en ru

ΜΗΝΥΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2024

«Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται»
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου
«Ἀπὸ τὸ καθ΄ ἡμέραν στὸ καθ΄ὁμοίωσιν»)


welcome img

Ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ὡς κοινὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση ὑπάρχει στὶς ψυχές μας εἶναι ἡ μεγάλη προσδοκία –συμπυκνωμένη αὐτὴ τὴ στιγμή– τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς. Ὑπάρχει μπροστά μας μιὰ ὁλόκληρη περίοδος γεμάτη ἀπὸ πνευματικὲς εὐκαιρίες καὶ ἀντιμέτωπή της εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι κατανοοῦμε πόση ἀνάγκη ἔχουμε νὰ ἀνεβοῦμε λίγο πρὸς τὰ πάνω, κάπως νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μας, νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ νὰ μπολιαστεῖ ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν τρόπο αἰσθητὸ καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτελεσματικό. Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ καθενός μας ὁ πόθος καὶ ἡ θεία καὶ ἱερὴ προσδοκία γιὰ κάτι ἀνώτερο, γιὰ κάτι ἀλλιώτικο, γιὰ κάτι πνευματικό­τερο καὶ οὐσιαστικότερο στὴ ζωή μας.

Βρισκόμαστε λοιπόν στὰ πρόθυρα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη περίοδος τοῦ ἔτους, ἡ πιὸ κατανυκτική, ἡ πιὸ πλούσια σὲ πνευματικὲς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες. Στοὺς ναοὺς ὑπάρχει κατανυκτικότερη ἀτμόσφαιρα ἐξωτερικά: πέφτει ὁ φωτισμός, σκουραίνουν τὰ χρώματα, μαζεύεται ὁ καθένας μας περισσότερο μέσα του. Ἀλλάζει καὶ ὁ χαρακτήρας τῶν ἀκολουθιῶν: ἔχουμε ὄχι τὶς γνωστὲς λειτουργίες, ἀλλὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ σὲ κάποιες ἔκτακτες περιστάσεις. Ἀκόμα, ὑπάρχουν οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοί, οἱ Χαιρετισμοί, τὰ Μεγάλα Ἀπόδειπνα, ὁ Μέγας Κανών, ὁ χαρακτήρας τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ποὺ ἔχουμε μπροστά μας κ.ο.κ. Καὶ ἡ σφραγίδα ποὺ διέπει τὴν ταυτότητα αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ἡ αὐστηρὴ νηστεία.

Πῶς λοιπὸν θὰ μπορούσαμε αὐτὴν τὴ στιγμὴ νὰ βοηθήσουμε λίγο τὴν ψυχή μας, ποὺ εἶναι δύσκαμπτη καὶ κλειστή, κάπως νὰ ἀνοίξει, νὰ γίνει πιὸ εὐέλικτη, πιὸ εὐκίνητη περὶ τὰ πνευματικά, καὶ νὰ μπορέσει νὰ θέσει σὲ ἐφαρμογὴ αὐτὸ ποὺ ἔχει σὰν ὄνειρο, σὰν πόθο καὶ σὰν προσδοκία, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ εἴσοδος τῆς χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φανερωθεῖ κάποιο ἀποτέλεσμα στὴ ζωή μας; Πολλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Ἀς σταθοῦμε σὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτη­ριστικά, ποὺ νομίζω ὅτι προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν τροπαρίων ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ στὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἀγώνας. Θέλει ἡ ψυχή μας μιὰ ἀπόφαση γιὰ ἀγῶνα. Ὄχι γιὰ χαλάρωση, ἀλλὰ γιὰ ἔνταση. Νὰ κάνει κανεὶς ὅ,τι μπορεῖ. Νὰ καταβάλει τὴ μεγαλύτερη προσπάθεια. Νὰ μπορέσει νὰ στοχεύσει στὸ τί ἀκριβῶς χρειάζεται ἡ ψυχή του. Λέγει ἕνα τροπάριο στοὺς αἴνους «τ στάδιο τν ρετν νέῳκται». Μιλάει γιὰ ἕνα στάδιο ἀρετῶν καὶ ἀγώνων ποὺ ἔχει ἀνοίξει «κα ο βουλόμενοι θλσαι εσέλθετε». «Ἀντιμαχησόμεθα», συνεχίζει παρακάτω – πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀνταποδώσουμε μὲ τρόπο μαχητικὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δεχόμαστε, γιὰ νὰ μπορέσουμενὰ ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ προχωρήσουμε σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα. Μιλάει γιὰ τὴν προσευχή ὡς θώρακα, γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη ὡς περικεφαλαία, γιὰ τὴ νηστεία ὡς μάχαιρα. Χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνωδὸς μιὰ πολεμικὴ διάλεκτο καὶ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται σὲ μιὰ φιλολογικὴ συγκυρία, ἀλλὰ στὸ ὅτι στοχεύει νὰ περιγράψει τὸ φρόνημα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ριχθεῖ στὸ στάδιο καὶ στὸ «πέλαγος» αὐτῆς τῆς περιόδου.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ κάθε μέρα, κάθε λεπτὸ νὰ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ τοποθετεῖται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογεῖται, διακρί­νοντας στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὰ ἐλαττώματα, τὶς ἀδυναμίες, τὰ πάθη ἐναντίον τῶν ὁποίων καὶ πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ. Λέγει πάλι ἕνα τροπάριο ὅτι καλὴ εἶναι ἡ νηστεία, ἀλλὰ ὅπως θὰ κάνουμε τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων» (τῶν φαγητῶν δηλαδή), κατὰ ἕναν ἀνάλογο τρόπο θὰ πρέπει νὰ κάνουμε καὶ τὸν οὐσιαστικότερο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Καὶ ἔχουμε ὅλοι μας πάθη! Πάθη κρυμμένα, πάθη τὰ ὁποῖα δὲν θέλουμε νὰ ὁμολογοῦμε οὔτε στὸν ἑαυτό μας, πάθη καὶ ἀδυναμίες ποὺ βασανίζουν τὴν ψυχή μας καὶ ποὺ τὴν κρατοῦν δέσμια ἀπαγορεύοντάς της νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ πετάξει λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο βρίσκεται.

Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι νὰ ἐντοπίσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ συνεργία καὶ βοήθεια τῶν πνευματικῶν μας, μέσα στὶς στιγμὲς τῆς ἡσυχίας μας, νὰ διακρίνει ὁ καθένας μας τὸ δικό του πάθος – ὄχι τοῦ διπλανοῦ του ἀπὸ τὸ ὁποῖο θέλει ὁ ἴδιος νὰ ἀπαλλαγεῖ, ἀλλὰ τὴ δική του ἀδυναμία, τὴ δική του δουλεία, τὴ δική του ἁμαρτία, αὐτὴν ποὺ καὶ στὸν ἑαυτό του ἀκόμη ἀρνεῖται νὰ ὁμολογήσει.

Ἡ εὐκαιρία τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σὲ ἕναν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς φύσεώς μας. Ἔχουμε ὅλοι τὴν τάση τῆς λαιμαργίας, ἔχουμε ὅλοι ὁρμὲς ἐσωτερικὲς στὸ σῶμα μας. Νὰ μιὰ καλὴ λοιπὸν εὐκαιρία νὰ ἀρχίσουμε: ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀπὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ εἶναι ἴσως ἐξωτερικό, εἶναι ὅμως καὶ τόσο σημαντικὸ – γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἔχει καλὰ ριζωμένο στὴ ζωή, τὴν παράδοση καὶ τὴν ἐμπειρία της.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο στὸ ὁποῖο θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ τὸ παίρνουμε ἀπὸ τὴν λέξη ποὺ προσδιορίζει τὸν ἑσπερινὸ τῆς συγχωρήσεως. Αὐτὸ πού ζητάει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ διπλῆ συγχώρηση: μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ μὲ τὸν Θεό.

Τί θὰ πεῖ συγχώρηση; Συγχώρηση θὰ πεῖ νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ φιλοξενηθεῖ στὸν χῶρο της ὁ συν­άνθρωπός μας, ὁ γείτονάς μας, ὁ συγγενής μας, ἡ γυναίκα ἢ ὁ ἄντρας μας, τὰ παιδιά μας, τὰ ἀδέλφια μας, οἱ συνάνθρωποί μας – ὅποιος μᾶς περιβάλλει καὶ ὅποιος ἐνδεχομένως μᾶς δημιουργεῖ κάποια δυσκολία στὴ σχέση μας μαζί του. Εἶναι τόσο δύσκολο πολλὲς φορὲς νὰ ἔχουμε τὴν ἀρχοντιὰ νὰ ζητήσουμε οἱ ἴδιοι συγγνώμη! Ἢ νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δεχθοῦμε τὴν αἴτηση τῆς συγγνώμης ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ νὰ διαγράψουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς χωρίζει, αὐτὸ ποὺ μᾶς πικραίνει, αὐτὸ πού μᾶς κάνει ὄχι μόνο νὰ μὴ νοιώθουμε τὸν διπλανό μας σὰν ἀδελφὸ, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν νοιώθουμε κἂν σὰν πλησίον.

 «Σύν-χώρεση»· αὐτὸ τὸ «σὺν» σημαίνει «μαζί». Τὸν ἀγῶνα αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν κάνουμε, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα ἀπὸ μιὰ ζωὴ συμφιλίωσης – κι ἐδῶ ὑπάρχει τὸ «σύν». Ἡ συγχώρηση ὁδηγεῖ στὴ συμφιλίωση, ἡ συμφιλίωση στὴ συναδέλφωση, ἡ συναδέλφωση στὴ συμπόρευση, στὴ συνάθληση, καὶ τέλος σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει, στὴν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ νὰ γίνουμε σύμψυχοι, «τ ν φρονοντες» (Φιλ. β΄ 2), «μι ψυχ συναθλοῦντες» (Φιλ. α΄ 27)· νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι σὰν μία ψυχή, μὲ ἕνα κοινὸ φρόνημα, ἑνωμένοι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ Αὐτὸς δίδαξε καὶ ἐνέπνευσε σ’ ἐμᾶς.

Τί ὡραῖες λέξεις! «Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδέλφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», καὶ ἡ κατάσταση τοῦ νὰ εἴμαστε «σύμψυχοι» – μὲ μία ψυχὴ ἑνωμένοι.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη σκάλα, ποὺ προκύπτει ἀπὸ μία ἄλλη συγχώρηση, τὴν συγχώρησή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ Αὐτόν! Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει πού μᾶς κάνουν δύσκολη τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στὴ ζωή μας! Ἐμεῖς φταῖμε ποὺ δημιουργοῦμε τὴν ὁμίχλη τῶν παθῶν μας, ἐμεῖς φταῖμε ποὺ ἔχουμε αὐτὴν τὴ θολούρα τῶν ἀδυναμιῶν μας. Μᾶς λείπει ἡ ἀρχοντιὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς ὁμολογίας τῆς ἁμαρτίας μας.

Οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῶν τριῶν τελευταίων Κυριακῶν (ἡ πρώτη τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἡ δεύτερη τοῦ Ἀσώτου καὶ ἡ τρίτη τῆς Κρίσεως), ἔχουν μεταξύ τους ἕνα κοινὸ σημεῖο: παρουσιάζουν τὴν ἁμαρτία ὡς ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε τὸν Τελώνη νὰ πηγαίνει στὸν ναό, γιὰ νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ λέγοντας: « Θες λάσθητί μοι τ μαρτωλ» (Λκ. ιη΄ 13). Ἐνῶ ὡς Τελώνης ἁμάρτησε ἔναντι τῶν συνανθρώπων του, συγχώρηση ζητάει πρωτίστως ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τοῦ ναοῦ.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἄσωτος: «μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου κα οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου» (Λκ. ιε΄ 21), λέγει πρὸς τὸν πατέρα του: «Ὁ πρῶτος ἔναντι τοῦ ὁποίου ἁμάρτησα δὲν εἶσαι ἐσύ, ὁ πατέρας μου, ποὺ κατασπατάλησα τὴν περιουσία σου, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ ὁποίου κατέχρανα τὴν εἰκόνα, λέρωσα καὶ σπίλωσα τὴν τίμια εἰκόνα μὲ τὴν ὁποία περιποιήθηκε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὑπόστασή μου».

Καὶ στὴν τρίτη παραβολή, τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ νὰ λέει: «πείνασα κα οκ δώκατέ μοι φαγεῖν, δίψησα κα οκ ποτίσατέ με» (Μτθ. κε΄ 42)– «αὐτὸ ποὺ δὲν κάνατε στὸν συνάνθρωπό σας δὲν τὸ κάνατε σὲ μένα· στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ εἶμαι ἐγώ, ἄρα ἡ ἁμαρτία σας εἶναι ἁμαρτία ποὺ ἀνάγεται σὲ ἐμένα».

Καὶ οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἔχουν σὰν βάση τους τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία, τὴ φιληδονία, τὴ φιλοϋλία, τὴ φιλαργυρία, τὸν ὑλισμό, τὴν πνευματική μας μυωπία, εἶναι ἁμαρτίες ἐσωτερικές, ἁμαρτίες ποὺ τὶς ζοῦμε μέσα μας καὶ μᾶς τρῶνε τὰ σωθικά. Εἶναι ἁμαρτίες ποὺ καταστρέφουν καὶ καταβροχθίζουν τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἀποτελοῦν ὅλες μαζὶ τὴ μία ἁμαρτία ποὺ διαπράττουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔβαλε τὴ σφραγίδα τῆς εἰκόνας Του, καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ φτάσουμε μὲ τὴ χάρι Του στὴν ὁμοίωσή Του. Κι ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση. Κι ἔτσι, ζοῦμε σ’ αὐτὴν τὴ ζωώδη κατάσταση τῆς καθημερινότητάς μας. Δὲν μεταμορ­φώνεται ὁ ἑαυτός μας, δὲν ἀναγεννᾶται, δὲν ζεῖ κάπως πιὸ πνευματικά.

Στεκόμαστε λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητοῦμε αὐτὴν τὴ δεύτερη συγχώρηση. Ἀφοῦ συμφιλιωθοῦμε μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τοὺς διπλανούς μας, καὶ αἰσθανθοῦμε λιγάκι ὅτι γκρεμίζονται τὰ τείχη ποὺ μᾶς χωρίζουν, προχωροῦμε στὴν ἄλλη συμφιλίωση, τὴ συμφιλίωση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα μας. Αὐτὴ ἡ συμφιλίωση, αὐτὴ ἡ συγχώρηση βάζει τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Κι ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ἐσωτερικοί, οἱ πνευματικοὶ ἀναστεναγμοὶ τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειάς Του μέσα στὴν καρδιά μας. Ἔτσι μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἔχουμε τὸν Θεό.

Ὑπάρχουν ἄλλα δύο «συν-» τῆς «συν-χώρησης». Λέγεται στὸ βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου (καὶ περιγράφεται ἀναλυτικὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο) πὼς σὲ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα ποὺ κάνουμε, ζητοῦμε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συμπαράσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ Αὐτὸν, Τὸν καθιστᾶ «συνεκπολεμοῦντα» (πρβλ. Δευτ. α΄ 30) μαζί μας – αὐτὸς νὰ πολεμᾶ γιὰ ἐμᾶς καὶ νὰ φέρνει σὲ πέρας τὸν δικό μας ἀγῶνα.

Κι ἀκόμη παραπάνω, ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε «συμπορευόμενοι» μὲ Αὐτόν. Ὄχι νὰ συμπορεύεται ὁ Θεὸς στὸν δικό μας ἀγῶνα –αὐτὸ εἶναι τὸ προηγούμενο– ἀλλὰ νὰ συμπορευόμαστε ἐμεῖς στὴ δική Του πορεία καὶ ὁδό. Τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων θὰ ψάλλουμε: «συμπο­ρευθμεν Ατ κα συσταυρωθμεν κα νεκρωθμεν δι’ ατὸν τας το βίου δοναῖς». Αὐτὴ ἡ συγχώρηση ποὺ θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ μᾶς δώσει μὲν τὴν αἴσθηση ὅτι στὸν ἀγῶνα μας καὶ στὴν πορεία μας εἶναι καὶ Αὐτὸς συνοδοιπόρος, ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὸ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ πορευθοῦμε τὴ δική Του ὁδό· νὰ συσταυρωθοῦμε, νὰ ζήσουμε τὸ πάθος Του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συζήσουμε μαζί Του καὶ νὰ συναναστηθοῦμε.

Τί εὐλογημένη ποὺ εἶναι ἡ συγχώρηση! Πόσο, ὅμως, δύσκολα βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχή μας μερικὲς φορές. Τί ὡραῖο πράγμα νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν τείχη ἀνάμεσά μας. Οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι κακοὶ, εἶναι ἀδελφοί μας. Δὲν εἶναι ἐχθροὶ καὶ ἐμπόδια στὴν πορεία μας, ἀλλὰ εὐλογημένες εὐκαιρίες στὸν ἀγῶνα μας.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο. Εἶναι τὸ στοιχεῖο τς χαρς. Ξεκινοῦμε μὲ ἕναν ἀγῶνα. Ξεκινοῦμε μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς συμφιλίωσης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τῆς συγχώρησης μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μὲ μίζερη καρδιὰ ἀλλὰ μὲ μεγάλη καὶ ἐσωτερικὴ χαρά. «Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα», λέγει τὸ τροπάριο – αὐτὸ τὸν ἀγῶνα μὲ χαρὰ νὰ τὸν κάνουμε. Σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν» – ἔφθασε ἡ λάμψη καὶ ὁ φωτισμός Του στὴν ψυχή μας. Ἔλεγε νὰ εἴμαστε «πνευματικς ναγαλλιώμενοι» – νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἔτσι νὰ ξεκινήσουμε. Καὶ τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος ὑπογραμμίζουν τὴν ἀνάγκη νὰ διεξαγάγουμε αὐτὸ τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ διεξέλθουμε τὴν πορεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χαρούμενα.

Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα τέταρτο γνώρισμα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς: ὁ στόχος τῆς Ἀναστάσεως, «ξιωθείημεν κατιδεν τ γιον Πάσχα». Νὰ φτάσουμε δηλαδὴ εὐλογημένα στὸ τέλος καὶ στὸν στόχο μας, ποὺ εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ὄχι ἀσφαλῶς μὲ ἐξωτερικοὺς μόνο τρόπους ἀλλὰ κυρίως μὲ πνευματικούς – νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ζήσει αὐτὴν τὴ χαρὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Ἔχουμε μπροστά μας μιὰ ἐκπληκτικὴ εὐκαιρία, μὲ μοναδικὲς ἀφορμὲς καὶ μὲ ὄμορφες δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ ξεκινήσει φιλότιμα καὶ ὅσο πιὸ ἔντονα μπορεῖ, αὐτὸ τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων», ἀλλὰ καὶ τῆς νηστείας τῶν παθῶν· νὰ συγχω­ρεθοῦμε μεταξύ μας καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε, νὰ μὴ νομίζουμε ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος ἐναντίον μας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του, αὐτὸς ποὺ φέρνει ὁ Θεὸς στὸν δρόμο καὶ τὴν πορεία μας. Καὶ ἔτσι ἀγκαλιασμένοι, ἑνωμένοι καὶ σύμψυχοι, ἀφοῦ ζητήσουμε καὶ τὴ συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, νὰ φτάσουμε γεμάτοι χαρὰ στὸν στόχο μας ποὺ εἶναι ἡ βίωση τῆς εὐλογίας τῆς Ἀναστάσεως.

Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πράγματι νὰ εἶναι παρὼν αὐτὲς τὶς μέρες στὴ ζωή μας –στὴ ζωὴ ὅλων!– νὰ συνεκπολεμεῖ μαζί μας καὶ νὰ φέρνει εἰς πέρας τὸν ἀγῶνα μας. Καὶ καθὼς θὰ περνᾶνε οἱ ἑβδομάδες καὶ θὰ πλησιάζουμε «γγύτερον τε ἐπιστεύσαμεν» (πρβλ. Ρωμ. ιγ΄ 11), ἢ ὅτε ξεκινήσαμε τὸν ἀγῶνα μας πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νὰ νοιώθουμε ἤδη τὴν αὔρα τῆς παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στὴ ζωή μας.

Καλὴ καὶ εὐλογημένη Μ. Τεσσαρακοστή!                                    


Μ. Τεσσαρακοστή 2024

pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

 

welcome img

Τό Σαρανταήμερο, ὅπως ὀνομάζεται ἡ περίοδος ποὺ διανύουμε, δηλαδὴ οἱ σαράντα μέρες νηστείας πού προηγοῦνται τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, διακρίνεται ἀπό τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς τοῦ Πάσχα, καὶ ἴσως δὲν εἶναι καὶ τόσο σωστὸ νὰ ἀποκαλοῦμε καὶ αὐτὴν τὴν περίοδο Σαρακοστή.

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἔχει ὡς βάση της κυρίως τὴ μετάνοια καὶ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἀντίθετα, τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων, ἔχει ὡς βάση του τὴν προσδοκία τοῦ Θεοῦ, τό νὰ θελήσει κανεὶς τὸν Θεό, νὰ τὸν ποθήσει, νὰ τὸν προσμένει καὶ νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὴν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιά καὶ στὴ ζωή του.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν ἁπλὰ μιὰ ὑπόμνηση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνὸς ἱστορικοῦ προσώπου, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐνανθρω­πήσεως τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, φοράει τὸ ἔνδυμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀποκτᾶ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται», δηλαδὴ ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ὥστε κατὰ χάριν νὰ μᾶς καταστήσει θεούς σὰν Ἐκεῖνον. Αὐτὴ εἶναι ἡ προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων μας ἀνεξαιρέτως. Ἀντικρύζουμε ἀσφαλῶς τὸ δρᾶμα τοῦ κόσμου, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἐκτροπή, τὴ διαστροφή, τὴν ἀθεῒα, τὴν ἄρνηση, τὴν ἀπομά­κρυνση καί διερωτώμαστε πῶς εἶναι δυνατόν νὰ συμβαίνουν ὅλα αὐτά, τὴ στιγμὴ μάλιστα πού δὲν συμβαίνουν μόνον γύρω μας, ἀλλὰ δυστυχῶς κυριαρ­χοῦν καί μέσα μας.

Εἴμαστε μὲν πλασμένοι «κατ΄ εἰκόνα καί καθ΄ὁμοίωσιν Θεοῦ», μάλιστα προορισμένοι νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του, παρὰ ταῦτα εἴμαστε ὑποδουλωμένοι στὴν ἁμαρτία, ὑποκείμενοι σὲ ἀδυναμίες, σὲ πάθη. Εἶναι τόσο ριζωμένη ἡ ἁμαρτία στὸν κόσμο καὶ μέσα μας, ποὺ διερωτᾶται κανεὶς ἂν καὶ πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσουμε θεϊκὰ χαρακτηριστικά, νὰ γίνουμε θεόμορφοι, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ «ἀρχαῖον κάλλος» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, στὴν παλιὰ της δόξα; Εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πιστέψει κανεὶς ὀρθολογιζόμενος, εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ τὸ δεχθεῖ κανεὶς ταπεινούμενος. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τό γεγονὸς πού ἑτοιμα­ζόμαστε νὰ γιορτάσουμε· τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας ὥστε νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ βρεθοῦμε σὲ σχέση κοινωνίας μαζί Του.   

Τὰ Χριστούγεννα ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τὰ ὡραῖα ἔθιμα, δὲν εἶναι τὰ δεντράκια, δὲν εἶναι οἱ φωτισμοί, δὲν εἶναι οἱ κουραμπιέδες καὶ τὰ γλυκίσματα, δὲν εἶναι ἀκόμη καί ἡ οἰκογενειακὴ σύναξη. Δὲν εἶναι πάλι μόνον τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πού κάνουμε, ἢ ἀπὸ μόνες τους οἱ ἀκολουθίες, πού βέβαια εἶναι πάρα πολύ ὡραῖες, ὅπως καὶ οἱ συνήθειες, τὰ ἔθιμα καὶ οἱ ἐκδηλώσεις. Αὐτὰ εἶναι πολὺ ὄμορφα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετά.

          Αὐτὸ τὸ ὁποῖο καλεῖται ὁ κάθε πιστὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ ζήσει εἶναι νὰ καλλιεργήσει αὐτὴν τὴν πίστη καὶ τὸν πόθο, τὴν προσδοκία καὶ τὴν προσμονὴ τοῦ νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα του, νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ νὰ τὸν κάνει θεόμορφο, χριστόμορφο ἄνθρωπο, νὰ ἀποκτήσει δηλαδὴ τὰ χαρα­κτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὴν ἔλευση τῆς χάριτος.  

Γι΄ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ περίοδος αὐτὴ στηρίζεται στὴν προσδο­κία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλη Τεσσαρακοστῆς στὴ μετάνοια. Ὄχι ὅτι καὶ τώρα δὲν ὑπάρχει ἡ μετάνοια· ἡ μετάνοια πάντοτε πρέπει νὰ ὑπάρχει, καθὼς καὶ ἡ προσδοκία. Ἁπλῶς ὑπογραμμίζονται αὐτὲς οἱ ἔννοιες στὶς ἀντίστοιχες περόδους τῆς νηστείας. Ἔτσι, ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι αὐστηρὴ νηστεία. Κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει καθόλου κατάλυση, οὔτε ἐλαίου, ὅλες τὶς ἡμέρες, πλήν τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς. Δὲν παρεμβάλλονται ἐπίσης πολλὲς γιορτές γιὰ νὰ ἔχουμε διαλείμματα πανηγύρεων. Ἀλλὰ σὲ ὅλην ἐκείνην τὴν περίοδο ὁ βασικὸς στόχος πού ἔχουμε εἶναι νὰ στραφοῦμε μέσα μας, νὰ ταπεινωθοῦμε, νὰ καθαρθοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τοῦ Πάθους καί νὰ μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὰ τροπάρια εἶναι κατανυκτικά, εἶναι τροπάρια μετανοίας, ὁ διάκοσμος τῶν ναῶν εἶναι σκοτεινός, τὰ χρώματα ὑποτονισμένα, τὰ πάντα προσδίδουν ἕναν χαρακτήρα πένθους, ἂν καὶ χαροποιοῦ. Αὐτὸς ὁ πένθιμος χαρακτήρας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὸν Θεό καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ φιλοτιμηθοῦμε στὴν μετάνοια καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ θεϊκὴ ἀγκαλιά.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ περίοδος τοῦ Σαρανταημέρου ποὺ διανύουμε εἶναι χαρμόσυνη. Ἔχουμε μεγάλες γιορτές, ὅπως τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Μετὰ ἀκολουθεῖ μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ μνῆμες μεγάλων ἁγίων, τῆς ἀγίας Αἰκατερίνης, τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τοῦ ἀγίου Σάββα, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τῆς ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Σπυρἰδωνος κ.ο.κ. Ἐπίσης ἔχουμε τὶς ἑορτὲς τῶν μικρῶν προφητῶν, ὅπως τοῦ προφήτου Ὀβδιού, τοῦ προφήτου Σοφονίου, Ἀββακούμ, Ζαχαρία. Εἶναι οἱ προφῆτες οἱ ὁποῖοι μίλησαν καί ὑπεγράμμισαν αὐτὴν τὴν προσδοκία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐσωτερικὴ λαχτάρα νὰ ἔλθει ὁ Κύριος ἀνάμεσά μας γιὰ νὰ μπορέσει νὰ φωτίσει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ μεταμορφώσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει τελικὰ στὴ σωτηρία, στὴν αἰώνια Ἀνά­σταση.

Ἐπίσης, ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων δὲν εἶναι αὐστηρή, μάλιστα καταλύουμε καὶ τὸ ψάρι. Ἐπιπλέον, δὲν προηγεῖται κάποια προετοιμασία, ὅπως πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅπου σταδιακὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ νηστεία, πρῶτα ἀποκρέβουμε, ἀκολουθεῖ ἡ Τυρινὴ ἑβδομάδα καὶ μετὰ ἀρχίζει ὁ ἐντονότερος ἀγώνας. Τέλος, αὐτὴν τὴν περίοδο ἔχουμε καθημερινὲς λειτουργίες, τό λεγόμενο σαρανταλείτουργο, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, κατὰ τὴν ὁποία δὲν τελοῦνται καθημερινὰ λειτουργίες, πού οὕτως ἢ ἄλλως ἔχουν ἀναστάσιμο χαρακτήρα, ἀλλὰ ἔχουμε τὶς προ­ηγι­ασμένες, τὰ μεγάλα ἀπόδειπνα, ἕναν ἄλλο λειτουργικό τυπικὸ καί μιὰ διαφορετικὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα.

Διανύουμε λοιπὸν τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων μὲ τὴ χαρὰ τῆς προετοιμασίας νὰ ζήσουμε τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου τώρα στὴν παροῦσα ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἂς ἀξιοποιήσουμε ὅλοι μας τὶς εὐκαιρίες γιὰ νὰ γίνουμε λίγο πνευματικότεροι. Εἴμαστε ἀρκετὰ ὑλικοί, σαρκικοί, πολὺ κοσμικοί, ἐπίπεδοι, χωρὶς δυνάμεις πίστεως, χωρὶς χυμούς χάριτος. Εἴμαστε κουρα­σμένοι, γηρασμένοι, ἀδυνατισμένοι, ἀσθε­νικοὶ ὡς χριστιανοί. Ὁ ἑορτασμὸς λοιπὸν τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἑορτὴ τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως μᾶς δινει τὴν εὐκαιρία νὰ ξυπνήσουν μέσα μας ἱεροὶ πόθοι, νὰ ζωντανέψει ὁ νεκρωμένος μας κόσμος, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τῆς χάριτος.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως, μέσα ἀπὸ τὸν προσωπικό μας ἀγῶνα ὑγεία, δύναμη, ἐλπίδα, φῶς, ζωή, πίστη, χάρι ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε στὸ τέλος τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Σαραντα­ημέρου τὸν Κύριο νὰ γεννᾶται καὶ στὴ φάτνη τῆς Βηθλεὲμ ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνα­κλίνεται στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν!

 
Σαρανταὴμερο Χριστουγέννων 2023


ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023

 

welcome img

῾Η λογικὴ τοῦ Eὐαγγελίου διαποτίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ σταυροῦ. «῾Ο λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλόν ἐστι, ῞Ελλησι δὲ μωρία, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία». Στὴν ᾿Ορθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεύς τῆς δόξης». ῾Η λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.

Αλλὰ καὶ ποιά ἡ συμβατότητα τοῦ «ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν» ἢ τοῦ «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» μὲ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη λογική; Ποιός ποὺ θέλει νἆναι πρῶτος συμβιβάζεται μὲ τὴν τελευταία θέση; Ποιός ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἐκ τῶν προτέρων καὶ συνειδητὰ συναινεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά της;

Ποιός ἱδρυτὴς μιᾶς νέας θρησκείας, ὅσο ἀληθινὴ καὶ ὄμορφη κι ἂν αὐτὴ ἦταν, θὰ ξεκινοῦσε τὸ προσκλητήριό του προτρέποντας τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ στηρίζονται περισσότερο στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λιγότερο στὶς ἱκανότητες ἢ τὴν προετοιμασία τους; «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· τὸ γὰρ ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν».

᾿Αλλὰ καὶ ὁ μακαρισμὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κλαιόντων «Μακάριοι οἱ πτωχοί... μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν...» ἢ τὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ἂν δὲν ἀποτελοῦν ἀνοησία, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ βασικοὶ ἄξονες μιᾶς λογικῆς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ τὴν φιλία μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν θάνατο καὶ στὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ;

Πῶς ἡ ᾿Εκκλησία ποὺ συνεχῶς διδάσκει τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτόχρονα προβάλλει τὴν ἐρημία τῶν μοναχῶν; Πῶς ὅταν ἡ διδασκαλία της εἶναι ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «ναὸ τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» κατανοεῖ τὴν λογικὴ τῶν βιαστῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς σάρκας, δέχεται τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν; Πῶς τὸ κήρυγμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς μεσότητός της συνδυάζεται μὲ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀκροτήτων της;

῾Η ὑπέρλογος λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ διεκδικήσεις, μὲ συγκρίσεις, μὲ ὑπεροχικὲς ἀντιλήψεις. ᾿Εξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸν θάνατο μὲ τὴν ζωή, τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Μεταμορφώνει τὸ ἐδῶ καὶ τώρα σὲ ἀπὸ ἐδῶ καὶ παντοῦ καὶ γιὰ πάντα, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὸν φυσικὸ φόβο σὲ πνευματικὴ παρρησία, τὸ ἄγχος σὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, τὶς «βαρεῖες» ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου σὲ «χρηστὸ ζυγό»,τὴν σκλαβιὰ τῆς σάρκας σὲ κατὰ Θεὸν ἐλευθερία. Δίνει στὰ ἀνθρώπινα θεϊκὸ ἄρωμα. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό· «ὑμεῖς θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ ῾Υψίστου πάντες».

«Εἶπεν ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Αντώνιος ὅτι ἔρχεται καιρὸς ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι καὶ ἐπ᾿ ἂν ἴδωσί τινα μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες ὅτι σὺ μαίνῃ· διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς». ῎Ερχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἀνθρωποι θὰ χάσουν τὰ λογικά τους κι ἂν ἀντικρύσουν κάποιον λογικό, θὰ ἐπαναστα-τήσουν ἐναντίον του λέγοντάς του ὅτι ἐσὺ τρελλάθηκες, γιατὶ δὲν τοὺς ὁμοιάζει.

Ποιός, ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴ λογικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, τὴ σοφία τοῦ σταυροῦ;

 
Σεπτέμβριος 2023

 


ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023

 

welcome img

Τί μεγάλο ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας! Mᾶς δείχνει τὸν δρόμο μᾶς δίνει καὶ τὸν τρόπο τῆς θεώσεως, τὸ πῶς δηλαδὴ μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴν κατάσταση τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεό καὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ καὶ πρότυπο ζωῆς καὶ πηγὴ δυνάμεως μὲ τὴ σκέπη τῶν πρεσβειῶν της σὲ αὐτὴν τὴν πορεία. Πῶς ὅμως συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Ὑπάρχουν ἕξι χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ταπείνωσή της. Φαίνεται ξεκάθαρα κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἡ ἀπάντησή της στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 38), δηλαδὴ ἡ ἄμεση παράδοσή της καὶ ὑποταγὴ στὸ άσύλληπτο καὶ ἀκατανόητο σὲ αὐτὴν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐν πλήρει ταπεινώσει καὶ χωρὶς ἴχνος ἰδίου θελήματος.

Το δεύτερο ἰδίωμα τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ παρθενικὴ καθαρότητά της, ὄχι μόνο κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ γενικότερα στὴ ζωή της. Τὴν ἀποκαλοῦμε Παρθένο, παστάδα, ἄσπιλον, ἀμόλυντον, ἄφθορον, ἄχραντον, ἁγνήν, ἀμώμητον κ.ο.κ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στὴν ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, περιγράφει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τοῦ θεομητορικοῦ προσώπου καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγει ὅτι δὲν μολύνθηκε οὔτε κἂν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ γνώση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο, ἀλλὰ ἐκπαιδεύθηκε περὶ τὰ πνευματικὰ μέσα στὸν ναό. Σπούδασε τὴν οὐράνια ἐπιστήμη καὶ σοφία στὸ πανεπιστήμιο τοῦ ἱεροῦ. Δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὶς συνομιλίες, ἀπὸ τὴν ἀναστροφή, ἀπὸ τὴν παχύτητα τῆς κοσμικῆς ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ἔζησε μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία, τὴν ἀπόλυτη ἀφάνεια.

Καὶ αὐτὸ μᾶς φέρνει στὸ τρίτο στοιχεῖο τῆς Θεοτόκου· τὴν ἀφάνεια καὶ τὴν σιωπή της. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μέσα στὰ Εὐαγγέλια δὲν ἐμφανίζεται σχεδὸν καθόλου τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ὑπαινιγμὸς περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς της, ἐνῶ στὸ κατὰ Ματθαῖον καὶ στὸ κατὰ Λουκᾶν, τὸ ὁποῖον ἔχει τὰ περισσότερα στοιχεῖα, γίνονται ἐντελῶς φειδωλὲς ἀναφορές, κυρίως γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ κατὰ Ἰωάννην ἀναφέρεται μόνο ἡ συνομιλία της μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θαύματος τῆς Κανᾶ, καθὼς καὶ ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Παναγία ἐπὶ τοῦ σταυροῦ: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄ 26, 27). Τέλος ὑπάρχει καὶ μία ἀναφορὰ στὴν «Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ» πάλι ἀπὸ τὸν Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πρ. α΄ 14), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀναφέρει οὔτε μία λέξη.

Τόσο ἀφανῶς πέρασε τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ὄντας ὅμως πανίσχυρος καταλύτης τῆς θείας οἰκονομίας στὴ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Οὔτε λόγια πολλὰ εἶπε, οὔτε ἐντάσεις δημιούργησε, οὔτε ἀποδείξεις θέλησε νὰ δώσει περὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἔζησε ἐντελῶς ἁπαλά, ὅπως μᾶς λένε στὸ συναξάρι της οἱ βιογράφοι της, γιὰ λίγα ἀκόμη χρόνια. Τὴν ἐντελῶς ἀθόρυβη ζωή της ἀκολουθεῖ ὁ σεισμὸς τῆς κοιμήσεώς της, τῆς θαυμαστῆς ἀναχωρήσεώς της ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ τὴ συγ­κέντρωση τῶν ἀποστόλων «θεαρχείῳ νεύματι».

Τὸ τρίτο λοιπὸν ἰδίωμα τῆς θεομητορικῆς ζωῆς καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ βαδίσει τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν ἕνωση μετὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀφάνεια καὶ ἡ μυστικὴ σιγὴ καὶ σιωπή.

KoimisiTisTheotokou13Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τρία ποὺ ἁπλὰ θὰ τὰ ἀναφέρω δανειζόμενός τα ἀπὸ χαρακτηριστικὰ ὀνόματα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς ἔχει δώσει. Τὸ ἕνα εἶναι Θεοτόκος, τὸ δεύτερο εἶναι ἀπειρόγαμος καὶ τὸ τρίτο εἶναι ἀειπάρθενος.

Ἕνα λοιπὸν εἶναι τὸ ἰδίωμα τῆς Θεοτόκου, τὸ τὸν Θεὸν τίκτειν, τὸ νὰ γεννήσει τὸν Χριστό. Αὐτὸ καλεῖται ὁ κάθε πιστὸς  νὰ κάνει στη ζωή του, μυστικῶς νὰ γεννᾶ τὸν Χριστό, νὰ ἀποτελεῖ «ἐπιστολὴν Χριστοῦ γινωσκομένην καὶ ἀναγινωσκομένην ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β΄ Κορ. γ΄ 2).

Τὸ δεύτερο ἰδίωμα εἶναι τὸ ἀπειρόγαμον, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι δὲν εἶχε πεῖρα τοῦ γάμου, δὲν εἶχε συνάφεια συζυγικὴ γιὰ νὰ φέρει στὴ ζωὴ τὸν Χριστό. Κατ᾿ ἀνάλογο τρόπο καὶ κάθε πιστός, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τοῦ ἐξαγιασμοῦ του καὶ νὰ περάσει στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὸ ἀνθρώπινον μέτρο, ὅπως λένε οἱ πατέρες, «ἄπειρος» τῆς φύσεως, δηλαδὴ αὐτεξου­σίως νὰ μετέχει κατὰ τὸ δυνατὸν λιγότερο τῶν φυσικῶν ὁρμῶν, τῶν φυσικῶν καταστάσεων ἀκόμη καὶ τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἀπειρία τῆς φύσεως, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φυσικὴ παχύτητα, ὁδηγεῖ στὴν ἐμπειρία τῆς χάριτος.

Καὶ τὸ τελευταῖο στοιχεῖο, τὸ ἀειπάρθενον, ἡ μονιμότης τῆς χάριτος. Ἡ Παναγία δὲν ἦταν παρθένος μόνο μέχρι τὴ γέννηση, ἀλλὰ παρέμεινε καὶ «μετὰ τόκον παρθένος», ὅπως λένε τὰ τροπάρια. Παρέμεινε συνεχῶς παρθένος, αὐτὸ θὰ πεῖ ἀεί-πάρθενος. Αὐτὴ ἡ μονιμότητα τῆς κατάστασης τῆς χάριτος εἶναι τὸ τελευταῖο στοιχεῖο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει προτύπωση καὶ τῆς δικῆς μας ὁδοῦ πρὸς τὴ θέωση.

Ἂν ἔτσι ζήσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Θεοτόκου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ταπείνωσή της, τὴν παρθενικὴ καθαρότητά της, τὴν ἀφάνεια, τὴ μυστικὴ σιωπὴ καὶ σιγή της, ἀλλὰ καὶ ἂν μπορέσουμε νὰ μετάσχουμε τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς κατά­στάσεως τοῦ νὰ γεννοῦμε τὸν Θεὸ μέσα μας, τοῦ νὰ εἴμαστε κατὰ τὸ δυνατὸν ἄπειροι τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ αὐτήν, καὶ τοῦ ἀεί, δηλαδὴ πάντοτε, μετέχειν τῆς χάριτος, θὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ βιώσουμε μυστικῶς τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό, νὰ μετέλθουμε τῆς καταστάσεως τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας δηλαδὴ τῆς θεώσεως.

Καὶ ὅταν κάποτε θὰ ἔλθει καὶ ὁ δικός μας θάνατος, τότε δὲν θὰ εἶναι τέλος, ἀλλὰ κοίμησις, ὕπνος καὶ μετάστασις ἀπὸ τὰ παχέα πρὸς τὰ λεπτότερα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα στὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους, μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὴ καρποφορία στὶς Παρακλήσεις μας καὶ ἡ Παναγία μητέρα μας καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς καθημερινὲς δυσκολίες, κυρίως ὅμως νὰ ἀποτελέσει γιὰ τὸν καθένα τὸ μυστικὸ πρότυπο τῆς ἐν χάριτι καὶ ἐν πνεύματι ἄλλης ζωῆς. Άμήν!

 
Αὕγουστος 2023


ΜΗΝΥΜΑ 
Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου

welcome img

Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλὰ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.

Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος.  Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνον ἄνθρωπος. ᾿Απὸ τὸ «ἀνθρώπινον» διατηρεῖ τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος· ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινῶς τὴ χάρι.

Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος.  Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του• δὲν τὴν περιφρονεῖ· δὲν ντρέπεται γι’ αὐτήν· δὲν τὴν ἀδικεῖ.  Γι’ αὐτὸ  καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του.  Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καὶ μεγάλος ταυτόχρονα.  Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένος»(1)  εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ»(2),  διότι «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(3)

Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα.  Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων.  Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται.  Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός.  Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴν σωτηρία.  Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι’ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.

Ἐπὶ πλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς.  Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ.  Σ’ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός· σ’ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.

Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη.  Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις.  Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴν δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς.  Ὅταν συστέλλεται ὁ ἑαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.

Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό.  Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρώτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία.  Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία.  Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει.  Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές.  Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.  Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται.  Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία.  Μαζί του ἑνώνεται.  Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση.  Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου.  Ὅλα κοινωνοῦνται.  «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον»(4).   Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς.  Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα».  «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται».  Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια.  Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα»(5).   Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές.  Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής.  «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(6).  Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός,(7)  ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του.  Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος».  Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός.  Αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.

Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατὶ εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους.  Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νοιώθεις μαζί του.  Γιατί τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν»(8)  ἀποτελεῖ βίωμα του.  Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος.  Οὔτε μόνο μὲ κάποιους.  Οὔτε μὲ λίγους.  Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους.  Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.

Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ.  Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.  Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσαν δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι»9.   Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.

Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἄν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητός Του.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνον ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικοτητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της: τὴ συγκατάβαση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψη καὶ «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ πάθους, τὸν ἀνακαινισμό καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.

 
Ίούλιος 2023


(1) Ψαλμ. η΄ 5. (2) Ψαλμ. ρβ΄ 15. (3) Ψαλμ. μη΄ 12, 20. (4) Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος. (5) Α΄ Κορ. ιγ΄13. (6) Α΄ Κορ. β΄ 15. (7) Β΄ Κορ. γ΄ 18. (8) Ἰω. ιζ΄ 22. (9) Ρωμ. η΄ 18.

ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 2023

 

welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔλευσή Του στὶς ψυχὲς τοῦ καθενός μας. Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει αὐτὴν τὴν προσδοκία νὰ ἔλθει τὸ  Ἂγιο Πνεῦμα μέσα του, νὰ τὸν ἀλλάξει, νὰ τὸν μεταμορφώσει, νὰ τοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται καὶ ἴσως δὲν τὸ ξέρει, νὰ ἀποκτήσει τὴν αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας ὄχι μόνον γύρω του ἀλλὰ μέσα του.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ ἔχει ἡ ἔλευση καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις «ὁμοθυμαδόν» καὶ «ἐπὶ τῷ αὐτῷ». Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους: μὴν ἀπομακρυνθεῖτε ἀλλὰ νὰ παραμείνετε ὅλοι μαζὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἕως οὗ ἐνδύσασθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Τοὺς εἶπε λοιπὸν νὰ μείνουν προσδοκῶντας τὴ δύναμη τὴν ἐξ ὕψους, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ βλέπουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι παραμένουν, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ», στὸν ἴδιο χῶρο, μαζεμένοι, μὲ κοινὴ προσδοκία καὶ ἕνα πνεῦμα.

Αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς κοινωνίας, ἡ αἴσθηση ὅτι δέν μᾶς χωρίζουν οἱ διαφορές μας εἶναι ποὺ πιστοποιεῖ τὴν συγγένειά μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐγγύτητά μας μαζί Του, τὸ ἂν ὑπάρχει κὰπως στὴ ζωή μας. Δέν μᾶς χωρίζουν οἱ ἀντιθέσεις μας. Δέν μᾶς χωρίζουν τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί. Μᾶς ἑνώνει ὁ ἕνας καὶ κοινὸς στόχος. Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ προσδοκία. Μᾶς ἑνώνει αὐτό τὸ ἲδιο πνεῦμα τὸ ὁποῖο περιμένουμε νὰ λάβουμε. Ὅταν νοιώθουμε δυσκολίες, ὅταν νοιώθουμε ξένοι, τότε ἀπουσιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ νοιώθουμε ὅταν εἴμαστε μαζὶ στὴν ἐκκλησία, «ὁμοθυμαδόν», «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» προσδοκῶντας τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ποὺ δικαιολογεῖ τὴν παρουσία μας στὴ Θεία Λειτουργία.

Ὑπάρχει ἕνα δεύτερο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔκφραση ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦρθε «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας», σὰν ἕνα ρεῦμα ἀπότομο. Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι μόνο ὅτι γίνεται δυνατὸς ὁ χριστιανὸς ἀλλὰ εἶναι ὅτι αἰσθάνεται τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ τὰ πάντα νὰ ἀλλάξει γύρω του, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει καὶ τὰ πάντα μέσα του. Μετά, λοιπόν, τὴ δική μας κοινωνία καὶ ἑνότητα ἔρχεται ἡ αἴσθηση τῆς ξαφνικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ποὺ παρεμβαίνει στὴ ζωή μας.

Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὑπογραμμίζει τὴ διαφορετικότητα τῶν ἀνθρώπων• «ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις». Ἔχουμε διαφορετικὲς γλῶσσες, διαφορετικὰ δῶρα. Μιὰ διαφορετικότητα ποὺ δὲν χωρίζει ἀλλὰ συμπληρώνει καὶ ἑνώνει. Χαιρόμαστε ποὺ ὁ Θεὸς δίνει στὸν κάθε ἕνα μας ἕνα διαφορετικὸ δῶρο. Πανηγυρίζει ἡ ψυχή μας μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁρμονία της Πεντηκοστῆς. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ ὅτι ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ ἔχει διαφορετικὴ ἔκφραση καὶ διαφορετικὴ ἴσως αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἦταν τόσο διαφορετικοί• ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Παῦλο, ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας• ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἐντελῶς διαφορετικοὶ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα δῶρα, ἐκφράζοντας ὅμως τὴν ἴδια ἀλήθεια.

Καὶ ἕνα τέταρτο στοιχεῖο• «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου». Γέμισαν ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γέμισε ὁ οἶκος ποὺ ἦσαν καθήμενοι, καὶ μετὰ γέμισαν καὶ οἱ καρδιές τους μὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς πληρότητος, τοῦ ὅλου, ὅτι τὰ ἔχουμε ὅλα καὶ δὲν μᾶς λείπει καὶ τίποτα. Τὰ πάντα μᾶς δίνει ὁ Θεός. Οἱ μικρὲς ἀναταραχὲς καὶ διαταραχὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι ἁπλῶς γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν ὅτι δὲν γίναμε ἀκόμη οὐράνιοι καὶ ὅτι ἀκόμη πατᾶμε στὴ γῆ. Λίγο νὰ μᾶς ταπεινώνουν καὶ κάπως νὰ μᾶς προσγειώνουν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι ἡ ἑνότητα, αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας ποὺ τόσο τὴν χρειαζόμαστε. Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι Αὐτὸς ἐνεργεῖ μέσα μας. Τὸ τρίτο εἶναι ἡ εὐλογημένη διαφορετικότητα ποὺ ἀναδύει τοῦ καθενός μας τὸ πρόσωπο καί μᾶς ἐνώνει μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Τὸ τέταρτο εἶναι ἡ πληρότητα, ἡ αἴσθηση ὅτι εἴμαστε γεμᾶτοι, ὅτι δέν μᾶς λείπει τίποτα.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκτήσει ὁ καθένας μας τὴν δική του αἴσθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πιστοποίηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα του. Ἡ χάρις Του νὰ κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωή μας καὶ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς μεταμορφώνει γιὰ νὰ μποροῦμε ἔτσι νὰ πορευόμαστε καὶ ἐμεῖς ὡς ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐν τελειότητι νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Ἀμήν.

 
Πεντηκοστή 2023

 



«Ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος»

(Πράξ. α΄ 12)

analipsiὙπάρχει ἕνα βάθος θεολογικῆς ἀλήθειας μέσα στὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνυπολόγιστη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο εὐδιάκριτο. Τὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον μόνο κατὰ τὴ φύσιν ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει μία φύση ἡ ὁποία εἶναι κατὰ χάριν θεανθρώπινη. Ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε γυμνὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ σὰν πολύτιμο λάφυρο καὶ σὰν βαρύτιμο ἔνδυμα ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς μ᾿ αὐτὴν τὴ φύση τὴν ὁποία ἔχουμε κι ἐμεῖς. Τὴν πρόσφερε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ τὴ θέωσε, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ καθένας μας πλάστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδὴ ἔχει ἀρχὴ θεϊκὴ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ γίνει ὁμοίωμα Θεοῦ. Ἔχει χαρακτηριστικά, γνωρίσματα, ἰδιώματα θεϊκά, ἀλλὰ ἔχει καὶ θεϊκὸ προορισμό. Ἀπόληξη τῆς πορείας του σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε θέωση.

Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας μας μιὰ λαμπρὴ ἐξόδιο ἀκολουθία, ἡ ὁποία δὲν θὰ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα χαρακτηριστικὸ θεϊκὸ μέσα της. Ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, νὰ μπολιάσουμε τὴ μὲν ψυχή μας μὲ θεϊκότητα, τὴ δὲ ζωή μας μὲ αἰωνιότητα, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κάτι πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, κάτι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε, κάτι πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουμε. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἐγκρύπτεται μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση μας, σὰν σπόρος ἀληθινὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ γονιμοποίησή του, τὴν αὔξηση καὶ τελικὰ τὴν καρποφορία του. Τί μεγάλα πράγματα, καὶ εἶναι τόσο ἀληθινά! Πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ὅσο μεγάλα ἀκούγονται. Αὐτὸ γιορτάζουμε σήμερα καὶ ὅλοι μας καλούμεθα νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ ζωὴ καὶ ἐμπειρία.

Τὸ ἐρώτημα βέβαια εἶναι πῶς νὰ γίνει αὐτό; Γιατί νὰ μᾶς φαντάζει τόσο δύσκολο, τόσο ἀπόμακρο, ἐνδεχομένως τόσο ἀφηρημένο, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται τόσο ἀληθινὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της; Τὴν ἀπάντηση θὰ τὴ δώσουμε παίρνοντας κάτι πάρα πολὺ μικρὸ ὡς ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν πολὺ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Γιὰ τὴν Ἀνάληψη δὲν μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σὲ τέσσερις μικροὺς καταληκτικοὺς στίχους τοῦ εὐαγγελίου του, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ λίγους ἐναρκτήριους στίχους στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει συγγράψει, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος κάνει ἁπλῶς μία σύντομη ἀναφορὰ στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του.

Λέγει λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀναγνώσεως τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς:

«Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν» (Λουκ. κδ΄ 50), τοὺς πῆρε τοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, σχεδὸν κοντὰ στὴ Βηθανία, ἐπὶ τοῦ «ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος» (Πράξ. α΄ 12), τὸ ὁποῖο βρίσκεται κατέναντι τῆς Ἱερουσαλήμ. Τρία χαρακτηριστικὰ εἶχε ἡ τοποθεσία αὐτὴ στὴν ὁποία συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως: πρῶτον, ὅτι ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δεύτερον ἦταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καὶ τρίτον, κατέναντι, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ἆραγε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικές, χωροταξικὲς περιγραφὲς ἢ μήπως ἔχουν καὶ κάποια ἄλλη σημασία; Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μυστικὰ ὡς γεγονὸς καθαρὰ πνευματικό, προσωπικὰ ἐμπειρικό, θεολογικό, πνευματικό, καλεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο του, νὰ ἀνέβει πάνω σὲ ἕναν τόπο, σ᾿ ἕνα Ὄρος Ἐλαιῶν δικό του καὶ νὰ βλέπει ἀπέναντι τὴ δική του Ἱερουσαλήμ.

Πρῶτον, λοιπόν, πρέπει νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω στὴν ἡσυχία, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα, μακρυὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθημερινότητα, ἂν μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, τὴν ἐπιγειότητα, τὴν ὑλικότητα, τὴ φθαρτότητα, ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καθημερινὰ ὅτι φθείρονται, καταστρέφονται, ἐξαφανίζονται καὶ πεθαίνουν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν τύρβη τῶν μεριμνῶν, τῶν πολλῶν φροντίδων, τοῦ κολλημένου στὰ γήινα φρονήματός μας καὶ νὰ πᾶμε σὲ μιὰ ἀκρούλα. Σὲ τέτοιες ἥσυχες γωνιὲς ἐπιτελοῦνται τὰ μεγάλα γεγονότα.

Δεύτερον, γίνονται σὲ κάποιες κορυφές, ἐπὶ «τοῦ ὅρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος». Τὰ τροπάρια ἔλεγαν νὰ ἀνέβουμε κι ἐμεῖς, καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ μας, κάπου ὑψηλά, μὲ καθαρότητα ζωῆς, καθαρότητα διαθέσεως, καθαρότητα εἰλικρίνειας καὶ ἁγνότητα προθέσεων. Νὰ ἀνεβάσουμε λίγο τὴν ψυχή μας πάνω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δημιουργοῦν αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς μεγάλης παχύτητος καὶ βαρύτητος καὶ τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ χαμηλὰ καὶ τὰ μικρά. Καὶ διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν ἀνωτέρων φρονημάτων, διὰ τῆς ἀνωτέρας σκέψεως νὰ ἀνεβάσουμε καὶ τὸν νοῦ μας λίγο πρὸς τὰ πάνω.

Τρίτον, νὰ καθίσουμε, ὅπως οἱ μαθητές, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν «Ἱερουσαλήμ», τὴν πόλη ἡ ὁποία φιλοξένησε τὸν Κύριο, δέχθηκε τὴ διδασκαλία Του, εἶχε ἐμπειρία τῶν θαυμάτων Του, τόλμησε νὰ ἀντικρύσει τὸ Πάθος καὶ τὴ Σταύρωσή Του καὶ τέλος νὰ ζήσει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του∙ τὴν πόλη ἡ ὁποία δέχθηκε τὶς ἐπαγγελίες Του, τὶς ὑποσχέσεις Του μαζί μὲ τὸ παράδειγμα Του, ὁλοκληρωμένο καὶ αὐτὸ μὲ τὴ χάρι Του, καὶ νὰ μελετήσουμε λίγο νοσταλγικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.

Καθὼς οἱ ἀπόστολοι ἀντίκρυζαν τὴν πόλη, ζοῦσαν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης τους μὲ τὸν Κύριο, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου παραδείγματός Του, τὴν ἐμπειρία τῆς προσδοκίας τῆς εὐλογίας Του, αὐτὴν ποὺ τελικὰ τοὺς χάρισε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Ὅλοι ἐμεῖς καλούμεθα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιγειότητά μας, νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴ μικρότητά μας, νὰ ἀνέβουμε μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν καθαρότητά μας σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄρος τὸ πνευματικό, στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε κυρίως τὴ δική μας φύση, αὐτὴν τὴ θεωμένη ἀπὸ τὸν Κύριο φύση, ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα του, καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε.

Τί εὐλογία! Ὁ κάθε χριστιανὸς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ζήσει αὐτὸ ποὺ ἔζησαν οἱ ἀπόστολοι: ἐνῶ ὑπῆρχε φαινομενικὸς χωρισμός, αὐτοὶ εἶχαν ἐμπειρία συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο. Ἐνῶ ὑπῆρχε στέρηση, αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ νοιώσουν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ὅπως περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀναχώρησή Του, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔλευσή Του στὴ δική τους καρδιά. Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ ἡ πανήγυρις νὰ εἶναι πανήγυρις πραγματικῆς ἐμπειρίας τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, καθοριστικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ γιὰ ὅλους μας, μιᾶς ἐμπειρίας αἰσθήσεως τῶν θεϊκῶν ἰδιωμάτων ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα στὴ δική του φύση κατὰ χάριν. Καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο ἐν δόξῃ, ὅπως λέγει τὸ ἀπολυτίκιο, στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ νικητήριο λάφυρο τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως, δοξασμένης καὶ θεωμένης.

Ἡ ἀρχή, ἡ ἀπαρχή, τὸ ξεκίνημα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἂς γίνει σήμερα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, σ᾿αὐτὸν τὸν χῶρο, ποὺ μοιάζει κι αὐτός, ὡς ὕψωμα, μὲ τὸ ὄρος τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸ τέλος ὅλοι μαζὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!


Πηγή: «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ» -Από το ΝΕΟ βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου

ΜΗΝΥΜΑ M.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 2023


welcome img

«Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

  Στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρατηρούμε νὰ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς ἀκολουθίες της τὴν λέξη «ἐρχόμενος», ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κύριο. Τί μήνυμα ἆρα γε κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ;

  Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ποὺ διαβάζουμε στὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θὰ δοῦμε ὅτι στὴν ἀρχὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει, οὔτε ὁ ἄνθρωπος κάπου νὰ πάει, ἀλλὰ ἦταν μαζί. Ζοῦσαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβαναν αὐτὴ τὴν κατάσταση. Μετὰ τὴν πτώση ἔδιωξε ὁ Θεός τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, «ἐξαπέστειλεν αὐτὸν ὁ Θεὸς» (Γεν. γ΄ 23).

  Ἡ πρώτη βασικὴ σημασία ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ ἐρχομοῦ εἶναι ἡ ἐπανασυνάντηση τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Θεό• ἡ προσπάθεια νὰ συναντήσει πλέον ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς, ἡ μόνη ἱκανότητα ποὺ ὡς ἄνθρωπος ἔχει εἶναι νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσεως• τὸ «ἀπέρχεσθαι». Τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς τὸ λένε κάποιοι ἄλλοι. Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ πλησιάσει ὁ Θεός, νὰ ἔλθει ὁ Θεός πρὸς ἐμᾶς. Ἔτσι ἔχουμε τὴν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ, στὸν ἄνθρωπο. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὀ Σωτὴρ ἡμῶν», ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνας δεύτερος ἐρχομός γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν τὰ τροπάρια καὶ οἱ εὐχές στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὸ ἑκούσιο πάθος.

Ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἐρχομὸς ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς τελευταῖες λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἀμήν, ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄ 20). Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τῆς δευτέρας παρουσίας, τότε ποὺ θὰ ξαναέλθει ὁ Θεὸς πλέον ὁριστικά.

  Καὶ τέλος, ὑπάρχει ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά μας. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ κάθε ἕνας μας ὡς προσευχή, ἴσως καὶ χωρὶς λέξεις, ἀλλὰ στὸ φρόνημα καὶ στὴ διάθεσή του. Πόσο πόθο δὲν ἔχουμε νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα μας! Τί σημασία διαφορετικὰ θὰ εἶχε τὸ ὅτι ἦλθε στὴ γῆ, ἢ τὸ ὅτι ἔρχεται στὸ ἑκούσιο πάθος, ἢ τὸ ὅτι θὰ ξαναέλθει νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκρούς, ἂν δὲν ἔχει ἔλθει μέσα στὴν καρδιά μας;

  Αὐτὸ σημαδεύει τὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Καθὼς ὁ Κύριος θὰ ἔρχεται πρὸς τὸ πάθος, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχεται καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιά. Σ᾿ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἡ Ἐκκλησία μας.

  Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸν Χριστό. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη λέξη ποὺ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἔρχομαι καὶ συχνὰ ἀναφέρεται στὶς ἀκολουθίες. Εἶναι ἡ λέξη «δεῦρο» καὶ «δεῦτε», ποὺ θὰ πεῖ ἔλα καὶ ἐλᾶτε. Εἶναι παράκληση καὶ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε μία κίνηση πρὸς Αὐτόν.

  Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν Χριστό; Ἡ μία κίνηση εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση, αὐτὴ ποὺ ὅλοι κάνουμε ὅταν πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ξεχνᾶμε κάποιες ἐπισκέψεις, ἀφήνουμε τὴν ἡσυχία μας στὸ σπίτι, τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐκολία μας καὶ λέμε: «θὰ πάω στὴν ἐκκλησία». Ἂς τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁλόκληρη τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ μόνο ἡ φυσική μας παρουσία, ποὺ ἀπὸ μόνη της δὲν ἔχει ἀξία, δὲν πάει χαμένη, διότι ὡς διάθεση ἀποκτᾶ ἀξία.

  Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ νὰ πᾶμε στὸν Χριστὸ κάνοντας κι ἐμεῖς μία ἐργασία. «Δεῦτε πιστοὶ ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ». Νὰ μὴ μείνουμε στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὰ ὄνειρα μόνο, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ πράξη, ὅσο μποροῦμε, ὅπου τὰ καταφέρνουμε.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ...» Ἂς τακτοποιήσουμε λίγο τὸν «ἔνδοθεν λογισμόν», λένε οἱ εὐχὲς τῶν προηγιασμένων ἀκολουθιῶν, καὶ νὰ προσανατολισθοῦμε λίγο πρὸς τὰ πνευματικά. Μὲ πόσο ἐνδιαφέρον δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ κτήματά μας, οἱ μαθητές μὲ τὶς σπουδές μας, οἱ ἄρρωστοι μὲ τὴν ὑγεία μας, οἱ φτωχοὶ μὲ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν ἀγαθῶν μας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε σκέψη νὰ δώσουμε. Ἂς δώσουμε λίγη σκέψη καὶ γιὰ τὰ πνευματικά. Νὰ ἔχει ζεσταθεῖ λίγο ἡ καρδιά μας ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία. Ἀλλιῶς ὥσπου νὰ ζεσταθοῦμε θὰ πεῖ ὁ ἱερέας τὸ «δι᾿ εὐχῶν» καὶ θὰ βρεθοῦμε ξανὰ στὴν κρυάδα τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, τῆς ψεύτικης, τῆς ὑλιστικῆς, τῆς ἐφήμερης ζωῆς. Ἂς ἡσυχάσουμε λίγο μέσα μας γιὰ νά φτιάξουν οἱ λογισμοί μας καὶ νὰ μπορεῖ ἕτοιμη ἡ καρδιά μας νὰ δεχτεῖ κάτι πνευματικό.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ φυσικὸς ἐρχομός, τὸ δεύτερο εἶναι ὁ πρακτικὸς βίος, νὰ κάνουμε τὴν πίστη μας πράξη καὶ ζωή, τὸ τρίτο εἶναι οἱ σκέψεις μας. Καὶ τὸ τέταρτο τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο: «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε κοντά μου ὅλοι ὅσοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω. Θὰ σᾶς πάρω καὶ τὸν κόπο, θὰ ἀναλάβω ὅμως στοὺς ὥμους μου καὶ τὸ φορτίο. Αὐτὸ εἶναι ὁ σταυρός.

  Ἂς κάνουμε, λοιπόν, καὶ τὸ τέταρτο ποὺ εἶναι νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας. Νὰ προκύψει μέσα στὴ καρδιά μας ὡς πνευματικὸς ἀναστεναγμός, αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινωμένης ἀποτυχίας, αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ μετάνοια ὡς ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας καὶ τῶν παθῶν μας.

  Ἔτσι καὶ μὲ τὴ φυσικὴ κίνηση καὶ μὲ τὶς πράξεις καὶ μὲ τὶς σκέψεις καὶ μὲ τὴ διάθεση θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸ Χριστό. Κι ὅταν πᾶμε στὸ Χριστὸ θὰ ἔλθει κι ἐκεῖνος κοντά μας. Καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἕνα ἄλλο «δεῦτε», ἕνα ἄλλο «ἔρχεσθε», αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκούσουμε τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν» καὶ «δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος κοινωνήσωμεν». Νὰ ζήσουμε ἀπὸ κοντὰ πλέον σὰν πραγματικὸ, σημερινό, προσωπικό, καρδιακὸ γεγονὸς τὴν Ἀνάσταση.

  Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πεθαμένος σταυρός. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι ζωή, εὐλογία καὶ δύναμη γιὰ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας. Εἴμαστε στὴν ἀρχή. Ἔχουμε τὴν εὐκαιρία, ἔχουμε τὴν δυνατότητα. Ἂς διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ ἦθος, αὐτὸ τὸ φρόνημα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ πραγματικὰ θὰ σφραγίσει κάθε κίνηση τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ διαμορφώσει κάθε λεπτὴ πτυχὴ τῆς ψυχῆς μας.

  Καλὴ Ἀνάσταση!

    
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2023
 



ΜΗΝΥΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2023


welcome img

Ὑπάρχει μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διότι τὴν λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Εἶναι μιὰ προσευχὴ μετανοίας, ἡ ὁποία ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δυὸ φορές. Μιὰ πολὺ παλιὰ προσευχή, ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγῶνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρ­χίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ ταπεινο­φροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.

Ἀποφυγὴ ἁμαρτιῶν

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…», ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, ὅπου ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορὰ «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδὸς (Ψαλμ. 26, 1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.

Ξεκινᾶμε τὴν προσευχή μας ὁμολογῶντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς κυβερνᾶ ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταὶς χερσί Σου οἱ κλῆροι μου», λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. λ' 16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου.

Γιὰ φανταστεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινᾶμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία.

Τέσσερα πράγματα ζητοῦμε νὰ μή ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παρα­δίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτό τους, αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δυὸ λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανή μας προσευχὴ ζητῶντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.

«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργείας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κανεὶς μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα.  Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικό παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μιὰ ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴν ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴν θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.

Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία». Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστά καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

 Βλέπετε καὶ οἱ Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τοὺς ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δυό, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴν θέση τοῦ τελευταίου.

«Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12, 10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν μου.

Καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία.  Ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια. Ὑπάρχει ἄλλο ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφ. 4, 29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φανταστεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ περιεκτικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέγει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3, 1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του, αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.

Καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν

Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν. «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπλη­κτικὲς ἀρετές!

 Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρήν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Το νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. Νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.

Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Χριστιανὸς σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότεροι ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8).

Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18, 14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώ­νεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. 5, 3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴν μεταμορφωτικὴ χάρι Του μέσα στὴν ψυχή του.

Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετὴ. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21, 19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μιὰ ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή. Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.

Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε. Νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.

Τρίτη περίπτωση ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μιὰ ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Να τὸ περιμένουμε. Γι’ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.

Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». «Τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 13, 13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομμα­τιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τὶ φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τὶ δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἡ κοινωνία μας ὡς πιστῶν, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἑαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.

Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναὶ, Κύριε, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσε μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυ­ναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Ἂς ἔχει ὁ καθένας μας τὴν αἴσθηση μιᾶς στοιχειώδους αὐτο­γνωσίας πώς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες δια­πράτ­τουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυνα­μιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτο­γνωσία. Νὰ ἀντι­κρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.

Συνοπτικὸ σχόλιο

Ἂς κάνουμε μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἄν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα μυστικά.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀπο­φεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μῖσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς κατά­στάσεις. Ποιός ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἄνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ άπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδό­μυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχή αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας. Γι’ αὑτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνο­νται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθεια της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὗ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφὸ· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέ­φεται.

Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ κανένας τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχή καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προς­ευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμα­ζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπει­νοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.

Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέγει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ο προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγῶνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν  δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας αὐτὲς τὶς ἀρετὲς, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποὺ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατά­θεσή τους: «τὶ δὲ ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;»  (Α΄ Κορ. 4, 7).

Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας»,  δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχτα­ρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες ὥστε πάνω σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.

Καὶ τὸ τέταρτο. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλω. Ναί, Κύριε, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφό μου». Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτό μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατί εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθαν­θεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.

Ἂν ξεκινήσουμε τὴν πνευματικὴ πορεία μας τὴ Μ. Τεσσαρακοστὴ μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ ἂν τὴν ἀναβαπτί­σουμε σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ, νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε.  Μιὰ προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό.

Καλὴ καὶ εὐλογημένη Μ. Τεσσαρακοστή!                                    


Μ. Τεσσαρακοστή 2023

pdf

ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου προβάλλει τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Μ. Τεσσαρακοστή παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ βρίσκονται κρυμμένα στὶς εὐαγγελικὲς περικοπές τῶν σχετικῶν Κυριακῶν.

Κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ πρὶν τὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ταπείνωση τῆς Χαναναίας καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος στὴν κόρη της. Τὴν Χαναναία τὴν ταπείνωνε τὸ γεγονὸς τοῦ ἐπίγειου δράματός της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ• τὴν βασάνιζε τὸ πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ της, τὸ ὁποῖο δὲν δίστασε νὰ τὸ δημοσιοποιήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν φαινομενικὴ περιφρόνηση τοῦ Κυρίου. Ἡ ταπείνωσή της, λοιπόν, ἦταν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ προβλήματός της.

Τὸ ἴδιο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Τελώνη. Καὶ ὁ Τελώνης ἦταν ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶχε ζήσει μιὰ προκλητικὰ ἐφάμαρτη ζωὴ καὶ συγκλονισμένος ἔπεφτε στὰ πόδια Του. Στὴν οὐσία ἦταν ταπεινὸς ἐνώπιον τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν.

Τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ἔμεσα μιὰ ἄλλη ταπείνωση ἡ ὁποία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ ἡ ὁποία τὸν ἔκανε τόσο ἐλεύθερο, ὥστε νὰ ἀδικεῖται, νὰ ἐκχωρεῖ τὴν περιουσία του, καὶ νὰ μὴν ὁμιλεῖ. Νὰ τὸν ἐγκαταλείπει προκλητικὰ ὁ μικρὸς γυιός του, νὰ κατασπαταλᾶ τὸν κόπο του, νὰ αὐτοκαταστρέφεται καὶ αὐτὸς νὰ περιμένει. Νὰ χάνεται κάθε λογικὴ ἐλπίδα καὶ αὐτὸς νὰ ὑπομένει καὶ νὰ προσδοκᾶ. Νὰ ἐπιστρέφει κουρελιασμένος ὁ γυιός του καὶ νὰ συγχωρεῖ. Νὰ ἐκτρέπεται τέλος τὸ καλό του παιδὶ καὶ αὐτὸς νὰ παρακαλεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ ἐλευθερία τοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ δὲν ἀναφέρεται οὔτε μιὰ λέξη, οὔτε κατὰ τὴν ἀναχώρηση, οὔτε κατὰ τὴν ἐπιστροφή, οὔτε κατὰ τὴν μετάνοια, ποὺ νὰ εἶπε ὁ πατέρας στὸ ἄσωτο παιδί του. Οὔτε τὸν ἀνέστειλε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅταν ἔφευγε, οὔτε τοῦ ὑπενθύμισε τὸ ἄνομο παρελθόν του ὅταν ἐπέστρεφε. Ἄνθρωπος λοιπὸν βαθειᾶς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία προέκυπτε στὴ ζωή του ὡς μυστικὴ ἐλευθερία, προέβαλε ὡς ὑπομονὴ καὶ σιωπή, καὶ τέλος ξεχείλιζε ὡς παρακλητικότητα.

Ἄν εἶναι μιὰ φορὰ δύσκολη ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τῆς ἀδύνατης ἢ ἁμαρτωλῆς ζωῆς μας, ἡ ταπείνωση δηλαδὴ τῆς Χαναναίας καὶ τοῦ Τελώνου, εἶναι πολὺ δυσκολότερη ἡ ταπείνωσή μας ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολη εἶναι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνωτέρων πρὸς τοὺς κατωτέρους, ἡ ταπείνωση τῶν πατέρων καὶ τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιά.

Ὰς προχωρήσουμε καὶ σὲ μία τέταρτη μορφὴ ταπεινώσεως• τὴν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ἐσωτερικὴ ταπείνωση ποὺ εἶχαν οἱ δίκαιοι στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως. Προσέφεραν στὸν πλησίον τους τὸ ξεχείλισμα τοῦ ἐλέους, τῆς συμπαθείας καὶ τῆς ἀγάπης τους χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι οὐσιαστικὰ τὸ κάνουν στὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν εἶχαν ἀναπτύξει καμμιὰ θεολογία. Δὲν εἶχε προηγηθεῖ σκέψη καὶ ἐπιχειρηματολογία. Ἦταν ἀνυποψίαστοι τοῦ μεγαλείου τους αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνέβλυζε χωρὶς καμμία βία ὁ πλοῦτος τῆς ἐσωτερικῆς τους καρδιᾶς, ποὺ ἐκδηλωνόταν μ᾿ αὐτὲς τὶς τόσο ἁπλὲς συγκεκριμένες μορφές. Μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμμία εὐλάβεια ἢ ὑπόληψη, στὸν ἑαυτό τους. Χωρὶς νὰ ἔχουν ἰδέα ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο, μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν πράξεών τους μεγαλουργοῦν. Ἐγγύηση τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι τὸ ἀνυποψίαστο, τὸ ἀνεπιτήδευτο, τὸ ἀκατέργαστο, αὐτὸς ὁ φυσικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προκύπτει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία κατάσταση ταπεινώσεως.  Ὄχι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ ταπείνωσή τους μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀκόμη ἡ ἐσωτερική τους ταπείνωση. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία ὑπάρχει πολὺ καλὰ διαγεγραμμένη στὴ εὐαγγελικὴ περικοπή τῆς Κρίσεως.

Ἀρχίζει ἡ περικοπὴ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»  (Ματθ. κε΄ 31)• ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεδύθηκε, φόρεσε τὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ πρώτη ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.  Δεύτερη ταπείνωση εἶναι ἡ ἐξομοίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἐλάχιστους ἀνθρώπους. Καὶ ὄχι μόνο μὲ τοὺς περιφρονημένους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐν ἐκτροπῇ, τοὺς φυλακισμένους. Στὸ πρόσωπο τοῦ φυλακισμένου δέχεται ταπεινὰ ὁ Θεὸς νὰ εἰκονίζεται. Αὐτοὺς θεωρεῖ ἀδελφούς Του καὶ σ᾿ αὐτοὺς λέει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ βλέπουμε τὸ πρόσωπό Του. Πίσω ἀπὸ τὴν περιφρόνηση, ἐκεῖ κρύβεται. Πίσω ἀπὸ τὸν διωγμό, τὴν ἀδικία, τὴν ἐλαχιστότητα, ἐκεῖ ὑπάρχει. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη ταπείνωση τοῦ Κυρίου, ἡ θεϊκὴ ταπείνωση.

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη ἡ ὁποία διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδἀμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει τὴν Δ΄ Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Λέγει τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα στὴ Δημιουργία «καλὰ λίαν» (α΄31). Ἔφτιαξε ἕναν θαυμάσιο κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία Του, καὶ τὸν ἄνθρωπο σὰν στολίδι στὴ κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ὅλα αὐτὰ μὲ μιὰ ἐλπίδα, ἕνα πόθο θεολογικό• ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα Του νὰ γίνει καὶ ὁμοίωμά Του• ἕνας μικρὸς θεός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τελικὰ ἔπεσε καὶ συμπαρέσυρε ἡ πτώση του τὴν κτίση. Ὁλόκληρη ἡ κτίση, λογικὴ καὶ ἄλογη, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς πτώσης χαραγμένη! Αὐτὸ εἶναι μία ταπείνωση γιὰ τὸν Θεὸ Δημιουργό.

Καὶ ἐμεῖς, τὰ πλάσματά Του, κακοποιοῦμε τὸ καλύτερο δῶρο Του, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία. Ἀντὶ νὰ συμμαχήσουμε μὲ τὴν χάρι Του καὶ νὰ μονιμοποιηθοῦμε στὴν ἕνωση μαζί Του, ἀπορρίπτουμε τὴν κτίση καὶ τὴν δημιουργία, τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ἐπιλέγουμε τὴν κόλαση τῆς ψυχῆς μας. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὅπως διαφαίνεται στὴν περικοπή τῆς Κρίσεως, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ μᾶς διώξει, νὰ συμμετάσχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν παράδεισό Του.

Αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει τὴν καλύτερη ἀφορμὴ γιὰ τὴν δική μας αὐθεντικὴ πλέον ταπείνωση ἐνώπιόν Του. Ἂν σκεπτόμαστε πὼς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε, κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἀπορρίπτουμε καὶ Τὸν ἀγνοοῦμε, κάθε φορὰ ποὺ εἴμαστε ξένοι ἀπ᾿ Αὐτὸν, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ ζεῖ τὴν πτώση μας ὡς ταπείνωση, ὡς κένωσή Του, τὸτε θὰ βγεῖ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἡ δική μας ἀληθινὴ ταπείνωση. Θὰ προκύψει ἕνα πνευματικὸ φιλότιμο, τὸ ὁποῖο συχνὰ λείπει ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Γινόμαστε σκληροὶ χριστιανοί, τῶν τύπων, τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν, τῶν σχημάτων, τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως χριστιανοὶ τοῦ φρονήματος.

Ἡ Χαναναία ταπεινώθηκε καὶ ἀπέδειξε τὴν πίστη της. Ὁ Τελώνης γιὰ τὴν ταπείνωσή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μετάνοιά του κέρδισε τὴ δικαίωση. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου ξεχείλησε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δῶρα τῆς ταπεινοφροσύνης• πίστη, μετάνοια, ἀγάπη, ἐλευθερία. Οἱ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνυποψίαστο ἐντελῶς πνεῦμά τους, μ᾿ αὐτὴ τὴν αὐθεντικὴ ταπείνωση ἀνέδειξαν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο τῆς ζωῆς τους.

Γιὰ φανταστεῖτε ἕνα χριστιανὸ μὲ πίστη, μὲ μετάνοια, μὲ ἀγάπη, μὲ ἐλευθερία μὲ ἀνυπόκριτο φρόνημα, μὲ ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Φανταστεῖτε ἕναν χριστιανὸ μὲ φιλότιμο καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ὅλους μας τέτοια μέρα εἶναι νὰ μᾶς ἀφυπνήσει καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ μέσα μας κάθε τι καλὸ ποὺ ἔχουμε. Καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ λειτουργήσουμε σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικοῦ πόθου νὰ ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς μαζί Του στὴ βασιλεία Του.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ὅλοι νὰ περάσουμε καρποφόρα τὸ Κατανυκτικὸ Τριώδιο καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ χαρμόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ἀμήν


Τριώδιο 2023