Νεανική Πύλη
Ενοριακές Πλοηγήσεις
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΜΑΙΟΥ 2019
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ιωαν. κ’ 19-31)
5 Μαΐου 2019
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς τοῦ ἀντίπασχα ἀναφέρεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου στοὺς μαθητές Του. Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ ὅλες οἱ σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις ἀναφέρονται κυρίως στοὺς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὸν Ἀναστημένο Χριστὸ ἤ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸ κενὸ μνημεῖο. Αὐτὸ συνέβη ἐπειδὴ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐμπίπτει στὰ στενὰ πλαίσια τῶν ἱστορικῶς διαπιστουμένων γεγονότων, ἀλλὰ στηρίζεται στὴν ἐμπειρία καὶ στὸ βίωμα τῶν πιστῶν. Προϋποθέτει ὄχι τὴν ἀπόδειξη, δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ τὴν πίστη στὴ δύναμη τοῦ θεοῦ ποὺ νικᾶ τὸ θάνατο δωρίζοντας στὸ πλᾶσμα Του τὴ ζωή.
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ σκόρπισε χαρὰ στοὺς φοβισμένους μαθητές. «Ἐχάρησαν οὗν οἱ μαθηταί ἰδόντες τὸν Κύριον», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν μαθητῶν ἔλειπε ὁ Θωμᾶς, ὁ γνωστὸς ὡς Δίδυμος.
Στὸν πηγαῖο ἐνθουσιασμὸ τῶν μαθητῶν ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο, ἐκεῖνος προβάλλει τὴν ἀμφιβολία μέσα ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῆς λογικῆς «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρα μου εἰς τὴν πλευρὰν Αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω».
Ὁ Θωμᾶς ἐκπροσωπεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ στηρίξουν τὴν πίστη τους στὴ βεβαιότητα τῶν ἁπτῶν ἀποδείξεων καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐξακρίβωση, στὸ πείραμα καὶ στὴν αὐτοψία τῶν γεγονότων. Ἡ ἀνάγκη βέβαια αὐτὴ ἀφορᾶ σὲ πολὺ ἀνθρώπινη στάση καὶ δικαιολογημένη γιὰ τὴ φύση μας ἀπαίτηση. Βρίσκεται ὅμως μακρυὰ ἀπὸ τὴν πίστη. Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς ὀκτὼ μέρες, μετὰ τὴν Ἀνάσταση ξαναεμφανίζεται στοὺς μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων βρίσκεται αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ ὁ Θωμᾶς, τὸν ὁποῖον καλεῖ νὰ διαπιστώσει ἰδιοχείρως καὶ αὐτοπροσώπως τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀναστημένου σώματός Του. Ταυτόχρονα ὅμως μακαρίζει στὶς ἐπερχόμενες γενεὲς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ξεπερνώντας τὴν περιορισμένης δυνατότητας λογική τους, θὰ πιστεύσουν τὴν ἀλήθεια μὲ τὸν αὐθορμητισμὸ τῆς καρδιᾶς τους, χωρὶς νὰ δοῦν. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι τὸ νόημα τῆς πίστεως, ἀφοῦ δὲν ἔχει σίγουρα κανένα νόημα νὰ ἀποδεχόμαστε ὅ,τι βεβαιώνεται λογικά. «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει σημασία ὄχι ἁπλῶς ὡς γεγονὸς τῆς νίκης τοῦ Κυρίου κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὡς γεγονὸς τῆς τελικῆς κυριαρχίας τῆς ζωῆς ποὺ διοχετεύεται ὡς δυνατότητα στὴν ὕπαρξη τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἀδελφοί μου,
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶναι στ’ ἀλήθεια δυνατὸ μήνυμα ζωῆς, χαρᾶς καὶ αἰσιοδοξίας. Ζωῆς, διότι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ χάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴν αἰωνιότητά Του. Χαρᾶς, διότι μετέβαλε τὴν κατήφεια καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου σὲ δυνατότητα ἀναστάσεως. Καὶ αἰσιοδοξίας, διότι τροφοδοτεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἐλπίδα, ποὺ εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση δημιουργίας, ἰσορροπίας καὶ κυριαρχίας τῆς ζωῆς.
12 Μαΐου 2019
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν τῶν ἁγίων γυναικῶν Μυροφόρων ἑορτὴν ἑορτάζομεν· ἔτι δὲ μνείαν ποιούμεθα καὶ τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ὅς ἦν μαθητὴς κεκρυμμένος· πρὸς δὲ τούτοις καὶ τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου».
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ σήμερα τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ φρόντισαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ θέλησαν νὰ ἀποδώσουν ἐντάφιες τιμές, κατὰ τὴ συνήθεια τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία καὶ ὁ Νικόδημος ὁ εὐσχήμων βουλευτής, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Οἱ μὲν δύο ἄνδρες φρόντισαν νὰ ἐνταφιάσουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ οἱ τρεῖς γυναῖκες πῆγαν τὸ πρωὶ τῆς τρίτης ἡμέρας στὸ μνῆμα γιὰ νὰ φροντίσουν τὸ νεκρὸ σῶμα μὲ ἀρώματα.
Μέσα στὴ γενικευμένη ἀτμόσφαιρα φοβίας ποὺ ἐπικρατοῦσε οἱ δύο κρυφοὶ μαθητές, οἱ ὁποῖοι προσδοκοῦσαν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστης, μὲ θάρρος καὶ θυσιαστικὸ πνεῦμα τολμοῦν καὶ ζητοῦν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο νὰ ἐνταφιάσουν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τολμοῦν χωρὶς νὰ σκέπτονται τὸν ἑαυτό τους, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὴν ἀσφάλειά τους, διότι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Διδάσκαλο τοὺς ὁδηγεῖ στὸ καθῆκον καὶ στὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ χρέους. Ἡ πίστη τους ὑπερβαίνει τὸ φρᾶγμα τοῦ φόβου τὴν ὥρα ποὺ ἡ κοινὴ αἴσθηση δέχεται τὴ μεγαλύτερη ἧττα, ἀφοῦ ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως πεθαίνει. Ἀποκαθηλώνουν, λοιπόν, τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τὸ περιποιοῦνται, τὸ ἀλείφουν μὲ μῦρα, τὸ τυλίγουν σὲ καθαρὸ σεντόνι, τὸ ἐνταφιάζουν σὲ καινούργιο τάφο καὶ ἀποχωροῦν, ἀφοῦ πρῶτα σφραγίζουν τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου μὲ μεγάλη πέτρα.
Ὁ ὑμνογράφος χαρακτηρίζει τὸν Ἰωσὴφ «χερουβικὸν ἅρμα», ἐπειδὴ βάσταξε στοὺς ὤμους του τὸν Βασιλέα τῆς δόξης Χριστό, ἐνῶ ἐμεῖς ψάλλουμε καὶ μακαρίζουμε τὰ εὐλογημένα χέρια του, ποὺ τοποθέτησαν στὸν τάφο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔμπρακτα πρότυπα πίστεως καὶ συνειδήσεως γίνονται ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, διότι μιμούμενοι ἐμεῖς ὡς χριστιανοὶ τὴν συμπεριφορά τους θὰ γίνουμε τολμηροὶ καὶ θαρραλέοι, ὅπως ἀπαιτεῖται στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀποστολῆς μας.
Ἡ σημερινὴ ὅμως Κυριακὴ χαρακτηρίζεται στὸν ἑορτολογικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ἐπειδὴ γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὰ πρόσωπα ἐκεῖνα τῶν γυναικῶν ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, ἄκουσαν τὸ κήρυγμά Του, ἔζησαν τὰ θαύματα, συμμετεῖχαν μὲ διακονικὴ διάθεση στὴ δράση Του καὶ στάθηκαν μέχρι τέλους στὸ σταυρικό Του πάθος. Τελευταῖες φεύγουν ἀπὸ τὸ μνημεῖο μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ καὶ πρῶτες ἐμφανίζονται «λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων», ἀφοῦ πρῶτα «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν».
Ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Διδάσκαλο τὶς ὁπλίζει μὲ δύναμη καὶ τόλμη γιὰ νὰ πλησιάσουν τὸν ζωοδόχο τάφο. Δὲν ὑπολογίζουν τίποτε, οὔτε σκοτάδι, οὔτε κόπους καὶ διωγμούς, οὔτε ἀπειλές, μὰ οὔτε κἄν τὴν στρατιωτικὴ φρουρὰ ποὺ φύλασσε τὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Ἕνα εἶναι μόνο τὸ πρόβλημά τους. Ἡ λογικὴ ποὺ τὶς κάνει νὰ ἀποροῦν «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον» ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου. Καὶ ἦταν πολὺ βαρὺς αὐτὸς ὁ λίθος γιὰ νὰ τὸν μετακινήσουν μὲ τὰ ἀδύναμα χέρια τους. Οὔτε ὅμως αὐτὸ τὸ λογικὸ ἐμπόδιο κατάφερε νὰ μεταβάλλει τὸν σκοπὸ καὶ τὴν διάθεσή τους. Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη τῆς καρδιᾶς τους δὲν σκέφτηκαν, ὅπως καὶ ἐμεῖς, ὅτι ὅποιο θέμα δὲν μπορεῖ νὰ λύσει ἡ λογική, τὸ λύνει ὁ οὐρανὸς μὲ ἕναν τρόπο ποὺ τὴν παραμερίζει.
Πλησιάζουν καὶ διαπιστώνουν «ἀνεωγμένον τὸν τάφον» καὶ «ἀποκεκυλισμένον τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου». Φοβοῦνται, τρομάζουν καὶ σύμφωνα μὲ ὕμνο τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς θρηνοῦν καὶ ἀναρωτιοῦνται «Ποιὸς ἔκλεψε τὴν ἐλπίδα μας; Ποιὸς πῆρε τὸν νεκρὸ καὶ μάλιστα γυμνὸν καὶ ἐσμυρνισμένον;» Ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ βουνὸ τόλμη τους δὲν τὶς ἀφήνει νὰ κάνουν πίσω. Μπαίνουν στὸ μνημεῖο καὶ βλέπουν ἄγγελο λευκοφορεμένο νὰ κάθεται στὰ δεξιά. Γνωρίζω, τοὺς λέει, ὅτι ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. «Ἀνέστη, οὐκ ἔστιν ὧδε». Ὁ φόβος μεταβλήθηκε σὲ πίστη, ἡ λύπη σὲ χαρά, ἐπειδὴ ὁ θάνατος νεκρώθηκε καὶ ὁ ἅδης θρηνεῖ. Ὁ θνητὸς ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἀθάνατος, κατὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Διδασκάλου. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραμείνει στὸν τάφο ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.
Στὴ συνέχεια, οἱ μυροφόρες ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν ἄγγελο νὰ ἀναγγείλουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς μαθητὲς καὶ γίνονται ἔτσι ἀγγελιοφόροι τοῦ πιὸ ἐλπιδοφόρου μηνύματος.
Εἴκοσι αἰῶνες ἔκτοτε ἐξαγγέλλεται στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αὐτὴ ἡ ἀναστάσιμη ἐμπειρία τῶν Μυροφόρων καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ παραμένει εἶναι, κατὰ πόσον συνειδητὰ βιώνουμε τὴν ἀλήθεια, ὅταν ὁμολογοῦμε ὅτι
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ιωαν. ε΄΄1-15 )
Μὲ τὸν αὐθεντικότερο τρόπο βγάζει στὴν ἐπιφάνεια σήμερα ὁ παραλυτικὸς τῆς Βηθεσδᾶ τὸ δύσκολο πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν πολυάριθμη κοινωνία ποὺ ζοῦν. Ἡ μοναξιὰ βέβαια ἀπασχολοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. Γιαυτὸ ὁ ἄνθρωπος τὴν μελετοῦσε προσπαθώντας νὰ ἐντοπίσει τὶς αἰτίες της γιὰ νὰ θεραπεύσει αὐτὴ τὴν παθολογία, ἡ ὁποία πάντα ὁδηγοῦσε στὴν ἀπομόνωση καὶ τελικὰ στὴ δυστυχία.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς πίστεως καὶ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς μοναξιᾶς εἶναι καθαρὰ πνευματικό. Πνευματικὰ τὰ αἴτιά του, πνευματικὴ καὶ ἡ μόνη λύση του.
Ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁδήγησε στὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, μὲ φυσικὴ συνέπεια καὶ τὴν ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του.
Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ποὺ δὲν ἀποδέχονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννᾶ τὴν ἀκατάπαυστη μοναξιά, τὴν ὁποία καμμιὰ μεθοδολογία δὲν ἔχει μέχρι σήμερα λύσει.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ στὸν οὐρανό, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι μέσα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπιτεύγματά του δὲν Τὸν ἔχει πιὰ ἀνάγκη. Νόμισε ὅτι μπορεῖ νὰ τὰ καταφέρει μόνος του, ἀφοῦ ἐγωιστικὰ αἰσθάνεται μικρὸς θεὸς ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια μὲ τὴν ἐπιστημοσύνη του τὴ φύση ὁλόκληρη, τὴ γνώση καὶ τὴ δύναμη γιὰ νὰ διαχειρίζεται τὴν πορεία τὴ δική του καὶ τῶν συνανθρώπων του.
Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅμως ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα ὅτι δὲν γεμίζει ἀπὸ τὰ ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πολλὰ προσπάθησε νὰ βρεῖ καὶ τελικὰ ἄφησαν τὴν ψυχὴ ἄδεια καὶ διψασμένη. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος συνεχίζει νὰ μένει μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό, τόσο αὐξάνει τὴν μοναξιά του καὶ ὅσο αὐξάνει τὴν μοναξιά του, τόσο φτάνει στὰ ὅρια τῆς καταθλίψεως, τῆς ἀπελπισίας καὶ πολλὲς φορὲς καὶ τῆς ἐπικινδυνότητας γιὰ τοὺς ἄλλους.
Αὐτὴ ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν κάνει ξένο καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, γιαυτὸ φοβᾶται νὰ μένει μόνος στὴ σιωπή. Ἡ σιωπὴ θὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἀλήθειες ποὺ πονοῦν, περισσότερο ὅμως θὰ τοῦ φανερώσουν τὸν πολὺ ἄγνωστο ἑαυτό του, ποὺ εἶναι ὁ δυσάρεστα μεγάλος του ἄγνωστος.
Γιὰ νὰ ἀποφύγει ἔτσι νὰ ἀντικρύσει τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε σὲ διέξοδα, προτιμᾶ νὰ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κινεῖται μὲ ἐξωστρέφεια καὶ τρόπους χωρὶς οὐσία καὶ χαρά. Βολεύεται στὴν ἁμαρτία. Βαπτίζει τὸ ἀνήθικο ὡς σωστὸ καὶ φυσιολογικό. Ἀκολουθεῖ τυφλὰ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ καταπνίγει τὴ λογική του ξεπερνώντας τὰ ὅρια τῆς φύσεώς του παραμένοντας ἀδιάφορα σὲ ἀντιπαλότητα μὲ τὴ συνείδησή του.
Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ τὸν ἀποξενώνει φυσιολογικὰ καὶ μὲ τὸν συνάνθρωπο. Τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἐφήμερη δημιουργία σχέσεων συμφέροντος καὶ καλλιεργεῖ μιὰ ἐπίπλαστη κοινωνικότητα γεμάτη ψέμα καὶ ὑποκρισία. Δὲν ἐπικοινωνεῖ μὲ ὅσους κρίνει πὼς δὲν τοῦ χρειάζονται, δὲν κάνει διάλογο, δὲν ξέρει νὰ ἀκούει, προτιμώντας νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἀπέραντη ἐρημιὰ τῆς πολυάρθμης κοινωνίας ποὺ τὸν κυκλώνει.
Εἶναι τραγικὸ τελικὰ νὰ κατοικοῦμε, νὰ ἐργαζόμαστε, νὰ ἐπικοινωνοῦμε, νὰ διασκεδάζουμε, νὰ τρῶμε, νὰ ἐνημερωνόμαστε, νὰ κινούμεθα, νὰ ταξιδεύουμε μαζικὰ καὶ τίποτε νὰ μὴ γίνεται προσωπικά.
Ἡ φωνὴ τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ « Κύριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», συνεχίζει νὰ ἀκούγεται ὡς δυνατὸς ἀντίλαλος μέσα στοὺς αἰῶνες, ἐκφράζοντας τὸν ἀσίγαστο πόθο τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ποὺ ψάχνει μὲ κάθε τρόπο, μέσα στὴν ἱστορία, νὰ συναντήσει στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου τὸν Ἀναστάντα Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὡς τὸ Φῶς, ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀλήθεια θὰ χαρίσει τὸ θαῦμα τῆς λύτρωσης ἀπὸ τὴ μοναξιὰ καὶ τὴν δυστυχία, μὲ τὴν χαρὰ τῆς οὐσιαστικῆς κοινωνίας ποὺ προσφέρει ἡ διαβεβαίωσή Του «... ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος...»
Ἀμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ιωαν. δ΄ 5-42)
Πολλὲς φορὲς δίδασκε ὁ Χριστὸς σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶχαν κανένα ἐξωτερικὸ χαρακτηριστικὸ ἁγιότητας ἢ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δὲν ἀπέφευγε μάλιστα νὰ συνομιλεῖ καὶ μὲ γυναῖκες, πρᾶγμα ποὺ δὲν τολμοῦσε κανένας διδάσκαλος τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι δὲν θεωροῦνταν ἰσάξια πρόσωπα τιμῆς ὅπως οἱ ἄνδρες.
Ἐν τούτοις ὁ Χριστός, ἀποκαλύπτοντας καὶ ἐνσαρκώνοντας τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, βλέπει ἄνδρες καὶ γυναῖκες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, στὰ ὁποῖα ἦλθε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος θέλει νὰ τὰ λυτρώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ σημερινὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου μᾶς παρουσιάζει τὸν Χριστὸ διερχόμενο μὲ τοὺς μαθητὲς Του ἀπὸ τὴ Σαμάρεια καὶ νὰ συζητεῑ στὴν πόλη Συχάρ, στὸ φρέαρ τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ, μὲ γυναῖκα Σαμαρείτιδα καὶ μάλιστα μὲ μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν διάλογο ποὺ εἶχε, δὲν ὑπῆρξε ἐνάρετη καὶ σεμνὴ στὴ ζωή της. Σ’ αὐτὴν τὴν γυναῖκα ὁμιλεῖ περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» ποὺ δὲν στερεύει ποτέ, «περὶ τῆς ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτοντάς της καὶ τὴν μεσσιανική Του ἰδιότητα.
Πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ σαφῆ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ τρόπου λατρείας Του, τὴν ὁποία δὲν συλλαμβάνει κανεὶς θεωρητικά, ἀλλὰ μόνο ζώντας μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ὁ διάλογος καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὸν ἡ ἀποκάλυψη, ἀποτελεῖ δῶρο τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν ἀνθρωπότητα.
Φανερώνεται ἡ ἀλήθεια ὄχι ὡς κατάκτηση τῆς διανόησης τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε ὡς βέβαιο ἀποτέλεσμα σειρᾶς συλλογισμῶν, ἀναζητήσεων καὶ διαπιστώσεων∙ ἀλλ’ ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, στὸ σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου Του, ποὺ διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Ἡ Ἀλήθεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν κοινὴ ἀντίληψη, δὲν εἶναι μία ἰδέα, ἕνα γεγονός, μιὰ περιστασιακὴ πραγματικότητα, ἀλλὰ πρόσωπο καὶ ζωή, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ μεταγγίσει τὴν ἀθανασία στοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ διακήρυξη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ὅτι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τὸν Θεὸν» διασαφηνίζει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ λατρεύουμε τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς συνειδήσεώς μας ἤ μὲ τὴν ἐπιφανεικακὴ τήρηση τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, κυρίως δὲ μὲ τὴν ὠφελιμιστικὴ σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ συνδέεται μὲ καθιερωμένες, γνωστὲς ἤ ἄγνωστες ἀλλὰ ξηρὲς λέξεις ἤ ἐκφράσεις προσευχῆς, ποὺ δὲν βιώνονται στὸ περιεχόμενό τους καὶ δὲν ἐπιβεβαιώνονται στὶς συμπεριφορές.
Τὸ μήνυμα τῆς περικοπῆς τοῦ διαλόγου μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα Σαμαρείτιδα, εἶναι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο μήνυμα καὶ προτροπὴ ἀπαγκιστρώσεως ἀπὸ τὸ νεκρὸ θρησκευτικὸ τύπο, στὸν ὁποῖο κινδυνεύει ὁ πιστὸς νὰ ἐγκλωβιστεῖ ξεχνώντας τὸ «πνεῦμα τῆς ἀληθείας».
Ἡ συνείδησή μας πρέπει νὰ ἀφυπνίζεται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά μας νὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του καὶ ἡ θέλησή μας νὰ εὐθυγραμμίζεται στὸ ἅγιο θέλημά Του.
Ὁ Θεός, ἔτσι, δέχεται τὴν λατρεία μας ὡς «ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς» μᾶς καθιστᾶ κοινωνοὺς τῆς Θείας φύσεώς Του καὶ τότε μᾶς μεταμορφώνει σὲ ἱεραποστόλους καὶ μάρτυρες τῆς ἀλήθειάς Του, ὅπως τὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας Φωτεινῆς ποὺ σήμερα τιμοῦμε.