en ru

ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
«Θάμβος, ἔκσταση καὶ φόβος» 


welcome img

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ μαζὶ μὲ τὸν θαυμασμό μας γι’ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες ὑπάρχει ἕνα ἐρώτημα ποὺ ζητάει ἐπίμονα τὴν ἀπάντησή του: Πῶς καὶ γιατί οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς τὰ πράγματα, ὥστε αὐτὲς οἱ Μυροφόρες νὰ εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, οἱ πρῶτες ποὺ διέδωσαν τὸ μήνυμά της, οἱ πρῶτες ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστάντος; Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἐνῶ οἱ μαθητὲς πληροφορήθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὲς εἶχαν τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία νὰ τὸ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ ἀγγελικὲς ὀπτασίες καὶ ἀγγελικὰ χείλη. Τὶ εὐλογία πραγματικά!

  Ἂς δώσουμε λοιπὸν λίγο χρόνο καὶ ἂς κάνουμε μιὰ μικρὴ προσπάθεια κάπως νὰ διερευνήσουμε τὶς κρυμμένες πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος. Ἂς μελετήσουμε λίγο βαθύτερα καὶ ἂς ἐντρυφήσουμε μέσα στὸ κήρυγμα τῆς ἁγίας ζωῆς τῶν μυροφόρων γυναικῶν, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς κάτι νὰ ὀσφρανθοῦμε ἀπὸ τὸ μύρο τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τους.

  Κλειδὶ στὴν ὅλη προσπάθειά μας, ἀφορμὴ στὴν ἐμβάθυνσή μας, ἀποτελεῖ μιὰ πολὺ μικρὴ λέξη ποὺ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἐπαναλαμβάνεται δύο φορές. Εἶναι μία λέξη ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν ἔχει καμμιὰ ἰδιαίτερη σημασία καὶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ περάσει ἀπαρατήρητη. Τὴ χρησιμοποιοῦμε ὅμως ἐδῶ ὡς μιὰ καλὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ περάσουμε στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ λέξη «γάρ», ποὺ θὰ πεῖ διότι. Λ έγει σὲ κάποιο σ ημεῖο ὁ Εὐαγγελιστής: «ἦν γὰρ (ὁ λίθος) μέγας σφόδρα» (Μᾶρκ. ις΄ 4) –διότι ἦταν πάρα πολὺ μεγάλος ὁ λίθος. Καὶ στὸ τέλος, καθὼς ἔφυγαν οἱ Μυροφόρες ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ξαφνιασμένες ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀνεχώρησαν γρήγορα καὶ σὲ κανένα δὲν εἶπαν τίποτε· «ἐφοβοῦντο γὰρ» (Μᾶρκ. ις΄ 8), διότι εἶχαν ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ φόβο. Εἶπα ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι μικρὴ καὶ εὔκολα κανεὶς τὴν ἀντιπαρέρχεται. Ὅμως ἀξίζει ἐμεῖς νὰ τὴν προσέξουμε. Νὰ δοῦμε τὸ πῶς χρησιμοποιήθηκε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶ μεγάλα πράγματα μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει. Μᾶς βοηθεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ὑπερβατικῆς λογικῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ φόβου τῶν μαθητριῶν.

  Οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶχαν καταφέρει νὰ ξεπεράσουν τρία μεγάλα πράγματα, ποὺ κρύβονται σὲ αὐτὲς τὶς προτάσεις. Τὸ πρῶτο ἦταν αὐτὴ ἡ τόσο κοινή, τόσο συνηθισμένη κατάσταση τῆς ψυχῆς· ὁ φόβος. Ἂς μεταφερθεῖ ὁ καθένας μας πολὺ ἁπλὰ στὰ γεγονότα τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάθους, ἂς ζήσει γιὰ λίγο νοερὰ τὴν ἔντασή τους, τὴν ἀγριότητα, τὴ σκληρότητα καὶ κακότητα ποὺ ἐκδηλώθηκε κατὰ τὴν ἐξέλιξή τους. Τότε εὔκολα θὰ διαπιστώσει πόσο ἀπόλυτα δικαιολογημένες ἦταν οἱ Μυροφόρες νὰ ἔχουν τὸν φόβο φυτευμένο στὴν καρδιά τους, τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων ποὺ εἶχαν
οἱ μαθητὲς καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς ἔκλεισε μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ τοὺς στέρησε τὴ χαρὰ ποὺ ἐδικαιοῦντο, νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πρῶτοι τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Βέβαια ὁ Κύριος καὶ σὲ αὐτοὺς ἔδωσε τὴν ἄμεση ἐμπειρία τῆς δικῆς Του παρουσίας, γιατὶ δὲν τιμωρεῖ ὅπως συνήθως νομίζουμε, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὰ πάντα, καὶ τὰ οἰκονομεῖ γιὰ τὸ καλό μας. Στὶς γυναῖκες ὅμως ἐμφανίσθηκε «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. κδ΄ 1), τὸ πρωί, τὸ χάραμα, ἐνῶ στοὺς μαθητὲς «οὔσης ὀψίας»
(Ἰω. κ΄ 19), «πρὸς ἑσπέραν» (Λουκ. κδ΄ 29), τὸ βραδάκι. Στὶς γυναῖκες βιάστηκε νὰ ἐμφανισθεῖ, στοὺς μαθητὲς ἄργησε. Οἱ γυναῖκες λοιπὸν αὐτὲς δὲν εἶχαν τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Τόσο ἁπλὰ λειτούργησε ἡ σκέψη τους, ὥστε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὸ φυσικὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο συναίσθημα τοῦ φόβου, τοῦ τρόμου θὰ λέγαμε, γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν, ἀπὸ τὴ μοναξιὰ τῆς νύχτας, ἀπὸ τὴν ἀγριάδα τοῦ τάφου, νὰ κυριαρχήσει μέσα τους. Ἀψήφησαν τὰ πάντα καὶ «ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ. κδ΄ 1) χωρὶς δεύτερη σκέψη.

  Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι δὲν ἐκλογικεύθηκαν,δὲν ὀρθολογίστηκαν. Δὲν ἔβαλαν τὴ σκέψη τους νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ πεῖ: «καὶ τώρα πῶς θὰ μετακινήσουμε ἐμεῖς τὸν λίθο; εἶναι τεράστιος, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν μετατοπίσουμε,
ἂς μὴν πᾶμε στὸ μνημεῖο». Ὄχι. Ξεκίνησαν καὶ ἂς ἦταν μεγάλος ὁ λίθος ποὺ σφράγιζε τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Καὶ τὸ ἐγνώριζαν πολὺ καλά. Διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι κάθονταν ἀπὸ μακρυὰ καὶ κοίταζαν τὴν ταφή. Εἶδαν τὸ σφράγισμα τοῦ τάφου, εἶδαν τὸν ὄγκο τῆς πέτρας καὶ ἔπειτα ἀνεχώρησαν τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς. Ἤξεραν ὅτι ὁ λίθος δὲν ἀποκυλίεται, δὲν φεύγει εὔκολα. Αὐτὸ ἔλεγε ἡ λογική. Ἀλλὰ δὲν ὑπετάγησαν σὲ αὐτὴν τὴ λογικὴ ποὺ στερεῖ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ τὴ χαρὰ τῶν ὑπέρλογων καταστάσεων.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο πράγμα ποὺ ξεπέρασαν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φυσικὸ φόβο καὶ τὴ φυσικὴ λογική. Ἂν προσέξουμε, θὰ τὸ βροῦμε αὐτὸ νὰ ὑπονοεῖται καὶ σὲ ἄλλους Εὐαγγελιστές. Καὶ τὶ δὲν εἶχαν ἐπενδύσει οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου στὸ πρόσωπό Του. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, στὴν περικοπὴ τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαούς, λένε οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Κύριο: «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραὴλ» (Λουκ. κδ΄ 21) –ἐμεῖς εἴχαμε τὴν κρυφὴ ἐλπίδα ὅτι αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ λυτρώσει τὸν Ἰσραήλ. Σὰν νὰ λένε: «…ἀλλὰ σταυρώθηκε τελικὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χάσαμε καὶ τὴν ἐλπίδα μας. Καὶ ἂν δὲν τὴ χάσαμε, κλονίσθηκε πάντως σοβαρά». Οἱ Μυροφόρες ὅμως ἔμειναν πιστὲς καὶ ἀταλάντευτες στὴν ἐλπίδα τους. Κατάφεραν νὰ ξεπεράσουν καὶ κάτι ἄλλο πολὺ φυσικὸ καὶ πολὺ δυνατό: τὸ ὅτι προδόθηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα.

  Δὲν ἔχασαν τὶς ἐλπίδες τους, δὲν ἐκλογικεύτηκαν, δὲν ὀρθολογίστηκαν, δὲν φοβήθηκαν. Ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ μόλις πέρασε τὸ Σάββατο ἔτρεξαν στὸν τάφο. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Εἶχαν μέσα τους τὴν καλὴ ἀνυπομονησία, τὴ σπουδή, τὴν ἀνάγκη ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς τους, τὴν ἀγάπη τους, τὴν προσήλωση καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, χωρὶς ταυτόχρονα νὰ περιμένουν θαύματα ἢ ἄλλα μεγάλα πράγματα· χωρὶς νὰ προσδοκοῦν τὴν Ἀνάσταση –δὲν χωροῦσε στὸ μυαλό τους κάτι τέτοιο. Ἤθελαν ἁπλὰ νὰ πᾶνε νὰ τιμήσουν τὸν Χριστό· τὸν νεκρὸ Χριστὸ τῶν ζωντανῶν ἀναμνήσεών τους, τὸν Χριστὸ τῶν νεκρῶν ὀνείρων τους ἀλλὰ καὶ τῶν μυστικῶν ἐλπίδων τους, τὸν Χριστὸ τῆς ἀγάπης τους.

  Καὶ ξεκίνησαν, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «διαγενομένου τοῦ σαββάτου» (Μᾶρκ. ις΄ 1), μόλις πέρασε τὸ Σάββατο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Μυροφόρες τήρησαν τὴν τάξη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ σεβάσθηκαν τὴ συνήθεια τῶν Ἑβραίων –τὸ Σάββατο δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν τίποτα, δὲν ἔπρεπε νὰ μετακινηθοῦν καθόλου. Σημαίνει ὅμως καὶ ὅτι δὲν κρατιόνταν, δὲν τὶς συγκρατοῦσε τίποτα. Δὲν μποροῦσαν ἄλλο νὰ περιμένουν. Ἤθελαν μόλις ξημερώσει, τρέχοντας νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τους. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μεγάλων ἐκπλήξεων καὶ μοναδικῶν  λογιῶν καὶ δωρεῶν, ποὺ μποροῦμε εὔκολα νὰ διακρίνουμε, ἂν ρίξουμε μιὰ ματιὰ σὲ τρεῖς ἄλλες λέξεις τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.

  Ἡ πρώτη λέξη εἶναι «ἐξεθαμβήθησαν» (στίχ. 5). Στὴ θέα τοῦ ἀγγέλου, ἔνοιωσαν θάμβος· σὰν ἕνα φῶς ποὺ τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Τοὺς θάμπωσε. Ἔνοιωσαν τέτοιον θαυμασμό, ποὺ δὲν μπόρεσαν καλὰ-καλὰ νὰ καταλάβουν τὶ γίνεται. Θάμβος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ἀσύλληπτα καὶ ἐντυπωσιακὰ μεγάλου.

  Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἔκσταση. «Εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις» (στίχ. 8). Τί θὰ πεῖ ἔκσταση; Εἶναι μία κατάσταση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὁποία βγαίνει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Πόσο δὲν θὰ θέλαμε πολλὲς φορὲς ἐμεῖς, ποὺ νοιώθουμε παγιδευμένοι πραγματικὰ στὴ λογική μας, στὰ φυσικά μας συναισθήματα, στοὺς φόβους μας, στὶς δικαιολογημένες ἀπελπισίες μας, παγιδευμένοι στὴν ἴδια τὴ φύση μας, νὰ μπορούσαμε λίγο νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτοῦ ποὺ εἴμαστε! Αὐτὸ θὰ πεῖ ἔκσταση. Αὐτὸ χάρισε ὁ Θεὸς στὶς Μυροφόρες. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὶς ἀξίωσε αὐτὴ τὴν ἔκσταση νὰ μποροῦν νὰ τὴν μεταγγίσουν καὶ στοὺς μαθητές. Λέγει πάλι τὸ Εὐαγγέλιο, «καὶ γυναῖκές τινες ἐξέστησαν ἡμᾶς» (Λουκ. κδ΄ 22). Τὸ «ἐξέστησαν» αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὰ ὅσα μᾶς εἶπαν οἱ Μυροφόρες, μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, μᾶς μετέφεραν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸ φορτίο τῆς φύσης μας καὶ ἔτσι νὰ ζήσουμε στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς μυστικῆς χαρᾶς τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως.

 Καὶ τὸ τρίτο στοιχεῖο, ὁ φόβος. Ὁ καλὸς φόβος τώρα. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε, ὅταν τοποθετοῦμε ταπεινὰ τὸν ἑαυτό μας ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος ποὺ ὁ καθένας μας ζεῖ, ὅταν μέσα στὴν καρδιά του λειτουργεῖ ζωντανὰ ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ὁ φόβος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἀδιάψευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς σοφίας: «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α΄ 7). Καὶ αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι χάρις. Ἔδωσε, λοιπόν, ὁ Θεὸς σὲ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες, μαζὶ μὲ τὴν εἴδηση τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἀργότερα τὴ θέα τοῦ ἀναστάντος προσώπου Του, αὐτὴ τὴν ἀπολαυστική, πνευματικὴ ἐμπειρία, τὸ θάμβος, τὴν ἔκσταση, τὸν ἅγιο δικό Του φόβο. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν εἶναι ἕνας Θεὸς νεκρὸς ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Οὔτε πάλι εἶναι ἴδιος καὶ ἀπαράλλακτος μὲ αὐτὸν ποὺ ἐγνώριζαν πρὸ τοῦ Πάθους. Δὲν εἶναι ὁ διδάσκαλος. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται στὴν Ἐκκλησία μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. ις΄ 12), διαφορετικὸς ἀπ᾿ ὅ,τι Τὸν περιμένουμε.  Πόση ἀνάγκη δὲν ἔχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη τῶν Μυροφόρων! Πόσο δὲν πρέπει νὰ ἀνανεώνουμε μέσα στὴν ψυχή μας καὶ τὴ σκέψη μας, τὴ διάθεση νὰ εἴμαστε πιστὰ καὶ μόνιμα ἀφοσιωμένοι σὲ Ἐκεῖνον ὅπως οἱ μαθήτριες! Χρειάζεται ὅμως καὶ ἕνα μικρὸ τίμημα νὰ πληρώσουμε: νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ φύση μας, νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς φόβους, ἂς παρατήσουμε τὸν ὀρθολογισμό, ἂς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας νὰ λειτουργεῖ μὲ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Τότε κι ἐμεῖς θὰ ζήσουμε μαζὶ μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες κάτι ἀπὸ τὸ θάμβος, λίγο ἀπὸ τὴν ἔκσταση, σίγουρα καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο φόβο τους. Τότε θὰ μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ γιορτάζουμε ἔτσι ἐπιφανειακὰ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ ὅπως αὐτὲς «εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον... καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον» (Μᾶρκ. ι ς΄ 5 , 8 ), εἰσῆλθαν μὲ ἀγάπη καὶ ἐξῆλθαν μὲ χαρά, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μποῦμε μέσα στὸν τάφο, νὰ τὸν ἀντικρύσουμε κενό, νὰ ζήσουμε τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως καὶ γεμάτοι ἀπὸ τὴ χαρά της νὰ «ἐξέλθουμε» ταχέως στὸν «ἀγρὸ» τῆς ζωῆς.

Ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ ἀλλάξει. Ὅλη μας ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση θὰ μεταμορφωθεῖ.

Θὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε οἱ χριστιανοὶ ποὺ γιορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ ἀργίες, διακοπές, ἐκδρομές, ἀρνιά, αὐγά, λαμπάδες, πανηγύρια καὶ στὸ τέλος ζοῦν ἕνα κενό. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρότυπο τῶν μυροφόρων γυναικῶν θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς κήρυκες ἀλλὰ καὶ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

  Ἀμήν!

    
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021