῆς δεξαμενῆς ποὺ βρίσκεται στὴν Βηθεσδᾶ καὶ στὴν ὁποία γύρω-γύρω περιμένουν μὲ ἀβάστακτα αἰσθήματα πόνου καὶ ταυτόχρονα ἀόριστες ἐλπίδες θεραπείας «πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν» (Ἰω. ε΄ 3), ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, πονεμένοι καὶ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Περιμένουν γιὰ τὴ μία σταγόνα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ –τόσο φαίνεται μόνον νὰ ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐλπίδα μήπως καὶ κάποιος μπορέσει νὰ εἶναι ὁ ἕνας ποὺ θὰ θεραπευθεῖ, καθὼς θὰ προφθάσει πρῶτος νὰ μπεῖ μέσα στὸ νερό, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἔλεος γιὰ τὸν δεύτερο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται.

  Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι ὅλη μας ἡ ζωὴ μοιάζει μὲ μιὰ τέτοια δεξαμενὴ καὶ γύρω-γύρω εἴμαστε ὅλοι μας, ὁ καθένας μὲ τὶς παραλυσίες τῶν ἁμαρτιῶν του, μὲ τὶς ἀναπηρίες τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀσθενοῦς φύσεώς μας, μὲ τὴ μικρὴ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάποιος ἀπὸ μᾶς θὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία τῆς θεραπείας του. Ζοῦμε σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει τόσο πολλὲς θεραπεῖες, σ᾿ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν εἶναι τόσο συχνὰ τὰ θαύματα, αὐτὲς οἱ θεαματικὲς ἱκανοποιήσεις τῶν  λεπτότερων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλὰ ὅμως κάτι συμβαίνει. Καὶ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ κάτι εἶναι ποὺ συντηρεῖ μέσα στὶς καρδιές μας τὶς βαθύτερες ἐλπίδες ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή, κάτι νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴν ἀνάπηρη ψυχή. Ἂς ψάξουμε νὰ βροῦμε δυὸ-τρία χαρακτηριστικὰ τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν καὶ τῶν ἐκφράσεων μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς παρεμβαίνει θεραπευτικὰ στὴ ζωή μας.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι συνήθως ἀργεῖ ὁ Θεός. Δὲν βιάζεται, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει στὴ δοκιμασία καί, κατὰ παράδοξη γιὰ τὴν κοινὴ λογικὴ αἰτία, ἂν καὶ Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, ὅμως δέχεται νὰ παρατείνεται ἡ ταλαιπωρία μας. Κάνουμε τὴν προσευχή μας καὶ λέμε: «Θεέ μου, δὲν μπορῶ ἄλλο, δὲν ἀντέχω. Δὲν ζητῶ καὶ τίποτα. Ἕνα πραγματάκι μικρό, ἀλλὰ ὅμως τόσο ἀναγκαῖο». Καὶ φαίνεται πὼς δέν μᾶς τὸ δίνει. Σὰν νὰ μὴν ἀκούει, σὰν νὰ μὴ βλέπει, σὰν νὰ μὴ συμμετέχει.

  Καὶ μερικὲς φορὲς τὸ δίνει στὸν διπλανό μας, ποὺ ἴσως τὸ ἔχει μικρότερη ἀνάγκη. Στὴ δεξαμενὴ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μπορεῖ νὰ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ βουτήξει πρῶτος ἕνας ποὺ δὲν εἶχε τὸ χέρι του παρὰ ἕνας ποὺ ἦταν παράλυτος στὰ πόδια του. Φυσικὸ δὲν εἶναι; Ἄρα μερικὲς φορὲς πιὸ εὔκολα παίρνουν τὴ θεραπεία αὐτοὶ ποὺ λιγότερο πάσχουν. Αὐτὸ ματώνει περισσότερο τὴν καρδιά μας. Δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀδικίας, προκαλεῖ ἕνα βαθύτερο παράπονο ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ λέμε: «Γιατί, Θεέ μου; Ἐντάξει, εἶμαι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ πόνο καὶ βάσανα, ἀλλὰ γιατί νὰ παρατείνεται τόσο ἡ δοκιμασία μου; Καὶ ἐπίσης, γιατί τελικὰ εἶσαι πιὸ ἐλεήμων –ἔτσι τὸ βλέπουν τὰ μάτια μου– σὲ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ λιγότερο πάσχουν, καὶ φαίνεσαι σκληρὸς ἀπέναντί μου ποὺ δὲν ἀντέχω ἄλλο;» Πιθανὸν βέβαια νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖ, ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀδικοῦμε μὲ τὴ μυωπικὴ κρίση μας.

  Τὸ πρῶτο πράγμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δίνει χρόνο καὶ δὲν βιάζεται. Τὶ εὐλογία ὅμως ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ χρόνος! Τὶ εὐλογία ποὺ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν πνευματικὴ ζωὴ οἰκοδομημένη πάνω ὄχι στὴν ἱκανοποίηση τῶν θελημάτων του, ἀλλὰ στὴν καλλιέργεια τῆς ὑπομονῆς. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. κα΄ 19), λέγει ὁ Κύριος στὶς ὑποθῆκες Του πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Μὴ σκέφτεσθε ἄλλα πράγματα ἐπίγεια, βασίλεια, δόξες, τιμές. Ὄχι! θὰ μπορέσετε νὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῆς ψυχῆς σας μόνο μὲ τὴν ὑπομονή· «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Μᾶρκ. ιγ΄ 13).

  Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπομονή; Σίγουρα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη, μιὰ ἁπλὴ συμμαχία μὲ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ ἀλλιῶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ χριστιανικὴ ὑπομονή. Ἡ ἐν Χριστῷ ὑπομονὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς προσευχῆς καὶ ἀπὸ τὴ χάρι τῆς πίστεως· εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποτάσσει τὴ σπουδὴ καὶ βιασύνη τῆς φύσεως μας στὸν στηριγμὸ τῆς πίστεως. Ὁ λόγος, ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀνακούφισής μας εἶναι ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια καὶ στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας ὑποτάσσεται στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη μας. Δὲν γίνεται ὑπομονὴ δίχως πίστη καὶ ταπείνωση. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνωτέρα τῆς δοκιμασίας μας. Ἔτσι μόνον περνάει κανεὶς μέσα ἀπὸ τὴ διάλεκτο τῆς ὑπομονῆς στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, στὴ χάρι Του. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ περιμένω ἀγωνιωδῶς τὴν ἀπολύτρωσή μου, ἀλλὰ τὸ νὰ προσδοκῶ καρτερικὰ τὴ φανέρωση τοῦ θελήματός Του. Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς παρατείνοντας λίγο τὴ δοκιμασία μας εἶναι ἡ ὑπομονή, ποὺ τὴν χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνακούφιση.

  Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο. Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ δοκιμασία περνᾶμε καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη κρίση· τὴν κρίση τῆς πίστεως. Σκεπτόμαστε: «Δὲν μὲ ἀκούει ὁ Θεός. Μήπως καὶ δὲν ὑπάρχει; Μήπως κοιμᾶται; Μήπως τελικὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀποτέλεσμα κοινωνικοψυχολογικῶν φαντασιώσεων;» Ἡ ταλάντωση ἀνάμεσα στὸν σκανδαλισμὸ καὶ στὴν πίστη εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ μὴν τὴ φοβόμαστε. Αὐτὲς οἱ ὡραῖες ἀμφισβητήσεις, αὐτὲς οἱ εὐλογημένες δυσπιστίες, σὰν τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, εἶναι πολὺ ἀληθινές. Ἂς τὶς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας. Εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Ἔτσι διαλέγεται ὁ ἑαυτός μας μὲ τὸν Θεό· ἡ πτώση καὶ ἀδυναμία μας μὲ τὴ χάρι Του, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμή Του. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία γεννᾶ τὴν ἰσχυρὴ πίστη καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

  Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀρχίζουμε σταδιακὰ νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Συχνὰ περιμένουμε τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στηριζόμαστε στὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ βρεθεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Αὐτὸ περίμενε καὶ ὁ δύστυχος παράλυτος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (στίχ. 7). Τὸ μυαλό του πῆγε ὅτι ἡ θεραπεία περνάει ἀπὸ ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ χαρίσματα. Ὅταν ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη βοήθεια εἶναι ἀνεπαρκής, τότε ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι μονόδρομος. Πόσο ἀληθινὸ δὲν εἶναι αὐτό! Ἔχουμε κάποιο οἰκεῖο μας πρόσωπο ἄρρωστο. Μᾶς λένε ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ἀρρώστια. Μᾶς τὰ κρύβουν καὶ λιγάκι. Ἡ καρδιά μας χτυπάει. Σφίγγεται τὸ εἶναι μας. Πηγαίνουμε ἀπὸ τὸν ἕνα γιατρὸ στὸν ἄλλον. Ἂν ἔχουμε καὶ κάποιον συγγενῆ στὸ ἐξωτερικό, γράφουμε γράμματα μήπως κάπως βοηθήσει. Μᾶς κλείνουν τὴ μία πόρτα. Μᾶς κλείνουν τὴν ἄλλη. Δεξιά, ἀριστερά, μπρός, πίσω, δὲν ὑπάρχει. Μόνη κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω. Ὅταν ἐξαντλοῦνται τὰ ἀνθρώπινα περιθώρια, τότε λέγει καὶ ὁ γιατρὸς «τώρα ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός», ἴσως καὶ χωρὶς νὰ τὸ πιστεύει. Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε ὅτι πάντοτε ἔχει ὁ Θεός. Καὶ ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὰ μάτια του, ἀντικρύζει τὸ θαῦμα. Ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὴν ψυχή του, ζεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή του.

  Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας σὲ Αὐτόν. Εἶναι ἡ στροφή μας ἀπὸ τὸν χρόνο στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσει «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13), μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ λύτρωση. Καὶ ἡ πίστη ὅτι «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα», δὲν ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦμε παραπάνω ἀπὸ ὅσο ἀντέχουμε. Νά ἕνα ἀκόμη δῶρο.

  Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἐπιπλέον: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται κατ᾿ ἀνάγκην νὰ ἀφορᾶ τὴ δική μας ζωή. Θὰ μποροῦσε νὰ πιστοποιεῖται στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ δίνει σὲ αὐτὸν τὴ θεραπεία καὶ σὲ μένα τὴν ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του. Γιατί νὰ μὴν Τὸν ὁμολογήσω εὐγνωμόνως γιὰ τὸ δεύτερο καὶ νὰ χαρῶ μὲ ἀνωτερότητα καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ πρῶτο; Ἂς μὴν ἔχει δώσει τὴ θεραπεία σὲ μένα, ἔχει ὅμως φανερώσει τὸ σημεῖο. Αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία, γιατὶ μπορῶ μὲ ἀνιδιοτέλεια νὰ πῶ ὅτι «ζῇ Κύριος» σ τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Δὲν πειράζει, θὰ ἔλθει ἴσως ἡ ὥρα καὶ τῆς δικῆς μου ἀνακούφισης. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν παράλυτο. Γιατί πήγαινε στὴν κολυμβήθρα; Πήγαινε γιατὶ προσδοκοῦσε τὸ δικό του θαῦμα. Τί τὸν στήριζε; Τὸ ὅτι τὸ ἔβλεπε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, σὲ αὐτὸν ποὺ βουτοῦσε πρῶτος μέσα στὴ δεξαμενή. Ἂν δὲν τὸ ἔβλεπε ἐπαναλαμβανόμενο, δὲν θὰ πήγαινε. Ὅταν ὅμως τὸ ἔβλεπε νὰ συμβαίνει στὸν διπλανό του, αὐτὸ τοῦ γεννοῦσε τὴν ἐλπίδα, τοῦ ἐνίσχυε τὴν ἀπαντοχὴ νὰ περιμένει τὴ δική του σειρά, τὴ δική του στιγμή, τὴ δική του εὐκαιρία.

  Τὶ μεγάλα πράγματα λοιπὸν ποὺ γεννᾶ αὐτὸς ὁ χρόνος ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός! Γεννᾶ τὴν ὑπομονή, τὴ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὸν προσανατολισμό μας πρὸς τὸν Θεό. Γεννᾶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀργεῖ. Δίνει χρόνο, γιατὶ δίνει καὶ εὐκαιρίες στὶς ψυχές μας. Ἀλλὰ ὅταν ἐπέμβει, δὲν ἀργεῖ καθόλου. Τὰ κάνει ὅλα εὐθύς. Ἡ λέξη ὑπάρχει καὶ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας Κυριακῆς, ὅπου ἔχουμε τὴ θεραπεία τοῦ Αἰνέα, ὀκτὼ χρόνια παραλύτου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἀνέστη» (Πράξ. θ΄ 34). Ἡ ἴδια λέξη ὑπάρχει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς» (στίχ. 9) καὶ πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ «περιεπάτει».

  Ὁ Θεὸς συνεπῶς, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα μας, δὲν χρονοτριβεῖ. Ἀμέσως δίνει τὴν εὐκαιρία, φανερώνει τὴ δύναμή Του, ἀποδεικνύει τὸ ἀταλάντευτον τῆς ἀποφάσεώς Του καὶ εὐθὺς ἐνεργεῖ πάνω στὶς καρδιές μας. Καὶ αὐτὸ δίνει τόση παρηγοριά. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ χρόνος ποὺ μᾶς ἔδινε δὲν ἦταν ταλαιπωρία. Ἦταν εὐκαιρία. Δὲν ἦταν παράταση τῆς βασάνου μας, ἀλλὰ ἦταν ἀφορμὴ μαζὶ μὲ τὸ αἴτημά μας νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ ἄγνωστη σὲ μᾶς ἀλλὰ βαθειὰ καὶ μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Δὲν ἦταν ἄρνηση τοῦ δώρου, ἀλλὰ προετοιμασία γιὰ τὴν μείζονα εὐλογία.

  Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πάρουμε τὸ βάρος καὶ τῆς εὐθύνης τῆς παρουσίας καὶ τῆς εὐλογίας Του στὴ ζωή μας· «ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (στίχ. 8), εἶπε στὸν παράλυτο. Δὲν τὸ σήκωσε ὁ Ἴδιος τὸ κρεβάτι. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπόδειξη τῆς θεραπείας του μὲ τὸ νὰ τοῦ φορτώσει τὸ κρεβάτι του. Ὁ Θεός, ὅταν μπαίνει στὴ δική μας τὴ ζωὴ καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς μας, κάνει τὸ αἴτημα αὐτὸ νὰ ἔχει καὶ τὸ βάρος μιᾶς εὐθύνης, μιᾶς ἀνταπόκρισης, μιᾶς συνέπειας ἀπὸ μέρους μας, ἑνὸς φιλότιμου. Ξεκινᾶμε, εἴμαστε μπερδεμένοι, μέσα σὲ σύγχυση, σὲ βαθειὰ ἀναζήτηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιον χρόνο ἀπαντᾶ ὁ Θεὸς καὶ λέμε «θαῦμα μοῦ ἔκανε». Δὲν θέλω ἄλλα πράγματα, ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά μου. Καὶ τὸ ξεχνᾶμε μετά. Ὄχι. Νὰ πάρουμε τὸ κρεβάτι μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας στὸν ὦμο μας καὶ νὰ πορευθοῦμε. Μᾶς εὐλόγησε, μᾶς ἔδωσε τὸ θαῦμα Του, μπῆκε τελικὰ στὴ ζωή μας, ἱκανοποίησε τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας· ἂς φιλοτιμηθοῦμε λιγάκι κι ἐμεῖς νὰ ἀλλάξουμε ζωή.

  Τὶ ὡραῖος ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πόσο ἀληθινὰ καὶ βαθιὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει στὴ ζωή μας ἀπὸ τὶς φαινομενικὲς ἀδικίες καὶ παρατάσεις τῶν δοκιμασιῶν μας! Τὴν εὐτυχία μας πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀλήθεια μέσα στὰ βάθη τῶν πραγμάτων, ὄχι στὴν ἐπιδερμίδα τους. Ἂς ψάξουμε κι ἐμεῖς περισσότερο τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας καὶ ὄχι μόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς καλλιεργηθοῦμε στὴν ὑπομονή, στὴ δοκιμασία τῆς πίστεως, στὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς συναντήσεως τοῦ Θεοῦ, ἂς ὁμολογήσουμε μὲ χαρὰ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἀκόμη καὶ ἂν συμβαίνει στὸν ἀδελφό μας, καὶ ἂς ἀρκεστοῦμε σὲ αὐτό. Ἂς παραμείνουμε συνεπεῖς σὲ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσουμε τὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀπαντήσουμε στὶς εὐεργεσίες Του μὲ αἴσθημα εὐθύνης. Τότε καὶ ἡ ζωή μας θὰ τακτοποιηθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχή μας θὰ μπορέσει νὰ καταλάβει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες ποὺ καθημερινὰ ἔχει, πὼς ἴσως πίσω ἀπὸ κάθε δοκιμασία, ἰδίως ἀπὸ τὶς μεγάλες δοκιμασίες, κρύβεται μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία.

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὲς οἱ δοκιμασίες ποὺ ὅλοι ἔχουμε, μικρὲς ἢ μεγάλες, νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ μαρτυρία συναντήσεως μαζί Του, μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς Ἀναστάσεώς Του, τῆς δυνάμεως Του στὴ δική μας τὴ ζωή. Τότε τὸ «ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» θὰ ἀποτελεῖ καὶ ἐμπειρία μας καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐπισφράγισμα τῆς φανερώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δική μας τὴν ψυχή!

    
Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021