en ru

Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2021*

welcome img

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅπως καὶ σὲ αὐτὸ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, βλέπει κανεὶς μιὰ ἀνεξή­γητη ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων. Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν ἕνα τόσο ἐντυπωσιακὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν πιστεύουν, ἀλλὰ τελικὰ μὲ τόση ἐμπάθεια νὰ ἀντιδροῦν; Ὁ Κύριος θαυματουργικὰ δίνει τὸ φῶς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, οἱ γονεῖς του καὶ μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἴδιος. Ἐντελῶς ὅμως στενόκαρδα οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδίδουν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου. Κάτι ἀνάλογο συναντοῦμε καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ἐκεῖ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀμέσως μετὰ «συνήγαγον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;» (Ἰω. ια΄ 47).

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἦταν ποὺ Τοῦ ἔλεγαν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ... καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ» (Ματθ. κζ΄ 40, 42), ὅταν κάποιοι ἐκ τῆς κουστωδίας τούς «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», ἐκεῖνοι πάλι «συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυ­τέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις» καὶ τοὺς συνέστησαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι «οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτόν, ἡμῶν κοιμωμένων» (Ματθ. κη΄ 11-13).

Τὶ φοβερὸ πράγμα νὰ διδάσκει ὁ Κύριος οὐράνιες ἀλήθειες καὶ νὰ τὸν μισοῦν! Νὰ ζεῖ μὲ μοναδικὴ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀντιδροῦν! Νὰ θαυματουργεῖ καὶ νὰ ἐξαγριώνονται! Νὰ ἀνασταίνει ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀνησυχοῦν! Νὰ ἀνασταίνεται ὁ Ἴδιος καὶ νὰ ἐξαπατοῦν! Πῶς εἶναι δυνατόν; Τί φταίει καὶ τελικὰ οἱ δικοί τους ὀφθαλμοὶ ποτὲ δὲν διανοίγονται; Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση τοῦ τυφλοῦ, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ ἐξαλείψει τὴ συνειδητὴ τύφλωση τῶν Ἰουδαίων. Τί συμβαίνει καὶ κάποιοι ἀρνοῦνται ἐπίμονα τὸν Θεό; Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα.

Τὸ ρῆμα «ἀνοίγω», ἡ ἔκφραση «ἀνέξε τοὺς ὀφθαλμούς», ποὺ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ συναντοῦμε ἑπτὰ φορὲς (στ. 10, 14, 17, 21, 26, 30 καὶ 32), ἐμφανίζεται στὰ ἀναστάσιμα εὐαγγέλια καὶ ἄλλες δύο φορές· ἐκεῖ ὅμως προσδιορίζει τὴ διάνοιξη τοῦ νοὸς τῶν μαθητῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση (Λουκ. κδ΄ 31, 45). Ὁ Κύριος ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀνοίγει καὶ τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν. Γιατὶ καὶ αὐτῶν ὁ νοῦς ἦταν σκοτισμένος.

Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν τὸν Θεό. Οἱ μαθητὲς δὲν Τὸν ἀντιλαμβάνονταν. Ἄλλο αὐτό. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν διωγμό τους καὶ τὸν δικό Του, γιὰ τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος καὶ αὐτοὶ τοῦ ἔφερναν μαχαίρια (Λουκ. κβ΄ 37). Τοὺς μυοῦσε κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο στὰ μυστικὰ τῆς θεολογίας καὶ αὐτοὶ διετύπωναν ἀφελῶς ἐντελῶς ἐπίγειες ἐρωτήσεις. Τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴ διὰ σταυροῦ σωτηρία καὶ αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν (Ματθ. κζ΄ 22). Τοὺς φανέρωνε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν κατανοοῦσαν περὶ τίνος μιλοῦσε. Τοὺς ἐμφανιζόταν ἀναστημένος καὶ αὐτοὶ «ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν» (Λουκ. κδ΄ 37)· βάδιζε μαζί τους ζῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ αὐτοὶ ἦταν προσηλωμένοι στὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς σταυρώσεως (πρὸς Ἐμμαούς). Τί τελικὰ ἔφταιγε καὶ δὲν ἔβλεπαν; Τί συνέβαινε καὶ δὲν καταλάβαιναν; Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο ἐρώτημα.

Ὑπάρχει μιὰ ὄμορφη λέξη στὴν πατερικὴ γλῶσσα ποὺ περιγράφει τὴ δυνατότητα τῆς ψυχῆς νὰ βλέπει τὰ θεῖα, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ γεγονότα, νὰ ὁδηγεῖ σὲ αὐτογνωσία, νὰ μπορεῖ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ∙ εἶναι τὸ «ὀπτικὸν» τῆς ψυχῆς. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τὸ εἶχαν ἀδρανοποιημένο· δὲν μποροῦσαν. Οἱ Ἰουδαῖοι κατεστραμμένο· δὲν ἤθελαν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὶ ἀδρανοποεῖ καὶ τὶ καταστρέφει τὴ δυνατότητα ὁράσεως τῆς ψυχῆς, διότι ἐμεῖς στὸ πρόσωπο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν Ἰουδαίων, βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Συχνὰ λειτουργοῦμε εἴτε ὡς οἱ ἀπόστολοι εἴτε καὶ ὡς οἱ Ἑβραῖοι. Ἄλλοτε μὲ τὸ βλέμμα παράλυτο, ναρκωμένο, καὶ ἄλλοτε ἐντελῶς ἀνίκανο νὰ δεῖ, νεκρωμένο.

Θὰ ἀναφέρουμε τέσσερα στοιχεῖα ποὺ ἀδρανοποιοῦν τὴ δυνατότητα ὁράσεως –περίπτωση μαθητῶν– καὶ τέσσερα ποὺ τὴν παραλύουν, τὴ νεκρώνουν –περίπτωση Ἰουδαίων.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐξοικείωση, ἡ συνήθεια, ὁ ἐθισμὸς μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστό, κάτι τὸ μοναδικό, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ καθημερινὸ ὁ Θεός. Ἡ ψυχή μας χάνει τὴ ζωτικότητά της καὶ ἰσοπεδώνει κάθε τὶ μεγάλο μὲ τὸν ὁδοστρωτῆρα τοῦ καθημερινοῦ, στὸ ἐπίπεδο τοῦ συνηθισμένου. Αὐτὸς ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια, μᾶς κάνει νὰ χάνουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν μηνυμάτων καὶ τὴ μοναδικότητα τῶν γεγονότων ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν μικρῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν ἰδιορρυθμιῶν στὴν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Κύριος προανήγγειλε στοὺς μαθητὲς τὸ πάθος Του, αὐτοὶ ξεδίπλωσαν τὰ πάθη τῆς φιλοπρωτίας τους (Μάρκ. ι΄ 32-45). Πολὺ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἡ φιλοδοξία, ἀλλὰ ὅταν κανεὶς τὴν ἀφήσει μέσα του, ἡ ψυχὴ λειτουργεῖ σὰν νὰ σιγοκοιμᾶται. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ. Ἡ ἐπανάπαυση καὶ ὁ ἐφησυχασμὸς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία ἐμφανῶν ἁμαρτιῶν κοιμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἀποστερεῖ τὸ δικαίωμα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει. Αὐτὸ ποὺ τὴν εὐαισθητοποιεῖ εἶναι ἡ περιποίησή της στὴ λεπτομέρεια.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ παχύτητα τοῦ φρονήματος, ἡ ἐπιγει­ότητα. Τὸ νὰ μένει κανεὶς σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ ποὺ συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις του μόνο ἢ καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ λογικὰ νὰ κατανοήσει. Νὰ μὴν εἰσχωρεῖ στὰ αἰώνια, στὰ θεολογικά, στὰ οὐράνια. Νὰ ζεῖ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀγνοεῖ τοὺς χυμοὺς τῆς κατὰ πνεῦμα ζωῆς καὶ τοὺς καρποὺς τῶν κατὰ χάριν ἐμπειριῶν. Αὐτὸ δὲν δείχνει ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ φόβου πάνω στοὺς ἀποστόλους; Ὁ φόβος τους, σαφὲς στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, γέννησε τὴ δυσπιστία καὶ ἔκλεισε τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς τους.

Τέλος, νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴ δυσκινησία τῆς ψυχῆς, τὴ βραδύτητα τῆς καρδίας «τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ΄ 25), τὴ διάθεση τῆς ἀνόητης ἀσφάλισης, τὴν ὀλιγάρκεια τῆς πίστεως τοῦ μέσου ὅρου. Ἡ κατάσταση αὐτὴ περιορίζει τὴν ψυχή, παγιδεύει τὸν νοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβάνεται, δὲν νοιώθει· ἐνῶ θέλει, δὲν μπορεῖ· ζεῖ τὰ λίγα καὶ στερεῖται τὰ πολλά· ἀρκεῖται στὰ μικρὰ καὶ ἀγνοεῖ τὰ μεγάλα.

Ἂς δοῦμε τώρα πῶς νεκρώνεται τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, πῶς καταργεῖται ἡ δυνατότητα τῆς ὁράσεώς της. Ἑδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς κατεστραμμένα καὶ διεστραμμένα. Ὅπως λέγει ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «τετύφλωκεν [ὁ Θεὸς] αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν» (Ἰω. ιβ΄ 40, Ἠσ. στ΄ 9, 10). Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλωμένα καὶ ἡ καρδιά τους σκοτισμένη καὶ πωρωμένη. Ὁ δὲ πρωτομάρτυς Στέφανος χαρακτη­ρίζει «ἀπερίτμητη» τὴν καρδιά τους καὶ «σκληροτράχηλη» (Πράξ. ζ΄ 51).

Αὐτὴ ἡ σκληρότητα, ἡ ἀπερίτμητη καὶ μὴ συντετριμμένη διάθεση καὶ ἡ πώρωση γεννᾶ τὴν ὁριστικὴ τύφλωση τῆς καρδιᾶς ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτηριστικά:

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς, τὸ δεύτερο ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα, τὸ τρίτο ἡ παγίδευση στὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὰ πάθη καὶ τὸ τέταρτο ἡ παράδοση στοὺς λογισμούς.

Ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ Ἀναστάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου συνεπάγεται διαρκῆ ἀλλαγὴ ζωῆς· στροφὴ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό, ἀπὸ τὸ λίγο καὶ στενὸ στὸ πολὺ καὶ ἐλεύθερο· ἀδιάκοπη μετάβαση ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο· συνεχῆ αὐτοαναίρεση μὲ ταπείνωση, εἰλικρίνεια καὶ ἐλπίδα. Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι ἐδέχοντο τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ συναγωγή, τὶς πρωτοκα­θεδρίες, τὰ δικαιώματα, τὴν ὑποκρισία τους. Ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν ζωή.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ὁ Καϊάφας ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ» εἶπε «συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» (Ἰω. κ΄ 49, 50). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ συμφέρον∙ καὶ δὲν ἐννοεῖ βέβαια τὸ πνευματικὸ συμφέρον ἀλλὰ τὸ στενὸ προσωπικό ἢ συλλογικὸ τῶν Ἰουδαίων. Τὶ θὰ συντηροῦσε τὴ λειτουργία τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας τους. Τὶ θὰ διασφάλιζε τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ συνεδρίου. Ἐμπόδιο στὸ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δεχθοῦν στὴν καρδιά τους ἀπετέλεσε τὸ στενὸ συμφέρον τους.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὰ πάθη προξενοῦν αὐτὴν τὴ δυσκαμψία τῆς ψυχῆς, τὴ σκληρότητα καὶ τὴν τύφλωσή της. Πῶς νὰ δεχθοῦμε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δηλώνουμε πὼς πιστεύουμε; πῶς νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι κάναμε ὣς τώρα λάθη; Ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου μας γύρω μας εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας μέσα μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἀνειλικρίνεια γεννᾶ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας.

Τέλος, τύφλωση δημιουργεῖ ἡ ἀγκύλωση τῶν λογισμῶν μας καὶ οἱ προκαταλήψεις μας. Ἴσως δὲν φανταζόμαστε, ἀλλὰ ὁ στραβὸς λογισμὸς ἔχει τέτοιο πεῖσμα, ποὺ καὶ θαῦμα νὰ γίνει αὐτὸς τὸ ἀρνεῖται. Πιὸ εὔκολα βλέπετε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέδωσαν τὸ θαῦμα σὲ δαιμονικὴ ἰσχὺ τοῦ Κυρίου παρὰ στὴ θεότητά Του (Ἰω. θ΄ 24). Γιὰ ὅλα ὑπάρχουν οἱ ἐξηγήσεις· πάντοτε βρίσκουμε ἐπιχειρήματα πειστικά. Τίποτε ὅμως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἡ δυσκαμψία τοῦ λογισμοῦ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ βαθεῖς ἐγωϊσμοὺς ποὺ καίρια πλήττει τὸ ὀπτικὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς. Εἶναι τύφλωση μὲ φρόνημα ὁράσεως· σκοτάδι μὲ ὄνομα φωτός· φαρισαϊκὴ σκληρότητα μὲ ἔνδυμα εὐλαβείας.

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν μᾶς λέγει ξεκάθαρα: Οἱ πραγματικοὶ τυφλοὶ ἦταν οἱ Ἑβραῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δὲν ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτὸς μπόρεσε καὶ εἶδε. Τυφλοὶ μπορεῖ νὰ εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι καλοὶ τυφλοὶ –μακάρι νὰ εἴμαστε σὰν αὐτὸν τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ποὺ τελικὰ ἀνέβλεψε!– ἀλλὰ τραγικοὶ τυφλοί, σὰν τοὺς Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τους καὶ ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα στὶς εὐλογίες τοῦ Ἀναστάντος, μέσα στὸν πλοῦτο τῶν δώρων τῆς θεϊκῆς παρουσίας καὶ ἀγάπης, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ τὴ χτυποῦν αἰῶνες τώρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, αὐτὴ ὅμως «πολεμουμένη νικᾷ». Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ στὶς ἡμέρες μας. Θὰ μποροῦσε νὰ βλέπουμε μὲ κοσμικὸ μάτι τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὶς ἀπειλές, τὶς συκοφαντίες, τὴν κατασκευασμένη σκανδαλιστικὴ εἰκόνα της καὶ νὰ χάνουμε τὸ μυστήριό της.

Ἂς στρέψουμε λοιπὸν τὰ μάτια μας στὴ λάμψη τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε στὰ πάντα τὸ χέρι καὶ τὴν εὐλογία Του. Τότε θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀλήθεια Του μέσα μας. Τότε θὰ διακρίνουμε μέσα στὸ σκότος τῆς κοινωνίας τὴ φωτοχυσία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ παρουσίας καὶ μέσα στὶς προσβολὲς τῆς Ἐκκλησίας τὴ δόξα της. Εὔχομαι νὰ ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας τὴν ὅρασή της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁμολογεῖ τὴ λιακάδα τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀλήθεια τῶν μηνυμάτων Του!


Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2021

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Δεύτε λάβετε Φως" τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καῖ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Σπάτα 2021