Τὸ μυστήριο τῆς ἐκ Παρθένου Γεννήσεως
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ὅσο κι ἂν ἡ ὀρθολογισμένη σκληροκαρδία τῆς ἐποχῆς μας σκανδαλίζεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «ἐκ Παρθένου Μητρός». Γιὰ ποιό λόγο ὅμως νὰ γεννηθεῖ ἐκ παρθένου; Τὴν ἴδια ἀπορία ποὺ ἴσως ταπεινῶς κι ἐμεῖς ἔχουμε, τὴν ἴδια ἀπορία διατυπώνει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ στοὺς ὕμνους τονίζεται αὐτὸς ὁ θαυμασμός, αὐτὴ ἡ ἔκπληξη. «Ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;», «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον» κ.ο.κ. Οἱ ὕμνοι παλεύουν μὲ τὴν ἰδέα τῆς παρθενικῆς γεννήσεως. Ἡ Ἐκκλησία ἐνῶ ἀπορεῖ μὲ τὸ μυστήριο, δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ. Πιστεύει μόνον σ᾿ αὐτό. Αὐτὴ ἡ πίστη της γεννᾶ καὶ σαφεῖς ἀπαντήσεις, τόσο ἰσχυρές, ποὺ θὰ μᾶς ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος ἀπὸ μὴ παρθενικὴ μήτρα. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος. Ἂς δοῦμε ὁρισμένους λόγους ποὺ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ μυστηριακὸς λόγος. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει ὄχι μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ μὲ ὑπερφυσικοὺς τρόπους. «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Θὰ μποροῦσε νὰ ἐρχόταν ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ δημιουργήσει τὴν θεϊκὴ ὑποψία. Ἐρχόμενος λοιπὸν μέσα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ μήτρα, ἐρχόταν μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι πρῶτον καταργεῖ ἐντελῶς τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Ἀνακαινίζει τὰ πάντα. Γεννᾶ ἐλπίδες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Δὲν ἦλθε μὲ φυσικὸ τρόπο. Συνεπῶς δημιουργεῖ τὴν ὑποψία ὅτι κάτι γίνεται. Παρὰ ταῦτα, ὁ ἴδιος ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ γεγονός, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. α' 19). «Κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», ἐπαναλαμβάνει ὁ ὑμνογράφος. Ἡ ἴδια ἡ Παναγία δὲν τὸ ὑποψιάστηκε τὴ στιγμὴ τοῦ εὐαγγελισμοῦ (Λουκ. α' 34). Καὶ μόνον ὅταν ὑπετάγη στὴν προτροπὴ τοῦ ἀγγέλου, ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει περίπου τὸ τί θὰ τῆς συμβεῖ. Ἡ πρώτη λοιπὸν αἰτία τῆς ἐκ Παρθένου γεννήσεως εἶναι τὸ ὑπερφυσικὸ τοῦ γεγονότος.
Δεύτερη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς καθαρότητος. Ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει μ᾿ ἕναν πεντακάθαρο τρόπο, τὸν καθαρότερο. Ὄχι μ᾿ ἕναν τρόπο ὁ ὁποῖος εἶναι πτωτικός, ὅπως ὁ φυσικός. Ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως καὶ τῆς γεννήσεως τοῦ καθενός μας εἰσήχθησαν στὴν ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ μὲν σύλληψη εἶναι ἐνήδονη, δηλαδὴ ἡδονικῶς κανεὶς συλλαμβάνεται, ἡ δὲ γέννηση ἐπώδυνη, δηλαδὴ μὲ πόνους κανεὶς γεννᾶται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καὶ στὴ γέννηση τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔδωσε ἰδιάζοντα, μὴ ἡδονικὸ χαρακτήρα. Ἔτσι ἡ Παναγία γεννήθηκε ἀπὸ ἡλικιωμένους στείρους γονεῖς, ὥστε ἡ γέννησή της νὰ μὴν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιθυμίας, διαθέσεως πρὸς ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πόθου πρὸς παιδοποιΐα καὶ μόνον. Ἂν αὐτὸ συνέβη μὲ τὴν Παναγία, πολὺ περισσότερο ἔπρεπε νὰ συμβεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Σκοπὸς λοιπὸν τῆς παρθενικῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ καθαρότητα μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἔλθει ὁ πεντακάθαρος Θεὸς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι δύο θεολογικοὶ λόγοι. Λένε οἱ πατέρες ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα περνοῦσε ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο διὰ σπέρματος ἀνδρός, μὲ τὴ σπερματικὴ γέννηση. Ὁ Κύριος ὅμως ἦλθε στὸν κόσμο χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἀλλοίμονο ἂν εἶχε ὁ ἴδιος τὴν κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαλλάξει ἐμᾶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν παίδευση καὶ τὴ σκλαβιὰ της; Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ αὐτό. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος σπερματικά.
Θὰ ἀναφέρω καὶ ἕναν ἄλλο θεολογικὸ λόγο. Ἂν ἐδέχετο ὁ Κύριος νὰ γεννηθεῖ ἐκ σπέρματος ἀνδρός, δηλαδὴ ἀνθρώπου, θὰ εἶχε ὑποτάξει τὴ θεϊκή Του φύση στὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν συνέβη ὅμως αὐτό. Ὁ Κύριος ἦλθε γιὰ νὰ δώσει νέα ζωὴ ὄχι γιὰ νὰ πάρει ζωή, νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Δὲν ἦταν δυνατὸν ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα σπέρματος ἀνθρωπίνου, νὰ κληρονομήσει χαρακτηριστικὰ κάποιου ἐπίγειου πατέρα. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κυριαρχία ἀνθρώπινη στὴν ἔλευσή Του. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει κυριαρχία θεϊκὴ στὸν ἐρχομό Του, γιατί αὐτὸς θὰ ἀπεργάζετο τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἐρχομός Του προκάλεσε τὴν πνευματικὴ γονιμοποίηση, τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ἀναγέννηση τοῦ προσώπου τοῦ καθενός μας.
Θὰ κλείσω καὶ μ᾿ ἕναν ἄλλον μυστικὸ λόγο, ποὺ δὲν φαίνεται μὲ πρώτη ματιὰ καὶ λίγο ὑπαινίχθην προηγουμένως. Ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ σημάνει καὶ νὰ καθορίσει τοὺς τρόπους τῆς δικῆς μας πνευματικῆς γεννήσεως. Ὁ καθένας μας πρέπει νὰ πάρει τὸν Θεὸ μέσα του καὶ νὰ Τὸν γεννήσει ξανά. Αὐτὸ σημαίνει ἀναγέννηση. Καὶ δὲν γεννοῦμε τὸν Θεό, ἀλλὰ μᾶς γεννᾶται ὁ Θεὸς μέσα μας. Στὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔλεγε παντοῦ «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ ἐγέννησε...», (Ματθ. α' 2) ὁ ἕνας ἐγέννησε, ὁ ἄλλος ἐγέννησε καὶ καταλήγει ὁ εὐαγγελιστὴς «Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ίησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός» (στ. 16). Τὸν Κύριο δὲν τὸν γέννησε κανεὶς ἀλλὰ ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ ἐνῶ ὅλους τοὺς γεννοῦσαν ἄνδρες, Αὐτὸς ἐγεννήθη ἐκ τῆς Παρθένου. Εἶναι ὁ Μόνος ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ ἄνδρα. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκε ὄχι ἀπὸ γυναῖκα ἀλλὰ ἀπὸ παρθένο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Ἔτσι ὁ καθένας μας γιὰ νὰ ἐπιτρέψει τὸν Θεὸ νὰ γεννηθεῖ μέσα του πρέπει νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τρόπο παρθενικὸ καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ὑπάρχουν δηλαδὴ τρεῖς προϋποθέσεις γιὰ νὰ ζήσουμε ἐσωτερικὰ Χριστούγεννα καὶ νὰ προκύψει ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς ὑπάρξεώς μας ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας. Εἶναι οἱ προϋποθέσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὰ μητρικὰ ἰδιώματα τῆς Θεοτόκου: ἡ παρθενία,τὸ ἄσπορον καὶ τὸ ἀειπάρθενον. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ καθαρότητα· αὐτὸ σημαίνει παρθενία. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ ἄσπορον τῆς Παρθένου, τὸ ὅτι δὲν δέχθηκε σπέρμα ἀνδρός· αὐτὸ σημαίνει λιτότητα καὶ ἁπλότητα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου, ὅτι ἡ Παναγία γέννησε παρθενικῶς καὶ παρέμεινε παρθένος. Ἡ κοιλιά της, ἡ μήτρα της δηλαδή, ἦταν γιὰ μιὰ χρήση, τὴν θεϊκὴ χρήση τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου.
Καὶ ἡ δική μας ἀκριβῶς μήτρα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως δὲν εἶναι δυνατόν, δὲν ἀντέχεται αὐτό, νὰ γεννήσει τὸν Θεὸ μὲ πτωτικούς τρόπους, ἀλλὰ πρέπει νὰ Τὸν γεννήσει, νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ μέσα της μὲ πνευματικοὺς τρόπους. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται τὸ πρῶτο πρᾶγμα, παρθενικὴ καθαρότητα. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτό, τὸ κύημα θὰ ἔχει χαρακτηριστικὰ πνευματικοῦ τέρατος. Θεὸς δὲν θὰ προκύψει στὴ ζωή μας.
Τὸ δεύτερο, εἶναι ἡ λιτότητα καὶ ἡ ἁπλότητα. Δὲν πρέπει νὰ Τὸν ἀναμείξουμε τὸν Θεὸ μὲ τὸ σπέρμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴ λογική μας, μὲ τὸν ὀρθολογισμό μας, μὲ τὰ συναισθήματά μας, τὴ μιζέρια μας, μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση μας. Πρέπει νὰ βγεῖ ἀπὸ μέσα μας, ὄχι ἀνθρώπινος Θεός, ἀλλὰ Θεὸς δῶρο καὶ χάρις νὰ ἐνανθρωπήσει στὴ καρδιά μας· Θεὸς ποὺ νὰ εἶναι Θεός. Γιατί ἐμεῖς συχνὰ ἐθελοθρησκοῦμε μὲ δικούς μας ἄρρωστους τρόπους συλλαμβάνουμε τὸν Θεὸ μέσα μας: μὲ θελήματα, μὲ πάθη, μὲ ὀρθολογισμό, μὲ ἔντονα συναισθήματα, μὲ φυσικούς, νοσηρούς, πτωτικοὺς τρόπους.
Καὶ τὸ τρίτο ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζει τὴ ζωή μας εἶναι τὸ ἀειπάρθενο· ὅπως ἦταν ἡ Παναγία. Ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μέσα μας νὰ μὴ νοθευτεῖ, νὰ μὴν γεννάει «ἀλλότρια» ἡ ψυχή μας. Νὰ μὴν δημιουργεῖ γεννήσεις ἀλλὰ νὰ φιλοξενεῖ τὴ μία γέννηση τῆς χάριτος.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν ὑπερβολές. Εἶναι στοιχεῖα θεολογικὰ ποὺ ὑπαγορεύουν τὸν τρόπο τῆς μυστικῆς πνευματικῆς ζωῆς γιὰ τὸν καθένα μας. Ὅταν ἀρχίζει ἡ νοθεία τοῦ φρονήματος μέσα μας, τότε βγαίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἰσάγουμε καὶ τὴν ἁμαρτία στὸ σπίτι, ὅταν ἐπιτρέπουμε καὶ τὰ πάθη στὴ ζωή μας, τότε ὁ Θεὸς ποὺ νομίζουμε ὅτι γεννήσαμε δὲν εἶναι Θεός, εἶναι δικό μας πάθος.
Ἡ παρθενικὴ γέννησις τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ προφητεία καὶ πρόρρησις τῶν προφητῶν. Ἀποτελεῖ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ὅμως καὶ ἀνάγκη τῆς φυσικῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας. Ἀποτελεῖ πρότυπο πνευματικῆς ζωῆς. Μ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρότητα, μ᾿ αὐτὴν τὴ λιτότητα, καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴ μονιμότητα καὶ σταθερότητα καλεῖται ὁ καθένας μας ν᾿ ἀποτελέσει μιὰ μήτρα πνευματικὴ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ βγεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θὰ μαρτυρηθεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ θὰ προκύψει ὡς χάρις καὶ εὐλογία καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή.
Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἔτσι νὰ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο διαρκῶς νὰ ἐπαληθεύεται καὶ νὰ πιστοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου στὰ σπίτια μας.