en ru

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Τὶς μέρες αυτές, ἀνοίγει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτή τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ποιό 

εἶναι ὅμως τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων; Πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως κάτι πρέπει νὰ κάνουμε λίγο διαφορετικό, πιὸ οὐσιαστικὸ τὴν περίοδο ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας; Μήπως ἡ μέριμνα τοῦ ἑορτασμοῦ κάποιες φορὲς σκεπάζει τὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς;

  «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ὄχι ἄγγελος ἢ κάτι ἄλλο· ἐνδύεται τὴν δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη, αὐτὴν τιμᾶ καὶ ὑπερυψώνει. Καὶ τοῦτο «ἵνα τὸν Ἀδὰμ Θεὸν ἀπεργάσηται» – γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Μὲ φόντο αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καταλαβαίνει τὰ Χριστούγεννα. Λέμε συχνὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦμε: «ἔ, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ». Πόσο λάθος εἶναι μία τέτοια ἀντίληψη! Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ παραμείνουμε ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ μπολιαστεῖ ἡ ἀγριάδα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ βγάλει τὸ ἀγλαόκαρπο δέντρο τοῦ ἐνχριστωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει θεϊκὰ χαρακτηριστικά.

  Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνει λίγο ἀνάλαφρη ἡ ψυχή μας· νὰ ἀνέβουμε λίγο πιὸ ψηλά. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν θέλει νὰ μᾶς μυήσει στὸν πνευματικὸ κόσμο, μᾶς προκαλεῖ νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως», νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε καὶ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὄρη πνευματικὰ. Μᾶς καλεῖ νὰ πετάξουμε κάποια βάρη μας, καὶ τέτοια βάρη εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σκοτάδια τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὴ τὴν περίοδο ἂς πᾶμε στὴν ἐξομολόγηση, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ ποῦμε ἐπειδὴ πρέπει, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας νὰ ἀκουμπήσει πάνω στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, στὸ λέντιο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ καταθέσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ κρίματά της. Νὰ πᾶμε μὲ μετάνοια ταπεινὰ καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ ποῦμε αὐτὰ ποὺ εἶναι μεγάλα καὶ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχή μας, αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε μικρὰ καὶ εἶναι ὕπουλα, αὐτὰ ποὺ συνήθως δὲν ὁμολογοῦμε οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό μας καὶ τοῦ τὰ κρύβουμε φοβούμενοι ὅτι θὰ ἀπογοητευθοῦμε. Νὰ πᾶμε καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὸ πῶς ζοῦμε, τί νοιώθουμε, τὶς σκέψεις ποὺ διαταράσσουν τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας· ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὑποχωρήσουμε, ὅτι διαρκῶς κατακρίνουμε, αἰσθανόμαστε ὑπεροχικά, εἴμαστε εὔκολοι στὸ ψέμα, ἀδύνατοι στὴν πίστη, ἀκάθαρτοι στὴν διάθεση... Μπροστὰ στὸν Θεό, «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ πετάξουμε εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο: εἶναι οἱ μέριμνές μας. Τὸ μυαλό μας εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἐνοχλητικὲς σκέψεις. Διαρκῶς σκεφτόμαστε ἀπίστευτα πράγματα καὶ τὰ μεγαλοποιοῦμε σὰν νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὴν πολλὴ σκέψη θὰ βροῦμε καὶ τὴ λύση. Δὲν εἶναι ἔτσι. Μὲ τὴν πολλὴ σκέψη χάνουμε τὴν λύση. Ὁ Θεὸς δὲν προσ­εγγίζεται ἀπὸ τοὺς σκεπτόμενους. Ὁ Θεὸς προσεγγίζεται ἀπὸ τοὺς προσευχό­μενους, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται, ποὺ ἀκουμποῦν μὲ τὴν καρδιά τους πάνω Του. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ζητάει νὰ μὴν εἴμαστε πολυμέριμνοι. Θὰ ἔλθουν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἀπειλὴ τῶν μεριμνῶν θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη: Πῶς θὰ γιορτάσουμε; Τί θὰ μαγειρέψουμε; Τί δῶρα θὰ ἀγοράσουμε; Ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες καλὸ θὰ εἶναι νὰ τὶς τακτοποιήσουμε μία ὥρα ἀρχύτερα μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε, μεριμνώντας καὶ φροντίζοντας γιὰ αὐτά, νὰ χάσουμε τὰ μεγάλα. Πρέπει λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας νὰ ἀποθέσουμε, νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη, καὶ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν μας. «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ψάλλουμε στὴ θεία λειτουργία. Ἂς τὰ ἀφήσουμε λοιπὸν λίγο στὴν ἄκρη ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ μείνουμε στὰ βασικά, στὰ ἀναγκαῖα.

  Καὶ ἕνα τρίτο πράγμα, πολὺ σπουδαῖο: Ὅσοι μποροῦμε –καὶ ὅλοι λίγο ἢ πολὺ μποροῦμε– νὰ σκεφθοῦμε τὸν διπλανό μας. Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει δουλειά, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος... Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι νὰ μὴν ἀρκεστοῦμε στὸ «ἔ, θὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεὸς» ἢ στὸ «ἂς τὸν βοηθήσουν κάποιοι ἄλλοι», ἀλλὰ  ἡ ἀνάγκη του νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀλάφρωμα τῆς δικῆς μας τσέπης! Τί μεγάλη εὐλογία τὸ νὰ βαστάξουμε λίγο καὶ τὰ ὑλικὰ βάρη τῶν ἄλλων, ἂν μποροῦμε καὶ ἂν ἔχουμε αὐτὴ τὴν δυνατότητα! Τί ὄμορφο ἀντὶ νὰ σπατα­λήσουμε σὲ κοσμικὰ καὶ κούφια δῶρα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν θησαυρὸ τῶν οἰκονομιῶν μας, νὰ δώσουμε λίγο μέσα ἀπὸ αὐτὸν αἰσθήματα ἀγάπης σὲ ἱεροὺς σκοπούς, σὲ ἀναγκαιοῦντες ἀδελφούς μας, ὥστε κάτι νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὴ δική μας ψυχή.

  Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐλογημένη περίοδος ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας, ξεδι­πλώνεται σὰν μία μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν καθένα μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς θυμίζουν συνεχῶς οἱ σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν· καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη θὰ ἐπιβεβαιώνει. Σὲ ἐμᾶς μένει λίγο νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, κάπως νὰ διευρύνουμε τὴν ἀκοή μας νὰ ἀκοῦμε τὰ πνευματικὰ μηνύματα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε κάποτε κι ἐμεῖς νοερὰ στὴ Βηθλεέμ, νὰ χαροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Καὶ τότε, αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ βεβαιώνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «μεθ’ ἡμῶν», ὅτι δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας· καὶ ὄχι μόνο ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ τελικῶς καὶ ἐντὸς ἠμῶν – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ΄ 21).

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες τὸν Κύριο ὄχι μόνο γεννώμενο στὴν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ –κυρίως– ἀνακλινόμενο στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.

  

    
Σαρακοστὴ Χριστουγέννων 2024


ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024


welcome img

Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία. Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει. Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές. Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

   Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται. Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία. Μαζί του ἑνώνεται. Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση. Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Ὅλα κοινωνοῦνται. «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος). Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

    Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα». «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται». Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

    «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη• τὰ τρία ταῦτα» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13). Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

    Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»• ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ. Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.

    
Σεπτέμβριος - Ὁκτώβριος 2024

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔκανε μιὰ τομὴ καὶ ἔβαλε μιὰ βαθειὰ σφραγίδα στὴν ἱστορία. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ μιὰ τέτοια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐπέμβαση ἀγάπης στὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε. Ἔβαλε πρῶτον μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὸν χρόνο. Δεύτερον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν κτίση, τὴν ἄϋλο κτίση, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, διότι καὶ σὲ αὐτοὺς συνέβη κάποια ἀλλοίωση. Τρίτον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν φύση, τὴν ὑλικὴ φύση, τὴν οἰκουμένη.

  Κάθε φορὰ ποὺ περνᾶμε ἀπὸ κάπου καὶ κάνουμε τὸ σταυρό μας θαρρεῖς καὶ ἁγιάζεται ὁ ἀέρας, θαρρεῖς καὶ ἀλλάζει αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ὁ ὑλικὸς κόσμος. Δὲν μένει παρὰ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παγκοσμιότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητα νὰ μπεῖ τὸ κρίσιμο πετραδάκι. Καὶ αὐτὸ τὸ πετραδάκι εἶναι νὰ μπεῖ καὶ ἡ δική μας ἀλλοίωση ἀπὸ τὸν σταυρό· ἀλλοίωση πίστεως, σταυρωμένης πίστεως, ἀλλοί­ωση φρονήματος, σταυρικοῦ φρονήματος, ἀλλοίωση ζωῆς, πραγματικὰ ζωῆς θυσίας καὶ σταυροῦ.

  Σὲ αὐτὸ μᾶς προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, μαζὶ μὲ τὴν φύση, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ γίνει καὶ ἡ δική μας ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐκολία τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν λογική, στὸν σταυρὸ τὸν ἁγιαστικό.

  Ὅλη μας ἡ ζωή, ἡ ἀγωγὴ καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἑαυτός μας συνηγοροῦν στὸ νὰ διεκδικοῦμε καὶ νὰ ἐπιβάλουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν λογική, τὸ δίκαιο καὶ τὴν δύναμη.  Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος Του βάζει στὴ θέση τῆς λογικῆς τὴ χάρι, στὴ θέση τοῦ δίκαιου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος, στὴ θέση τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως, τὴν θεϊκὴ δύναμη, τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι δίκαιος! Ἂν εἶναι δίκαιος, τότε «τίς ὑποστήσεται ἀπὸ προσώπου Αὐτοῦ;». Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ μπροστά Του; Ἐξασκεῖ μιὰ ἁγία ἀδικία ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· τὴν ἀδικία τοῦ ἐλέους. Αὐτὸ τὸ ἔλεος ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πηγὴ ποὺ λέγεται Τίμιος Σταυρός.

  Τί μᾶς λέει ὁ Σταυρός; Νὰ μὴν ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε τὸ δίκιο μας· ἂς ἀδικούμαστε. Νὰ μὴν παλεύουμε νὰ ἐπιβάλουμε τὴ δύναμή μας· ἂς ταπει­νούμεθα. Νὰ μὴν θέλουμε μὲ τὰ δεσμὰ τῆς λογικῆς νὰ συλλάβουμε τὸν ἀχώρητο στὸ μικρό μας μυαλουδάκι· ἂς ἀφήσουμε ἐκτεθειμένη τὴν ψυχή μας στὴ χάρι Του, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, οἱ πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Μεταμορφώσεως· ἀρέσκονται ὅλο στὶς χαρές, τὰ θαύματα, τὰ ὄμορφα πράγματα ἀπὸ τὴ πλευρὰ τῆς πίστεως. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πολλοί. Οἱ ἀληθινοὶ ὅμως χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Σταυρώσεως. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε σταυρό μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν σωτηρία μας. Καὶ πάνω στὸν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νὰ προβάλλουμε καὶ τοὺς δικούς μας τοὺς σταυρούς.

  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιες μέρες καθὼς μᾶς ὑπενθυμίζει δύο ἱστορικὰ γεγονότα, τὸ ἕνα τὴν Εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν βασίλισσα, τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τὴν Ἁγία Ἑλένη, καὶ τὸ δεύτερο τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο ὅταν τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Περσῶν, μᾶς δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑψώνεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, κυρίως ὅμως νὰ ὑψώνεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ φρόνημά μας ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι σταυρικὰ νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας.

  Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἢ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη μυστικὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ποὺ ἐπιτελεῖται διαρκῶς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴ τὴ γεύση τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέσα στὴν καρδιά μας εὐχόμαστε νὰ τὴν χαρίζει πλούσια ὁ σταυρωθεὶς Κύριος σὲ ὅλους μας. Ἀμήν!

    
Σεπτέμβριος 2024


ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔκανε μιὰ τομὴ καὶ ἔβαλε μιὰ βαθειὰ σφραγίδα στὴν ἱστορία. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ μιὰ τέτοια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐπέμβαση ἀγάπης στὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε. Ἔβαλε πρῶτον μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὸν χρόνο. Δεύτερον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν κτίση, τὴν ἄϋλο κτίση, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, διότι καὶ σὲ αὐτοὺς συνέβη κάποια ἀλλοίωση. Τρίτον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν φύση, τὴν ὑλικὴ φύση, τὴν οἰκουμένη.

  Κάθε φορὰ ποὺ περνᾶμε ἀπὸ κάπου καὶ κάνουμε τὸ σταυρό μας θαρρεῖς καὶ ἁγιάζεται ὁ ἀέρας, θαρρεῖς καὶ ἀλλάζει αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ὁ ὑλικὸς κόσμος. Δὲν μένει παρὰ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παγκοσμιότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητα νὰ μπεῖ τὸ κρίσιμο πετραδάκι. Καὶ αὐτὸ τὸ πετραδάκι εἶναι νὰ μπεῖ καὶ ἡ δική μας ἀλλοίωση ἀπὸ τὸν σταυρό· ἀλλοίωση πίστεως, σταυρωμένης πίστεως, ἀλλοί­ωση φρονήματος, σταυρικοῦ φρονήματος, ἀλλοίωση ζωῆς, πραγματικὰ ζωῆς θυσίας καὶ σταυροῦ.

  Σὲ αὐτὸ μᾶς προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, μαζὶ μὲ τὴν φύση, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ γίνει καὶ ἡ δική μας ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐκολία τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν λογική, στὸν σταυρὸ τὸν ἁγιαστικό.

  Ὅλη μας ἡ ζωή, ἡ ἀγωγὴ καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἑαυτός μας συνηγοροῦν στὸ νὰ διεκδικοῦμε καὶ νὰ ἐπιβάλουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν λογική, τὸ δίκαιο καὶ τὴν δύναμη.  Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος Του βάζει στὴ θέση τῆς λογικῆς τὴ χάρι, στὴ θέση τοῦ δίκαιου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος, στὴ θέση τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως, τὴν θεϊκὴ δύναμη, τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι δίκαιος! Ἂν εἶναι δίκαιος, τότε «τίς ὑποστήσεται ἀπὸ προσώπου Αὐτοῦ;». Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ μπροστά Του; Ἐξασκεῖ μιὰ ἁγία ἀδικία ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· τὴν ἀδικία τοῦ ἐλέους. Αὐτὸ τὸ ἔλεος ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πηγὴ ποὺ λέγεται Τίμιος Σταυρός.

  Τί μᾶς λέει ὁ Σταυρός; Νὰ μὴν ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε τὸ δίκιο μας· ἂς ἀδικούμαστε. Νὰ μὴν παλεύουμε νὰ ἐπιβάλουμε τὴ δύναμή μας· ἂς ταπει­νούμεθα. Νὰ μὴν θέλουμε μὲ τὰ δεσμὰ τῆς λογικῆς νὰ συλλάβουμε τὸν ἀχώρητο στὸ μικρό μας μυαλουδάκι· ἂς ἀφήσουμε ἐκτεθειμένη τὴν ψυχή μας στὴ χάρι Του, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, οἱ πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Μεταμορφώσεως· ἀρέσκονται ὅλο στὶς χαρές, τὰ θαύματα, τὰ ὄμορφα πράγματα ἀπὸ τὴ πλευρὰ τῆς πίστεως. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πολλοί. Οἱ ἀληθινοὶ ὅμως χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Σταυρώσεως. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε σταυρό μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν σωτηρία μας. Καὶ πάνω στὸν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νὰ προβάλλουμε καὶ τοὺς δικούς μας τοὺς σταυρούς.

  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιες μέρες καθὼς μᾶς ὑπενθυμίζει δύο ἱστορικὰ γεγονότα, τὸ ἕνα τὴν Εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν βασίλισσα, τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τὴν Ἁγία Ἑλένη, καὶ τὸ δεύτερο τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο ὅταν τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Περσῶν, μᾶς δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑψώνεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, κυρίως ὅμως νὰ ὑψώνεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ φρόνημά μας ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι σταυρικὰ νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας.

  Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἢ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη μυστικὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ποὺ ἐπιτελεῖται διαρκῶς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴ τὴ γεύση τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέσα στὴν καρδιά μας εὐχόμαστε νὰ τὴν χαρίζει πλούσια ὁ σταυρωθεὶς Κύριος σὲ ὅλους μας. Ἀμήν!

    
Σεπτέμβριος 2024


ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία δανείζεται ἐκφράσεις καὶ βασίζεται σὲ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προεικονίζεται καὶ προτυπώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μεταξὺ ἄλλων, οἱ ὑμνογράφοι τὶς ἀποδίδουν τέσσερα μοναδικὰ χαρακτηριστικά. Τὴν ἀποκαλοῦν κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, σκηνὴν ἐπουράνιον, ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην του οὐρανοῦ.

Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι τὸ πρόσωπό της φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἴδια τὸν φιλοξένησε στὴ μήτρα της καὶ ὁ Κύριος τὴν ἁγίασε. Ὑπάρχει γιὰ νὰ δείχνει τὶς συνεταγμένες τοῦ Θεοῦ, τὸν τόπο Του, τὴν παρουσία Του, καὶ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ φωτισμένη ὑπόδειξή της στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰω. β΄ 5), ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς προτρέπει στὴν ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ της. Ὅποιος τὴν βλέπει, βλέπει τὸν Θεό.

Ἀποκαλεῖται ὅμως καὶ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὄχι ἁπλῶς τόπος διαμονῆς ἢ φανέρωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τόπος ἀναπαύσεώς Του. Τόπος ποὺ πραγματικὰ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ἱκανοποίησε τὴν προαιώνια βουλή Του καὶ ἐξέφρασε τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὸ αἰώνιο θέλημά Του.

Χαρακτηρίζεται ἐπίσης καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο, τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματά Του, αὐτὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογική μας, αὐτὰ ποὺ καταργοῦν τὴν παχύτητα καὶ τὴ μικρότητά μας, αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴν ἄλλη λογικὴ καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν ἄλλη ζωή, καταδεικνύουν ἕναν ἄλλον κόσμο ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πτώσεως, ἕναν ἀληθινὸ κόσμο πέραν ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ ζήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ πρόσωπό της ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τὰ μυστικά του, καὶ αὐτὴ τὰ μοιράζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Παναγία λοιπόν δείχνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὸ θέλημά Του καὶ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριό Του. Αὐτὰ ὅλα δὲν ἀποτελοῦν ὅμως προνόμια ἢ ἔστω δῶρα πρὸς αὐτήν, τὰ ὁποῖα αὐτὴ τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ χαρίσματα ποὺ τὰ μοιράζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὸν κόσμο ὅλον, ποὺ τῆς δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ δίνει. Συνεπῶς κάθε ἕνας ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ πνευματικὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν γνωρίζει μόνον τὴν Παναγία, ἀλλὰ κυρίως εἰσέρχεται στὸν γνόφο τῆς παρουσίας, τοῦ θελήματος καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς θεότητος.

Τέλος, ἡ Παναγία εἶναι καὶ πύλη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι πέρασμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ πόθος τοῦ κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ γίνει οὐράνιος ἄνθρωπος, «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20), «τὰ ἄνω ζητοῦμεν, τὰ ἄνω φρονοῦμεν» (Κολ. γ΄ 1,2). Ἡ πύλη διὰ τῆς ὁποίας κανεὶς εἰσέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν οὐράνια κατάσταση, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅπως γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σὲ ἕναν χῶρο χρειάζεται ὁπωσδήποτε μία πόρτα, ἔτσι καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσερχόμεθα ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς λογικῆς, οὔτε ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἐμπαθοῦς βίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ Θεομητορικοῦ προσώπου. Τὸ ἠθικὸ πρότυπό της, ἡ προσφυγὴ στὴ μητρικὴ προστασία της, οἱ πρεσβεῖες της, ἡ χάρις της, ἡ μυστικὴ σχέση μαζί της διευκολύνουν τὴν ψυχὴ νὰ εἰσέλθει στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἐκφράζεται πληθωρικὰ μέσα ἀπὸ τὶς τόσο δημοφιλεῖς στοὺς Ὀρθοδόξους ἀκολουθίες τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων καὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Οἱ δύο πρῶτες ὑπογραμμίζουν τὴ μετοχὴ τῆς Θεοτόκου στὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀποτελεῖ δοξολογικὴ προσευχή ποὺ μᾶς βοηθεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς αἰώνιας δόξας της. Οἱ Παρακλήσεις τὴν φέρνουν κοντά μας, ἐνῶ οἱ Χαιρετισμοὶ μᾶς ἀνεβάζουν κοντά της.

Στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες ἐκφράζεται ἡ ἀμεσότητα τῆς σχέσης τῶν πιστῶν μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ ἡ βαθειά της κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ἀνάγκη τῆς προστασίας της σὲ περιστάσεις κινδύνων, θλίψεων, ἀσθενειῶν, ἀναγκῶν καὶ συμφορῶν. Ἡ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν καὶ τῶν πρεσβειῶν της, καθόσον «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Οἱ πρεσβεῖες της στηρίζουν τὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας ὅσο ἴσως τίποτε ἄλλο, γι' αὐτὸ καὶ στὶς λειτουργίες μας αὐτὲς ἐπικαλούμαστε, ψάλλοντας: «ταῖς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς».

Μὲ τὴν άκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅμως οὔτε νὰ τὸ κατανοήσουμε μποροῦμε οὔτε νὰ τὸ περιγράψουμε οὔτε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε• «Ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς ἅπας σοῦ τὸν τόκον νοεῖν». Αὐτὸ ὅμως, ἀντὶ νὰ σκανδαλίζει τὴ σκέψη, ταπεινώνει τὴν καρδιὰ καὶ γεννᾶ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴ σοφία, τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβασή Του. Μὲ ἄλλα λόγια, ζῶντας κανεὶς τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου, ὁμολογεῖ τὸ μυστήριο Τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Παναγία νὰ ἀποτελέσει καὶ τὴν δική μας μητέρα στὴν καθημερινή μας ζωή, τὸν ἀρωγὸ τῆς σωτηρίας μας, τὴν παραμυθία, τὸν συμπαραστάτη καὶ ταυτόχρονα τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλύπτει διαρκῶς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

    
Aὕγουστος 2024


ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Στὶς συναντήσεις Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται ὅλο καὶ μὲ καινοφανεῖς μορφές. Κάθε πρόσωπο καὶ κάθε ἐμφάνιση σημαδεύει κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο. ῞Οπως κατὰ τὴν γονιμοποίηση ἑνὸς ὠαρίου ἀπὸ ἕνα σπερματοζωάριο μπορεῖ νὰ προκύψουν ἄπειρα σχεδὸν διαφορετικὰ ζυγωτά, τὸ καθένα μὲ τὴν δική του πρωτόγνωρη γενετικὴ φυσιογνωμία, ὅπως οἱ ἄνθρωποι ὅσο κι ἂν μοιάζουμε δὲν ἔχουμε ἐπαναλαμβανόμενες μορφές, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ὁ καθένας μας εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δυνατότητα καὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δώσει μιὰ νέα ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ προσώπου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

  Ο Θεὸς λοιπὸν φαίνεται ἀπόμακρος, ἐπειδὴ ἡ ἔκφρασή Του στὴν δική μας ζωὴ καὶ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη, ἀδημιούργητη. Μόλις ὅμως γίνει ἡ συνάντηση μαζί Του, μιὰ καινούργια, πρωτότυπη, ἀνεπανάληπτη ἔκφρασή Του θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ πρόσωπό Του θὰ ἔχει δημιουργήσει μιὰ ἄγνωστη ὡς τώρα εἰκόνα Του, ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὁμοίωμά Του. Αὐτὸ σημαίνει συνάντηση μὲ τὸν Θεό. ῾Ο Θεὸς ἀπὸ ἐρώτημα, φιλοσοφικὸ ζητούμενο καὶ ἀμφισβήτηση γίνεται πλέον ἐμπειρία. ᾿Απὸ ἀπόμακρος καὶ δύσκολος γίνεται οἰκεῖος καὶ εὔκολος. Γίνεται «ὁ ἐν ἡμῖν».

  Συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ γεύεσαι τὸν τότε ἀπηγορευμένο ἀλλὰ τώρα εὐλογημένο καρπό. Δὲν ἦταν κακὸ νὰ γνωρίζουν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἦταν τῆς ὥρας. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἄλλοτε ἀπηγορευμένου καρποῦ. Τώρα εἶναι κακὸ νὰ μὴν γευθεῖς τὸν καρπό. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς θεογνωσίας. Τότε ὁ Θεὸς ζήτησε ὑπακοή· τώρα δίνει εὐκαιρία· προσφέρει εὐκαιρίες.

  Αὐτὴ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ καινούργιου ποὺ ἀγνοεῖται, τοῦ ἄγνωστου ποὺ ὅμως ἐλπίζεται, τοῦ μεγάλου ποὺ κρύβεται, τοῦ ρίσκου ποὺ ἀποφασίζεται δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φυσικὴ δύναμη ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας γιὰ νὰ Τὸν συναντοῦμε, νὰ γευόμαστε τὸ θεϊκὸ Του ποὺ μετέχεται.

  Εἶναι καμπύλος ὁ χῶρος Του, ὅπως τὸ σύμπαν. ῎Οχι εὐθὺς καὶ ἐπίπεδος. ῎Οχι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος. Δὲν εἶναι γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος χῶρος ποὺ γεννᾶ καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν ἐλευθερία σου. Χῶρος ὅπου τὸ καλὸ παύει νὰ εἶναι καλὸ ὅταν ὑπάρχει τὸ καλύτερο. ᾿Ατμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἡ ἐλάσσων ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν καταρρέει. ᾿Εδῶ ἐλευθερία δὲν εἶναι τὸ νὰ ἐπιλέγεις αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρεται, ἀλλά, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολὺ καλοῦ, διαρκῶς νὰ δημιουργεῖς τὸ καλύτερο.

  ῾Ο Θεὸς εἶναι σὰν μαύρη τρύπα, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ σύμπαν. Δὲν βλέπεται· διαπιστώνεται. ῎Εχει τόσο ἰσχυρὸ βαρυτικὸ πεδίο ποὺ τοὺς πάντας προσελκύει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ ἀναδίδει δὲν εἶναι ἡ ταυτότητά Του, ἀλλὰ ἡ δυνατότητά μας νὰ Τὸν διαπιστώνουμε γιὰ νὰ Τὸν πιστεύουμε.

  Εἶναι εὐγενὴς ὁ Θεός. Κρύβεται· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν ψάξουμε. ῾Η ἀγάπη Του ὑποτάσσεται στὸ αὐτεξούσιό μας· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν διεκδικήσουμε. Εἶναι πολὺ πολὺς καὶ πολὺ ἄλλος· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν τολμήσουμε.

    
Ἰούλιος 2024


ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ


welcome img

«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13)

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχει σὰν προορισμό Του νὰ φανερώνει τὸν Θεὸ στὴν ἱστορία καὶ στὴν Ἐκκλησία, νὰ Τὸν φανερώνει στὴν αἰώνια βασιλεία Του, παράλληλα δὲ νὰ φανερώνει τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, τὸν εἰκονισμένο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ λόγος, λοιπόν, ποὺ ὁ Κύριος μᾶς στέλνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ζήσουμε τὴ δική μας μεταμόρφωση καὶ τὴ φανέρωση τοῦ δικοῦ μας προσώπου, καὶ ἔτσι νὰ ἀλλάξουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον βλέπουμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν τρεῖς μεταμορφώσεις προσώπων πολὺ ἐντυπωσιακές. Ἡ μία εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου πάνω στὸ Ὄρος Θαβώρ, ὅπου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τοὺς τρεῖς εὐαγγελιστές, «ἐγένετο τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον» (Λουκ. θ΄, 29). Ἡ εἰκόνα τὴν ὁποία εἶχαν οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἰκόνα ἐντελῶς ἀνθρώπινη, εἰκόνα ἐντελῶς αἰσθητή, ἄλλαξε καὶ μετεμορφώθη καὶ φανερώθηκε γιὰ λίγο ἡ λάμψη τῆς θεότητός Του.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη μεταμόρφωση προσώπου. Ἀναφέρεται στὸ τέλος τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου. Ὁ Μωϋσῆς, ἀφοῦ παρέλαβε τὶς Δέκα Ἐντολές, ἀφοῦ διεμήνυσε ἀπὸ μακρυὰ πρὸς τὸν λαὸ τὰ ὅσα ὁ Κύριος τοῦ ἐπηγγέλθη, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ Ὄρος δοξάσθηκαν, λαμπρύνθηκαν τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του, ἐπειδὴ τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Θεός. «Δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν αὐτῷ» (Ἐξ. λδ΄ 29). Τέτοια ἀλλοίωση ὑπέστη τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν λάμψη καὶ τὴν δόξα, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ μακρυὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν ἀντικρύζουν, πολλῷ μᾶλλον νὰ τὸν πλησιάσουν.

Καὶ ἡ τρίτη μεταμόρφωσις προσώπου εἶναι ἡ ἀλλοίωσις τὴν ὁποία ἔβλεπαν ἀκόμη καὶ ἀκάθαρτα μάτια στὸ πρόσωπο τοῦ διακόνου Στεφάνου ὅταν ἀπελογεῖτο ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου. «Ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». (Πράξ. Στ΄ 15). Ἔλαμψε τὸ πρόσωπο του καὶ δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, αὐτὸ ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ βλέπουν, ἀλλὰ ἦταν ἕνα ἀγγελικὸ πρόσωπο.

Καὶ τὸ δικό μας πρόσωπο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει. Κι ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀλλάξει. Πρέπει νὰ ὑποστεῖ αὐτὴν τὴν μεταμόρφωση, ὥστε νὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ διαφορετικό, ἀναστημένο, ὄχι μὲ ἀνθρώπινα μάτια. Ἀντιστοίχως, πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ γεγονότα ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο, ἔξω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ἔξω ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ἔξω ἀπὸ τὴν στενότητά μας. Πρέπει νὰ βλέπουμε τὴ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴ παροδικότητά της καὶ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητά της, πέρα ἀπὸ τὴν μικρότητά της. Καὶ τέλος πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι ὅπως εἴμαστε, ἀλλὰ ὅπως θὰ εἴμαστε στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι μεγάλες ἀλήθειες αὐτές. Πολλὲς φορὲς πηγαίνουμε στοὺς πνευματικούς μας καὶ τοὺς μιλᾶμε τόσο ἀνθρώπινα καὶ θέλουμε κι αὐτοὶ νὰ μᾶς μιλήσουν ἀνθρώπινα. Κάνουμε τὴν προσευχή μας καὶ αὐτὴ εἶναι πεζή, κουραστική, προκλητικὰ φτωχὴ καὶ ἀνθρώπινη. Κι ὁ Θεὸς μᾶς ἀπαντᾶ πνευματικὰ καὶ δὲν Τὸν ἀναγνωρίζουμε. Ἐμεῖς Τὸν θέλουμε γιὰ ὑπηρέτη αὐτῆς τῆς ζωῆς. Θέλουμε τὴν Ἐκκλησία γιὰ βόλεμα τοῦ συναισθήματός μας, τῆς μικρᾶς καὶ στενῆς ἀντιλήψεώς μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα.  Νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο στὸν ἄλλον, ἀπὸ τὸν χρόνο λίγο στὴν αἰωνιότητα.  Νὰ ἀνοίξει ἡ καρδιά μας καὶ νὰ γευθεῖ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, νὰ δεχθεῖ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  

Οἱ μέρες αὐτὲς εἶναι μέρες ποὺ μᾶς καλοῦν σὲ μεταμόρφωση σὰν τὴν μεταμόρφωση τῶν ἀποστόλων. Κι αὐτοὶ δειλοὶ ἄνθρωποι ἦταν• ὄχι μόνον δειλοὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ὅμως μετεμορφώθησαν καὶ ὁδηγήθησαν στὸ μαρτύριο ὅλοι τους, μὲ ἐξαίρεση τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη. Αὐτοὶ ποὺ ἡ γλῶσσά τους ἦταν δεμένη, ἐκήρυξαν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ψαράδες ἦταν καὶ σὰν σοφοὶ μιλοῦσαν. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν κἂν νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς, στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς χάριτος, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς ἄνοιξαν τὰ στόματά τους καὶ Τὸν ὁμολόγησαν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Αὐτοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὸν λόγο Του, ἀπεκάλυψαν στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία τὸ μυστήριό Του.

Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Πεντηκοστή. Ἂς μὴν τὴν γιορτάσουμε σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ κάποτε συνέβη, ἀλλὰ ἂς τὸ μεταμορφώσουμε σὲ μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία ὁ καθένας μας. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ μεταμόρφωση δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε πνευματικά, δηλαδὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μπορεῖ ἡ ζωή μας νὰ ἔχει μιὰ ἠθικὴ ὑπογραφή, μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ποιότητα τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν ἀγώνα τῆς εὐτυχίας ἢ καὶ τῆς ἐπιτυχίας σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὴν θέα ὅμως τοῦ οὐρανοῦ, τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰωνιότητας, καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ γεύση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν θὰ τὴν ἀποκτήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπαναλαμβάνει τὸ προσκλητήριό της. Τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ σὲ μᾶς.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ νὰ γίνει, ὄχι σὰν ἀποτέλεσμα κάποιας δικῆς μας προσπάθειας, κυρίως ὅμως σὰν καρπὸς τῆς ταπεινώσεως τῆς δικῆς μας διαθέσεως καὶ τῆς φανερώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ταπεινὴ καρδιά μας. Ἀμὴν.

 
Πεντηκοστὴ 2024

 

Mήνυμα Αναλήψεως 2024
«Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου»

(ἀπὸ τὸ Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς)
welcome img

Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως, ἐνῶ ἀποτελοῦσε τὸ τέλος τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, στὴν οὐσία ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἂς μετα­φέρουμε λίγο τὸν νοῦ μας πέραν ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ ξεδιψάει, ποὺ ἀληθινὰ διαρκεῖ, ποὺ ποτὲ δὲν λήγει καὶ πάντα ἀφήνει βαθειὰ τὰ ἀποτυπώματά του μέσα στὴν ψυχή μας καὶ ἀποτελεῖ τὸν ἀληθινὸ ἑορτασμὸ καὶ τὴν πραγματικὴ πανήγυρη.

Ὁ Κύριος παίρνει τοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ ἀρχίζει νὰ τοὺς μυσταγωγεῖ στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, νὰ τοὺς φανερώνεται καὶ νὰ τοὺς προκαλεῖ λίγο τὸν διάλογο μὲ τὸν ἑαυτό Του ἀναστάντα. Καὶ ἐνῶ στὶς αἰσθήσεις τους πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ὑπῆρχε ὁ σταυρὸς καὶ ὁ πιστοποιημένος θάνατος, ἀρχίζει νὰ τοὺς ἀνοίγει τὸ μυαλὸ καὶ νὰ τοὺς ἐμφανίζεται, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ν τέρ μορφ» (Μᾶρκ. ιστ΄ 12). Ἀφοῦ ἀκριβῶς τοὺς βεβαιώνει μὲ ἀποδείξεις γιὰ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, τοὺς βγάζει σιγὰ-σιγὰ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου εἶναι τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἐκεῖ ἀρχίζει νὰ ἀναλαμβάνεται πρὸς τὸν οὐρανό, νὰ τοὺς δίνει τὴν εὐλογία Του, νὰ ἀποχωρίζεται, καὶ ἔκθαμβοι αὐτοὶ νὰ ἀντικρύζουν τὸν ὁριστικὸ πλέον αἰσθητὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Κύριο. Δύο ἄγγελοι τοὺς λένε: «Μὴν παραξενεύεσθε· αὐτὸς ὁ ὁποῖος τώρα σᾶς εὐλογεῖ καὶ ἀνέρχεται πρὸς τὸν οὐρανὸ, δὲν εἶναι μόνον ὁ ἀναστημένος διδάσκαλος, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Χριστός, ὁ Θεός».

Αὐτὸ έν συντομίᾳ εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως, τὸ ὁποῖο ἔχει δύο ὄψεις. Ἡ μία εἶναι ἡ ὁρατή, αὐτὴ ποὺ βλέπουμε ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ποὺ μᾶς τὴν παρουσιάζουν οἱ εὐαγγελιστὲς καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ μυστική, ἡ θεολογικὴ ποὺ συμβαίνει στὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἂς δοῦμε τὴν πρώτη ὄψη.

Λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ὅτι ὁ Κύριος «μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μᾶρκ. ιστ΄ 19). Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐπαναλαμβάνει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητές: «Ὑμεῖς δὲ καθίσατε δὲ ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ΄ 49)∙ ἐγὼ θὰ κάθομαι στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἐσεῖς ἐδῶ καθῖστε στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕως ὅτου θὰ σᾶς δοθεῖ ἡ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ὑπόσχεση μου νὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Μᾶς ἐμφανίζεται λοιπὸν ὁ Κύριος καθήμενος, ἀλλὰ καὶ οἱ μαθητὲς καθήμενοι περιμένοντας κάτι μεγάλο. Ὁ μὲν Κύριος καθήμενος ἐν δόξῃ νικηφόρος, ὁλοκληρώσας, πληρώσας τὴν ἀποστολή Του, τὴ θεία οἰκονομία· οἱ δὲ μαθητὲς μὲ προσδοκία ἀναμένουν νὰ δεχθοῦν αὐτὴν τὴ φοβερὴ θεϊκὴ δύναμη.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γι᾿ αὐτὴν τὴ δύναμη, τὴν ὑπόσχεση τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος ὑπάρχει μιὰ μεγάλη προϋπόθεση. Εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς πίστεως, ἡ σιγουριά, ὅτι πράγματι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Κύριος τοὺς μυστα­γωγοῦσε. Πῶς ἔρχεται αὐτὴ ἡ βεβαιότητα τῆς πίστεως;

 «Παρέστησεν αυτὸν ζντα μετὰ τ παθεν ατν ν πολλος τεκμηρίοις δι᾿ μερν τεσσαράκοντα πτανόμενος ατος» (Πράξ. α΄ 3). Φανέρωνε συνέχεια τὸν ἑαυτό Του στοὺς μαθητές ζῶντα μετὰ τὸ πάθος μὲ πολλὲς ἀποδείξεις καὶ ἐμφανίζοντάς Τον ἀναστάντα γιὰ σαράντα μέρες προτοῦ νὰ ἀναληφθεῖ. Τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς χάρισε ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζει ἡ σιγουριὰ τῆς πίστεως.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο φαίνεται ἀπὸ τὰ σημεῖα τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι ἐπιτελοῦσαν. Λέγει στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο «σημεα δ τος πιστεύ­σασι τατα παρακολου­θήσει» (Μᾶρκ. ιστ΄ 17). Ἀποδείξεις, σημεῖα, ἐνδεί­­ξεις, φανερώσεις σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι πιστεύουν εἶναι τὰ ἑξῆς: Πρῶτον, θὰ βγάζουν δαιμόνια στὸ ὄνομά μου. Δεύτερον, θὰ μιλοῦν γλῶσ­σες ἄγνωστες ὣς τώρα. Τρίτον, θὰ πιάνουν φίδια μὲ τὰ χέρια. Τέταρτον, καὶ ἂν πιοῦν ἕνα δηλητήριο δὲν θὰ τοὺς πειράξει. Καὶ πέμπτον, θὰ βάζουν τὰ χέρια τους πάνω σὲ ἀρρώστους καὶ θὰ θεραπευθοῦν. Αὐτὰ ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι. Σὰν νὰ λέγει ὁ Κύριος, «Μαθητές μου ἀληθινοί, ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ζωντανὴ τὴν πίστη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάνουν σημεῖα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν οἱ ἴδιοι». Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ βλέπουμε σημεῖα καὶ πρέπει νὰ μετέχουμε σὲ σημεῖα. Αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως μας καὶ αὐτὸ βεβαιώνει τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Γιὰ φαντασθεῖτε νὰ ἔχει κανεὶς προσευχὴ ποὺ νὰ λύνει προβλήματα. Γιὰ φαντασθεῖτε νὰ μπορεῖ νὰ στρέφεται στὸν Θεὸ καὶ νὰ παίρνει ἀπα­ντήσεις. Γιατί ὄχι; Ἢ ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινὸς καὶ ἀποδεικνύεται ἢ ὄχι καὶ τότε εἶναι κενὴ ἡ πίστη μας. Καὶ εἶναι ἀληθινός! Ἁπλῶς ἐμεῖς εἴμαστε ψεύτικοι, εἴμαστε ἄνθρωποι ἀμέτοχοι αὐτῆς τῆς πιστοποιημένης δυνάμεως ποὺ δίνει στὸν καθένα.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο, λοιπὸν, μετὰ τὴ βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ ἀπόδειξη τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴ δύναμη τὴν ὁποία δίνει στὸν κάθε πιστό.

Τὸ τρίτο εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς πίστεως διὰ τῆς εὐλογίας τῆς Ἀναλήψεως. Λέγει τὸ ἀπολυτίκιο «νελήφθης ν δόξ Χριστ Θεός ἡμῶν, χαροποιήσας τος μαθητάς, βεβαι­ωθέντων ατν δι τς ελογίας τι σ ε Υὸς το Θεοῦ, ὁ λυτρω­τὴς τοῦ κόσμου». Ὣς τότε μπορεῖ νὰ ἤσουν ὁ δάσκαλος, ὁ θαυματουργός, ὁ χαρισματικός, ὁ δυνατός, ὁ ἅγιος. Θεὸς ἀποδεί­χθηκες ὅτι εἶσαι τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπερφυσικὰ ἀναλαμ­βανόσουν μπροστά στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογία, τὴν ὁποία ὡς αἰώνια παρακαταθήκη χάριζες στοὺς μαθητές Σου καὶ δι᾿ αὐτῶν ἐκχωροῦσες στὴν Ἐκκλησία Σου.

Τέταρτη καὶ πέμπτη εἶναι ἡ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο ἀντιστοί­χως. «Κα σεσθέ μοι μάρτυρες ν τε ερουσαλὴμ κα ν ουδαί κα πάσ Σαμαρεί κα ως σχάτου τς γς» (Πράξ. α΄ 8). Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἐσεῖς ποὺ εἴχατε φόβο μέσα σας, θὰ γίνετε τόσο δυνατοὶ ποὺ θὰ μπορέσετε νὰ δώσετε τὴ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς θεότητός μου καὶ στὴν Ἰουδαία καὶ στὴ Σαμάρεια καὶ φυσικὰ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Τὸ μήνυμα τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας, ἡ ζῶσα δύναμη, αὐτὴ ποὺ θὰ σᾶς δώσω ἐγὼ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές, αὐτὴ θὰ σᾶς μεταμορφώσει ἀπὸ δειλοὺς καὶ περιορισμένων χαρισμάτων ἀνθρώπους σὲ δυνατοὺς μάρτυρες τῆς πίστεως, ποὺ θὰ δίνετε τὴ μαρ­τυρία τοῦ λόγου.

Καὶ τέλος, θὰ γίνετε μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ θὰ χύσετε μαρτυρικὰ τὸ αἷμα σας. Τὶ φοβερό! Τὸ εἶπε στοὺς ἕνδεκα ἀποστόλους· ἀπὸ τοὺς ἕνδεκα, μὲ ἐξαίρεση τὸν Ἰωάννη, οἱ δέκα ἔδωσαν καὶ τὸ αἷμα τους. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἀπόδειξη τῆς πίστεώς τους. Δὲν νοεῖται χριστιανὸς νὰ μὴν ζεῖ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του καὶ νὰ μὴν τὴν ἐκφράζει σὰν βίωμα δυνάμεως, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἕνα ἀδύνατο κεράκι ποὺ σβήνει μὲ τὸ πρῶτο φύσημα. Αὐτὴ ἡ πίστη «ἄχρι θανάτου» ἀποτελεῖ μιὰ ἀκόμη βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἀποδοχῆς τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πανηγύρεις σὰν τὴν παροῦσα θέλει νὰ γεμίσει τὶς ἄδειες ἀπὸ δύναμη καρδιὲς τῶν πιστῶν, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς. Ἔχουμε μιὰ πίστη, ὅπως προανέφερα, ἀδύνατη σὰν κέρακι ποὺ μόλις φυσήξει ὁ ἀσθενέστερος ἄνεμος σβήνει καὶ ἐξαφανίζεται. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ νὰ γίνουμε ἄσβεστες λαμπάδες. Εἴπαμε στὴν Ἀνάσταση «δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», πάρτε φωτισμὸ καὶ δύναμη ποὺ δὲν θὰ σβήνει ποτέ, θὰ εἶναι ἀνέσπερη, ἄληκτη, πραγματική, ἀληθινή. Ἀλλὰ τὶ φοβερὸ νὰ περιρρέουν στὶς πανηγύρεις καὶ στὶς ἐκκλησίες δίπλα μας αὐτὲς οἱ ἀλήθειες καὶ νὰ μὴν καταλαβαίνει τίποτα ἡ ψυχή μας. Τόσο ἀδύνατη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀλλὰ καὶ τόσο μεγάλη εἶναι ἡ χάρις.

Σᾶς δίνω τὴν εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπο­τελέσει ἀκράδαντη φετεινὴ προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ καθὼς θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ναὸ νὰ εἴμαστε σὰν τοὺς ἀποστόλους: νὰ εἴμαστε οἱ λίγοι ποὺ μεταμορφώνονται σὲ πολλούς, οἱ ἀδύνατοι ποὺ γίνονται λιοντάρια δυνά­μεως, οἱ ψεύτικοι ποὺ παλεύουν μὲ τὴν πτώση τους καὶ τελικὰ γίνονται ἀληθινοὶ καὶ δέχονται τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Τὶ καλύτερη εὐχὴ ἀλλὰ καὶ τὶ μεγαλύτερο πρᾶγμα ἡ εὐχὴ αὐτὴ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ πράξη καὶ ἐμπειρία.

Νὰ μᾶς ἀξιώσει τοῦ χρόνου ὁ Θεὸς ὅλοι μαζὶ νὰ γιορτάσουμε μὲ πνεῦμα ἀληθινὸ καὶ μὲ προσωπικὴ ἐμπειρία τὴν ἐπέλευση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως καὶ φυσικὰ στὴν ἐπικείμενη μεγάλη γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ Θεὸς μαζί μας!

Ὁ Θεὸς μαζί μας!

 

 

Ἀνάληψη 2024


Πηγή:Από το βιβλίο «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ» τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου

Mήνυμα M. Ἑβδομάδας 2024

welcome img

Ἡ πορεία μας μέσα στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ ἰδίως μέσα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσως φαντάζει κάπως δύσκολη καὶ λίγο δυσβάστακτη. Ζοῦμε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἴσως καὶ ὅλοι, νηστεύουμε ἀλάδωτα. Ἂν ὅμως νηστεία θεωρήσουμε μία στέρηση τὴν ὁποία δέχεται ἡ ψυχή μας καὶ ὄχι τὸ σῶμα μας, τότε δὲν νηστεύουμε αὐτὲς τὶς ἑπτὰ τελευταῖες μέρες. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς δὲν στερεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή μας αὐτὰ ποὺ ποθεῖ καὶ λαχταρᾶ, ἀλλὰ μᾶς προσφέρει τὸ καλύτερο τραπέζι μὲ τὰ πλουσιότερα ἐδέσματα. Αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα ὁ κάθε χριστιανὸς «καταλύει εἰς πάντα». Μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα πλούσια μέσα στοὺς ναοὺς καὶ μέσα στὶς ὄμορφες καὶ λαμπρὲς αὐτὲς ἀκολουθίες, ποὺ ἔχουν ἐξωτερικὴ πένθιμη μορφή, στὴν οὐσία ὅμως ἔχουν χαρακτῆρα θεολογικῆς πανηγύρεως.

Συχνὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς φαίνεται κάπως δύσκολος. Νοιώθουμε τὴν ἀλήθεια Του λίγο πικρή, γιατὶ ἑστιάζουμε τὴν προσοχή μας στὶς ἐξωτερικὲς φαινομενικὲς δυσκολίες. Σήμερα ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς λέει «ὄχι!». Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι πικρὴ οὔτε εἶναι ὅπως τὴν ἔχουμε μέσα στὸ μυαλό μας, κάπως στενή, σφικτή, κουραστική, κακόμοιρη. Ἐὰν στὸ νοῦ τοῦ καθενός μας ἡ ἀλήθεια συνδέεται μὲ ἀρνητικὰ αἰσθήματα, τότε δὲν τὴν κατέχουμε πραγματικά, διότι ἔχει μιὰ μοναδικὴ ὡραιότητα.

Εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει ἀλήθεια χωρὶς αἰσθητική καὶ χωρὶς ὀμορφιά. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεὸς ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἀλήθεια νὰ μὴν ἔχει μιὰ ὡραιότητα, τέτοια ποὺ νὰ ζεσταίνει κάθε πλησίασμά μας κοντά Του, τέτοια ποὺ νὰ δροσίζει κάθε ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς παρουσίας Του στὴ ζωή μας.

Λέγει ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς Μ. Ἑβδομάδος: «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστιάσιν πνευματικήν». Ὁ Nυμφίος, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, μᾶς προσκαλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι αὐτὸ τὸ πνευματικό, σ’ αὐτὴν τὴ συνεστίαση, καὶ ὁ ἴδιος μᾶς ἐνδύει μὲ τὴ στολὴ τῆς δικῆς Του ὡραιότητος. Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μόνο ὡραῖος, ἀλλὰ μᾶς παίρνει ἕναν - ἕναν καὶ μᾶς μεταγγίζει ἀπὸ τὴ δικὴ Του ὀμορφιὰ καὶ ὡραιότητα. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ὀμορφιά; Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ὡραιότητα; Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ κάλλος ποὺ ἔχει ὁ Νυμφίος, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας;

Τὸ πρῶτο κάλλος ποὺ ἔχει εἶναι τὸ ἠθικό. Διαβάζοντας τὴ ζωή Του μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή διακρίνουμε τὴ μοναδικῆς ὡραιότητος παρουσία Του. Ἡ ὀμορφιά Του ἔχει λεπτότητα καὶ μοναδικότητα, χαρακτηριστικὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ πρόσωπο Του μὲ μιὰ μορφὴ τέλειας ἰσορροπίας καὶ ἁρμονίας. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ἀνθρώπινο μυαλὸ πιὸ καθαρή, πιὸ κρυστάλλινη ἠθικὰ ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὴν προβάλλει καὶ ὡς πρότυπο γιὰ ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει καὶ ἡ κοινωνικὴ ὀμορφιά, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Χριστό, καθὼς ξεχύνεται στοὺς ἀνθρώπους ὡς ἔλεος, ὡς ἀγάπη, ὡς μοναδικὴ διδασκαλία, ὡς θαύματα, ὡς φροντίδα καὶ μέριμνα γιὰ τὴ ζωὴ ὅλων συλλογικὰ καὶ τοῦ καθενὸς ξεχωριστά. Εἶναι αὐτὸ τὸ ξεχείλισμα τοῦ δικοῦ Του κοινωνικοῦ χαρακτῆρος στὸν καθένα μας.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο κάλλος, ἀκόμη μεγαλύτερο. Εἶναι τὸ θεϊκό, τὸ θεολογικὸ κάλλος, αὐτὸ τῆς Μεταμορφώσεως, αὐτὸ τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἀστραπῆς τῆς δόξης Του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὁ Χριστὸς εἶναι πρότυπο ἠθικοῦ κάλλους, εἶναι πρότυπο κοινωνικοῦ κάλλους, φροντίδας, ἀγάπης καὶ μέριμνας σὲ μᾶς, εἶναι πρότυπο θεϊκοῦ κάλλους, ἀλλὰ εἶναι καὶ πρότυπο μυστικοῦ κάλλους, τὸ ὁποῖο προβάλλεται κατ΄ ἐξοχὴν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Τί παράδοξο! Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ ἀκούσουμε νὰ ἐπανα­λαμβάνεται ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα γιὰ τὸν Χριστό: «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ἡσ. νγ΄ 2). Ἔχασε τὸ εἶδος, τὴν ὀμορφιά Του, τὸ κάλλος Του ἀπὸ τὰ Πάθη, ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἀπὸ τὴ δοκιμασία Του. Ἡ ἀτιμία αὐτὴ τὴν ὁποία ὑπέστη ἀποτελεῖ καταστροφὴ τῆς ὡραιότητός Του, μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ ὁ καθένας μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐξωτερικοῦ Του κάλλους, προβάλλεται σὲ ἀντιδιαστολὴ τὸ μυστικὸ κάλλος Του.

Οἱ ἀκολουθίες αὐτὲς ὀνομάζονται «ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου» καὶ Νυμφίος σημαίνει γαμπρός. Ὁ γαμπρὸς πρέπει νὰ εἶναι ἑλκυστικός, γιὰ νὰ προσελκύει τὴν νύμφη· καὶ νύμφη εἶναι ἡ κάθε ψυχή. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Νυμφίο Τὸν παρουσιάζει μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὴ στιγμὴ τοῦ πάθους Του, γιατὶ τότε μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτοντας αὐτὴ τὴ μυστικὴ ὡραιότητα τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Του σὲ ὅλους μας.

Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα· αὐτὸ τὸ κάλλος ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, τὸ πνευματικὸ κάλλος. Κάθε χριστιανὸς ἀποτελεῖ εἰκόνα ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, ποὺ ἔχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει θεόμορφος, νὰ δείξει καὶ αὐτὸς ἐξ ἀνακλάσεως τὸ ἠθικό, τὸ κοινωνικό, τὸ θεολογικό, τὸ μυστικὸ κάλλος τοῦ Κυρίου. Λέγει ὁ 44ος ψαλμός: «Ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε, καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου, καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σοῦ, καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου» (Ψαλμ. μδ΄ 11-12). «Ἄκουσε κάθε ψυχή, στῆσε αὐτὶ καὶ ξέχασε καθετὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μέριμνά σου, συνήθειά σου, προσκόλλησή σου, ξέχασε ἀκόμη καὶ τὸν οἶκο τοῦ πατέρα σου, τὸ παρελθόν σου δηλαδή, καὶ ἄκουσε μέσα σου τὸν ἐνδιάθετο λόγο σου, δηλαδὴ τὴ συνείδησή σου, καὶ τότε θὰ ἐνδυθεῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος αὐτὸ τὸ θεϊκὸ κάλλος. Καὶ τότε ὁ βασιλέας Χριστὸς θὰ λαχταρήσει τὴ δική σου ὀμορφιὰ καὶ τὴ δική σου ὡραιότητα».

Αὐτὸς εἶναι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς ἑβδομάδας ποὺ διανύουμε: νὰ στολίσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ψυχή μας κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ὡραιότητος ποὺ ἔχει ὁ Χριστός.

Συνήθως οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε λίγο στυφοί, στενοί, μᾶς λείπει ἡ ὀμορφιὰ τοῦ βιώματος, ἡ ὡραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ θεϊκὸ κάλλος τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μᾶς προσκαλεῖ ὅλους σὲ μιὰ ἄλλη κατεύθυνση· νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ συνδυάσουμε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη μας στὴν ἀλήθεια. Ὅταν ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ζήσει τὴν ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους καὶ τῆς ὀμορφιᾶς γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε, τότε ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὴ ζωή μας. Τότε ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιθυμεῖ ὅλους ὅσο κι ἐμεῖς Τὸν ἐπιθυμοῦμε. Ἐμεῖς Τὸν προσεγγίζουμε καὶ μᾶς γίνεται ἐπιθυμητὸς μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Τοῦ γινόμαστε ὅμως οἱ ἴδιοι ἐπιθυμητοὶ μέσα ἀπὸ τὸ κάλλος καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς μας.

Εἶναι εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ δώσει Θεὸς σὲ ὅλους μας ἡ ζωὴ μας νὰ μὴν εἶναι μόνο μιὰ ἀνηφόρα πνευματικοῦ ἀγῶνα, ἀλλὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει μιὰ ἀπόλαυση πνευματικῆς ζωῆς. Τότε μέσα ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου θὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε αἰώνια τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀνταπόκριση τῆς Ἀναστάσεως Του.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!


Μ. Ἑβδομάδα 2024

ΜΗΝΥΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2024

«Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται»
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου
«Ἀπὸ τὸ καθ΄ ἡμέραν στὸ καθ΄ὁμοίωσιν»)


welcome img

Ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ὡς κοινὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση ὑπάρχει στὶς ψυχές μας εἶναι ἡ μεγάλη προσδοκία –συμπυκνωμένη αὐτὴ τὴ στιγμή– τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς. Ὑπάρχει μπροστά μας μιὰ ὁλόκληρη περίοδος γεμάτη ἀπὸ πνευματικὲς εὐκαιρίες καὶ ἀντιμέτωπή της εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι κατανοοῦμε πόση ἀνάγκη ἔχουμε νὰ ἀνεβοῦμε λίγο πρὸς τὰ πάνω, κάπως νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μας, νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ νὰ μπολιαστεῖ ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν τρόπο αἰσθητὸ καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτελεσματικό. Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ καθενός μας ὁ πόθος καὶ ἡ θεία καὶ ἱερὴ προσδοκία γιὰ κάτι ἀνώτερο, γιὰ κάτι ἀλλιώτικο, γιὰ κάτι πνευματικό­τερο καὶ οὐσιαστικότερο στὴ ζωή μας.

Βρισκόμαστε λοιπόν στὰ πρόθυρα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη περίοδος τοῦ ἔτους, ἡ πιὸ κατανυκτική, ἡ πιὸ πλούσια σὲ πνευματικὲς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες. Στοὺς ναοὺς ὑπάρχει κατανυκτικότερη ἀτμόσφαιρα ἐξωτερικά: πέφτει ὁ φωτισμός, σκουραίνουν τὰ χρώματα, μαζεύεται ὁ καθένας μας περισσότερο μέσα του. Ἀλλάζει καὶ ὁ χαρακτήρας τῶν ἀκολουθιῶν: ἔχουμε ὄχι τὶς γνωστὲς λειτουργίες, ἀλλὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ σὲ κάποιες ἔκτακτες περιστάσεις. Ἀκόμα, ὑπάρχουν οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοί, οἱ Χαιρετισμοί, τὰ Μεγάλα Ἀπόδειπνα, ὁ Μέγας Κανών, ὁ χαρακτήρας τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ποὺ ἔχουμε μπροστά μας κ.ο.κ. Καὶ ἡ σφραγίδα ποὺ διέπει τὴν ταυτότητα αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ἡ αὐστηρὴ νηστεία.

Πῶς λοιπὸν θὰ μπορούσαμε αὐτὴν τὴ στιγμὴ νὰ βοηθήσουμε λίγο τὴν ψυχή μας, ποὺ εἶναι δύσκαμπτη καὶ κλειστή, κάπως νὰ ἀνοίξει, νὰ γίνει πιὸ εὐέλικτη, πιὸ εὐκίνητη περὶ τὰ πνευματικά, καὶ νὰ μπορέσει νὰ θέσει σὲ ἐφαρμογὴ αὐτὸ ποὺ ἔχει σὰν ὄνειρο, σὰν πόθο καὶ σὰν προσδοκία, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ εἴσοδος τῆς χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φανερωθεῖ κάποιο ἀποτέλεσμα στὴ ζωή μας; Πολλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Ἀς σταθοῦμε σὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτη­ριστικά, ποὺ νομίζω ὅτι προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν τροπαρίων ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο τὸ πρωὶ καὶ τὸ βράδυ στὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἀγώνας. Θέλει ἡ ψυχή μας μιὰ ἀπόφαση γιὰ ἀγῶνα. Ὄχι γιὰ χαλάρωση, ἀλλὰ γιὰ ἔνταση. Νὰ κάνει κανεὶς ὅ,τι μπορεῖ. Νὰ καταβάλει τὴ μεγαλύτερη προσπάθεια. Νὰ μπορέσει νὰ στοχεύσει στὸ τί ἀκριβῶς χρειάζεται ἡ ψυχή του. Λέγει ἕνα τροπάριο στοὺς αἴνους «τ στάδιο τν ρετν νέῳκται». Μιλάει γιὰ ἕνα στάδιο ἀρετῶν καὶ ἀγώνων ποὺ ἔχει ἀνοίξει «κα ο βουλόμενοι θλσαι εσέλθετε». «Ἀντιμαχησόμεθα», συνεχίζει παρακάτω – πρέπει δηλαδὴ νὰ ἀνταποδώσουμε μὲ τρόπο μαχητικὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δεχόμαστε, γιὰ νὰ μπορέσουμενὰ ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ προχωρήσουμε σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα. Μιλάει γιὰ τὴν προσευχή ὡς θώρακα, γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη ὡς περικεφαλαία, γιὰ τὴ νηστεία ὡς μάχαιρα. Χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνωδὸς μιὰ πολεμικὴ διάλεκτο καὶ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται σὲ μιὰ φιλολογικὴ συγκυρία, ἀλλὰ στὸ ὅτι στοχεύει νὰ περιγράψει τὸ φρόνημα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ριχθεῖ στὸ στάδιο καὶ στὸ «πέλαγος» αὐτῆς τῆς περιόδου.

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ κάθε μέρα, κάθε λεπτὸ νὰ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ τοποθετεῖται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογεῖται, διακρί­νοντας στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὰ ἐλαττώματα, τὶς ἀδυναμίες, τὰ πάθη ἐναντίον τῶν ὁποίων καὶ πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ. Λέγει πάλι ἕνα τροπάριο ὅτι καλὴ εἶναι ἡ νηστεία, ἀλλὰ ὅπως θὰ κάνουμε τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων» (τῶν φαγητῶν δηλαδή), κατὰ ἕναν ἀνάλογο τρόπο θὰ πρέπει νὰ κάνουμε καὶ τὸν οὐσιαστικότερο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Καὶ ἔχουμε ὅλοι μας πάθη! Πάθη κρυμμένα, πάθη τὰ ὁποῖα δὲν θέλουμε νὰ ὁμολογοῦμε οὔτε στὸν ἑαυτό μας, πάθη καὶ ἀδυναμίες ποὺ βασανίζουν τὴν ψυχή μας καὶ ποὺ τὴν κρατοῦν δέσμια ἀπαγορεύοντάς της νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ πετάξει λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο βρίσκεται.

Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι νὰ ἐντοπίσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ συνεργία καὶ βοήθεια τῶν πνευματικῶν μας, μέσα στὶς στιγμὲς τῆς ἡσυχίας μας, νὰ διακρίνει ὁ καθένας μας τὸ δικό του πάθος – ὄχι τοῦ διπλανοῦ του ἀπὸ τὸ ὁποῖο θέλει ὁ ἴδιος νὰ ἀπαλλαγεῖ, ἀλλὰ τὴ δική του ἀδυναμία, τὴ δική του δουλεία, τὴ δική του ἁμαρτία, αὐτὴν ποὺ καὶ στὸν ἑαυτό του ἀκόμη ἀρνεῖται νὰ ὁμολογήσει.

Ἡ εὐκαιρία τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σὲ ἕναν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς φύσεώς μας. Ἔχουμε ὅλοι τὴν τάση τῆς λαιμαργίας, ἔχουμε ὅλοι ὁρμὲς ἐσωτερικὲς στὸ σῶμα μας. Νὰ μιὰ καλὴ λοιπὸν εὐκαιρία νὰ ἀρχίσουμε: ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀπὸ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ εἶναι ἴσως ἐξωτερικό, εἶναι ὅμως καὶ τόσο σημαντικὸ – γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἔχει καλὰ ριζωμένο στὴ ζωή, τὴν παράδοση καὶ τὴν ἐμπειρία της.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο στὸ ὁποῖο θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ τὸ παίρνουμε ἀπὸ τὴν λέξη ποὺ προσδιορίζει τὸν ἑσπερινὸ τῆς συγχωρήσεως. Αὐτὸ πού ζητάει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ διπλῆ συγχώρηση: μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ μὲ τὸν Θεό.

Τί θὰ πεῖ συγχώρηση; Συγχώρηση θὰ πεῖ νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ φιλοξενηθεῖ στὸν χῶρο της ὁ συν­άνθρωπός μας, ὁ γείτονάς μας, ὁ συγγενής μας, ἡ γυναίκα ἢ ὁ ἄντρας μας, τὰ παιδιά μας, τὰ ἀδέλφια μας, οἱ συνάνθρωποί μας – ὅποιος μᾶς περιβάλλει καὶ ὅποιος ἐνδεχομένως μᾶς δημιουργεῖ κάποια δυσκολία στὴ σχέση μας μαζί του. Εἶναι τόσο δύσκολο πολλὲς φορὲς νὰ ἔχουμε τὴν ἀρχοντιὰ νὰ ζητήσουμε οἱ ἴδιοι συγγνώμη! Ἢ νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δεχθοῦμε τὴν αἴτηση τῆς συγγνώμης ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ νὰ διαγράψουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς χωρίζει, αὐτὸ ποὺ μᾶς πικραίνει, αὐτὸ πού μᾶς κάνει ὄχι μόνο νὰ μὴ νοιώθουμε τὸν διπλανό μας σὰν ἀδελφὸ, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν νοιώθουμε κἂν σὰν πλησίον.

 «Σύν-χώρεση»· αὐτὸ τὸ «σὺν» σημαίνει «μαζί». Τὸν ἀγῶνα αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν κάνουμε, ὅπως μᾶς λέγει ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα ἀπὸ μιὰ ζωὴ συμφιλίωσης – κι ἐδῶ ὑπάρχει τὸ «σύν». Ἡ συγχώρηση ὁδηγεῖ στὴ συμφιλίωση, ἡ συμφιλίωση στὴ συναδέλφωση, ἡ συναδέλφωση στὴ συμπόρευση, στὴ συνάθληση, καὶ τέλος σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει, στὴν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ νὰ γίνουμε σύμψυχοι, «τ ν φρονοντες» (Φιλ. β΄ 2), «μι ψυχ συναθλοῦντες» (Φιλ. α΄ 27)· νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι σὰν μία ψυχή, μὲ ἕνα κοινὸ φρόνημα, ἑνωμένοι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ Αὐτὸς δίδαξε καὶ ἐνέπνευσε σ’ ἐμᾶς.

Τί ὡραῖες λέξεις! «Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδέλφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», καὶ ἡ κατάσταση τοῦ νὰ εἴμαστε «σύμψυχοι» – μὲ μία ψυχὴ ἑνωμένοι.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη σκάλα, ποὺ προκύπτει ἀπὸ μία ἄλλη συγχώρηση, τὴν συγχώρησή μας ἀπὸ τὸν Θεό. Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ Αὐτόν! Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει πού μᾶς κάνουν δύσκολη τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στὴ ζωή μας! Ἐμεῖς φταῖμε ποὺ δημιουργοῦμε τὴν ὁμίχλη τῶν παθῶν μας, ἐμεῖς φταῖμε ποὺ ἔχουμε αὐτὴν τὴ θολούρα τῶν ἀδυναμιῶν μας. Μᾶς λείπει ἡ ἀρχοντιὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς ὁμολογίας τῆς ἁμαρτίας μας.

Οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῶν τριῶν τελευταίων Κυριακῶν (ἡ πρώτη τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἡ δεύτερη τοῦ Ἀσώτου καὶ ἡ τρίτη τῆς Κρίσεως), ἔχουν μεταξύ τους ἕνα κοινὸ σημεῖο: παρουσιάζουν τὴν ἁμαρτία ὡς ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε τὸν Τελώνη νὰ πηγαίνει στὸν ναό, γιὰ νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ λέγοντας: « Θες λάσθητί μοι τ μαρτωλ» (Λκ. ιη΄ 13). Ἐνῶ ὡς Τελώνης ἁμάρτησε ἔναντι τῶν συνανθρώπων του, συγχώρηση ζητάει πρωτίστως ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τοῦ ναοῦ.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἄσωτος: «μαρτον ες τν ορανν κα νώπιόν σου κα οκέτι εμ ξιος κληθναι υός σου» (Λκ. ιε΄ 21), λέγει πρὸς τὸν πατέρα του: «Ὁ πρῶτος ἔναντι τοῦ ὁποίου ἁμάρτησα δὲν εἶσαι ἐσύ, ὁ πατέρας μου, ποὺ κατασπατάλησα τὴν περιουσία σου, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ ὁποίου κατέχρανα τὴν εἰκόνα, λέρωσα καὶ σπίλωσα τὴν τίμια εἰκόνα μὲ τὴν ὁποία περιποιήθηκε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὑπόστασή μου».

Καὶ στὴν τρίτη παραβολή, τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ νὰ λέει: «πείνασα κα οκ δώκατέ μοι φαγεῖν, δίψησα κα οκ ποτίσατέ με» (Μτθ. κε΄ 42)– «αὐτὸ ποὺ δὲν κάνατε στὸν συνάνθρωπό σας δὲν τὸ κάνατε σὲ μένα· στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ εἶμαι ἐγώ, ἄρα ἡ ἁμαρτία σας εἶναι ἁμαρτία ποὺ ἀνάγεται σὲ ἐμένα».

Καὶ οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἔχουν σὰν βάση τους τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία, τὴ φιληδονία, τὴ φιλοϋλία, τὴ φιλαργυρία, τὸν ὑλισμό, τὴν πνευματική μας μυωπία, εἶναι ἁμαρτίες ἐσωτερικές, ἁμαρτίες ποὺ τὶς ζοῦμε μέσα μας καὶ μᾶς τρῶνε τὰ σωθικά. Εἶναι ἁμαρτίες ποὺ καταστρέφουν καὶ καταβροχθίζουν τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἀποτελοῦν ὅλες μαζὶ τὴ μία ἁμαρτία ποὺ διαπράττουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔβαλε τὴ σφραγίδα τῆς εἰκόνας Του, καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ φτάσουμε μὲ τὴ χάρι Του στὴν ὁμοίωσή Του. Κι ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση. Κι ἔτσι, ζοῦμε σ’ αὐτὴν τὴ ζωώδη κατάσταση τῆς καθημερινότητάς μας. Δὲν μεταμορ­φώνεται ὁ ἑαυτός μας, δὲν ἀναγεννᾶται, δὲν ζεῖ κάπως πιὸ πνευματικά.

Στεκόμαστε λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητοῦμε αὐτὴν τὴ δεύτερη συγχώρηση. Ἀφοῦ συμφιλιωθοῦμε μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τοὺς διπλανούς μας, καὶ αἰσθανθοῦμε λιγάκι ὅτι γκρεμίζονται τὰ τείχη ποὺ μᾶς χωρίζουν, προχωροῦμε στὴν ἄλλη συμφιλίωση, τὴ συμφιλίωση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα μας. Αὐτὴ ἡ συμφιλίωση, αὐτὴ ἡ συγχώρηση βάζει τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Κι ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ἐσωτερικοί, οἱ πνευματικοὶ ἀναστεναγμοὶ τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειάς Του μέσα στὴν καρδιά μας. Ἔτσι μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ Τὸν ἔχουμε τὸν Θεό.

Ὑπάρχουν ἄλλα δύο «συν-» τῆς «συν-χώρησης». Λέγεται στὸ βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου (καὶ περιγράφεται ἀναλυτικὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο) πὼς σὲ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα ποὺ κάνουμε, ζητοῦμε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν συμπαράσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ Αὐτὸν, Τὸν καθιστᾶ «συνεκπολεμοῦντα» (πρβλ. Δευτ. α΄ 30) μαζί μας – αὐτὸς νὰ πολεμᾶ γιὰ ἐμᾶς καὶ νὰ φέρνει σὲ πέρας τὸν δικό μας ἀγῶνα.

Κι ἀκόμη παραπάνω, ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε «συμπορευόμενοι» μὲ Αὐτόν. Ὄχι νὰ συμπορεύεται ὁ Θεὸς στὸν δικό μας ἀγῶνα –αὐτὸ εἶναι τὸ προηγούμενο– ἀλλὰ νὰ συμπορευόμαστε ἐμεῖς στὴ δική Του πορεία καὶ ὁδό. Τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων θὰ ψάλλουμε: «συμπο­ρευθμεν Ατ κα συσταυρωθμεν κα νεκρωθμεν δι’ ατὸν τας το βίου δοναῖς». Αὐτὴ ἡ συγχώρηση ποὺ θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ μᾶς δώσει μὲν τὴν αἴσθηση ὅτι στὸν ἀγῶνα μας καὶ στὴν πορεία μας εἶναι καὶ Αὐτὸς συνοδοιπόρος, ἀλλὰ ταυτόχρονα θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὸ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ πορευθοῦμε τὴ δική Του ὁδό· νὰ συσταυρωθοῦμε, νὰ ζήσουμε τὸ πάθος Του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συζήσουμε μαζί Του καὶ νὰ συναναστηθοῦμε.

Τί εὐλογημένη ποὺ εἶναι ἡ συγχώρηση! Πόσο, ὅμως, δύσκολα βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχή μας μερικὲς φορές. Τί ὡραῖο πράγμα νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν τείχη ἀνάμεσά μας. Οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι κακοὶ, εἶναι ἀδελφοί μας. Δὲν εἶναι ἐχθροὶ καὶ ἐμπόδια στὴν πορεία μας, ἀλλὰ εὐλογημένες εὐκαιρίες στὸν ἀγῶνα μας.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο. Εἶναι τὸ στοιχεῖο τς χαρς. Ξεκινοῦμε μὲ ἕναν ἀγῶνα. Ξεκινοῦμε μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς συμφιλίωσης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τῆς συγχώρησης μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνεται ὄχι μὲ μίζερη καρδιὰ ἀλλὰ μὲ μεγάλη καὶ ἐσωτερικὴ χαρά. «Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα», λέγει τὸ τροπάριο – αὐτὸ τὸν ἀγῶνα μὲ χαρὰ νὰ τὸν κάνουμε. Σὲ ἄλλο σημεῖο λέγει: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν» – ἔφθασε ἡ λάμψη καὶ ὁ φωτισμός Του στὴν ψυχή μας. Ἔλεγε νὰ εἴμαστε «πνευματικς ναγαλλιώμενοι» – νὰ εἴμαστε γεμάτοι ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἔτσι νὰ ξεκινήσουμε. Καὶ τὰ τροπάρια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδος ὑπογραμμίζουν τὴν ἀνάγκη νὰ διεξαγάγουμε αὐτὸ τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ διεξέλθουμε τὴν πορεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χαρούμενα.

Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα τέταρτο γνώρισμα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς: ὁ στόχος τῆς Ἀναστάσεως, «ξιωθείημεν κατιδεν τ γιον Πάσχα». Νὰ φτάσουμε δηλαδὴ εὐλογημένα στὸ τέλος καὶ στὸν στόχο μας, ποὺ εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ· ὄχι ἀσφαλῶς μὲ ἐξωτερικοὺς μόνο τρόπους ἀλλὰ κυρίως μὲ πνευματικούς – νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ζήσει αὐτὴν τὴ χαρὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

Ἔχουμε μπροστά μας μιὰ ἐκπληκτικὴ εὐκαιρία, μὲ μοναδικὲς ἀφορμὲς καὶ μὲ ὄμορφες δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ ξεκινήσει φιλότιμα καὶ ὅσο πιὸ ἔντονα μπορεῖ, αὐτὸ τὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων», ἀλλὰ καὶ τῆς νηστείας τῶν παθῶν· νὰ συγχω­ρεθοῦμε μεταξύ μας καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε, νὰ μὴ νομίζουμε ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος ἐναντίον μας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του, αὐτὸς ποὺ φέρνει ὁ Θεὸς στὸν δρόμο καὶ τὴν πορεία μας. Καὶ ἔτσι ἀγκαλιασμένοι, ἑνωμένοι καὶ σύμψυχοι, ἀφοῦ ζητήσουμε καὶ τὴ συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, νὰ φτάσουμε γεμάτοι χαρὰ στὸν στόχο μας ποὺ εἶναι ἡ βίωση τῆς εὐλογίας τῆς Ἀναστάσεως.

Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πράγματι νὰ εἶναι παρὼν αὐτὲς τὶς μέρες στὴ ζωή μας –στὴ ζωὴ ὅλων!– νὰ συνεκπολεμεῖ μαζί μας καὶ νὰ φέρνει εἰς πέρας τὸν ἀγῶνα μας. Καὶ καθὼς θὰ περνᾶνε οἱ ἑβδομάδες καὶ θὰ πλησιάζουμε «γγύτερον τε ἐπιστεύσαμεν» (πρβλ. Ρωμ. ιγ΄ 11), ἢ ὅτε ξεκινήσαμε τὸν ἀγῶνα μας πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νὰ νοιώθουμε ἤδη τὴν αὔρα τῆς παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στὴ ζωή μας.

Καλὴ καὶ εὐλογημένη Μ. Τεσσαρακοστή!                                    


Μ. Τεσσαρακοστή 2024

pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

 

welcome img

Τό Σαρανταήμερο, ὅπως ὀνομάζεται ἡ περίοδος ποὺ διανύουμε, δηλαδὴ οἱ σαράντα μέρες νηστείας πού προηγοῦνται τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, διακρίνεται ἀπό τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς τοῦ Πάσχα, καὶ ἴσως δὲν εἶναι καὶ τόσο σωστὸ νὰ ἀποκαλοῦμε καὶ αὐτὴν τὴν περίοδο Σαρακοστή.

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἔχει ὡς βάση της κυρίως τὴ μετάνοια καὶ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἀντίθετα, τὸ Σαρανταήμερο τῶν Χριστουγέννων, ἔχει ὡς βάση του τὴν προσδοκία τοῦ Θεοῦ, τό νὰ θελήσει κανεὶς τὸν Θεό, νὰ τὸν ποθήσει, νὰ τὸν προσμένει καὶ νὰ ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὴν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ στὴν καρδιά καὶ στὴ ζωή του.

Τὰ Χριστούγεννα δὲν ἁπλὰ μιὰ ὑπόμνηση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνὸς ἱστορικοῦ προσώπου, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐνανθρω­πήσεως τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, φοράει τὸ ἔνδυμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀποκτᾶ τὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα θεόν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται», δηλαδὴ ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς, ὥστε κατὰ χάριν νὰ μᾶς καταστήσει θεούς σὰν Ἐκεῖνον. Αὐτὴ εἶναι ἡ προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλων μας ἀνεξαιρέτως. Ἀντικρύζουμε ἀσφαλῶς τὸ δρᾶμα τοῦ κόσμου, τὴν ἁμαρτία, τὴν ἐκτροπή, τὴ διαστροφή, τὴν ἀθεῒα, τὴν ἄρνηση, τὴν ἀπομά­κρυνση καί διερωτώμαστε πῶς εἶναι δυνατόν νὰ συμβαίνουν ὅλα αὐτά, τὴ στιγμὴ μάλιστα πού δὲν συμβαίνουν μόνον γύρω μας, ἀλλὰ δυστυχῶς κυριαρ­χοῦν καί μέσα μας.

Εἴμαστε μὲν πλασμένοι «κατ΄ εἰκόνα καί καθ΄ὁμοίωσιν Θεοῦ», μάλιστα προορισμένοι νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του, παρὰ ταῦτα εἴμαστε ὑποδουλωμένοι στὴν ἁμαρτία, ὑποκείμενοι σὲ ἀδυναμίες, σὲ πάθη. Εἶναι τόσο ριζωμένη ἡ ἁμαρτία στὸν κόσμο καὶ μέσα μας, ποὺ διερωτᾶται κανεὶς ἂν καὶ πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσουμε θεϊκὰ χαρακτηριστικά, νὰ γίνουμε θεόμορφοι, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ «ἀρχαῖον κάλλος» τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, στὴν παλιὰ της δόξα; Εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πιστέψει κανεὶς ὀρθολογιζόμενος, εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ τὸ δεχθεῖ κανεὶς ταπεινούμενος. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τό γεγονὸς πού ἑτοιμα­ζόμαστε νὰ γιορτάσουμε· τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας ὥστε νὰ ὑποδεχθεῖ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ βρεθοῦμε σὲ σχέση κοινωνίας μαζί Του.   

Τὰ Χριστούγεννα ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τὰ ὡραῖα ἔθιμα, δὲν εἶναι τὰ δεντράκια, δὲν εἶναι οἱ φωτισμοί, δὲν εἶναι οἱ κουραμπιέδες καὶ τὰ γλυκίσματα, δὲν εἶναι ἀκόμη καί ἡ οἰκογενειακὴ σύναξη. Δὲν εἶναι πάλι μόνον τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πού κάνουμε, ἢ ἀπὸ μόνες τους οἱ ἀκολουθίες, πού βέβαια εἶναι πάρα πολύ ὡραῖες, ὅπως καὶ οἱ συνήθειες, τὰ ἔθιμα καὶ οἱ ἐκδηλώσεις. Αὐτὰ εἶναι πολὺ ὄμορφα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετά.

          Αὐτὸ τὸ ὁποῖο καλεῖται ὁ κάθε πιστὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ ζήσει εἶναι νὰ καλλιεργήσει αὐτὴν τὴν πίστη καὶ τὸν πόθο, τὴν προσδοκία καὶ τὴν προσμονὴ τοῦ νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα του, νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ νὰ τὸν κάνει θεόμορφο, χριστόμορφο ἄνθρωπο, νὰ ἀποκτήσει δηλαδὴ τὰ χαρα­κτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, κυρίως ὅμως ἀπὸ τὴν ἔλευση τῆς χάριτος.  

Γι΄ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ἡ περίοδος αὐτὴ στηρίζεται στὴν προσδο­κία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλη Τεσσαρακοστῆς στὴ μετάνοια. Ὄχι ὅτι καὶ τώρα δὲν ὑπάρχει ἡ μετάνοια· ἡ μετάνοια πάντοτε πρέπει νὰ ὑπάρχει, καθὼς καὶ ἡ προσδοκία. Ἁπλῶς ὑπογραμμίζονται αὐτὲς οἱ ἔννοιες στὶς ἀντίστοιχες περόδους τῆς νηστείας. Ἔτσι, ἡ νηστεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι αὐστηρὴ νηστεία. Κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει καθόλου κατάλυση, οὔτε ἐλαίου, ὅλες τὶς ἡμέρες, πλήν τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς Κυριακῆς. Δὲν παρεμβάλλονται ἐπίσης πολλὲς γιορτές γιὰ νὰ ἔχουμε διαλείμματα πανηγύρεων. Ἀλλὰ σὲ ὅλην ἐκείνην τὴν περίοδο ὁ βασικὸς στόχος πού ἔχουμε εἶναι νὰ στραφοῦμε μέσα μας, νὰ ταπεινωθοῦμε, νὰ καθαρθοῦμε, γιὰ νὰ ζήσουμε τὸ μυστήριο τοῦ Πάθους καί νὰ μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὰ τροπάρια εἶναι κατανυκτικά, εἶναι τροπάρια μετανοίας, ὁ διάκοσμος τῶν ναῶν εἶναι σκοτεινός, τὰ χρώματα ὑποτονισμένα, τὰ πάντα προσδίδουν ἕναν χαρακτήρα πένθους, ἂν καὶ χαροποιοῦ. Αὐτὸς ὁ πένθιμος χαρακτήρας ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὸν Θεό καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ φιλοτιμηθοῦμε στὴν μετάνοια καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ θεϊκὴ ἀγκαλιά.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ περίοδος τοῦ Σαρανταημέρου ποὺ διανύουμε εἶναι χαρμόσυνη. Ἔχουμε μεγάλες γιορτές, ὅπως τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Μετὰ ἀκολουθεῖ μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ μνῆμες μεγάλων ἁγίων, τῆς ἀγίας Αἰκατερίνης, τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέου, τῆς ἁγίας Βαρβάρας, τοῦ ἀγίου Σάββα, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τῆς ἁγίας Ἄννης, τοῦ Ἁγίου Σπυρἰδωνος κ.ο.κ. Ἐπίσης ἔχουμε τὶς ἑορτὲς τῶν μικρῶν προφητῶν, ὅπως τοῦ προφήτου Ὀβδιού, τοῦ προφήτου Σοφονίου, Ἀββακούμ, Ζαχαρία. Εἶναι οἱ προφῆτες οἱ ὁποῖοι μίλησαν καί ὑπεγράμμισαν αὐτὴν τὴν προσδοκία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐσωτερικὴ λαχτάρα νὰ ἔλθει ὁ Κύριος ἀνάμεσά μας γιὰ νὰ μπορέσει νὰ φωτίσει τὴ ζωή μας, νὰ τὴ μεταμορφώσει καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει τελικὰ στὴ σωτηρία, στὴν αἰώνια Ἀνά­σταση.

Ἐπίσης, ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων δὲν εἶναι αὐστηρή, μάλιστα καταλύουμε καὶ τὸ ψάρι. Ἐπιπλέον, δὲν προηγεῖται κάποια προετοιμασία, ὅπως πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὅπου σταδιακὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴ νηστεία, πρῶτα ἀποκρέβουμε, ἀκολουθεῖ ἡ Τυρινὴ ἑβδομάδα καὶ μετὰ ἀρχίζει ὁ ἐντονότερος ἀγώνας. Τέλος, αὐτὴν τὴν περίοδο ἔχουμε καθημερινὲς λειτουργίες, τό λεγόμενο σαρανταλείτουργο, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, κατὰ τὴν ὁποία δὲν τελοῦνται καθημερινὰ λειτουργίες, πού οὕτως ἢ ἄλλως ἔχουν ἀναστάσιμο χαρακτήρα, ἀλλὰ ἔχουμε τὶς προ­ηγι­ασμένες, τὰ μεγάλα ἀπόδειπνα, ἕναν ἄλλο λειτουργικό τυπικὸ καί μιὰ διαφορετικὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα.

Διανύουμε λοιπὸν τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων μὲ τὴ χαρὰ τῆς προετοιμασίας νὰ ζήσουμε τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου τώρα στὴν παροῦσα ζωή, σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἂς ἀξιοποιήσουμε ὅλοι μας τὶς εὐκαιρίες γιὰ νὰ γίνουμε λίγο πνευματικότεροι. Εἴμαστε ἀρκετὰ ὑλικοί, σαρκικοί, πολὺ κοσμικοί, ἐπίπεδοι, χωρὶς δυνάμεις πίστεως, χωρὶς χυμούς χάριτος. Εἴμαστε κουρα­σμένοι, γηρασμένοι, ἀδυνατισμένοι, ἀσθε­νικοὶ ὡς χριστιανοί. Ὁ ἑορτασμὸς λοιπὸν τῶν Χριστουγέννων, ἡ ἑορτὴ τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως μᾶς δινει τὴν εὐκαιρία νὰ ξυπνήσουν μέσα μας ἱεροὶ πόθοι, νὰ ζωντανέψει ὁ νεκρωμένος μας κόσμος, νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ τῆς χάριτος.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως, μέσα ἀπὸ τὸν προσωπικό μας ἀγῶνα ὑγεία, δύναμη, ἐλπίδα, φῶς, ζωή, πίστη, χάρι ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε στὸ τέλος τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ Σαραντα­ημέρου τὸν Κύριο νὰ γεννᾶται καὶ στὴ φάτνη τῆς Βηθλεὲμ ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνα­κλίνεται στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν!

 
Σαρανταὴμερο Χριστουγέννων 2023


ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2023

 

welcome img

῾Η λογικὴ τοῦ Eὐαγγελίου διαποτίζεται ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ σταυροῦ. «῾Ο λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλόν ἐστι, ῞Ελλησι δὲ μωρία, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία». Στὴν ᾿Ορθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση ὁ ἐσταυρωμένος εἶναι «ὁ βασιλεύς τῆς δόξης». ῾Η λογικὴ τοῦ ἑκατοντάρχου καὶ τοῦ ληστοῦ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς λογικῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν σὲ διδάσκαλο οὔτε σὲ θαυματουργὸ οὔτε καὶ σὲ ἀναστημένο ἄνθρωπο· αὐτοὶ πίστεψαν σὲ σταυρωμένο Θεό. Αὐτοὶ δὲν ἦταν οἱ «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» ποὺ ἐμακάρισε τὸ στόμα τοῦ ᾿Αναστάντος Χριστοῦ. Αὐτοὶ ἦταν οἱ ἰδόντες τὰ ἀντίθετα καὶ μὴ πιστεύσαντες σὲ αὐτά. Εἶναι οἱ πιστεύσαντες στὰ «ἄλλα» ποὺ εἶδαν καὶ αἰωνίως μακαρίζονται.

Αλλὰ καὶ ποιά ἡ συμβατότητα τοῦ «ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, οὗτος σώσει αὐτήν» ἢ τοῦ «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» μὲ τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη λογική; Ποιός ποὺ θέλει νἆναι πρῶτος συμβιβάζεται μὲ τὴν τελευταία θέση; Ποιός ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἐκ τῶν προτέρων καὶ συνειδητὰ συναινεῖ μὲ τὴν ἀπώλειά της;

Ποιός ἱδρυτὴς μιᾶς νέας θρησκείας, ὅσο ἀληθινὴ καὶ ὄμορφη κι ἂν αὐτὴ ἦταν, θὰ ξεκινοῦσε τὸ προσκλητήριό του προτρέποντας τοὺς ἐκπροσώπους του νὰ στηρίζονται περισσότερο στὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ λιγότερο στὶς ἱκανότητες ἢ τὴν προετοιμασία τους; «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· τὸ γὰρ ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν».

᾿Αλλὰ καὶ ὁ μακαρισμὸς τῶν πτωχῶν καὶ τῶν κλαιόντων «Μακάριοι οἱ πτωχοί... μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν...» ἢ τὸ «ὅστις σὲ ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ἂν δὲν ἀποτελοῦν ἀνοησία, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ βασικοὶ ἄξονες μιᾶς λογικῆς ποὺ μεταφέρει ἀπὸ τὴν φιλία μὲ τὰ πάθη καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν θάνατο καὶ στὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ;

Πῶς ἡ ᾿Εκκλησία ποὺ συνεχῶς διδάσκει τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ταυτόχρονα προβάλλει τὴν ἐρημία τῶν μοναχῶν; Πῶς ὅταν ἡ διδασκαλία της εἶναι ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ «ναὸ τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος» κατανοεῖ τὴν λογικὴ τῶν βιαστῶν τῆς φύσεως καὶ τῆς σάρκας, δέχεται τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν; Πῶς τὸ κήρυγμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς μεσότητός της συνδυάζεται μὲ τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀκροτήτων της;

῾Η ὑπέρλογος λογικὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ διεκδικήσεις, μὲ συγκρίσεις, μὲ ὑπεροχικὲς ἀντιλήψεις. ᾿Εξισώνει τοὺς ἐχθροὺς μὲ τοὺς φίλους, τὸν θάνατο μὲ τὴν ζωή, τὸν χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα. Μεταμορφώνει τὸ ἐδῶ καὶ τώρα σὲ ἀπὸ ἐδῶ καὶ παντοῦ καὶ γιὰ πάντα, τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία σὲ δύναμη, τὸν φυσικὸ φόβο σὲ πνευματικὴ παρρησία, τὸ ἄγχος σὲ πίστη καὶ ἐλπίδα, τὶς «βαρεῖες» ἐντολὲς τοῦ εὐαγγελίου σὲ «χρηστὸ ζυγό»,τὴν σκλαβιὰ τῆς σάρκας σὲ κατὰ Θεὸν ἐλευθερία. Δίνει στὰ ἀνθρώπινα θεϊκὸ ἄρωμα. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό· «ὑμεῖς θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ ῾Υψίστου πάντες».

«Εἶπεν ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Αντώνιος ὅτι ἔρχεται καιρὸς ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι καὶ ἐπ᾿ ἂν ἴδωσί τινα μὴ μαινόμενον, ἐπαναστήσονται αὐτῷ λέγοντες ὅτι σὺ μαίνῃ· διὰ τὸ μὴ εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς». ῎Ερχεται καιρὸς ποὺ οἱ ἀνθρωποι θὰ χάσουν τὰ λογικά τους κι ἂν ἀντικρύσουν κάποιον λογικό, θὰ ἐπαναστα-τήσουν ἐναντίον του λέγοντάς του ὅτι ἐσὺ τρελλάθηκες, γιατὶ δὲν τοὺς ὁμοιάζει.

Ποιός, ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴ λογικὴ τοῦ Εὐαγγελίου, τὴ σοφία τοῦ σταυροῦ;

 
Σεπτέμβριος 2023

 


ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2023

 

welcome img

Τί μεγάλο ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας! Mᾶς δείχνει τὸν δρόμο μᾶς δίνει καὶ τὸν τρόπο τῆς θεώσεως, τὸ πῶς δηλαδὴ μπορεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴν κατάσταση τῆς ὁμοιώσεως μὲ τὸν Θεό καὶ τῆς κοινωνίας μαζί Του. Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ καὶ πρότυπο ζωῆς καὶ πηγὴ δυνάμεως μὲ τὴ σκέπη τῶν πρεσβειῶν της σὲ αὐτὴν τὴν πορεία. Πῶς ὅμως συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Ὑπάρχουν ἕξι χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ταπείνωσή της. Φαίνεται ξεκάθαρα κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἡ ἀπάντησή της στὸν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄ 38), δηλαδὴ ἡ ἄμεση παράδοσή της καὶ ὑποταγὴ στὸ άσύλληπτο καὶ ἀκατανόητο σὲ αὐτὴν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐν πλήρει ταπεινώσει καὶ χωρὶς ἴχνος ἰδίου θελήματος.

Το δεύτερο ἰδίωμα τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ παρθενικὴ καθαρότητά της, ὄχι μόνο κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ γενικότερα στὴ ζωή της. Τὴν ἀποκαλοῦμε Παρθένο, παστάδα, ἄσπιλον, ἀμόλυντον, ἄφθορον, ἄχραντον, ἁγνήν, ἀμώμητον κ.ο.κ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στὴν ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, περιγράφει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τοῦ θεομητορικοῦ προσώπου καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων λέγει ὅτι δὲν μολύνθηκε οὔτε κἂν ἀπὸ τὴν κοσμικὴ γνώση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν πῆγε σὲ σχολεῖο, ἀλλὰ ἐκπαιδεύθηκε περὶ τὰ πνευματικὰ μέσα στὸν ναό. Σπούδασε τὴν οὐράνια ἐπιστήμη καὶ σοφία στὸ πανεπιστήμιο τοῦ ἱεροῦ. Δὲν μολύνθηκε ἀπὸ τὶς συνομιλίες, ἀπὸ τὴν ἀναστροφή, ἀπὸ τὴν παχύτητα τῆς κοσμικῆς ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ἔζησε μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία, τὴν ἀπόλυτη ἀφάνεια.

Καὶ αὐτὸ μᾶς φέρνει στὸ τρίτο στοιχεῖο τῆς Θεοτόκου· τὴν ἀφάνεια καὶ τὴν σιωπή της. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι μέσα στὰ Εὐαγγέλια δὲν ἐμφανίζεται σχεδὸν καθόλου τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Μάλιστα στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ὑπαινιγμὸς περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς της, ἐνῶ στὸ κατὰ Ματθαῖον καὶ στὸ κατὰ Λουκᾶν, τὸ ὁποῖον ἔχει τὰ περισσότερα στοιχεῖα, γίνονται ἐντελῶς φειδωλὲς ἀναφορές, κυρίως γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Στὸ κατὰ Ἰωάννην ἀναφέρεται μόνο ἡ συνομιλία της μὲ τὸν Κύριο κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θαύματος τῆς Κανᾶ, καθὼς καὶ ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Παναγία ἐπὶ τοῦ σταυροῦ: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄ 26, 27). Τέλος ὑπάρχει καὶ μία ἀναφορὰ στὴν «Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ» πάλι ἀπὸ τὸν Λουκᾶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πρ. α΄ 14), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀναφέρει οὔτε μία λέξη.

Τόσο ἀφανῶς πέρασε τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ὄντας ὅμως πανίσχυρος καταλύτης τῆς θείας οἰκονομίας στὴ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Οὔτε λόγια πολλὰ εἶπε, οὔτε ἐντάσεις δημιούργησε, οὔτε ἀποδείξεις θέλησε νὰ δώσει περὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἔζησε ἐντελῶς ἁπαλά, ὅπως μᾶς λένε στὸ συναξάρι της οἱ βιογράφοι της, γιὰ λίγα ἀκόμη χρόνια. Τὴν ἐντελῶς ἀθόρυβη ζωή της ἀκολουθεῖ ὁ σεισμὸς τῆς κοιμήσεώς της, τῆς θαυμαστῆς ἀναχωρήσεώς της ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, μὲ τὴ συγ­κέντρωση τῶν ἀποστόλων «θεαρχείῳ νεύματι».

Τὸ τρίτο λοιπὸν ἰδίωμα τῆς θεομητορικῆς ζωῆς καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ βαδίσει τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν ἕνωση μετὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀφάνεια καὶ ἡ μυστικὴ σιγὴ καὶ σιωπή.

KoimisiTisTheotokou13Ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τρία ποὺ ἁπλὰ θὰ τὰ ἀναφέρω δανειζόμενός τα ἀπὸ χαρακτηριστικὰ ὀνόματα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς ἔχει δώσει. Τὸ ἕνα εἶναι Θεοτόκος, τὸ δεύτερο εἶναι ἀπειρόγαμος καὶ τὸ τρίτο εἶναι ἀειπάρθενος.

Ἕνα λοιπὸν εἶναι τὸ ἰδίωμα τῆς Θεοτόκου, τὸ τὸν Θεὸν τίκτειν, τὸ νὰ γεννήσει τὸν Χριστό. Αὐτὸ καλεῖται ὁ κάθε πιστὸς  νὰ κάνει στη ζωή του, μυστικῶς νὰ γεννᾶ τὸν Χριστό, νὰ ἀποτελεῖ «ἐπιστολὴν Χριστοῦ γινωσκομένην καὶ ἀναγινωσκομένην ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων» (Β΄ Κορ. γ΄ 2).

Τὸ δεύτερο ἰδίωμα εἶναι τὸ ἀπειρόγαμον, τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι δὲν εἶχε πεῖρα τοῦ γάμου, δὲν εἶχε συνάφεια συζυγικὴ γιὰ νὰ φέρει στὴ ζωὴ τὸν Χριστό. Κατ᾿ ἀνάλογο τρόπο καὶ κάθε πιστός, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τοῦ ἐξαγιασμοῦ του καὶ νὰ περάσει στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως, πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὸ ἀνθρώπινον μέτρο, ὅπως λένε οἱ πατέρες, «ἄπειρος» τῆς φύσεως, δηλαδὴ αὐτεξου­σίως νὰ μετέχει κατὰ τὸ δυνατὸν λιγότερο τῶν φυσικῶν ὁρμῶν, τῶν φυσικῶν καταστάσεων ἀκόμη καὶ τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἀπειρία τῆς φύσεως, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φυσικὴ παχύτητα, ὁδηγεῖ στὴν ἐμπειρία τῆς χάριτος.

Καὶ τὸ τελευταῖο στοιχεῖο, τὸ ἀειπάρθενον, ἡ μονιμότης τῆς χάριτος. Ἡ Παναγία δὲν ἦταν παρθένος μόνο μέχρι τὴ γέννηση, ἀλλὰ παρέμεινε καὶ «μετὰ τόκον παρθένος», ὅπως λένε τὰ τροπάρια. Παρέμεινε συνεχῶς παρθένος, αὐτὸ θὰ πεῖ ἀεί-πάρθενος. Αὐτὴ ἡ μονιμότητα τῆς κατάστασης τῆς χάριτος εἶναι τὸ τελευταῖο στοιχεῖο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει προτύπωση καὶ τῆς δικῆς μας ὁδοῦ πρὸς τὴ θέωση.

Ἂν ἔτσι ζήσουμε κι ἐμεῖς μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Θεοτόκου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ταπείνωσή της, τὴν παρθενικὴ καθαρότητά της, τὴν ἀφάνεια, τὴ μυστικὴ σιωπὴ καὶ σιγή της, ἀλλὰ καὶ ἂν μπορέσουμε νὰ μετάσχουμε τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς κατά­στάσεως τοῦ νὰ γεννοῦμε τὸν Θεὸ μέσα μας, τοῦ νὰ εἴμαστε κατὰ τὸ δυνατὸν ἄπειροι τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ αὐτήν, καὶ τοῦ ἀεί, δηλαδὴ πάντοτε, μετέχειν τῆς χάριτος, θὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ βιώσουμε μυστικῶς τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό, νὰ μετέλθουμε τῆς καταστάσεως τῆς μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας δηλαδὴ τῆς θεώσεως.

Καὶ ὅταν κάποτε θὰ ἔλθει καὶ ὁ δικός μας θάνατος, τότε δὲν θὰ εἶναι τέλος, ἀλλὰ κοίμησις, ὕπνος καὶ μετάστασις ἀπὸ τὰ παχέα πρὸς τὰ λεπτότερα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα στὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους, μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὴ καρποφορία στὶς Παρακλήσεις μας καὶ ἡ Παναγία μητέρα μας καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς καθημερινὲς δυσκολίες, κυρίως ὅμως νὰ ἀποτελέσει γιὰ τὸν καθένα τὸ μυστικὸ πρότυπο τῆς ἐν χάριτι καὶ ἐν πνεύματι ἄλλης ζωῆς. Άμήν!

 
Αὕγουστος 2023


ΜΗΝΥΜΑ 
Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου

welcome img

Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλὰ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.

Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος.  Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνον ἄνθρωπος. ᾿Απὸ τὸ «ἀνθρώπινον» διατηρεῖ τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος· ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινῶς τὴ χάρι.

Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος.  Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του• δὲν τὴν περιφρονεῖ· δὲν ντρέπεται γι’ αὐτήν· δὲν τὴν ἀδικεῖ.  Γι’ αὐτὸ  καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του.  Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καὶ μεγάλος ταυτόχρονα.  Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένος»(1)  εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ»(2),  διότι «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(3)

Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα.  Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων.  Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται.  Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός.  Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴν σωτηρία.  Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι’ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.

Ἐπὶ πλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς.  Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ.  Σ’ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός· σ’ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.

Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη.  Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις.  Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴν δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς.  Ὅταν συστέλλεται ὁ ἑαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.

Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό.  Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρώτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία.  Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία.  Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει.  Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές.  Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.  Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται.  Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία.  Μαζί του ἑνώνεται.  Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση.  Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου.  Ὅλα κοινωνοῦνται.  «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον»(4).   Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς.  Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα».  «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται».  Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια.  Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα»(5).   Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές.  Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής.  «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(6).  Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός,(7)  ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του.  Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος».  Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός.  Αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.

Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατὶ εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους.  Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νοιώθεις μαζί του.  Γιατί τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν»(8)  ἀποτελεῖ βίωμα του.  Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος.  Οὔτε μόνο μὲ κάποιους.  Οὔτε μὲ λίγους.  Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους.  Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.

Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ.  Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.  Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσαν δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι»9.   Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.

Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἄν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητός Του.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνον ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικοτητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της: τὴ συγκατάβαση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψη καὶ «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ πάθους, τὸν ἀνακαινισμό καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.

 
Ίούλιος 2023


(1) Ψαλμ. η΄ 5. (2) Ψαλμ. ρβ΄ 15. (3) Ψαλμ. μη΄ 12, 20. (4) Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος. (5) Α΄ Κορ. ιγ΄13. (6) Α΄ Κορ. β΄ 15. (7) Β΄ Κορ. γ΄ 18. (8) Ἰω. ιζ΄ 22. (9) Ρωμ. η΄ 18.

ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 2023

 

welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔλευσή Του στὶς ψυχὲς τοῦ καθενός μας. Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει αὐτὴν τὴν προσδοκία νὰ ἔλθει τὸ  Ἂγιο Πνεῦμα μέσα του, νὰ τὸν ἀλλάξει, νὰ τὸν μεταμορφώσει, νὰ τοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται καὶ ἴσως δὲν τὸ ξέρει, νὰ ἀποκτήσει τὴν αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας ὄχι μόνον γύρω του ἀλλὰ μέσα του.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ ἔχει ἡ ἔλευση καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις «ὁμοθυμαδόν» καὶ «ἐπὶ τῷ αὐτῷ». Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους: μὴν ἀπομακρυνθεῖτε ἀλλὰ νὰ παραμείνετε ὅλοι μαζὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἕως οὗ ἐνδύσασθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Τοὺς εἶπε λοιπὸν νὰ μείνουν προσδοκῶντας τὴ δύναμη τὴν ἐξ ὕψους, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ βλέπουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι παραμένουν, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ», στὸν ἴδιο χῶρο, μαζεμένοι, μὲ κοινὴ προσδοκία καὶ ἕνα πνεῦμα.

Αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς κοινωνίας, ἡ αἴσθηση ὅτι δέν μᾶς χωρίζουν οἱ διαφορές μας εἶναι ποὺ πιστοποιεῖ τὴν συγγένειά μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐγγύτητά μας μαζί Του, τὸ ἂν ὑπάρχει κὰπως στὴ ζωή μας. Δέν μᾶς χωρίζουν οἱ ἀντιθέσεις μας. Δέν μᾶς χωρίζουν τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί. Μᾶς ἑνώνει ὁ ἕνας καὶ κοινὸς στόχος. Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ προσδοκία. Μᾶς ἑνώνει αὐτό τὸ ἲδιο πνεῦμα τὸ ὁποῖο περιμένουμε νὰ λάβουμε. Ὅταν νοιώθουμε δυσκολίες, ὅταν νοιώθουμε ξένοι, τότε ἀπουσιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ νοιώθουμε ὅταν εἴμαστε μαζὶ στὴν ἐκκλησία, «ὁμοθυμαδόν», «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» προσδοκῶντας τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ποὺ δικαιολογεῖ τὴν παρουσία μας στὴ Θεία Λειτουργία.

Ὑπάρχει ἕνα δεύτερο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔκφραση ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦρθε «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας», σὰν ἕνα ρεῦμα ἀπότομο. Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι μόνο ὅτι γίνεται δυνατὸς ὁ χριστιανὸς ἀλλὰ εἶναι ὅτι αἰσθάνεται τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ τὰ πάντα νὰ ἀλλάξει γύρω του, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει καὶ τὰ πάντα μέσα του. Μετά, λοιπόν, τὴ δική μας κοινωνία καὶ ἑνότητα ἔρχεται ἡ αἴσθηση τῆς ξαφνικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ποὺ παρεμβαίνει στὴ ζωή μας.

Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὑπογραμμίζει τὴ διαφορετικότητα τῶν ἀνθρώπων• «ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις». Ἔχουμε διαφορετικὲς γλῶσσες, διαφορετικὰ δῶρα. Μιὰ διαφορετικότητα ποὺ δὲν χωρίζει ἀλλὰ συμπληρώνει καὶ ἑνώνει. Χαιρόμαστε ποὺ ὁ Θεὸς δίνει στὸν κάθε ἕνα μας ἕνα διαφορετικὸ δῶρο. Πανηγυρίζει ἡ ψυχή μας μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁρμονία της Πεντηκοστῆς. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ ὅτι ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ ἔχει διαφορετικὴ ἔκφραση καὶ διαφορετικὴ ἴσως αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἦταν τόσο διαφορετικοί• ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Παῦλο, ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας• ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἐντελῶς διαφορετικοὶ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα δῶρα, ἐκφράζοντας ὅμως τὴν ἴδια ἀλήθεια.

Καὶ ἕνα τέταρτο στοιχεῖο• «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου». Γέμισαν ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γέμισε ὁ οἶκος ποὺ ἦσαν καθήμενοι, καὶ μετὰ γέμισαν καὶ οἱ καρδιές τους μὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς πληρότητος, τοῦ ὅλου, ὅτι τὰ ἔχουμε ὅλα καὶ δὲν μᾶς λείπει καὶ τίποτα. Τὰ πάντα μᾶς δίνει ὁ Θεός. Οἱ μικρὲς ἀναταραχὲς καὶ διαταραχὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι ἁπλῶς γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν ὅτι δὲν γίναμε ἀκόμη οὐράνιοι καὶ ὅτι ἀκόμη πατᾶμε στὴ γῆ. Λίγο νὰ μᾶς ταπεινώνουν καὶ κάπως νὰ μᾶς προσγειώνουν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι ἡ ἑνότητα, αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας ποὺ τόσο τὴν χρειαζόμαστε. Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι Αὐτὸς ἐνεργεῖ μέσα μας. Τὸ τρίτο εἶναι ἡ εὐλογημένη διαφορετικότητα ποὺ ἀναδύει τοῦ καθενός μας τὸ πρόσωπο καί μᾶς ἐνώνει μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Τὸ τέταρτο εἶναι ἡ πληρότητα, ἡ αἴσθηση ὅτι εἴμαστε γεμᾶτοι, ὅτι δέν μᾶς λείπει τίποτα.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκτήσει ὁ καθένας μας τὴν δική του αἴσθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πιστοποίηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα του. Ἡ χάρις Του νὰ κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωή μας καὶ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς μεταμορφώνει γιὰ νὰ μποροῦμε ἔτσι νὰ πορευόμαστε καὶ ἐμεῖς ὡς ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐν τελειότητι νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Ἀμήν.

 
Πεντηκοστή 2023

 



«Ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος»

(Πράξ. α΄ 12)

analipsiὙπάρχει ἕνα βάθος θεολογικῆς ἀλήθειας μέσα στὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνυπολόγιστη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο εὐδιάκριτο. Τὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι πλέον μόνο κατὰ τὴ φύσιν ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει μία φύση ἡ ὁποία εἶναι κατὰ χάριν θεανθρώπινη. Ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε γυμνὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ σὰν πολύτιμο λάφυρο καὶ σὰν βαρύτιμο ἔνδυμα ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς μ᾿ αὐτὴν τὴ φύση τὴν ὁποία ἔχουμε κι ἐμεῖς. Τὴν πρόσφερε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ τὴ θέωσε, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ καθένας μας πλάστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδὴ ἔχει ἀρχὴ θεϊκὴ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ γίνει ὁμοίωμα Θεοῦ. Ἔχει χαρακτηριστικά, γνωρίσματα, ἰδιώματα θεϊκά, ἀλλὰ ἔχει καὶ θεϊκὸ προορισμό. Ἀπόληξη τῆς πορείας του σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι ἡ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε θέωση.

Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας μας μιὰ λαμπρὴ ἐξόδιο ἀκολουθία, ἡ ὁποία δὲν θὰ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα χαρακτηριστικὸ θεϊκὸ μέσα της. Ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, νὰ μπολιάσουμε τὴ μὲν ψυχή μας μὲ θεϊκότητα, τὴ δὲ ζωή μας μὲ αἰωνιότητα, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κάτι πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, κάτι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε, κάτι πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουμε. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἐγκρύπτεται μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση μας, σὰν σπόρος ἀληθινὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ γονιμοποίησή του, τὴν αὔξηση καὶ τελικὰ τὴν καρποφορία του. Τί μεγάλα πράγματα, καὶ εἶναι τόσο ἀληθινά! Πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ὅσο μεγάλα ἀκούγονται. Αὐτὸ γιορτάζουμε σήμερα καὶ ὅλοι μας καλούμεθα νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ ζωὴ καὶ ἐμπειρία.

Τὸ ἐρώτημα βέβαια εἶναι πῶς νὰ γίνει αὐτό; Γιατί νὰ μᾶς φαντάζει τόσο δύσκολο, τόσο ἀπόμακρο, ἐνδεχομένως τόσο ἀφηρημένο, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται τόσο ἀληθινὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της; Τὴν ἀπάντηση θὰ τὴ δώσουμε παίρνοντας κάτι πάρα πολὺ μικρὸ ὡς ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν πολὺ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Γιὰ τὴν Ἀνάληψη δὲν μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σὲ τέσσερις μικροὺς καταληκτικοὺς στίχους τοῦ εὐαγγελίου του, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ λίγους ἐναρκτήριους στίχους στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει συγγράψει, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος κάνει ἁπλῶς μία σύντομη ἀναφορὰ στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του.

Λέγει λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀναγνώσεως τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς:

«Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν» (Λουκ. κδ΄ 50), τοὺς πῆρε τοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, σχεδὸν κοντὰ στὴ Βηθανία, ἐπὶ τοῦ «ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος» (Πράξ. α΄ 12), τὸ ὁποῖο βρίσκεται κατέναντι τῆς Ἱερουσαλήμ. Τρία χαρακτηριστικὰ εἶχε ἡ τοποθεσία αὐτὴ στὴν ὁποία συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως: πρῶτον, ὅτι ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δεύτερον ἦταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καὶ τρίτον, κατέναντι, δηλαδὴ ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ἆραγε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικές, χωροταξικὲς περιγραφὲς ἢ μήπως ἔχουν καὶ κάποια ἄλλη σημασία; Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μυστικὰ ὡς γεγονὸς καθαρὰ πνευματικό, προσωπικὰ ἐμπειρικό, θεολογικό, πνευματικό, καλεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο του, νὰ ἀνέβει πάνω σὲ ἕναν τόπο, σ᾿ ἕνα Ὄρος Ἐλαιῶν δικό του καὶ νὰ βλέπει ἀπέναντι τὴ δική του Ἱερουσαλήμ.

Πρῶτον, λοιπόν, πρέπει νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω στὴν ἡσυχία, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα, μακρυὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθημερινότητα, ἂν μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ, τὴν ἐπιγειότητα, τὴν ὑλικότητα, τὴ φθαρτότητα, ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καθημερινὰ ὅτι φθείρονται, καταστρέφονται, ἐξαφανίζονται καὶ πεθαίνουν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν τύρβη τῶν μεριμνῶν, τῶν πολλῶν φροντίδων, τοῦ κολλημένου στὰ γήινα φρονήματός μας καὶ νὰ πᾶμε σὲ μιὰ ἀκρούλα. Σὲ τέτοιες ἥσυχες γωνιὲς ἐπιτελοῦνται τὰ μεγάλα γεγονότα.

Δεύτερον, γίνονται σὲ κάποιες κορυφές, ἐπὶ «τοῦ ὅρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος». Τὰ τροπάρια ἔλεγαν νὰ ἀνέβουμε κι ἐμεῖς, καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ μας, κάπου ὑψηλά, μὲ καθαρότητα ζωῆς, καθαρότητα διαθέσεως, καθαρότητα εἰλικρίνειας καὶ ἁγνότητα προθέσεων. Νὰ ἀνεβάσουμε λίγο τὴν ψυχή μας πάνω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δημιουργοῦν αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς μεγάλης παχύτητος καὶ βαρύτητος καὶ τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ χαμηλὰ καὶ τὰ μικρά. Καὶ διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν ἀνωτέρων φρονημάτων, διὰ τῆς ἀνωτέρας σκέψεως νὰ ἀνεβάσουμε καὶ τὸν νοῦ μας λίγο πρὸς τὰ πάνω.

Τρίτον, νὰ καθίσουμε, ὅπως οἱ μαθητές, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν «Ἱερουσαλήμ», τὴν πόλη ἡ ὁποία φιλοξένησε τὸν Κύριο, δέχθηκε τὴ διδασκαλία Του, εἶχε ἐμπειρία τῶν θαυμάτων Του, τόλμησε νὰ ἀντικρύσει τὸ Πάθος καὶ τὴ Σταύρωσή Του καὶ τέλος νὰ ζήσει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του∙ τὴν πόλη ἡ ὁποία δέχθηκε τὶς ἐπαγγελίες Του, τὶς ὑποσχέσεις Του μαζί μὲ τὸ παράδειγμα Του, ὁλοκληρωμένο καὶ αὐτὸ μὲ τὴ χάρι Του, καὶ νὰ μελετήσουμε λίγο νοσταλγικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.

Καθὼς οἱ ἀπόστολοι ἀντίκρυζαν τὴν πόλη, ζοῦσαν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης τους μὲ τὸν Κύριο, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου παραδείγματός Του, τὴν ἐμπειρία τῆς προσδοκίας τῆς εὐλογίας Του, αὐτὴν ποὺ τελικὰ τοὺς χάρισε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Ὅλοι ἐμεῖς καλούμεθα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιγειότητά μας, νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴ μικρότητά μας, νὰ ἀνέβουμε μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν καθαρότητά μας σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄρος τὸ πνευματικό, στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε κυρίως τὴ δική μας φύση, αὐτὴν τὴ θεωμένη ἀπὸ τὸν Κύριο φύση, ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα του, καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε.

Τί εὐλογία! Ὁ κάθε χριστιανὸς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ζήσει αὐτὸ ποὺ ἔζησαν οἱ ἀπόστολοι: ἐνῶ ὑπῆρχε φαινομενικὸς χωρισμός, αὐτοὶ εἶχαν ἐμπειρία συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο. Ἐνῶ ὑπῆρχε στέρηση, αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ νοιώσουν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ὅπως περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀναχώρησή Του, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔλευσή Του στὴ δική τους καρδιά. Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ ἡ πανήγυρις νὰ εἶναι πανήγυρις πραγματικῆς ἐμπειρίας τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, καθοριστικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ γιὰ ὅλους μας, μιᾶς ἐμπειρίας αἰσθήσεως τῶν θεϊκῶν ἰδιωμάτων ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα στὴ δική του φύση κατὰ χάριν. Καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο ἐν δόξῃ, ὅπως λέγει τὸ ἀπολυτίκιο, στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ νικητήριο λάφυρο τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως, δοξασμένης καὶ θεωμένης.

Ἡ ἀρχή, ἡ ἀπαρχή, τὸ ξεκίνημα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἂς γίνει σήμερα σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, σ᾿αὐτὸν τὸν χῶρο, ποὺ μοιάζει κι αὐτός, ὡς ὕψωμα, μὲ τὸ ὄρος τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸ τέλος ὅλοι μαζὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!


Πηγή: «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ» -Από το ΝΕΟ βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου

ΜΗΝΥΜΑ M.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 2023


welcome img

«Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

  Στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρατηρούμε νὰ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς ἀκολουθίες της τὴν λέξη «ἐρχόμενος», ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κύριο. Τί μήνυμα ἆρα γε κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ;

  Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ποὺ διαβάζουμε στὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θὰ δοῦμε ὅτι στὴν ἀρχὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει, οὔτε ὁ ἄνθρωπος κάπου νὰ πάει, ἀλλὰ ἦταν μαζί. Ζοῦσαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβαναν αὐτὴ τὴν κατάσταση. Μετὰ τὴν πτώση ἔδιωξε ὁ Θεός τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, «ἐξαπέστειλεν αὐτὸν ὁ Θεὸς» (Γεν. γ΄ 23).

  Ἡ πρώτη βασικὴ σημασία ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ ἐρχομοῦ εἶναι ἡ ἐπανασυνάντηση τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Θεό• ἡ προσπάθεια νὰ συναντήσει πλέον ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς, ἡ μόνη ἱκανότητα ποὺ ὡς ἄνθρωπος ἔχει εἶναι νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσεως• τὸ «ἀπέρχεσθαι». Τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς τὸ λένε κάποιοι ἄλλοι. Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ πλησιάσει ὁ Θεός, νὰ ἔλθει ὁ Θεός πρὸς ἐμᾶς. Ἔτσι ἔχουμε τὴν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ, στὸν ἄνθρωπο. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὀ Σωτὴρ ἡμῶν», ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνας δεύτερος ἐρχομός γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν τὰ τροπάρια καὶ οἱ εὐχές στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὸ ἑκούσιο πάθος.

Ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἐρχομὸς ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς τελευταῖες λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἀμήν, ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄ 20). Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τῆς δευτέρας παρουσίας, τότε ποὺ θὰ ξαναέλθει ὁ Θεὸς πλέον ὁριστικά.

  Καὶ τέλος, ὑπάρχει ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά μας. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ κάθε ἕνας μας ὡς προσευχή, ἴσως καὶ χωρὶς λέξεις, ἀλλὰ στὸ φρόνημα καὶ στὴ διάθεσή του. Πόσο πόθο δὲν ἔχουμε νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα μας! Τί σημασία διαφορετικὰ θὰ εἶχε τὸ ὅτι ἦλθε στὴ γῆ, ἢ τὸ ὅτι ἔρχεται στὸ ἑκούσιο πάθος, ἢ τὸ ὅτι θὰ ξαναέλθει νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκρούς, ἂν δὲν ἔχει ἔλθει μέσα στὴν καρδιά μας;

  Αὐτὸ σημαδεύει τὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Καθὼς ὁ Κύριος θὰ ἔρχεται πρὸς τὸ πάθος, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχεται καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιά. Σ᾿ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἡ Ἐκκλησία μας.

  Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸν Χριστό. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη λέξη ποὺ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἔρχομαι καὶ συχνὰ ἀναφέρεται στὶς ἀκολουθίες. Εἶναι ἡ λέξη «δεῦρο» καὶ «δεῦτε», ποὺ θὰ πεῖ ἔλα καὶ ἐλᾶτε. Εἶναι παράκληση καὶ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε μία κίνηση πρὸς Αὐτόν.

  Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν Χριστό; Ἡ μία κίνηση εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση, αὐτὴ ποὺ ὅλοι κάνουμε ὅταν πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ξεχνᾶμε κάποιες ἐπισκέψεις, ἀφήνουμε τὴν ἡσυχία μας στὸ σπίτι, τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐκολία μας καὶ λέμε: «θὰ πάω στὴν ἐκκλησία». Ἂς τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁλόκληρη τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ μόνο ἡ φυσική μας παρουσία, ποὺ ἀπὸ μόνη της δὲν ἔχει ἀξία, δὲν πάει χαμένη, διότι ὡς διάθεση ἀποκτᾶ ἀξία.

  Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ νὰ πᾶμε στὸν Χριστὸ κάνοντας κι ἐμεῖς μία ἐργασία. «Δεῦτε πιστοὶ ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ». Νὰ μὴ μείνουμε στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὰ ὄνειρα μόνο, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ πράξη, ὅσο μποροῦμε, ὅπου τὰ καταφέρνουμε.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ...» Ἂς τακτοποιήσουμε λίγο τὸν «ἔνδοθεν λογισμόν», λένε οἱ εὐχὲς τῶν προηγιασμένων ἀκολουθιῶν, καὶ νὰ προσανατολισθοῦμε λίγο πρὸς τὰ πνευματικά. Μὲ πόσο ἐνδιαφέρον δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ κτήματά μας, οἱ μαθητές μὲ τὶς σπουδές μας, οἱ ἄρρωστοι μὲ τὴν ὑγεία μας, οἱ φτωχοὶ μὲ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν ἀγαθῶν μας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε σκέψη νὰ δώσουμε. Ἂς δώσουμε λίγη σκέψη καὶ γιὰ τὰ πνευματικά. Νὰ ἔχει ζεσταθεῖ λίγο ἡ καρδιά μας ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία. Ἀλλιῶς ὥσπου νὰ ζεσταθοῦμε θὰ πεῖ ὁ ἱερέας τὸ «δι᾿ εὐχῶν» καὶ θὰ βρεθοῦμε ξανὰ στὴν κρυάδα τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, τῆς ψεύτικης, τῆς ὑλιστικῆς, τῆς ἐφήμερης ζωῆς. Ἂς ἡσυχάσουμε λίγο μέσα μας γιὰ νά φτιάξουν οἱ λογισμοί μας καὶ νὰ μπορεῖ ἕτοιμη ἡ καρδιά μας νὰ δεχτεῖ κάτι πνευματικό.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ φυσικὸς ἐρχομός, τὸ δεύτερο εἶναι ὁ πρακτικὸς βίος, νὰ κάνουμε τὴν πίστη μας πράξη καὶ ζωή, τὸ τρίτο εἶναι οἱ σκέψεις μας. Καὶ τὸ τέταρτο τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο: «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε κοντά μου ὅλοι ὅσοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω. Θὰ σᾶς πάρω καὶ τὸν κόπο, θὰ ἀναλάβω ὅμως στοὺς ὥμους μου καὶ τὸ φορτίο. Αὐτὸ εἶναι ὁ σταυρός.

  Ἂς κάνουμε, λοιπόν, καὶ τὸ τέταρτο ποὺ εἶναι νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας. Νὰ προκύψει μέσα στὴ καρδιά μας ὡς πνευματικὸς ἀναστεναγμός, αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινωμένης ἀποτυχίας, αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ μετάνοια ὡς ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας καὶ τῶν παθῶν μας.

  Ἔτσι καὶ μὲ τὴ φυσικὴ κίνηση καὶ μὲ τὶς πράξεις καὶ μὲ τὶς σκέψεις καὶ μὲ τὴ διάθεση θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸ Χριστό. Κι ὅταν πᾶμε στὸ Χριστὸ θὰ ἔλθει κι ἐκεῖνος κοντά μας. Καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἕνα ἄλλο «δεῦτε», ἕνα ἄλλο «ἔρχεσθε», αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκούσουμε τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν» καὶ «δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος κοινωνήσωμεν». Νὰ ζήσουμε ἀπὸ κοντὰ πλέον σὰν πραγματικὸ, σημερινό, προσωπικό, καρδιακὸ γεγονὸς τὴν Ἀνάσταση.

  Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πεθαμένος σταυρός. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι ζωή, εὐλογία καὶ δύναμη γιὰ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας. Εἴμαστε στὴν ἀρχή. Ἔχουμε τὴν εὐκαιρία, ἔχουμε τὴν δυνατότητα. Ἂς διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ ἦθος, αὐτὸ τὸ φρόνημα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ πραγματικὰ θὰ σφραγίσει κάθε κίνηση τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ διαμορφώσει κάθε λεπτὴ πτυχὴ τῆς ψυχῆς μας.

  Καλὴ Ἀνάσταση!

    
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2023
 



ΜΗΝΥΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2023


welcome img

Ὑπάρχει μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διότι τὴν λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Εἶναι μιὰ προσευχὴ μετανοίας, ἡ ὁποία ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δυὸ φορές. Μιὰ πολὺ παλιὰ προσευχή, ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγῶνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρ­χίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ ταπεινο­φροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.

Ἀποφυγὴ ἁμαρτιῶν

«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου…», ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, ὅπου ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορὰ «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδὸς (Ψαλμ. 26, 1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.

Ξεκινᾶμε τὴν προσευχή μας ὁμολογῶντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς κυβερνᾶ ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταὶς χερσί Σου οἱ κλῆροι μου», λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. λ' 16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου.

Γιὰ φανταστεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινᾶμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία.

Τέσσερα πράγματα ζητοῦμε νὰ μή ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παρα­δίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτό τους, αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δυὸ λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανή μας προσευχὴ ζητῶντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.

«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργείας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κανεὶς μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα.  Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικό παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μιὰ ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴν ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος τὸ ὁποῖο κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴν θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ καὶ νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.

Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία». Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστά καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

 Βλέπετε καὶ οἱ Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τοὺς ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δυό, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴν θέση τοῦ τελευταίου.

«Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12, 10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν μου.

Καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία.  Ὑπάρχει κάτι ποὺ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια. Ὑπάρχει ἄλλο ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφ. 4, 29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φανταστεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ περιεκτικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέγει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3, 1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του, αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.

Καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν

Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν. «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπλη­κτικὲς ἀρετές!

 Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρήν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Το νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. Νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.

Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Χριστιανὸς σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότεροι ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8).

Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18, 14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώ­νεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. 5, 3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴν μεταμορφωτικὴ χάρι Του μέσα στὴν ψυχή του.

Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετὴ. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21, 19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μιὰ ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή. Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.

Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε. Νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.

Τρίτη περίπτωση ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μιὰ ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Να τὸ περιμένουμε. Γι’ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.

Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». «Τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α΄ Κορ. 13, 13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομμα­τιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τὶ φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τὶ δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἡ κοινωνία μας ὡς πιστῶν, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἑαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.

Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναὶ, Κύριε, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσε μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυ­ναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Ἂς ἔχει ὁ καθένας μας τὴν αἴσθηση μιᾶς στοιχειώδους αὐτο­γνωσίας πώς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες δια­πράτ­τουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυνα­μιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτο­γνωσία. Νὰ ἀντι­κρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.

Συνοπτικὸ σχόλιο

Ἂς κάνουμε μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἄν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα μυστικά.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀπο­φεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μῖσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς κατά­στάσεις. Ποιός ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἄνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ άπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδό­μυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχή αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας. Γι’ αὑτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνο­νται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθεια της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὗ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφὸ· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέ­φεται.

Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ κανένας τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχή καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προς­ευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμα­ζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπει­νοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.

Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέγει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ο προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγῶνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν  δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας αὐτὲς τὶς ἀρετὲς, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποὺ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατά­θεσή τους: «τὶ δὲ ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;»  (Α΄ Κορ. 4, 7).

Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας»,  δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχτα­ρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες ὥστε πάνω σ’ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.

Καὶ τὸ τέταρτο. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλω. Ναί, Κύριε, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφό μου». Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτό μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17, 10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατί εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθαν­θεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.

Ἂν ξεκινήσουμε τὴν πνευματικὴ πορεία μας τὴ Μ. Τεσσαρακοστὴ μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ ἂν τὴν ἀναβαπτί­σουμε σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ, νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε.  Μιὰ προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας. Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό.

Καλὴ καὶ εὐλογημένη Μ. Τεσσαρακοστή!                                    


Μ. Τεσσαρακοστή 2023

pdf

ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου προβάλλει τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Μ. Τεσσαρακοστή παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ βρίσκονται κρυμμένα στὶς εὐαγγελικὲς περικοπές τῶν σχετικῶν Κυριακῶν.

Κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ πρὶν τὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ταπείνωση τῆς Χαναναίας καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος στὴν κόρη της. Τὴν Χαναναία τὴν ταπείνωνε τὸ γεγονὸς τοῦ ἐπίγειου δράματός της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ• τὴν βασάνιζε τὸ πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ της, τὸ ὁποῖο δὲν δίστασε νὰ τὸ δημοσιοποιήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν φαινομενικὴ περιφρόνηση τοῦ Κυρίου. Ἡ ταπείνωσή της, λοιπόν, ἦταν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ προβλήματός της.

Τὸ ἴδιο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Τελώνη. Καὶ ὁ Τελώνης ἦταν ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶχε ζήσει μιὰ προκλητικὰ ἐφάμαρτη ζωὴ καὶ συγκλονισμένος ἔπεφτε στὰ πόδια Του. Στὴν οὐσία ἦταν ταπεινὸς ἐνώπιον τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν.

Τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ἔμεσα μιὰ ἄλλη ταπείνωση ἡ ὁποία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ ἡ ὁποία τὸν ἔκανε τόσο ἐλεύθερο, ὥστε νὰ ἀδικεῖται, νὰ ἐκχωρεῖ τὴν περιουσία του, καὶ νὰ μὴν ὁμιλεῖ. Νὰ τὸν ἐγκαταλείπει προκλητικὰ ὁ μικρὸς γυιός του, νὰ κατασπαταλᾶ τὸν κόπο του, νὰ αὐτοκαταστρέφεται καὶ αὐτὸς νὰ περιμένει. Νὰ χάνεται κάθε λογικὴ ἐλπίδα καὶ αὐτὸς νὰ ὑπομένει καὶ νὰ προσδοκᾶ. Νὰ ἐπιστρέφει κουρελιασμένος ὁ γυιός του καὶ νὰ συγχωρεῖ. Νὰ ἐκτρέπεται τέλος τὸ καλό του παιδὶ καὶ αὐτὸς νὰ παρακαλεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ ἐλευθερία τοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ δὲν ἀναφέρεται οὔτε μιὰ λέξη, οὔτε κατὰ τὴν ἀναχώρηση, οὔτε κατὰ τὴν ἐπιστροφή, οὔτε κατὰ τὴν μετάνοια, ποὺ νὰ εἶπε ὁ πατέρας στὸ ἄσωτο παιδί του. Οὔτε τὸν ἀνέστειλε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅταν ἔφευγε, οὔτε τοῦ ὑπενθύμισε τὸ ἄνομο παρελθόν του ὅταν ἐπέστρεφε. Ἄνθρωπος λοιπὸν βαθειᾶς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία προέκυπτε στὴ ζωή του ὡς μυστικὴ ἐλευθερία, προέβαλε ὡς ὑπομονὴ καὶ σιωπή, καὶ τέλος ξεχείλιζε ὡς παρακλητικότητα.

Ἄν εἶναι μιὰ φορὰ δύσκολη ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τῆς ἀδύνατης ἢ ἁμαρτωλῆς ζωῆς μας, ἡ ταπείνωση δηλαδὴ τῆς Χαναναίας καὶ τοῦ Τελώνου, εἶναι πολὺ δυσκολότερη ἡ ταπείνωσή μας ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολη εἶναι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνωτέρων πρὸς τοὺς κατωτέρους, ἡ ταπείνωση τῶν πατέρων καὶ τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιά.

Ὰς προχωρήσουμε καὶ σὲ μία τέταρτη μορφὴ ταπεινώσεως• τὴν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ἐσωτερικὴ ταπείνωση ποὺ εἶχαν οἱ δίκαιοι στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως. Προσέφεραν στὸν πλησίον τους τὸ ξεχείλισμα τοῦ ἐλέους, τῆς συμπαθείας καὶ τῆς ἀγάπης τους χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι οὐσιαστικὰ τὸ κάνουν στὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν εἶχαν ἀναπτύξει καμμιὰ θεολογία. Δὲν εἶχε προηγηθεῖ σκέψη καὶ ἐπιχειρηματολογία. Ἦταν ἀνυποψίαστοι τοῦ μεγαλείου τους αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνέβλυζε χωρὶς καμμία βία ὁ πλοῦτος τῆς ἐσωτερικῆς τους καρδιᾶς, ποὺ ἐκδηλωνόταν μ᾿ αὐτὲς τὶς τόσο ἁπλὲς συγκεκριμένες μορφές. Μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμμία εὐλάβεια ἢ ὑπόληψη, στὸν ἑαυτό τους. Χωρὶς νὰ ἔχουν ἰδέα ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο, μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν πράξεών τους μεγαλουργοῦν. Ἐγγύηση τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι τὸ ἀνυποψίαστο, τὸ ἀνεπιτήδευτο, τὸ ἀκατέργαστο, αὐτὸς ὁ φυσικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προκύπτει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία κατάσταση ταπεινώσεως.  Ὄχι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ ταπείνωσή τους μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀκόμη ἡ ἐσωτερική τους ταπείνωση. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία ὑπάρχει πολὺ καλὰ διαγεγραμμένη στὴ εὐαγγελικὴ περικοπή τῆς Κρίσεως.

Ἀρχίζει ἡ περικοπὴ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»  (Ματθ. κε΄ 31)• ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεδύθηκε, φόρεσε τὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ πρώτη ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.  Δεύτερη ταπείνωση εἶναι ἡ ἐξομοίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἐλάχιστους ἀνθρώπους. Καὶ ὄχι μόνο μὲ τοὺς περιφρονημένους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐν ἐκτροπῇ, τοὺς φυλακισμένους. Στὸ πρόσωπο τοῦ φυλακισμένου δέχεται ταπεινὰ ὁ Θεὸς νὰ εἰκονίζεται. Αὐτοὺς θεωρεῖ ἀδελφούς Του καὶ σ᾿ αὐτοὺς λέει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ βλέπουμε τὸ πρόσωπό Του. Πίσω ἀπὸ τὴν περιφρόνηση, ἐκεῖ κρύβεται. Πίσω ἀπὸ τὸν διωγμό, τὴν ἀδικία, τὴν ἐλαχιστότητα, ἐκεῖ ὑπάρχει. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη ταπείνωση τοῦ Κυρίου, ἡ θεϊκὴ ταπείνωση.

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη ἡ ὁποία διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδἀμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει τὴν Δ΄ Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Λέγει τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα στὴ Δημιουργία «καλὰ λίαν» (α΄31). Ἔφτιαξε ἕναν θαυμάσιο κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία Του, καὶ τὸν ἄνθρωπο σὰν στολίδι στὴ κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ὅλα αὐτὰ μὲ μιὰ ἐλπίδα, ἕνα πόθο θεολογικό• ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα Του νὰ γίνει καὶ ὁμοίωμά Του• ἕνας μικρὸς θεός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τελικὰ ἔπεσε καὶ συμπαρέσυρε ἡ πτώση του τὴν κτίση. Ὁλόκληρη ἡ κτίση, λογικὴ καὶ ἄλογη, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς πτώσης χαραγμένη! Αὐτὸ εἶναι μία ταπείνωση γιὰ τὸν Θεὸ Δημιουργό.

Καὶ ἐμεῖς, τὰ πλάσματά Του, κακοποιοῦμε τὸ καλύτερο δῶρο Του, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία. Ἀντὶ νὰ συμμαχήσουμε μὲ τὴν χάρι Του καὶ νὰ μονιμοποιηθοῦμε στὴν ἕνωση μαζί Του, ἀπορρίπτουμε τὴν κτίση καὶ τὴν δημιουργία, τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ἐπιλέγουμε τὴν κόλαση τῆς ψυχῆς μας. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὅπως διαφαίνεται στὴν περικοπή τῆς Κρίσεως, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ μᾶς διώξει, νὰ συμμετάσχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν παράδεισό Του.

Αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει τὴν καλύτερη ἀφορμὴ γιὰ τὴν δική μας αὐθεντικὴ πλέον ταπείνωση ἐνώπιόν Του. Ἂν σκεπτόμαστε πὼς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε, κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἀπορρίπτουμε καὶ Τὸν ἀγνοοῦμε, κάθε φορὰ ποὺ εἴμαστε ξένοι ἀπ᾿ Αὐτὸν, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ ζεῖ τὴν πτώση μας ὡς ταπείνωση, ὡς κένωσή Του, τὸτε θὰ βγεῖ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἡ δική μας ἀληθινὴ ταπείνωση. Θὰ προκύψει ἕνα πνευματικὸ φιλότιμο, τὸ ὁποῖο συχνὰ λείπει ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Γινόμαστε σκληροὶ χριστιανοί, τῶν τύπων, τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν, τῶν σχημάτων, τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως χριστιανοὶ τοῦ φρονήματος.

Ἡ Χαναναία ταπεινώθηκε καὶ ἀπέδειξε τὴν πίστη της. Ὁ Τελώνης γιὰ τὴν ταπείνωσή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μετάνοιά του κέρδισε τὴ δικαίωση. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου ξεχείλησε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δῶρα τῆς ταπεινοφροσύνης• πίστη, μετάνοια, ἀγάπη, ἐλευθερία. Οἱ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνυποψίαστο ἐντελῶς πνεῦμά τους, μ᾿ αὐτὴ τὴν αὐθεντικὴ ταπείνωση ἀνέδειξαν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο τῆς ζωῆς τους.

Γιὰ φανταστεῖτε ἕνα χριστιανὸ μὲ πίστη, μὲ μετάνοια, μὲ ἀγάπη, μὲ ἐλευθερία μὲ ἀνυπόκριτο φρόνημα, μὲ ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Φανταστεῖτε ἕναν χριστιανὸ μὲ φιλότιμο καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ὅλους μας τέτοια μέρα εἶναι νὰ μᾶς ἀφυπνήσει καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ μέσα μας κάθε τι καλὸ ποὺ ἔχουμε. Καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ λειτουργήσουμε σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικοῦ πόθου νὰ ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς μαζί Του στὴ βασιλεία Του.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ὅλοι νὰ περάσουμε καρποφόρα τὸ Κατανυκτικὸ Τριώδιο καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ χαρμόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ἀμήν


Τριώδιο 2023

 


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους. Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων. Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά· ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά· ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς· ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως· ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία· ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει.  Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου.

Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της, «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις, «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες.  Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ταυτόχρονα γύμνωσε τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό.  Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα· ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν δέσμευση στὴν χρονικότητα, δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν.  Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε.  Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι· ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε· ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις».  Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.  Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου.  Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση· εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας.  Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.  Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια.  «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του· «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ´ 11).  Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α´ τροπάριο Λιτῆς).

Ὅποιος ζεῖ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ.  Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες.  Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι· ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

 


Ἰανουάριος 2023 

 


ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ 2023

welcome img

Τὰ Θεοφάνεια ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν ἀπόδειξη τῆς Ἁγίας Τριάδος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὴν φανέρωσή Της. Δὲν ἄντεξε στὴν κένωση καὶ στὴν ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου ἡ κτίσις καὶ ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ αὐτὴ ἡ κένωση ἔφερε τὴν φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.  Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τριαδικὸς ἐπειδὴ τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή• εἶναι καὶ γι᾿ αὐτό.  Ἀλλὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸ λέει διότι εἶναι τριαδικός.  Εἶναι Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα.  Αὐτὸ τὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία αἰωνίως.  Αἰωνίως ζεῖ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Αἰωνίως βλέπει τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ αἰωνίως ἀντικρύζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὶς δωρεές Του νὰ ἀναμένει νὰ τὶς ἐκχωρήσει στὸν καθένα μας.

  Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι στὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ἐμφανίσθηκε πάλι ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἦταν παρὼν ὁ πλάστης καὶ δημιουργὸς Θεὸς Πατήρ. Ἦταν διὰ τοῦ Λόγου Του παρὼν καὶ ὁ Υϊός, καὶ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ φανερώνεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ πνοὴ ποὺ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο•  αὐτὸ ποὺ ὅλοι ἔχουμε μέσα μας.

    Τέτοια μέρα, στὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων, πάλι γίνεται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καὶ ἐν τῇ γῇ καὶ παρουσίᾳ τοῦ Τιμίου Προδρόμου αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ φανέρωσις τῆς Τριαδικῆς Θεότητος. Σὲ μᾶς μένει νὰ γίνουμε μέτοχοι αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, νὰ καθαρίσουμε μὲ τὸν ἁγιασμὸ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἐπιτρέψουμε στὰ αὐτιά της νὰ ἀκοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός, «ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἐν ᾧ ηὐδόκησα». Νὰ μποροῦμε νὰ ἀντικρύζουμε καὶ νὰ κατανοοῦμε τὸν ρόλο καὶ ἔργο καὶ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ δική μας ζωή. Καὶ τέλος νὰ μποροῦμε νὰ γευόμεθα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχή μας.

    Ἂς κάνουμε μιὰ προσευχή ἡ φανέρωσις τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἐπισυμβεῖ μέσα μας, ὥστε να φωτισθεῖ ἀπὸ τὸ φῶς Της ἡ ζωή, ὁ νοῦς μας καὶ ἡ καρδιά μας.

    Εὔχομαι τὰ σπίτια σας νὰ πλημμυρίσουν ἀπὸ τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ κόσμος καὶ ἡ κτίση ὅλη ἀπὸ τὴ χάρι Του. Χρόνια πολλὰ κι εὐλογημένα. Ἀμήν.

    
Θεοφάνεια 2023

ΠΕΡΙ ΕΡΗΜΩΝ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους.

   Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. 

Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος, ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων.

Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου), ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

   Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά• ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά• ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς• ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως• ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία• ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

   Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία, μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει, καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει. Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου. Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος• σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του• σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

   Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες. Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γύμνωσε ταυτόχρονα τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό. Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα• ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν χρονικότητα, τὴν δέσμευση δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν. Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

   Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευ-ματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι• ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε• ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς, βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

   Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

   Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις». Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν, καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου. Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

   Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση• εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας. Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

   Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους καὶ παράθυρα νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

   Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια. «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του• «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ΄ 11). Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α΄ τροπάριο Λιτῆς).

   Ὅποιος ζεῖ μ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ. Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

   Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

   Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες. Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι• ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

    
Ἰανουάριος 2023


ΜΗΝΥΜΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2022

 

welcome img

Ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι βαθειὰ φυτευμένος στὴ συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ στὴ θεολογικὴ καὶ λατρευτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας σὰν μεγάλος ἅγιος. Κατέχει ἰδιαίτερη θέση μέσα στὴν λατρεία καὶ μέσα στὶς καρδιὲς τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ. Εἶναι ἕνας μοναδικὰ ἀνθρώπινος ἅγιος, ἅγιος τῶν καθημερινῶν ἀναγκῶν, ἅγιος τῆς ὑπερβολῆς, τῆς ἐκχύσεως τῆς ἀγάπης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι καὶ ἕνας ἅγιος μυστικός, ἕνας ἅγιος ἐσωτερικός.

Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε σὲ τρία χαρακτηριστικὰ ποὺ σφραγίζουν τὴν ἰδιαιτερότητα αὐτὴ τῆς προσωπικότητός του.

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἅγιος τῆς πνευματικῆς ἀκρότητος. Εἶναι ἅγιος ἀπόλυτος, ποὺ ἔζησε τὴν ἀκρότητα τῶν ἀρετῶν καὶ ψηλάφησε τὴν ἀκρότητα τῶν θεϊκῶν μυστηρίων. «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καὶ πιστὲ θεράπον, καὶ οἰκονόμε τῶν αὐτοῦ μυστηρίων, καὶ ἄνερ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος, στήλη τε ἔμψυχε, καὶ ἔμπνους εἰκών». Πολλὰ ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἀκολουθίας του μαρτυροῦν αὐτὸ τὸ χαρακτηριστικό. Ἀναφέρουν ἁλυσίδες ἀρετῶν μεγάλων καὶ σπανίων, τὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος ἀσυμβίβαστα ἐργάσθηκε στὴ ζωή του χωρὶς νὰ νωθεύει τὰ πράγματα, οὔτε πάλι νά χάνει τῆν ἰσορροπία τῆς διακρίσεώς του. «Τὶς γὰρ ἀκούων τὴν ἄμετρόν σου ταπείνωσιν, τὴν ὑπομονὴν οὐκ ἐθαύμασε; τήν πρὸς τοὺς πένητας ἱλαρότητα; θλιβομένων τὸ συμπαθές; πάντας θεοπρεπῶς ἐδίδαξας, ἱεράρχα Νικόλαε».

agios nikolaos1Τὸ δεύτερο χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι ἐνῶ εἶναι ἕνας ἅγιος τῆς πνευματικῆς ἀκρότητος, εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἅγιος τῆς μεσότητας καὶ τοῦ μέτρου. «Κανόνας πίστεως, εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλος», διακρινόμενος γιὰ τὸ φιλάνθρωπο, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσή του.

Ἡ ἀκρότητα καὶ τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀσυμβίβαστο πνεῦμα φανερώνουν τὴν δύναμη ποὺ ἔχει μέσα ἡ ψυχή• τὸ πάθος γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Ἡ μεσότητα, τὸ μέτρο καὶ ἡ ἰσορροπία μαρτυροῦν τὴ σύνεση καὶ τὴ χάρι ποὺ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος.

Ἔχει κι ἕνα τρίτο χαρακτηριστικὸ ὁ ἅγιος Νικόλαος. Κατάφερε νὰ συνδυάσει τὸ θεϊκὸ μὲ τὸ ἀνθρώπινο στὴ ζωή του. Τὴν ἡσυχία καὶ τὴν μυστικὴ ἐσωτερικὴ ζωὴ μὲ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν κοινωνία στὸν κόσμο ποὺ ζοῦσε. Κατάφερε τὴν πράξη νὰ τὴν ἐναρμονίσει μὲ τὴ θεωρία, τὰ λόγια μὲ τὰ ἔργα. Πράγματα ποὺ σὲ μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι λίγο δύσκολο νὰ τὰ ἐξισορροπήσουμε, στὴ δική του προσωπικότητα πολὺ ἁρμονικὰ δένονται, καθὼς θὰ μπορούσαμε νὰ διαπιστώσουμε διαβάζοντας προσεκτικὰ τὸν βίο του.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἅγιος τῶν ἀντιθετικῶν, δηλαδὴ τῶν μυστικῶν ἀρετῶν, ἅγιος τοῦ συνδυασμοῦ, τῆς σύναψης τῶν ἄκρων, ἅγιος τῶν ἀντιθέσεων. Εἶναι ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἀγωνίσθηκε ταπεινὰ τὶς πρακτικὲς ἀρετές, τοῦ χαρίσθηκαν καὶ οἱ μεγάλες πνευματικές. Εἶναι ὁ ἅγιος ὁ ὁποῖος θυσίασε τὴ ζωή του μὲ τὴν ταπείνωση, μὲ τὴν πτωχεία, μὲ τὴν ἀφάνεια γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐξαγοράσει μὲ τὸ τίμημα αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν θησαυρὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ζήσει ὡς μυστικὴ φανέρωση στὴν καρδιά του. Μὲ τὴν πτωχεία κατάφερε τὰ πλούσια• αὐτὸ θὰ πεῖ ἅγιος τῶν ἀντιθετικῶν μυστικῶν ἀρετῶν, ἅγιος τῆς θεϊκῆς λογικῆς. Κατάλαβε τὸ ψέμα τοῦ κόσμου καὶ ὡς καλὸς καὶ συνετὸς ἔμπορος, πωλῶντας τὴν ἰδιοκτησία αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἀγόρασε τοὺς θησαυροὺς τῆς πνευματικῆς.

Ἡ ἐξαγορὰ τῶν οὐρανίων μὲ τὰ γήινα, τῶν αἰωνίων μὲ τὰ πρόσκαιρα, τῆς θεϊκῆς χάριτος μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀπόλαυση, ποὺ τόσο χαρακτηριστικὰ διαφαίνεται στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ δείχνει παρὰ τὸ πῶς ἀκριβῶς στὴ ζωή του ἐνήργησε ἡ χάρις ὡς ἐλευθερία καὶ ὡς μέθεξη σοφίας. Ἐλευθερία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὰ ἀνθρώπινα καὶ φυσικά, καὶ μετοχὴ στὴν κατὰ Θεὸν κατάσταση.

Συνοψίζοντας θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὰ τρία αὐτὰ χαρακτηριστικὰ διαμορφώνουν τὴν ταυτότητα τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ἀπόλυτο πνεῦμα• ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε, στὸν αἱρετικὸ Ἄρειο, δὲν ἐδίστασε ἀκόμη καὶ χαστούκι νὰ δώσει, ὁ πρᾶος! Ἦταν ἀπόλυτος καὶ ξεκάθαρος. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς ἐσωτερικῆς δυνάμεως, τῆς σαφήνειας καὶ τῆς ἀδιαπραγμάτευτης ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι ἅγιος ποὺ στηρίζει τὸν καθένα μας. Ἡ ζωή του εἶναι γεμάτη ἀπὸ θαύματα καὶ ἐπαληθεύσεις αὐτῆς τῆς δυνάμεως.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο, ποὺ εἴπαμε, ἡ μεσότητα καὶ τὸ μέτρο καταδεικνύει τὴ χάρι, τὴ σύνεση. Ὁ ἅγιος αὐτὸς ξεκουράζει. Εἶναι ξεκούραστος ἅγιος. Δὲν τυραννάει, δὲν θαμπώνει μὲ τὸ μεγαλεῖο του καὶ μὲ τὶς μεγαλοψυχίες του, ἀλλὰ ἀναπαύει μὲ τὰ πρακτικά, μὲ τὰ ἀνθρώπινα, μὲ τὸ ὅτι μπαίνει καὶ διαπερνᾶ ἡ ζωή του καὶ τὴ δική μας ζωή. Εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος ἅγιος.

Καὶ μὲ τὸ τρίτο στοιχεῖο, τὶς μυστικές του ἀντίθετες ἀρετές, στὴν οὐσία καταδεικνύει τὴν κατὰ πνεῦμα ἐλευθερία καὶ τὴν μετοχὴ στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόλαος μὲ τὴν δύναμή του στηρίζει, μὲ τὸ φιλάνθρωπό του ξεκουράζει καὶ μὲ τὴν μυστική του χάρι ἁγιάζει. Καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ τρίτο βασικὰ στοιχεῖο εἶναι ποὺ ὁ καθένας μας προσβλέπει.

Μεγάλος ἅγιος, τόσο μεγάλος ποὺ θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ μπεῖ στὴν καρδιά μας καὶ νὰ κατευθύνει τὴ ζωή μας. Νὰ πάρουμε λίγο ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀρετές του καὶ νὰ φυτρώσει στὴν καρδιά μας ἡ μετάνοια ποὺ τόσο πολὺ χρειαζόμαστε.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀξιωθοῦμε ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, κι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ μὲ τὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα, ἀλλὰ καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια, καὶ περάσουμε στοὺς αἰώνιους ἑορτασμούς, νὰ ἀπολαύσουμε αἰωνίως τὸν πλοῦτο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.


ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Τὶς μέρες αυτές, ἀνοίγει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτή τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ποιό εἶναι ὅμως τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων; Πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως κάτι πρέπει νὰ κάνουμε λίγο διαφορετικό, πιὸ οὐσιαστικὸ τὴν περίοδο ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας; Μήπως ἡ μέριμνα τοῦ ἑορτασμοῦ κάποιες φορὲς σκεπάζει τὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς;

  «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ὄχι ἄγγελος ἢ κάτι ἄλλο· ἐνδύεται τὴν δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη, αὐτὴν τιμᾶ καὶ ὑπερυψώνει. Καὶ τοῦτο «ἵνα τὸν Ἀδὰμ Θεὸν ἀπεργάσηται» – γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Μὲ φόντο αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καταλαβαίνει τὰ Χριστούγεννα. Λέμε συχνὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦμε: «ἔ, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ». Πόσο λάθος εἶναι μία τέτοια ἀντίληψη! Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ παραμείνουμε ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ μπολιαστεῖ ἡ ἀγριάδα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ βγάλει τὸ ἀγλαόκαρπο δέντρο τοῦ ἐνχριστωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει θεϊκὰ χαρακτηριστικά.

  Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνει λίγο ἀνάλαφρη ἡ ψυχή μας· νὰ ἀνέβουμε λίγο πιὸ ψηλά. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν θέλει νὰ μᾶς μυήσει στὸν πνευματικὸ κόσμο, μᾶς προκαλεῖ νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως», νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε καὶ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὄρη πνευματικὰ. Μᾶς καλεῖ νὰ πετάξουμε κάποια βάρη μας, καὶ τέτοια βάρη εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σκοτάδια τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὴ τὴν περίοδο ἂς πᾶμε στὴν ἐξομολόγηση, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ ποῦμε ἐπειδὴ πρέπει, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας νὰ ἀκουμπήσει πάνω στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, στὸ λέντιο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ καταθέσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ κρίματά της. Νὰ πᾶμε μὲ μετάνοια ταπεινὰ καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ ποῦμε αὐτὰ ποὺ εἶναι μεγάλα καὶ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχή μας, αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε μικρὰ καὶ εἶναι ὕπουλα, αὐτὰ ποὺ συνήθως δὲν ὁμολογοῦμε οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό μας καὶ τοῦ τὰ κρύβουμε φοβούμενοι ὅτι θὰ ἀπογοητευθοῦμε. Νὰ πᾶμε καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὸ πῶς ζοῦμε, τί νοιώθουμε, τὶς σκέψεις ποὺ διαταράσσουν τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας· ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὑποχωρήσουμε, ὅτι διαρκῶς κατακρίνουμε, αἰσθανόμαστε ὑπεροχικά, εἴμαστε εὔκολοι στὸ ψέμα, ἀδύνατοι στὴν πίστη, ἀκάθαρτοι στὴν διάθεση... Μπροστὰ στὸν Θεό, «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ πετάξουμε εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο: εἶναι οἱ μέριμνές μας. Τὸ μυαλό μας εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἐνοχλητικὲς σκέψεις. Διαρκῶς σκεφτόμαστε ἀπίστευτα πράγματα καὶ τὰ μεγαλοποιοῦμε σὰν νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὴν πολλὴ σκέψη θὰ βροῦμε καὶ τὴ λύση. Δὲν εἶναι ἔτσι. Μὲ τὴν πολλὴ σκέψη χάνουμε τὴν λύση. Ὁ Θεὸς δὲν προσ­εγγίζεται ἀπὸ τοὺς σκεπτόμενους. Ὁ Θεὸς προσεγγίζεται ἀπὸ τοὺς προσευχό­μενους, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται, ποὺ ἀκουμποῦν μὲ τὴν καρδιά τους πάνω Του. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ζητάει νὰ μὴν εἴμαστε πολυμέριμνοι. Θὰ ἔλθουν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἀπειλὴ τῶν μεριμνῶν θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη: Πῶς θὰ γιορτάσουμε; Τί θὰ μαγειρέψουμε; Τί δῶρα θὰ ἀγοράσουμε; Ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες καλὸ θὰ εἶναι νὰ τὶς τακτοποιήσουμε μία ὥρα ἀρχύτερα μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε, μεριμνώντας καὶ φροντίζοντας γιὰ αὐτά, νὰ χάσουμε τὰ μεγάλα. Πρέπει λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας νὰ ἀποθέσουμε, νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη, καὶ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν μας. «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ψάλλουμε στὴ θεία λειτουργία. Ἂς τὰ ἀφήσουμε λοιπὸν λίγο στὴν ἄκρη ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ μείνουμε στὰ βασικά, στὰ ἀναγκαῖα.

  Καὶ ἕνα τρίτο πράγμα, πολὺ σπουδαῖο: Ὅσοι μποροῦμε –καὶ ὅλοι λίγο ἢ πολὺ μποροῦμε– νὰ σκεφθοῦμε τὸν διπλανό μας. Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει δουλειά, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος... Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι νὰ μὴν ἀρκεστοῦμε στὸ «ἔ, θὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεὸς» ἢ στὸ «ἂς τὸν βοηθήσουν κάποιοι ἄλλοι», ἀλλὰ  ἡ ἀνάγκη του νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀλάφρωμα τῆς δικῆς μας τσέπης! Τί μεγάλη εὐλογία τὸ νὰ βαστάξουμε λίγο καὶ τὰ ὑλικὰ βάρη τῶν ἄλλων, ἂν μποροῦμε καὶ ἂν ἔχουμε αὐτὴ τὴν δυνατότητα! Τί ὄμορφο ἀντὶ νὰ σπατα­λήσουμε σὲ κοσμικὰ καὶ κούφια δῶρα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν θησαυρὸ τῶν οἰκονομιῶν μας, νὰ δώσουμε λίγο μέσα ἀπὸ αὐτὸν αἰσθήματα ἀγάπης σὲ ἱεροὺς σκοπούς, σὲ ἀναγκαιοῦντες ἀδελφούς μας, ὥστε κάτι νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὴ δική μας ψυχή.

  Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐλογημένη περίοδος ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας, ξεδι­πλώνεται σὰν μία μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν καθένα μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς θυμίζουν συνεχῶς οἱ σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν· καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη θὰ ἐπιβεβαιώνει. Σὲ ἐμᾶς μένει λίγο νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, κάπως νὰ διευρύνουμε τὴν ἀκοή μας νὰ ἀκοῦμε τὰ πνευματικὰ μηνύματα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε κάποτε κι ἐμεῖς νοερὰ στὴ Βηθλεέμ, νὰ χαροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Καὶ τότε, αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ βεβαιώνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «μεθ’ ἡμῶν», ὅτι δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας· καὶ ὄχι μόνο ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ τελικῶς καὶ ἐντὸς ἠμῶν – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ΄ 21).

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες τὸν Κύριο ὄχι μόνο γεννώμενο στὴν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ –κυρίως– ἀνακλινόμενο στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.

  

    
Σαρακοστὴ Χριστουγέννων 2022


ΜΗΝΥΜΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022


welcome img

Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία. Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει. Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές. Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

   Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται. Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία. Μαζί του ἑνώνεται. Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση. Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Ὅλα κοινωνοῦνται. «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος). Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

    Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα». «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται». Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

    «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη• τὰ τρία ταῦτα» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 13). Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

    Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»• ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ. Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.

    
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2022

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔκανε μιὰ τομὴ καὶ ἔβαλε μιὰ βαθειὰ σφραγίδα στὴν ἱστορία. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ μιὰ τέτοια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐπέμβαση ἀγάπης στὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε. Ἔβαλε πρῶτον μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὸν χρόνο. Δεύτερον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν κτίση, τὴν ἄϋλο κτίση, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, διότι καὶ σὲ αὐτοὺς συνέβη κάποια ἀλλοίωση. Τρίτον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν φύση, τὴν ὑλικὴ φύση, τὴν οἰκουμένη.

  Κάθε φορὰ ποὺ περνᾶμε ἀπὸ κάπου καὶ κάνουμε τὸ σταυρό μας θαρρεῖς καὶ ἁγιάζεται ὁ ἀέρας, θαρρεῖς καὶ ἀλλάζει αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ὁ ὑλικὸς κόσμος. Δὲν μένει παρὰ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παγκοσμιότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητα νὰ μπεῖ τὸ κρίσιμο πετραδάκι. Καὶ αὐτὸ τὸ πετραδάκι εἶναι νὰ μπεῖ καὶ ἡ δική μας ἀλλοίωση ἀπὸ τὸν σταυρό· ἀλλοίωση πίστεως, σταυρωμένης πίστεως, ἀλλοί­ωση φρονήματος, σταυρικοῦ φρονήματος, ἀλλοίωση ζωῆς, πραγματικὰ ζωῆς θυσίας καὶ σταυροῦ.

  Σὲ αὐτὸ μᾶς προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, μαζὶ μὲ τὴν φύση, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ γίνει καὶ ἡ δική μας ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐκολία τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν λογική, στὸν σταυρὸ τὸν ἁγιαστικό.

  Ὅλη μας ἡ ζωή, ἡ ἀγωγὴ καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἑαυτός μας συνηγοροῦν στὸ νὰ διεκδικοῦμε καὶ νὰ ἐπιβάλουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν λογική, τὸ δίκαιο καὶ τὴν δύναμη.  Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος Του βάζει στὴ θέση τῆς λογικῆς τὴ χάρι, στὴ θέση τοῦ δίκαιου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος, στὴ θέση τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως, τὴν θεϊκὴ δύναμη, τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι δίκαιος! Ἂν εἶναι δίκαιος, τότε «τίς ὑποστήσεται ἀπὸ προσώπου Αὐτοῦ;». Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ μπροστά Του; Ἐξασκεῖ μιὰ ἁγία ἀδικία ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· τὴν ἀδικία τοῦ ἐλέους. Αὐτὸ τὸ ἔλεος ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πηγὴ ποὺ λέγεται Τίμιος Σταυρός.

  Τί μᾶς λέει ὁ Σταυρός; Νὰ μὴν ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε τὸ δίκιο μας· ἂς ἀδικούμαστε. Νὰ μὴν παλεύουμε νὰ ἐπιβάλουμε τὴ δύναμή μας· ἂς ταπει­νούμεθα. Νὰ μὴν θέλουμε μὲ τὰ δεσμὰ τῆς λογικῆς νὰ συλλάβουμε τὸν ἀχώρητο στὸ μικρό μας μυαλουδάκι· ἂς ἀφήσουμε ἐκτεθειμένη τὴν ψυχή μας στὴ χάρι Του, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, οἱ πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Μεταμορφώσεως· ἀρέσκονται ὅλο στὶς χαρές, τὰ θαύματα, τὰ ὄμορφα πράγματα ἀπὸ τὴ πλευρὰ τῆς πίστεως. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πολλοί. Οἱ ἀληθινοὶ ὅμως χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Σταυρώσεως. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε σταυρό μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν σωτηρία μας. Καὶ πάνω στὸν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νὰ προβάλλουμε καὶ τοὺς δικούς μας τοὺς σταυρούς.

  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιες μέρες καθὼς μᾶς ὑπενθυμίζει δύο ἱστορικὰ γεγονότα, τὸ ἕνα τὴν Εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν βασίλισσα, τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τὴν Ἁγία Ἑλένη, καὶ τὸ δεύτερο τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο ὅταν τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Περσῶν, μᾶς δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑψώνεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, κυρίως ὅμως νὰ ὑψώνεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ φρόνημά μας ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι σταυρικὰ νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας.

  Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἢ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη μυστικὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ποὺ ἐπιτελεῖται διαρκῶς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴ τὴ γεύση τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέσα στὴν καρδιά μας εὐχόμαστε νὰ τὴν χαρίζει πλούσια ὁ σταυρωθεὶς Κύριος σὲ ὅλους μας. Ἀμήν!

    
Σεπτέμβριος 2022


ΜΗΝΥΜΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2022

 

welcome img

Τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας κατέχει ἐξέχουσα θέση μέσα στὴ ζωή, στὴν πίστη καὶ στὴ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι βαθειά χαραγμένη μέσα στὶς καρδιές μας, μέσα στὶς συνήθειές μας, μέσα στὶς παραδόσεις μας καὶ ριζωμένη μέσα στὴ θεολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Τὸ πρῶτο ἰδίωμα ποὺ ἔχει ἡ Παναγία εἶναι ὅτι εἶναι Θεοτόκος. Δὲν ἦταν κάποια ποὺ κάποτε κάποιον γέννησε, ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία γέννησε μέσα στὴν ἱστορία καὶ γεννᾶ μυστικῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Πῶς τὰ οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς καὶ ἔκανε αὐτὴν τὴν ἀσύλληπτη γιὰ τὴ διάνοιά μας κίνηση, δηλαδὴ νὰ συσταλεῖ Ἴδιος, νὰ σμικρύνει, νὰ κενωθεῖ  καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἐνδυθεῖ τὴν παχύτητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ ὁ ἄχρονος νὰ εἰσέλθει μέσα στὴν ἱστορία! Καὶ ὅλα αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὑπάρχει κι ἕνα ἄλλο στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ ἐπίσης ἰδίωμά της• ἡ Παναγία, ἐνῶ δὲν ἔχει θεότητα στὴ φύση της, ἔχει θεϊκότητα στὴ ζωή της, παρουσιάζει χαρακτηριστικὰ θεϊκά. Ἡ φύση της εἶναι ὅπως ἡ δική μας φύση, ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Παναγία δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος, ὅμως ἄσπιλος, ἀμόλυντος, ἄφθορος, ἄχραντος ἄνθρωπος, μοναδικὸς κατὰ τὴν χάρι καὶ τὴν ἁγιότητα. Εἶναι ἡ Κεχαριτωμένη, πλήρης δηλαδὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτῆς εἰσῆλθε ἡ χάρις στὸν κόσμο καὶ «παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης». Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.

Ἡ Παναγία ὅμως ἀνέβασε καὶ τὸν ἄνθρωπο σὲ θεία κατάσταση. Κατέστησε δυνατὴ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἑνώσει αὐτὴν τὴν στεγνή, στενή, στυφὴ ἀνθρώπινη φύση του μὲ τὴ θεία φύση, νὰ γίνει «κοινωνὸς θείας φύσεως»∙ νὰ τὴν μπολιάσει μὲ τὰ θεϊκὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου. Αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ δέχθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο καὶ δὲν ὀνομάζεται μόνον Θεοτόκος, ἀλλὰ ὀνομάζεται καὶ Παναγία. Ἔχει δηλαδὴ στὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόσωπό της ὡς δεύτερη φύση, τὸ σύνολο τῆς χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητος στὴν ἀκρότατη καὶ τελειότερη τους μορφή.

Ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τὸ μεθόριον τῆς κτιστῆς καὶ τῆς ἀκτίστου φύσkoimhsh iconεως, ἀποτελεῖ τὸ σύνορο, ἐκεῖ ποὺ συναντᾶται, ἐκεῖ ποὺ ἐφάπτεται κατὰ κάποιο τρόπο ὁ κτιστός, ὁ φτιαχτὸς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κόσμος μὲ τὴν ἄκτιστη φύση τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄγγελοι μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὑλικοί, ἀλλὰ εἶναι κτιστοί. Ἡ Παναγία ἦλθε μὲν στὸν κόσμο σωματικῶς μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ἄρα ἔχει ὑλικότητα∙ εἶναι ὅμως καὶ πνευματικὴ καὶ μάλιστα εἶναι ὑπερτέρα τῶν ἀγγέλων κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι στὸ πρόσωπό της συναντᾶται ἡ ἄκτιστη μὲ τὴ κτιστὴ φύση.

Σφραγίζοντας στὶς καρδιές μας τὴν μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ μπορέσουμε νὰ ἀξιοποιήσουμε τὴν Παναγία στὴ ζωή μας. Νὰ μὴν εἶναι μιὰ ἁπλῆ μορφὴ ἑτεροκοσμικὴ στὰ μάτια μας οὔτε μιὰ εἰκόνα καρφωμένη στὸν τοῖχο, ἀλλὰ νὰ γίνει ἡ δική μας ψυχὴ μιὰ εἰκόνα ζωγραφισμένη πάνω στὴ δική της εἰκόνα. Νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας σ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ προσδοκοῦμε τὶς ἀπαντήσεις γιὰ τὰ προβλήματα καὶ τὶς καθημερινές μας ἀνάγκες. Κυρίως ὅμως νὰ τὶς ἀναθέτουμε τὴ ζωή μας. Ἡ σχέση μας μαζί της νὰ εἶναι σχέση ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸ πανάγιο πρόσωπό της.

Νὰ μὴν ἀρκεσθοῦμε στὸ νὰ ἀποτελέσει ἕνα ἠθικὸ πρότυπο φυσικῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ νὰ φροντίσουμε νὰ εἶναι μυστικὸ πρότυπο πνευματικῶν χαρισμάτων. Ὅλοι μας ἔχουμε ὑποστεῖ τὴν καλὴ ἀλλοίωση ποὺ ἡ ἴδια ἡ Παναγία ἐπετέλεσε πάνω σ᾿ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, γιατί τὴν ἐπετέλεσε πάνω στὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν μᾶς μένει τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε τόσο γήινα καὶ νὰ κοιτάξουμε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς δεκτικοὶ τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς χωρητικοὶ τοῦ Θεοῦ, νὰ χωρέσει μέσα μας ὁ Θεός∙ νὰ ξεχειλώσει, νὰ πλατυνθεῖ ὁ ψυχικός μας κόσμος, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν διευρυμένη, πλατυσμένη καρδιὰ νὰ μπορέσει νὰ χωρέσει ὁ ἀχώρητος Θεός.

Εὔχομαι σ᾿ ὅλους, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μἐ αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὴ καρποφορία στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Παρακλήσεις αὐτῶν τῶν ἡμερῶν καὶ ἡ Παναγία καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς καθημερινὲς δυσκολίες, κυρίως ὅμως νἀ ἀποτελέσει γιὰ τὸν καθένα αὐτὸ τὸ μυστικὸ πρότυπο τῆς ἐν χάριτι καὶ ἐν πνεύματι ἄλλης ζωῆς. Ἀμήν.

 
Αὕγουστος 2022


ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ


welcome img

«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13)

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχει σὰν προορισμό Του νὰ φανερώνει τὸν Θεὸ στὴν ἱστορία καὶ στὴν Ἐκκλησία, νὰ Τὸν φανερώνει στὴν αἰώνια βασιλεία Του, παράλληλα δὲ νὰ φανερώνει τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου, τὸν εἰκονισμένο Θεὸ στὸν ἄνθρωπο.

Ὁ λόγος, λοιπόν, ποὺ ὁ Κύριος μᾶς στέλνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ζήσουμε τὴ δική μας μεταμόρφωση καὶ τὴ φανέρωση τοῦ δικοῦ μας προσώπου, καὶ ἔτσι νὰ ἀλλάξουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον βλέπουμε τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν τρεῖς μεταμορφώσεις προσώπων πολὺ ἐντυπωσιακές. Ἡ μία εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου πάνω στὸ Ὄρος Θαβώρ, ὅπου, ὅπως περιγράφεται ἀπὸ τοὺς τρεῖς εὐαγγελιστές, «ἐγένετο τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον» (Λουκ. θ΄, 29). Ἡ εἰκόνα τὴν ὁποία εἶχαν οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἰκόνα ἐντελῶς ἀνθρώπινη, εἰκόνα ἐντελῶς αἰσθητή, ἄλλαξε καὶ μετεμορφώθη καὶ φανερώθηκε γιὰ λίγο ἡ λάμψη τῆς θεότητός Του.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη μεταμόρφωση προσώπου. Ἀναφέρεται στὸ τέλος τοῦ βιβλίου τῆς Ἐξόδου. Ὁ Μωϋσῆς, ἀφοῦ παρέλαβε τὶς Δέκα Ἐντολές, ἀφοῦ διεμήνυσε ἀπὸ μακρυὰ πρὸς τὸν λαὸ τὰ ὅσα ὁ Κύριος τοῦ ἐπηγγέλθη, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὸ Ὄρος δοξάσθηκαν, λαμπρύνθηκαν τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του, ἐπειδὴ τοῦ εἶχε μιλήσει ὁ Θεός. «Δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἐν τῷ λαλεῖν αὐτὸν αὐτῷ» (Ἐξ. λδ΄ 29). Τέτοια ἀλλοίωση ὑπέστη τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν λάμψη καὶ τὴν δόξα, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ μακρυὰ τὸν ἔβλεπαν καὶ δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν ἀντικρύζουν, πολλῷ μᾶλλον νὰ τὸν πλησιάσουν.

Καὶ ἡ τρίτη μεταμόρφωσις προσώπου εἶναι ἡ ἀλλοίωσις τὴν ὁποία ἔβλεπαν ἀκόμη καὶ ἀκάθαρτα μάτια στὸ πρόσωπο τοῦ διακόνου Στεφάνου ὅταν ἀπελογεῖτο ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου. «Ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». (Πράξ. Στ΄ 15). Ἔλαμψε τὸ πρόσωπο του καὶ δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, αὐτὸ ποὺ εἶχαν συνηθίσει νὰ βλέπουν, ἀλλὰ ἦταν ἕνα ἀγγελικὸ πρόσωπο.

Καὶ τὸ δικό μας πρόσωπο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει. Κι ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀλλάξει. Πρέπει νὰ ὑποστεῖ αὐτὴν τὴν μεταμόρφωση, ὥστε νὰ βλέπουμε τὸν Θεὸ διαφορετικό, ἀναστημένο, ὄχι μὲ ἀνθρώπινα μάτια. Ἀντιστοίχως, πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ γεγονότα ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο, ἔξω ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, ἔξω ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό μας, ἔξω ἀπὸ τὴν στενότητά μας. Πρέπει νὰ βλέπουμε τὴ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴ παροδικότητά της καὶ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητά της, πέρα ἀπὸ τὴν μικρότητά της. Καὶ τέλος πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, ὄχι ὅπως εἴμαστε, ἀλλὰ ὅπως θὰ εἴμαστε στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι μεγάλες ἀλήθειες αὐτές. Πολλὲς φορὲς πηγαίνουμε στοὺς πνευματικούς μας καὶ τοὺς μιλᾶμε τόσο ἀνθρώπινα καὶ θέλουμε κι αὐτοὶ νὰ μᾶς μιλήσουν ἀνθρώπινα. Κάνουμε τὴν προσευχή μας καὶ αὐτὴ εἶναι πεζή, κουραστική, προκλητικὰ φτωχὴ καὶ ἀνθρώπινη. Κι ὁ Θεὸς μᾶς ἀπαντᾶ πνευματικὰ καὶ δὲν Τὸν ἀναγνωρίζουμε. Ἐμεῖς Τὸν θέλουμε γιὰ ὑπηρέτη αὐτῆς τῆς ζωῆς. Θέλουμε τὴν Ἐκκλησία γιὰ βόλεμα τοῦ συναισθήματός μας, τῆς μικρᾶς καὶ στενῆς ἀντιλήψεώς μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα.  Νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο στὸν ἄλλον, ἀπὸ τὸν χρόνο λίγο στὴν αἰωνιότητα.  Νὰ ἀνοίξει ἡ καρδιά μας καὶ νὰ γευθεῖ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, νὰ δεχθεῖ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  

Οἱ μέρες αὐτὲς εἶναι μέρες ποὺ μᾶς καλοῦν σὲ μεταμόρφωση σὰν τὴν μεταμόρφωση τῶν ἀποστόλων. Κι αὐτοὶ δειλοὶ ἄνθρωποι ἦταν• ὄχι μόνον δειλοὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Καὶ ὅμως μετεμορφώθησαν καὶ ὁδηγήθησαν στὸ μαρτύριο ὅλοι τους, μὲ ἐξαίρεση τὸν ἀπόστολο Ἰωάννη. Αὐτοὶ ποὺ ἡ γλῶσσά τους ἦταν δεμένη, ἐκήρυξαν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ψαράδες ἦταν καὶ σὰν σοφοὶ μιλοῦσαν. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν μποροῦσαν κἂν νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς, στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς χάριτος, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς ἄνοιξαν τὰ στόματά τους καὶ Τὸν ὁμολόγησαν σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Αὐτοὶ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὸν λόγο Του, ἀπεκάλυψαν στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία τὸ μυστήριό Του.

Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Πεντηκοστή. Ἂς μὴν τὴν γιορτάσουμε σὰν ἕνα γεγονὸς ποὺ κάποτε συνέβη, ἀλλὰ ἂς τὸ μεταμορφώσουμε σὲ μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία ὁ καθένας μας. Χωρὶς αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ μεταμόρφωση δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε πνευματικά, δηλαδὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μπορεῖ ἡ ζωή μας νὰ ἔχει μιὰ ἠθικὴ ὑπογραφή, μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ποιότητα τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν ἀγώνα τῆς εὐτυχίας ἢ καὶ τῆς ἐπιτυχίας σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὴν θέα ὅμως τοῦ οὐρανοῦ, τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς αἰωνιότητας, καὶ πολὺ περισσότερο τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ γεύση τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν θὰ τὴν ἀποκτήσουμε. Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπαναλαμβάνει τὸ προσκλητήριό της. Τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ σὲ μᾶς.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ νὰ γίνει, ὄχι σὰν ἀποτέλεσμα κάποιας δικῆς μας προσπάθειας, κυρίως ὅμως σὰν καρπὸς τῆς ταπεινώσεως τῆς δικῆς μας διαθέσεως καὶ τῆς φανερώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ταπεινὴ καρδιά μας. Ἀμὴν.

 
Πεντηκοστὴ 2022

 

ΜΗΝΥΜΑ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ


welcome img

Ὑπάρχει ἕνα βάθος θεολογικῆς ἀλήθειας μέσα στὴ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, τὸ ὁποῖο ἔχει ἀνυπολόγιστη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας, ἀλλὰ δὲν εἶναι τόσο εὐδιάκριτο. Τὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο πλέον κατὰ τὴ φύσιν ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἔχει ἀποκτήσει μία φύση ἡ ὁποία εἶναι κατὰ χάριν θεανθρώπινη. Ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε γυμνὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀλλὰ σὰν πολύτιμο λάφυρο καὶ σὰν βαρύτιμο ἔνδυμα ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς μ᾿ αὐτὴν τὴ φύση τὴν ὁποία ἔχουμε κι ἐμεῖς. Τὴν προσέφερε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ τὴ θέωσε, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ καθένας μας πλάστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδὴ ἔχει ἀρχὴ θεϊκὴ μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ γίνει ὁμοίωμα Θεοῦ. Ἔχει χαρακτηριστικά, γνωρί­σμα­τα, ἰδιώματα θεϊκὰ ἀλλὰ ἔχει καὶ θεϊκὸ προορισμὸ καὶ ἀπόληξη τῆς πορείας του ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας πορείας μας μιὰ λαμπρὴ ἐξόδιο ἀκολουθία, ἡ ὁποία δὲν θὰ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα χαρακτηριστικὸ θεϊκὸ μέσα της. Ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, νὰ μπολιάσουμε τὴ μὲν ψυχή μας μὲ θεϊκότητα, τὴ δὲ ζωή μας μὲ αἰωνιότητα, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κάτι πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, κάτι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε, κάτι πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουμε. Καὶ ὅλο αὐτὸ ἐγκρύπτεται μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση μας, σὰν σπόρος ἀληθινὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ γονιμοποίησή του, τὴν αὔξηση καὶ τελικὰ τὴν καρποφορία του. Τὶ μεγάλα πράγματα, καὶ εἶναι τόσο ἀληθινά! Πιὸ ἀληθινὰ ἀπὸ ὅσο μεγάλα ἀκούγονται. Αὐτὸ γιορτάζουμε σήμερα καὶ ὅλοι μας καλούμεθα νὰ ἀναστή­σουμε μέσα μας αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ ζωὴ καὶ ἐμπειρία.

Τὸ ἐρώτημα βέβαια εἶναι πῶς νὰ γίνει αὐτό; Γιατί νὰ μᾶς φαντάζει τόσο δύσκολο, τόσο ἀπόμακρο, ἐνδεχομένως τόσο ἀφηρημένο, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζεται τόσο ἀληθινὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της; Ἡ ἀπάντηση θὰ βρίσκεται στὴν πολὺ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Γιὰ τὴν Ἀνάληψη δὲν μιλοῦν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστές. Μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σὲ τέσσερις μικροὺς καταληκτικοὺς στίχους τοῦ Εὐαγγελίου του, ὅπως ἐπίσης καὶ σὲ λίγους ἐναρκτήριους στίχους στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ἔχει συγγράψει, καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος κάνει ἁπλῶς μία σύντομη ἀναφορὰ στὸ τέλος τοῦ εὐαγγελίου του.

Λέγει λοιπὸν ὁ εὐαγγελιστὴς πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀναγνώσεως τῆς σχετικῆς εὐαγ­γελικῆς περικοπῆς: «ἐξήγαγεν δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως Βηθα­νίαν» (Λουκ. κδ΄ 50), τοὺς πῆρε τοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα σχεδὸν κοντὰ στὴ Βηθανία, ἐπάνω τοῦ «ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος» (Πράξ. α΄ 12), τὸ ὁποῖο βρίσκεται κατέναντι τῆς Ἱερουσαλήμ. Τρία χαρακτηριστικὰ εἶχε ἡ τοποθεσία αὐτὴ στὴν ὁποία συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως: πρῶτον, ὅτι ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, δεύτερον ἦταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους τοῦ ἐλαιῶνος, καὶ τρίτον κατέναντι, ἀκριβῶς ἀντίκρυ πρὸς τὴν πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ἆρα γε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικές, χωροταξικὲς περι­γραφὲς ἢ μήπως ἔχουν καὶ κάποια ἄλλη σημασία; Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μυστικὰ σὰν γεγονὸς καθαρὰ πνευμα­τικό, προσωπικὰ ἐμπειρικό, θεολο­γικό, πνευματικό, καλεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο του, νὰ ἀνέβει πάνω σὲ ἕναν τόπο, σ᾿ ἕνα ὄρος Ἐλαιῶν δικό του καὶ νὰ βλέπει ἀπέναντι τὴ δική του Ἱερουσαλήμ.

Πρῶτον, λοιπόν, πρέπει νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω στὴν ἡσυχία, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα, μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν καθημερινότητα, τὴν ἐπιγειότητα, τὴν ὑλικότητα, τὴ φθαρτότητα, ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καθημερινὰ ὅτι φθείρονται, καταστρέφονται, ἐξαφανίζονται καὶ πεθαίνουν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν τύρβη τῶν μεριμνῶν, τῶν πολλῶν φροντίδων, τοῦ κολλη­μένου στὰ γήινα φρονήματός μας καὶ νὰ πᾶμε σὲ μιὰ ἀκρούλα. Σὲ τέτοιες ἥσυχες γωνιὲς ἐπιτελοῦνται τὰ μεγάλα γεγονότα.

Δεύτερον, γίνονται σὲ κάποιες κορυφές, ἐπὶ «τοῦ ὅρους τοῦ καλουμένου ἐλαι­ῶνος». Τὰ τροπάρια ἔλεγαν νὰ ἀνέβουμε κι ἐμεῖς καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ μας κάπου ὑψηλά, μὲ μιὰ καθαρότητα ζωῆς, καθαρότητα διαθέσεως, καθαρότητα εἰλι­κρίνειας καὶ ἁγνότητα προθέσεων. Νὰ ἀνεβάσουμε λίγο τὴν ψυχή μας πάνω ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δημιουργοῦν αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς μεγάλης παχύτητος καὶ βαρύτητος καὶ τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ χαμηλὰ καὶ τὰ μικρά. Καὶ διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν ἀνω­τέ­ρων φρονημάτων, διὰ τῆς ἀνωτέρας σκέψεως νὰ ἀνεβάσουμε καὶ τὸν νοῦ μας λίγο πρὸς τὰ πάνω.

Τρίτον, νὰ καθίσουμε, ὅπως οἱ μαθητές, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν «Ἱερου­σαλήμ», τὴν πόλη ἡ ὁποία φιλοξένησε τὸν Κύριον, δέχθηκε τὴ διδα­σκαλία Του, εἶχε ἐμπειρία τῶν θαυ­μάτων Του, τόλμησε νὰ ἀντι­κρύσει τὸ πάθος καὶ τὴ σταύρωσή Του καὶ τέλος νὰ ζή­σει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του∙ τὴν πόλη ἡ ὁποία δέχθηκε τὶς ἐπαγ­γε­λίες Του, τὶς ὑποσχέσεις Του μαζί μὲ τὸ παράδειγμα Του, ὁλοκληρωμένο καὶ αὐτὸ μὲ τὴ χάρι Του, καὶ νὰ μελετήσουμε λίγο νοσταλγικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.

Καθὼς οἱ ἀπόστολοι ἀντίκρυζαν τὴν πόλη, ζοῦσαν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἐμπει­ρία τοῦ Κυρίου, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου παραδείγ­ματος Του, τὴν ἐμπειρία τῆς προσδοκίας τῆς εὐλογίας Του, αὐτὴν ποὺ τελικὰ τοὺς χάρισε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Ὅλοι ἐμεῖς καλούμεθα νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιγειότητά μας, νὰ ἀπομακρυν­θοῦμε ἀπὸ τὴ μικρότητά μας, νὰ ἀνέβουμε μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν καθαρότητά μας σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄρος τὸ πνευματικό, στὸ ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε κυρίως τὴ δική μας φύση, αὐτὴν τὴ θεωμένη φύση, ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα του καὶ νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε.

Τί εὐλογία! Ὁ κάθε χριστιανὸς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ζήσει αὐτὸ ποὺ ἔζησαν οἰ ἀπόστολοι: ἐνῶ ὑπῆρχε φαινομενικὸς χωρισμός, αὐτοὶ εἶχαν ἐμπειρία συναντήσεως μὲ τὸν Κύριο. Ἐνῶ ὑπῆρχε στέρηση, αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ νοιώσουν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ὅπως περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀναχώ­ρησή Του, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔλευσή Του στὴ δική τους καρδιά.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὴ ἡ ἑορτὴ νὰ εἶναι πραγματικὴ ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, καθοριστικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ γιὰ ὅλους μας, μία ἐμπειρία αἰσθήσεως τῶν θεϊκῶν ἰδιωμάτων ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα στὴ δική του φύση κατὰ χάριν. Καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο ἐν δόξῃ, ὅπως λέγει τὸ ἀπολυτίκιο, στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ λάφυρο τῆς δικῆς μας ἀνθρώ­πινης φύσεως δοξασμένης καὶ θεωμένης, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως καὶ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν!.

    
Ἀνάληψη Κυρὶου 2022


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TOΥ ΤΥΦΛΟΥ


welcome img

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅπως καὶ σὲ αὐτὸ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, βλέπει κανεὶς μιὰ ἀνεξήγητη ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων. Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν ἕνα τόσο ἐντυπωσιακὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν πιστεύουν, ἀλλὰ τελικὰ μὲ τόση ἐμπάθεια νὰ ἀντιδροῦν; Ὁ Κύριος θαυματουργικὰ δίνει τὸ φῶς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, οἱ γονεῖς του καὶ μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἴδιος. Ἐντελῶς ὅμως στενόκαρδα οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδίδουν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου. Κάτι ἀνάλογο συναντοῦμε καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου.

Ἐκεῖ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀμέσως μετὰ «συνήγαγον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;» (Ἰω. ια΄ 47). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἦταν ποὺ Τοῦ ἔλεγαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ... καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿αὐτῷ» (Ματθ. κζ΄ 40, 42), ὅταν κάποιοι ἐκ τῆς κουστωδίας τοὺς «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», ἐκεῖνοι πάλι «συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις» καὶ τοὺς συνέστησαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι «οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων» (Ματθ. κη΄ 11-13).

 Τὶ φοβερὸ πράγμα νὰ διδάσκει ὁ Κύριος οὐράνιες ἀλήθειες καὶ νὰ Τὸν μισοῦν! Νὰ ζεῖ μὲ μοναδικὴ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀντιδροῦν! Νὰ θαυματουργεῖ καὶ νὰ ἐξαγριώνονται! Νὰ ἀνασταίνει ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀνησυχοῦν! Νὰ ἀνασταίνεται ὁ Ἴδιος καὶ νὰ ἐξαπατοῦν!

Πῶς εἶναι δυνατόν; Τί φταίει καὶ τελικὰ οἱ δικοί τους ὀφθαλμοὶ ποτὲ δὲν διανοίγονται; Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση τοῦ τυφλοῦ, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ ἐξαλείψει τὴ συνειδητὴ τύφλωση τῶν Ἰουδαίων. Τί συμβαίνει καὶ κάποιοι ἀρνοῦνται ἐπίμονα τὸν Θεό;

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα. Τὸ ρῆμα «ἀνοίγω», ἡ ἔκφραση «ἀνέῳξε τοὺς ὀφθαλμούς», ποὺ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ συναντοῦμε ἑπτὰ φορὲς (στίχ. 10, 14, 17, 21, 26, 30 καὶ 32), ἐμφανίζεται στὰ ἀναστάσιμα εὐαγγέλια καὶ ἄλλες δύο φορές· ἐκεῖ ὅμως προσδιορίζει τὴ διάνοιξη τοῦ νοὸς τῶν μαθητῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση (βλ. Λουκ. κδ΄ 31, 45). Ὁ Κύριος ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀνοίγει καὶ τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν. Γιατὶ καὶ αὐτῶν ὁ νοῦς ἦταν σκοτισμένος. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν τὸν Θεό. Οἱ μαθητὲς δὲν Τὸν ἀντιλαμβάνονταν. Ἄλλο αὐτό. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν διωγμό τους καὶ τὸν δικό Του, γιὰ τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος, καὶ αὐτοὶ τοῦ ἔφερναν μαχαίρια (βλ. Λουκ. κβ΄ 36-38). Τοὺς μυοῦσε κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο στὰ μυστικὰ τῆς θεολογίας καὶ αὐτοὶ διετύπωναν ἀφελῶς ἐντελῶς ἐπίγειες ἐρωτήσεις. Τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴν διὰ σταυροῦ σωτηρία καὶ αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν ἀποτρέψουν (Ματθ. ις΄ 21-22). Τοὺς φανέρωνε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν κατανοοῦσαν περὶ τίνος μιλοῦσε. Τοὺς ἐμφανιζόταν ἀναστημένος καὶ αὐτοὶ «ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν» (Λουκ. κδ΄ 37)· βάδιζε μαζί τους ζῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ αὐτοὶ ἦταν προσηλωμένοι στὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς σταυρώσεως (πρὸς Ἐμμαούς). Τί τελικὰ ἔφταιγε καὶ δὲν ἔβλεπαν; Τί συνέβαινε καὶ δὲν καταλάβαιναν; Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο ἐρώτημα.

Ὑπάρχει μιὰ ὄμορφη λέξη στὴν πατερικὴ γλῶσσα ποὺ περιγράφει τὴ δυνατότητα τῆς ψυχῆς νὰ βλέπει τὰ θεῖα, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ γεγονότα, νὰ ὁδηγεῖ σὲ αὐτογνωσία, νὰ μπορεῖ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ· εἶναι τὸ «ὀπτικὸν» τῆς ψυχῆς. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τὸ εἶχαν ἀδρανοποιημένο· δὲν μποροῦσαν. Οἱ Ἰουδαῖοι κατεστραμμένο· δὲν ἤθελαν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὶ ἀδρανοποιεῖ καὶ τὶ καταστρέφει τὴ δυνατότητα ὁράσεως τῆς ψυχῆς, διότι ἐμεῖς στὸ πρόσωπο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν Ἰουδαίων, βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Συχνὰ λειτουργοῦμε εἴτε ὡς οἱ ἀπόστολοι εἴτε καὶ ὡς οἱ Ἑβραῖοι. Ἄλλοτε μὲ τὸ βλέμμα παράλυτο, ναρκωμένο, καὶ ἄλλοτε ἐντελῶς ἀνίκανο νὰ δεῖ, νεκρωμένο.

Θὰ ἀναφέρουμε τέσσερα στοιχεῖα ποὺ ἀδρανοποιοῦν τὴ δυνατότητα ὁράσεως –περίπτωση μαθητῶν– καὶ τέσσερα ποὺ τὴν παραλύουν, τὴ νεκρώνουν –περίπτωση Ἰουδαίων.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐξοικείωση, ἡ συνήθεια, ὁ ἐθισμὸς μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστό, κάτι τὸ μοναδικό, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ καθημερινὸ ὁ Θεός. Ἡ ψυχή μας χάνει τὴ ζωτικότητά της καὶ ἰσοπεδώνει κάθε τι μεγάλο μὲ τὸν ὁδοστρωτῆρα τοῦ καθημερινοῦ, στὸ ἐπίπεδο τοῦ συνηθισμένου. Αὐτὸς ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια, μᾶς κάνει νὰ χάνουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν μηνυμάτων καὶ τὴ μοναδικότητα τῶν γεγονότων ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν μικρῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν ἰδιορρυθμιῶν στὴν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Κύριος προανήγγειλε στοὺς μαθητὲς τὸ Πάθος Του, αὐτοὶ ξεδίπλωσαν τὰ πάθη τῆς φιλοπρωτίας τους (Μᾶρκ. ι΄ 32-45). Πολὺ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἡ φιλοδοξία, ἀλλὰ ὅταν κανεὶς τὴν ἀφήσει μέσα του, ἡ ψυχὴ λειτουργεῖ σὰν νὰ σιγοκοιμᾶται. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ. Ἡ ἐπανάπαυση καὶ ὁ ἐφησυχασμὸς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία ἐμφανῶν ἁμαρτιῶν κοιμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἀποστερεῖ τὸ δικαίωμα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει. Αὐτὸ ποὺ τὴν εὐαισθητοποιεῖ εἶναι ἡ περιποίησή της στὴ λεπτομέρεια.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ παχύτητα τοῦ φρονήματος, ἡ ἐπιγειότητα. Τὸ νὰ μένει κανεὶς σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ ποὺ συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις του μόνο ἢ καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ λογικὰ νὰ κατανοήσει. Νὰ μὴν εἰσχωρεῖ στὰ αἰώνια, στὰ θεολογικά, στὰ οὐράνια. Νὰ ζεῖ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀγνοεῖ τοὺς χυμοὺς τῆς κατὰ πνεῦμα ζωῆς καὶ τοὺς καρποὺς τῶν κατὰ χάριν ἐμπειριῶν. Αὐτὸ δὲν δείχνει ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ φόβου πάνω στοὺς ἀποστόλους; Ὁ φόβος τους, σαφὲς στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, γέννησε τὴ δυσπιστία καὶ ἔκλεισε τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς τους.

Τέλος, νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴ δυσκινησία τῆς ψυχῆς, τὴ βραδύτητα τῆς καρδίας «τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ΄ 25), τὴ διάθεση τῆς ἀνόητης ἀσφάλισης, τὴν ὀλιγάρκεια τῆς πίστεως τοῦ μέσου ὅρου. Ἡ κατάσταση αὐτὴ περιορίζει τὴν ψυχή, παγιδεύει τὸν νοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβάνεται, δὲν νοιώθει· ἐνῶ θέλει, δὲν μπορεῖ· ζεῖ τὰ λίγα καὶ στερεῖται τὰ πολλά· ἀρκεῖται στὰ μικρὰ καὶ ἀγνοεῖ τὰ μεγάλα.

Ἂς δοῦμε τώρα πῶς νεκρώνεται τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, πῶς καταργεῖται ἡ δυνατότητα τῆς ὁράσεώς της. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς κατεστραμμένα καὶ διεστραμμένα. Ὅπως λέγει ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «τετύφλωκεν [ὁ Θεὸς] αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν» ( Ἰω. ιβ΄ 40, Ἡσ. ς΄ 9, 10). Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλωμένα καὶ ἡ καρδιά τους σκοτισμένη καὶ πωρωμένη. Ὁ δὲ πρωτομάρτυς Στέφανος χαρακτηρίζει «ἀπερίτμητον» τὴν καρδιά τους καὶ «σκληροτράχηλον» (Πράξ. ζ΄ 51).

Αὐτὴ ἡ σκληρότητα, ἡ ἀπερίτμητη καὶ μὴ συντετριμμένη διάθεση καὶ ἡ πώρωση γεννᾶ τὴν ὁριστικὴ τύφλωση τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτηριστικά:

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς, τὸ δεύτερο ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα, τὸ τρίτο ἡ παγίδευση στὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὰ πάθη καὶ τὸ τέταρτο ἡ παράδοση στοὺς λογισμούς. Ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ ἀναστάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου συνεπάγεται διαρκῆ ἀλλαγὴ ζωῆς· στροφὴ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό, ἀπὸ τὸ λίγο καὶ στενὸ στὸ πολὺ καὶ ἐλεύθερο· ἀδιάκοπη μετάβαση ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο· συνεχῆ αὐτοαναίρεση μὲ ταπείνωση, εἰλικρίνεια καὶ ἐλπίδα. Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι ἐδέχοντο τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ συναγωγή, τὶς πρωτοκαθεδρίες, τὰ δικαιώματα, τὴν ὑποκρισία τους. Ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν ζωή.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ὁ Καϊάφας ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ» εἶπε: «συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» (Ἰω. ια΄ 49-50). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ συμφέρον· καὶ δὲν ἐννοεῖ βέβαια τὸ πνευματικὸ συμφέρον ἀλλὰ τὸ στενὸ προσωπικὸ ἢ συλλογικὸ τῶν Ἰουδαίων.

Τὶ θὰ συντηροῦσε τὴ λειτουργία τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας τους. Τὶ θὰ διασφάλιζε τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ συνεδρίου. Ἐμπόδιο στὸ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δεχθοῦν στὴν καρδιά τους ἀπετέλεσε τὸ στενὸ συμφέρον τους. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὰ πάθη προξενοῦν αὐτὴ τὴ δυσκαμψία τῆς ψυχῆς, τὴ σκληρότητα καὶ τὴν τύφλωσή της. Πῶς νὰ δεχθοῦμε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δηλώνουμε πὼς πιστεύουμε; πῶς νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι κάναμε ὣς τώρα λάθη; Ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου μας γύρω μας εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας μέσα μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἀνειλικρίνεια γεννᾶ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας.

Τέλος, τύφλωση δημιουργεῖ ἡ ἀγκύλωση τῶν λογισμῶν μας καὶ οἱ προκαταλήψεις μας. Ἴσως δὲν φανταζόμαστε, ἀλλὰ ὁ στραβὸς λογισμὸς ἔχει τέτοιο πεῖσμα, ποὺ καὶ θαῦμα νὰ γίνει αὐτὸς τὸ ἀρνεῖται. Πιὸ εὔκολα βλέπετε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέδωσαν τὸ θαῦμα σὲ δαιμονικὴ ἰσχὺ τοῦ Κυρίου παρὰ στὴ θεότητά Του (βλ. Ἰω. θ΄ 24). Γιὰ ὅλα ὑπάρχουν οἱ ἐξηγήσεις· πάντοτε βρίσκουμε ἐπιχειρήματα πειστικά. Τίποτε ὅμως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἡ δυσκαμψία τοῦ λογισμοῦ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ βαθεῖς ἐγωϊσμοὺς ποὺ καίρια πλήττει τὸ ὀπτικὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς. Εἶναι τύφλωση μὲ φρόνημα ὁράσεως· σκοτάδι μὲ ὄνομα φωτός· φαρισαϊκὴ σκληρότητα μὲ ἔνδυμα εὐλαβείας.

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν μᾶς λέγει ξεκάθαρα: Οἱ πραγματικοὶ τυφλοὶ ἦταν οἱ Ἑβραῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δὲν ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτὸς μπόρεσε καὶ εἶδε. Τυφλοὶ μπορεῖ νὰ εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι καλοὶ τυφλοὶ –μακάρι νὰ εἴμαστε σὰν αὐτὸν τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ποὺ τελικὰ ἀνέβλεψε!– ἀλλὰ τραγικοὶ τυφλοί, σὰν τοὺς Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τους καὶ ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα στὶς εὐλογίες τοῦ Ἀναστάντος, μέσα στὸν πλοῦτο τῶν δώρων τῆς θεϊκῆς παρουσίας καὶ ἀγάπης, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ τὴ χτυποῦν αἰῶνες τώρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, αὐτὴ ὅμως «πολεμουμένη νικᾷ». Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ στὶς ἡμέρες μας. Θὰ μποροῦσε νὰ βλέπουμε μὲ κοσμικὸ μάτι τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὶς ἀπειλές, τὶς συκοφαντίες, τὴν κατασκευασμένη σκανδαλιστικὴ εἰκόνα της καὶ νὰ χάνουμε τὸ μυστήριό της.

Ἂς στρέψουμε λοιπὸν τὰ μάτια μας στὴ λάμψη τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε στὰ πάντα τὸ χέρι καὶ τὴν εὐλογία Του. Τότε θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀλήθεια Του μέσα μας. Τότε θὰ διακρίνουμε μέσα στὸ σκότος τῆς κοινωνίας τὴ φωτοχυσία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ παρουσίας καὶ μέσα στὶς προσβολὲς τῆς Ἐκκλησίας τὴ δόξα της. Εὔχομαι νὰ ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας τὴν ὅρασή της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁμολογεῖ τὴ λιακάδα τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀλήθεια τῶν μηνυμάτων Του!__

    
Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
«Ἀνέσπερη ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως» 


welcome img

Ἡ Ἑκκλησία μας τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα μᾶς διαβάζει μιὰ περικοπὴ πολὺ περιγραφική, πολὺ περιεκτική, πολὺ θεολογικὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πολὺ ἀνθρώπινη. Στὴν παραβολὴ αὐτήν, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος πορευόμενος μὲ τοὺς μαθητές Του στὴ Σαμάρεια, μάλιστα δίπλα σὲ μιὰ πηγή, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου κάθεται νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Εἶναι μεσημέρι, οἱ μαθητὲς πηγαίνουν νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα στὴν πόλη, μένει μόνος Του καὶ ἐκεῖ ἔρχεται μιὰ γυναίκα, Σαμαρείτιδα, ἀλλοεθνής, δηλαδὴ μὴ Ἰσραηλίτισσα, γιὰ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Ὁ Κύριος βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ ἀνοίγει μαζί της διάλογο. Τὸ ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὴν τὴν περικοπὴ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς διαβάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν ψυχὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας, τολμᾶ νὰ τῆς κάνει κάποιες ἀποκαλύψεις γιὰ τὴν προσωπική της ζωὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο μαζί της νὰ διατυπώσει βαθειὲς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς ἀλήθειες, τέτοιες ποὺ οὔτε ἡ ἴδια μποροῦσε νὰ καταλάβει οὔτε στοὺς μαθητές Του εἶχε προηγουμένως κάνει οὔτε κι ἐμεῖς ποὺ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις οὔτε εἶχε προηγηθεῖ ἀπὸ μέρους της κάποια προετοιμασία προκειμένου νὰ ζήσει αὐτὲς τὶς ἀποκαλύψεις καὶ νὰ ἐκτεθεῖ σὲ μιὰ τέτοια διδασκαλία. Ἡ ζωή της, ἡ ταυτότητά της, οἱ συνθῆκες δὲν φαίνεται νὰ συνηγοροῦσαν σὲ κάτι τέτοιο. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν ἀνεζήτησε αὐτὴ τὸν Κύριο οὔτε Τὸν ἐγνώριζε οὔτε καὶ Τοῦ ἔθεσε αὐτὴ τὰ πρῶτα ἐρωτήματα. Βρέθηκε κοντά Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πλησίασε αὐτή. Ὁ Κύριος τὴν πλησίασε. Αὐτὴ πῆγε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήσει τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες της, ὅπως πιθανὸν θὰ ἔκανε εἴτε καθημερινὰ εἴτε σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ συνάντηση ἦταν συγκυριακή, ἡ ἴδια δὲ μᾶλλον ἀνυποψίαστη. Γιὰ ἄλλον λόγο πῆγε στὴν πηγὴ καὶ ἄλλο τῆς προέκυψε.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς συναντήσεως εἶναι ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα πλησιάζει τὸν Κύριο ἐντελῶς ἀνυποψίαστη καὶ ἐπισκέπτεται τὸ φρέαρ γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε. Ὁ τόπος ἦταν μὲν ἱερός, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ τὸν υἱό του, δὲν ἦταν ὅμως ἕνας τόπος λατρείας ἢ κηρύγματος καὶ διδασκαλίας.

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι ὁ διάλογος γίνεται μεταξὺ τοῦ Κυρίου καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ρόλος καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση τῆς γυναίκας δὲν ἄφηναν περιθώρια σὲ ἕναν διδάσκαλο νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ὑψηλὴ καὶ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία σὲ μιὰ γυναίκα. Δὲν θεωρεῖτο σωστὸ νὰ ξοδέψει κανεὶς τὸν θησαυρό του καταθέτοντάς τον σὲ μιὰ μάλιστα ἄγνωστη γυναίκα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ μαθητές, ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ διδάσκαλος νὰ κάθεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα. Ἀλλὰ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ μέσα στὰ Εὐαγγέλια καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐτῶν δὲν ἐμφανίζεται κάτι τέτοιο. Ἔχουμε γυναῖκες μάρτυρες, ἔχουμε τὶς Μυροφόρες, ἔχουμε τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ τὶς ἔχουμε ἁπλῶς νὰ ἀκοῦν· ὄχι ὅμως καὶ νὰ διαλέγονται. Δεύτερη λοιπὸν ἀρνητικὴ συνθήκη μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα φαινόταν ἀνυποψίαστη καὶ ἀκατάλληλη, ἦταν τὸ ὅτι ἦταν γυναίκα.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ δὲν θὰ συνηγοροῦσε στὸν διάλογο ὅπως ἐξελίχθηκε. Τὸ ὅτι δὲν ἦταν μόνο γυναίκα, ἀλλὰ ἦταν καὶ Σαμαρείτιδα, σὰν νὰ λέγαμε μιᾶς περιφρονημένης φυλῆς καὶ κατηγορίας πρόσωπο. Οὔτε σὲ αὐτὸ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μποροῦσε ὁ Κύριος νὰ ἐμπιστευθεῖ, ὅπως προανέφερα, τὸν λόγο Του.

Τὸ πιὸ ἀρνητικὸ ὅμως στοιχεῖο γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸν εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο τελικῶς περὶ μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, μιᾶς μοιχαλίδας, ἡ ὁποία εἶχε πέντε ἄνδρες ποὺ τοὺς παράτησε καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογο καὶ ὁ ἄνδρας μὲ τὸν ὁποῖο συζοῦσε δὲν ἦταν ἄνδρας της κανονικός, νόμιμος, εὐλογημένος κατὰ κάποιον τρόπο.

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο ποὺ οἱ προϋποθέσεις τῆς ζωῆς του εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὸ νὰ καταστεῖ μάρτυρας μοναδικῶν θεολογικῶν ἀποκαλύψεων. Δὲν ἦταν ἕνας Φαρισαῖος ἢ κάποιος γραμματεύς, δὲν ἦταν κάποιος μαθητής, δὲν ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνδρας, μελετητὴς τῶν Γραφῶν. Ἦταν μιὰ ἀνυποψίαστη γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γνωστὴ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς της γιὰ τὴν προκλητικὴ ἁμαρτωλότητά της, ἠθικὰ στιγματισμένη, ἀπροκάλυπτος παραβάτης τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ βιβλικῶν ἐντολῶν.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἔκλυτο βίο της, ἡ γυναίκα αὐτὴ συμπεριφέρεται σὰν νὰ μὴν εἶναι ἕτοιμη νὰ μετανοήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλάζει τὴν συζήτηση καὶ τὴν μεταθέτει σὲ πιὸ πνευματικὰ θέματα. Θὰ περίμενε κανείς, μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τῆς ἁμαρτίας της, ἂν πραγματικὰ εἶχε μέσα της σπέρματα καλῆς προθέσεως καὶ διάθεση μετανοίας, ἀντὶ νὰ στρέψει τὴ συζήτηση ἀλλοῦ, νὰ ζητήσει ἀμέσως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ ἡ Σαμαρείτιδα. Οὔτε ὁ Κύριος δείχνει νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ τὸ σχολιάζει. Ἀντίθετα, ἡ Σαμαρείτιδα ἐπιμένει στὴν ἀδυναμία της ν᾿ ἀνοίξει τὴν ψυχὴ καὶ τὰ μάτια της καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας της. Πράγματι, ὅταν στὴν πρόοδο τῆς συνομιλίας ὁ Κύριος τῆς φανερώνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Μεσσίας, ἐκείνη δὲν τὸ καταλαβαίνει καὶ συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὶς ἀμφιβολίες της. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν πηγαίνει στοὺς συγχωριανούς της καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὸ συμβάν, τοὺς λέγει: «Ἐλᾶτε, συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο» –ἔτσι τὸν ἀπεκάλεσε– «ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει στὴ ζωή μου· μήπως τυχὸν εἶναι ὁ Χριστός;»

Ἡ πρώτη λοιπὸν ματιὰ εἶναι μᾶλλον ἀρνητικὴ ἀλλὰ καὶ συμπαθὴς γι’ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Εἶναι συμπαθὴς γιατὶ παρουσιάζει μιὰ ἀθωότητα. Φαίνεται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία συμμετέχει στὸν διάλογο μὲ τὸν Κύριο. Ἂν καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς ἀπαντήσεις ποὺ τῆς δίνει, οἱ ἐρωτήσεις της εἶναι ἁγνές, πνευματικές. Μὲ ἁπλότητα παιδικὴ καὶ ἀφελότητα στὴν οὐσία συμμετέχει σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο, τὸν ὁποῖο ἀνοίγει ὁ Κύριος. Εἶναι προφανὲς ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ποὺ παρουσιάζει τόσες ἀντίθετες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχει τόσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα καὶ ποὺ σίγουρα τὴν ἀκολουθεῖ ἕνας δημόσιος στιγματισμός, κρύβεται ἕνας θησαυρός. Ὁ Κύριος δὲν εἶδε μόνο τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀρνητικά της, ἀλλὰ διέκρινε καὶ τὴ βαθύτερη διάθεσή της, τὸν ἄγνωστο θησαυρὸ τῆς ψυχῆς της, τὴν κρυμμένη ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ ὅλα τῆς ἐμπιστεύεται τὸν θησαυρὸ τῆς ἀλήθειας Του.

Ἕνα δεύτερο θετικὸ στοιχεῖο εἶναι ὁ αὐθορμητισμός της. Μόλις τῆς λέγει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, «ἀφῆκε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς» (Ἰω. δ΄ 28)· τὰ ἀφήνει ὅλα, τὴ στάμνα της καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο βρέθηκε στὸ πηγάδι. Αὐτὸ δείχνει ἕναν συγκινητικὸ αὐθορμητισμό. Δὲν πῆρε τίποτε μαζί της, ἀλλὰ ὅπως οἱ μαθητὲς μόλις συνήντησαν τὸν Κύριο «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. ε΄ 11), αὐτὴ ἀφήνοντας τὰ πάντα τρέχει νὰ μοιραστεῖ τὴν ἐμπειρία της μὲ τοὺς συγχωριανούς της. Ἡ ψυχή της μᾶς θυμίζει λίγο τὸν Πέτρο. Καὶ αὐτὸς δὲν ὀρθολογιζόταν σὲ ἀντίστοιχες στιγμές, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ αὐθορμητισμὸ προχωροῦσε στὶς ἐπιταγὲς τῆς ψυχῆς του; Κάτι ἀνάλογο δὲν ἔκανε καὶ αὐτή; Αὐτὴ ἡ στάση της εἶναι ἐνδεικτικὴ καὶ μιᾶς ἄλλης ὄμορφης πτυχῆς τῆς ψυχῆς της. Αὐτὸν τὸν θησαυρό, αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε, δὲν κάθησε στενόκαρδα, ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα νὰ τὸν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν ἄντεξε οὔτε μιὰ στιγμή, ἀφήνει τὴν ὑδρία καὶ τρέχει νὰ πάει νὰ τὸν μοιραστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς συγχωριανούς της, μὲ τοὺς φίλους της, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους διέμενε. Πολὺ μεγάλο πράγμα αὐτό. Νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει οὔτε στὸν παράδεισο μόνος του. Νὰ θέλει τὰ πάντα νὰ τὰ μοιράζεται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει «κοινωνία», εἶναι ἡ δυνατότητα καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μετέχει ὁ ἕνας στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Νὰ μοιράζεται τὴ χαρά του, τὴ λύπη του, τὸ πρόβλημά του, νὰ μοιράζεται ἐνδεχομένως τὸν σκανδαλισμό του. Νὰ μοιράζεται τὰ πάντα, τὸ φαγητὸ τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ ὑλικό. Νὰ μοιράζεται τὴ σωτηρία του. Ἔζησε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἔνοιωσε μέσα της τὴν ὁδήγησε πραγματικὰ σὰν ἄλλος ἀπόστολος νὰ τρέξει στὸ χωριό της, μὲ τὸ γνωστὸ στὴ συνέχεια ἐπακόλουθο τῆς μεταστροφῆς ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Σὲ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ὁ Κύριος σταδιακὰ κατέθεσε τὸν θησαυρό Του. Στὴν ἀρχὴ μὲν τὴν ὑποψίασε μιλῶντας γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸ τὸ νερὸ τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο πίνεις καὶ δὲν διψᾶς. Ἀλλὰ ὄχι μόνον αὐτό· τὸ πίνεις καὶ μεταμορφώνεσαι καὶ γίνεσαι «εἰς πηγὴν ὕδατος ἁλλομένου» (στίχ. 14), γίνεσαι μία πηγὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπηδάει αὐτὸ τὸ νερό, μεταμορφώνεσαι σὲ πηγὴ ζωῆς. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» ( Ἰω. ζ΄ 38), λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς παρακάτω. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος πιστεύει σὲ μένα, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του ἀναπηδοῦν, πηγάζουν, ρέουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος· βγαίνει ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη του ὕπαρξη. Γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὅτι εἶναι γεμάτος ζωὴ καὶ μεταγγίζει αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μιλοῦσε γιὰ νερὸ ποὺ τὸ πίνεις καὶ ξεδιψᾶς, ὅπως γίνεται συνήθως μὲ τὸ φυσικὸ νερό. Δὲν μποροῦσε, παρὰ τὴ γλύκα καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ξεδιψασμὸ ποὺ αἰσθανόταν, νὰ καταλάβει τὸ νόημα αὐτό. Ὁ Κύριος ὅμως ξετυλίγει μὲ ἐμπιστοσύνη τὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ τῆς προκαλέσει τὴν ἀρχικὴ ὑποψία τοῦ μυστηρίου Του μέσα στὴν καρδιά της. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Κυρίου.

Τὸ δεύτερο· τῆς κάνει μιὰ ἀποκάλυψη ἐπίγεια, ποὺ ὅμως ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ δική της ζωή. Τῆς ἀποκαλύπτει τὴ ζωή της, χωρὶς φαινομενικὰ νὰ τὴν γνωρίζει. Στὴν οὐσία τὴ γνώριζε. Αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁ Θεὸς τὸ δίνει στὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καθαροί, ἄνθρωποι παρθενικοὶ στὴν καρδιά τους, ἄνθρωποι φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, πού, ὅταν τοὺς πλησιάζεις, νοιώθεις νὰ σὲ περνοῦν ἀπὸ ἀξονικὴ τομογραφία. Κατανοοῦν τὶς λεπτομέρειες ὄχι μόνον τῆς ζωῆς σου ἀλλὰ καὶ τὶς λεπτομέρειες ἐνίοτε τῶν ἰδιωμάτων τοῦ προσώπου σου, ἁμαρτίες, ἀρετές, χαρίσματα, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας. Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἄλλη ὅραση. Ἴσως ἀρκετοὶ νὰ ἔχουμε συναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους πού, ὅπως ὁ Χριστός, καὶ αὐτοὶ διαβάζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Κύριος στὴ Σαμαρείτιδα: τῆς ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία της. Ἀλλὰ δὲν μένει σὲ αὐτό. Φαίνεται πὼς ἡ γυναίκα δὲν τὸ καλοκατάλαβε. Ἔμεινε περισσότερο στὸν ἐντυπωσιασμό, στὸ παράξενο τοῦ πράγματος παρὰ στὴν οὐσία. Ἡ οὐσία ἦταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλὴ καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μετανοήσει. Δὲν ἦταν ὅτι ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ μύχια τῆς ψυχῆς καὶ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της. Παρὰ ταῦτα, ὁ Κύριος προχωράει καὶ σὲ ἕνα τρίτο στάδιο. Τῆς ἀποκαλύπτει πλέον καὶ ἀλήθειες περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» ( Ἰω. δ΄ 24). Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπίγειους τσακωμούς, τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφὲς ποὺ ἐμεῖς Τοῦ δίνουμε καὶ ποὺ Τὸν κάνουμε τόσο ἀνθρώπινο, τόσο ξεφτισμένο στὴν οὐσία. Τὸν μικραίνουμε τὸν Θεὸ καὶ διαπληκτιζόμαστε γιὰ τὸ ἂν θὰ Τὸν λατρεύουμε τελικά, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι, στὰ Ἱεροσόλυμα ἢ στὸ ὄρος Γαριζὶν οἱ Σαμαρεῖτες. Εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ὁ Θεός. Τῆς λέγει λοιπὸν ὅτι εἶναι πνεῦμα καὶ τελικὰ δὲν ἔχει σημασία τὸ ποῦ λατρεύεται ἀλλὰ τὸ πῶς λατρεύεται, τὸ ὁποῖο εἶναι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Φυσικὰ καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβε ἡ γυναίκα αὐτή. Ἀφοῦ, λοιπόν, τῆς φανερώνει τὴ ζωή της, ἀφοῦ τῆς ἀποκαλύπτει μιὰ θεολογικὴ ἀλήθεια πολὺ σημαντικὴ πού, ἐνῶ αὐτὴ δὲν τὴν κατανοεῖ, Αὐτὸς τὴν εἰρηνεύει καὶ τὴν τακτοποιεῖ ἐσωτερικά, τῆς ἀποκαλύπτει καὶ τὴ θεότητά Του, τὸ πρόσωπό Του. Τῆς λέγει ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ἔτσι ἁπλὰ καὶ μὲ σαφήνεια: «Ἐγώ εἰμι» (στίχ. 26), μὲ δύο λέξεις, χωρὶς περισσότερα λόγια. Τῆς ἐμπιστεύεται τὸ μεῖζον. Τῆς δίνει μιὰ μαρτυρία περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του ποὺ δὲν τὴν εἶχε σὲ ἄλλους ἄμεσα διατυπώσει. Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας μὲ ἁμαρτωλὸ μὲν βίο, ποὺ ἴσως νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ μεγάλες ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις· ταυτόχρονα ὅμως οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι νὰ κρύβουν ἀρετὲς σὰν τὶς ἀρετὲς τῆς Σαμαρείτιδος, τὴν ἀθωότητα, τὸν αὐθορμητισμό, τὴ δίψα τῆς μάθησης, τὴν ἀνάγκη νὰ μοιραστοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ μοιραστοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιραστοῦν τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀλήθεια Του. Συχνὰ κάτι τέτοιο τὸ ζοῦμε στὰ σπίτια μας, ἴσως σὲ συγγενικές μας οἰκογένειες, ἴσως σὲ φιλικές, παιδιὰ πολὺ καλὰ στὴ φύση τους, μὲ εὐαίσθητο ἐσωτερικὸ κόσμο, μὲ καλωσύνη, νὰ ἐκτρέπονται, νὰ πέφτουν στὰ ναρκωτικά, νὰ ἁμαρτάνουν, νὰ ἀκολασταίνουν, νὰ ἐκφυλίζονται πνευματικά, πραγματικὰ νὰ ξεφτίζουν. Καὶ διερωτώμεθα πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνα τέτοιο παιδὶ νὰ ζεῖ ἔτσι, νὰ ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή; Τὸ κριτήριο ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, εἶναι κριτήριο ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Γι’ αὐτὸ πάντα ἐλπίζουμε.

Ἀντίθετα, γράφει ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄ 12). Αὐτὸς ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι εἶναι σταθερὸς καὶ ἔχει τὴν ἀσφάλεια τοῦ καλοῦ, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται πὼς ἔχει ἀρετὲς καὶ χαρίσματα ἂς ταπεινώνεται, γιατὶ συχνὰ ἄνθρωποι μὲ τέτοιες ἀρετὲς ἔχουν μεγάλες ἀδυναμίες καὶ πέφτουν, ἡ ἔπαρση τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἄνθρωποι ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τους τελικὰ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, ἐνῶ ἄλλοι ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια τῶν ἀρετῶν τους, ὑπερηφανεύονται καὶ χάνονται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια γεννᾶ σοφία καὶ ἐλπίδα. Τὴ σοφία τῆς ταπείνωσης καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. «Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» ( Ἰω. γ΄ 8). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιορισμοὺς στὸ ποῦ φανερώνεται. Φανερώνεται στὸν Ληστὴ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσής Του. Φανερώνεται στὴν πόρνη γυναίκα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Φανερώνεται στοὺς μαθητές Του ποὺ Τὸν ἐγκατέλειψαν. Φανερώνεται στὸν Νικόδημο, τὸν φοβισμένο μαθητή. Φανερώνεται καὶ στὴ Σαμαρείτιδα. Καὶ ὄχι μόνο τῆς φανερώνεται, ἀλλὰ τὴν ἀξιώνει νὰ γίνει ἱεραπόστολος δική Του, ὅπως ἔγιναν καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ προανέφερα. Τὶ ἐλπίδα δὲν γεννᾶ αὐτό! Ἐλπίδα γιὰ ὅλους. Πόσο συχνὰ δὲν χάνουμε αὐτὴ τὴν ἐλπίδα μας καὶ βαρυθυμοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας, γιὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μας, γιὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς μας! Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας γιὰ τοὺς ἄλλους ἴσως νὰ εἶναι ἡ μεγάλη δική μας ἁμαρτία. Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως προσέρχονται παιδιά, γέροι, μικροί, μεγάλοι, κάθε ἡλικίας μὲ ἀπίστευτα πάθη, μὲ ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ἐκτροπὲς στὴ ζωή τους, μὲ συνακόλουθα ἀδιέξοδα καὶ δράματα. Γιὰ ὅλους ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα. Τὰ ἐξομολογητήρια κρύβουν μεγάλη πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ταυτόχρονα ὅμως σὰν ἄλλες μῆτρες γεννοῦν τὴ μεγάλη ἐλπίδα τῆς μεταστροφῆς τῶν ἀνθρώπων, σὰν ἄλλοι τάφοι πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάσταση. Τὰ ἐξομολογητήρια ἀποδεικνύουν τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ὅταν εἶδε νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν πόλη Συχὰρ οἱ συγχωριανοί της, εἶπε στοὺς ἀποστόλους: σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ ρίξτε ἕνα βλέμμα ὅτι «λευκαί εἰσιν αἱ χῶραι πρὸς θερισμὸν» (στίχ. 35), ὅτι τὰ χωράφια εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Θερίζοντες εἶναι οἱ μαθητές, εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ποτέ. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει διαστροφή, δὲν χάθηκε ἡ ζωή. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ἀσθένεια μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται οὔτε θάνατος ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν _διαδεχθεῖ ἡ ἀνάσταση· οὔτε ὁ Κύριος δυσκολεύεται νὰ δείξει καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θαῦμα Του, καὶ τὴ θεότητά Του καὶ τὸ πρόσωπό Του στὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ σπίθες αὐτοῦ τοῦ ἁγνοῦ πόθου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀθωότητος ποὺ εἶχε ἡ Σαμαρείτιδα. Πηγὴ αὐτῆς τῆς ἐλπίδας εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ σαράντα ἡμέρες γιορτάζουμε καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ μᾶς ξαναθυμίζει καὶ σὲ ὅλη της τὴν πορεία ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη. Καὶ ὁ Χριστὸς Ἀνέστη, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μείνει ἀναστημένος Ἐκεῖνος, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀναστήσει ὅλους μας. Νὰ μᾶς ἀναστήσει, ὄχι ὅταν θὰ πεθάνουμε βιολογικά, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀνασταίνει κάθε στιγμὴ ποὺ πεθαίνουμε ἁμαρτάνοντας, ἀρνούμενοι τὴ θεότητά Του, ἀγνοοῦντες τὸ πρόσωπό Του. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως ἂς τὴ διατηρήσουμε ἄσβεστη, ἀνέκλειπτη καὶ ἀνέσπερη, ὅπως τὸ φῶς ποὺ λάβαμε τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, πάντα στὴν καρδιά μας καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.__

    
Κυριακὴ τῆς Σαμαρεὶτιδος 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ TOY ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
«Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ» 


welcome img

Τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία μας μιὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ δείχνει μὲ τὸν πιὸ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὸ δράμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς μικρῆς δεξαμενῆς ποὺ βρίσκεται στὴν Βηθεσδᾶ καὶ στὴν ὁποία γύρω-γύρω περιμένουν μὲ ἀβάστακτα αἰσθήματα πόνου καὶ ταυτόχρονα ἀόριστες ἐλπίδες θεραπείας «πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν» (Ἰω. ε΄ 3), ἄρρωστοι, ἀνάπηροι, πονεμένοι καὶ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Περιμένουν γιὰ τὴ μία σταγόνα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ –τόσο φαίνεται μόνον νὰ ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐλπίδα μήπως καὶ κάποιος μπορέσει νὰ εἶναι ὁ ἕνας ποὺ θὰ θεραπευθεῖ, καθὼς θὰ προφθάσει πρῶτος νὰ μπεῖ μέσα στὸ νερό, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἔλεος γιὰ τὸν δεύτερο. Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται.

  Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ὅτι ὅλη μας ἡ ζωὴ μοιάζει μὲ μιὰ τέτοια δεξαμενὴ καὶ γύρω-γύρω εἴμαστε ὅλοι μας, ὁ καθένας μὲ τὶς παραλυσίες τῶν ἁμαρτιῶν του, μὲ τὶς ἀναπηρίες τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀσθενοῦς φύσεώς μας, μὲ τὴ μικρὴ ἐλπίδα ὅτι ἴσως κάποιος ἀπὸ μᾶς θὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία τῆς θεραπείας του. Ζοῦμε σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἔχει τόσο πολλὲς θεραπεῖες, σ᾿ ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν εἶναι τόσο συχνὰ τὰ θαύματα, αὐτὲς οἱ θεαματικὲς ἱκανοποιήσεις τῶν  λεπτότερων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλὰ ὅμως κάτι συμβαίνει. Καὶ αὐτὸ τὸ πολὺ μικρὸ κάτι εἶναι ποὺ συντηρεῖ μέσα στὶς καρδιές μας τὶς βαθύτερες ἐλπίδες ὅτι κάτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή, κάτι νὰ συμβεῖ καὶ στὴ δική μας τὴν ἀνάπηρη ψυχή. Ἂς ψάξουμε νὰ βροῦμε δυὸ-τρία χαρακτηριστικὰ τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν καὶ τῶν ἐκφράσεων μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς παρεμβαίνει θεραπευτικὰ στὴ ζωή μας.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι συνήθως ἀργεῖ ὁ Θεός. Δὲν βιάζεται, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει στὴ δοκιμασία καί, κατὰ παράδοξη γιὰ τὴν κοινὴ λογικὴ αἰτία, ἂν καὶ Θεὸς ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ ἀγάπης, ὅμως δέχεται νὰ παρατείνεται ἡ ταλαιπωρία μας. Κάνουμε τὴν προσευχή μας καὶ λέμε: «Θεέ μου, δὲν μπορῶ ἄλλο, δὲν ἀντέχω. Δὲν ζητῶ καὶ τίποτα. Ἕνα πραγματάκι μικρό, ἀλλὰ ὅμως τόσο ἀναγκαῖο». Καὶ φαίνεται πὼς δέν μᾶς τὸ δίνει. Σὰν νὰ μὴν ἀκούει, σὰν νὰ μὴ βλέπει, σὰν νὰ μὴ συμμετέχει.

  Καὶ μερικὲς φορὲς τὸ δίνει στὸν διπλανό μας, ποὺ ἴσως τὸ ἔχει μικρότερη ἀνάγκη. Στὴ δεξαμενὴ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς μπορεῖ νὰ ἦταν πιὸ εὔκολο νὰ βουτήξει πρῶτος ἕνας ποὺ δὲν εἶχε τὸ χέρι του παρὰ ἕνας ποὺ ἦταν παράλυτος στὰ πόδια του. Φυσικὸ δὲν εἶναι; Ἄρα μερικὲς φορὲς πιὸ εὔκολα παίρνουν τὴ θεραπεία αὐτοὶ ποὺ λιγότερο πάσχουν. Αὐτὸ ματώνει περισσότερο τὴν καρδιά μας. Δημιουργεῖ ἕνα αἴσθημα ἀδικίας, προκαλεῖ ἕνα βαθύτερο παράπονο ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ λέμε: «Γιατί, Θεέ μου; Ἐντάξει, εἶμαι σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ πόνο καὶ βάσανα, ἀλλὰ γιατί νὰ παρατείνεται τόσο ἡ δοκιμασία μου; Καὶ ἐπίσης, γιατί τελικὰ εἶσαι πιὸ ἐλεήμων –ἔτσι τὸ βλέπουν τὰ μάτια μου– σὲ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ λιγότερο πάσχουν, καὶ φαίνεσαι σκληρὸς ἀπέναντί μου ποὺ δὲν ἀντέχω ἄλλο;» Πιθανὸν βέβαια νὰ μὴν εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖ, ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ Τὸν ἀδικοῦμε μὲ τὴ μυωπικὴ κρίση μας.

  Τὸ πρῶτο πράγμα λοιπὸν εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς δίνει χρόνο καὶ δὲν βιάζεται. Τὶ εὐλογία ὅμως ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ χρόνος! Τὶ εὐλογία ποὺ εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς τὴν πνευματικὴ ζωὴ οἰκοδομημένη πάνω ὄχι στὴν ἱκανοποίηση τῶν θελημάτων του, ἀλλὰ στὴν καλλιέργεια τῆς ὑπομονῆς. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. κα΄ 19), λέγει ὁ Κύριος στὶς ὑποθῆκες Του πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Μὴ σκέφτεσθε ἄλλα πράγματα ἐπίγεια, βασίλεια, δόξες, τιμές. Ὄχι! θὰ μπορέσετε νὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῆς ψυχῆς σας μόνο μὲ τὴν ὑπομονή· «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Μᾶρκ. ιγ΄ 13).

  Ἀλλὰ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπομονή; Σίγουρα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐκφράζει ἡ κοσμικὴ ἀντίληψη, μιὰ ἁπλὴ συμμαχία μὲ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ ἀλλιῶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ χριστιανικὴ ὑπομονή. Ἡ ἐν Χριστῷ ὑπομονὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς προσευχῆς καὶ ἀπὸ τὴ χάρι τῆς πίστεως· εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποτάσσει τὴ σπουδὴ καὶ βιασύνη τῆς φύσεως μας στὸν στηριγμὸ τῆς πίστεως. Ὁ λόγος, ὁ χρόνος καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀνακούφισής μας εἶναι ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια καὶ στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας ὑποτάσσεται στὴν πίστη μας, στὴν ἐμπιστοσύνη μας. Δὲν γίνεται ὑπομονὴ δίχως πίστη καὶ ταπείνωση. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνωτέρα τῆς δοκιμασίας μας. Ἔτσι μόνον περνάει κανεὶς μέσα ἀπὸ τὴ διάλεκτο τῆς ὑπομονῆς στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, στὴ χάρι Του. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ περιμένω ἀγωνιωδῶς τὴν ἀπολύτρωσή μου, ἀλλὰ τὸ νὰ προσδοκῶ καρτερικὰ τὴ φανέρωση τοῦ θελήματός Του. Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς παρατείνοντας λίγο τὴ δοκιμασία μας εἶναι ἡ ὑπομονή, ποὺ τὴν χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀνακούφιση.

  Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο. Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ δοκιμασία περνᾶμε καὶ ἀπὸ μιὰ ἄλλη κρίση· τὴν κρίση τῆς πίστεως. Σκεπτόμαστε: «Δὲν μὲ ἀκούει ὁ Θεός. Μήπως καὶ δὲν ὑπάρχει; Μήπως κοιμᾶται; Μήπως τελικὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀποτέλεσμα κοινωνικοψυχολογικῶν φαντασιώσεων;» Ἡ ταλάντωση ἀνάμεσα στὸν σκανδαλισμὸ καὶ στὴν πίστη εἶναι μεγάλη εὐλογία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νὰ μὴν τὴ φοβόμαστε. Αὐτὲς οἱ ὡραῖες ἀμφισβητήσεις, αὐτὲς οἱ εὐλογημένες δυσπιστίες, σὰν τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, εἶναι πολὺ ἀληθινές. Ἂς τὶς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας. Εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Ἔτσι διαλέγεται ὁ ἑαυτός μας μὲ τὸν Θεό· ἡ πτώση καὶ ἀδυναμία μας μὲ τὴ χάρι Του, ἡ ἀνθρώπινη φύση μας μὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμή Του. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δοκιμασία γεννᾶ τὴν ἰσχυρὴ πίστη καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

  Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀρχίζουμε σταδιακὰ νὰ χάνουμε τὶς ἐλπίδες μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Συχνὰ περιμένουμε τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στηριζόμαστε στὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος θὰ βρεθεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Αὐτὸ περίμενε καὶ ὁ δύστυχος παράλυτος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» (στίχ. 7). Τὸ μυαλό του πῆγε ὅτι ἡ θεραπεία περνάει ἀπὸ ἀνθρώπινες δυνάμεις καὶ χαρίσματα. Ὅταν ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη βοήθεια εἶναι ἀνεπαρκής, τότε ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι μονόδρομος. Πόσο ἀληθινὸ δὲν εἶναι αὐτό! Ἔχουμε κάποιο οἰκεῖο μας πρόσωπο ἄρρωστο. Μᾶς λένε ὅτι εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ἀρρώστια. Μᾶς τὰ κρύβουν καὶ λιγάκι. Ἡ καρδιά μας χτυπάει. Σφίγγεται τὸ εἶναι μας. Πηγαίνουμε ἀπὸ τὸν ἕνα γιατρὸ στὸν ἄλλον. Ἂν ἔχουμε καὶ κάποιον συγγενῆ στὸ ἐξωτερικό, γράφουμε γράμματα μήπως κάπως βοηθήσει. Μᾶς κλείνουν τὴ μία πόρτα. Μᾶς κλείνουν τὴν ἄλλη. Δεξιά, ἀριστερά, μπρός, πίσω, δὲν ὑπάρχει. Μόνη κατεύθυνση πρὸς τὰ πάνω. Ὅταν ἐξαντλοῦνται τὰ ἀνθρώπινα περιθώρια, τότε λέγει καὶ ὁ γιατρὸς «τώρα ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός», ἴσως καὶ χωρὶς νὰ τὸ πιστεύει. Ἐμεῖς ὅμως πιστεύουμε ὅτι πάντοτε ἔχει ὁ Θεός. Καὶ ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὰ μάτια του, ἀντικρύζει τὸ θαῦμα. Ὅποιος ἀνοίξει λίγο τὴν ψυχή του, ζεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή του.

  Συνεπῶς, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ στροφὴ τῶν ἐλπίδων μας σὲ Αὐτόν. Εἶναι ἡ στροφή μας ἀπὸ τὸν χρόνο στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ ἐνίσχυση τῆς πίστης μας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσει «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» (Α΄ Κορ. ι΄ 13), μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ λύτρωση. Καὶ ἡ πίστη ὅτι «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυνάμεθα», δὲν ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦμε παραπάνω ἀπὸ ὅσο ἀντέχουμε. Νά ἕνα ἀκόμη δῶρο.

  Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἐπιπλέον: ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται κατ᾿ ἀνάγκην νὰ ἀφορᾶ τὴ δική μας ζωή. Θὰ μποροῦσε νὰ πιστοποιεῖται στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ δίνει σὲ αὐτὸν τὴ θεραπεία καὶ σὲ μένα τὴν ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του. Γιατί νὰ μὴν Τὸν ὁμολογήσω εὐγνωμόνως γιὰ τὸ δεύτερο καὶ νὰ χαρῶ μὲ ἀνωτερότητα καὶ ἀγάπη γιὰ τὸ πρῶτο; Ἂς μὴν ἔχει δώσει τὴ θεραπεία σὲ μένα, ἔχει ὅμως φανερώσει τὸ σημεῖο. Αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία, γιατὶ μπορῶ μὲ ἀνιδιοτέλεια νὰ πῶ ὅτι «ζῇ Κύριος» σ τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μου. Δὲν πειράζει, θὰ ἔλθει ἴσως ἡ ὥρα καὶ τῆς δικῆς μου ἀνακούφισης. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει καὶ μὲ τὸν παράλυτο. Γιατί πήγαινε στὴν κολυμβήθρα; Πήγαινε γιατὶ προσδοκοῦσε τὸ δικό του θαῦμα. Τί τὸν στήριζε; Τὸ ὅτι τὸ ἔβλεπε στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων, σὲ αὐτὸν ποὺ βουτοῦσε πρῶτος μέσα στὴ δεξαμενή. Ἂν δὲν τὸ ἔβλεπε ἐπαναλαμβανόμενο, δὲν θὰ πήγαινε. Ὅταν ὅμως τὸ ἔβλεπε νὰ συμβαίνει στὸν διπλανό του, αὐτὸ τοῦ γεννοῦσε τὴν ἐλπίδα, τοῦ ἐνίσχυε τὴν ἀπαντοχὴ νὰ περιμένει τὴ δική του σειρά, τὴ δική του στιγμή, τὴ δική του εὐκαιρία.

  Τὶ μεγάλα πράγματα λοιπὸν ποὺ γεννᾶ αὐτὸς ὁ χρόνος ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός! Γεννᾶ τὴν ὑπομονή, τὴ στροφὴ πρὸς τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὸν προσανατολισμό μας πρὸς τὸν Θεό. Γεννᾶ τὴν ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἀργεῖ. Δίνει χρόνο, γιατὶ δίνει καὶ εὐκαιρίες στὶς ψυχές μας. Ἀλλὰ ὅταν ἐπέμβει, δὲν ἀργεῖ καθόλου. Τὰ κάνει ὅλα εὐθύς. Ἡ λέξη ὑπάρχει καὶ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἴδιας Κυριακῆς, ὅπου ἔχουμε τὴ θεραπεία τοῦ Αἰνέα, ὀκτὼ χρόνια παραλύτου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἀνέστη» (Πράξ. θ΄ 34). Ἡ ἴδια λέξη ὑπάρχει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος «εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς» (στίχ. 9) καὶ πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ «περιεπάτει».

  Ὁ Θεὸς συνεπῶς, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα μας, δὲν χρονοτριβεῖ. Ἀμέσως δίνει τὴν εὐκαιρία, φανερώνει τὴ δύναμή Του, ἀποδεικνύει τὸ ἀταλάντευτον τῆς ἀποφάσεώς Του καὶ εὐθὺς ἐνεργεῖ πάνω στὶς καρδιές μας. Καὶ αὐτὸ δίνει τόση παρηγοριά. Τότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ χρόνος ποὺ μᾶς ἔδινε δὲν ἦταν ταλαιπωρία. Ἦταν εὐκαιρία. Δὲν ἦταν παράταση τῆς βασάνου μας, ἀλλὰ ἦταν ἀφορμὴ μαζὶ μὲ τὸ αἴτημά μας νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ ἄγνωστη σὲ μᾶς ἀλλὰ βαθειὰ καὶ μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Δὲν ἦταν ἄρνηση τοῦ δώρου, ἀλλὰ προετοιμασία γιὰ τὴν μείζονα εὐλογία.

  Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πάρουμε τὸ βάρος καὶ τῆς εὐθύνης τῆς παρουσίας καὶ τῆς εὐλογίας Του στὴ ζωή μας· «ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει» (στίχ. 8), εἶπε στὸν παράλυτο. Δὲν τὸ σήκωσε ὁ Ἴδιος τὸ κρεβάτι. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἀπόδειξη τῆς θεραπείας του μὲ τὸ νὰ τοῦ φορτώσει τὸ κρεβάτι του. Ὁ Θεός, ὅταν μπαίνει στὴ δική μας τὴ ζωὴ καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς μας, κάνει τὸ αἴτημα αὐτὸ νὰ ἔχει καὶ τὸ βάρος μιᾶς εὐθύνης, μιᾶς ἀνταπόκρισης, μιᾶς συνέπειας ἀπὸ μέρους μας, ἑνὸς φιλότιμου. Ξεκινᾶμε, εἴμαστε μπερδεμένοι, μέσα σὲ σύγχυση, σὲ βαθειὰ ἀναζήτηση, καὶ ὕστερα ἀπὸ κάποιον χρόνο ἀπαντᾶ ὁ Θεὸς καὶ λέμε «θαῦμα μοῦ ἔκανε». Δὲν θέλω ἄλλα πράγματα, ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά μου. Καὶ τὸ ξεχνᾶμε μετά. Ὄχι. Νὰ πάρουμε τὸ κρεβάτι μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας στὸν ὦμο μας καὶ νὰ πορευθοῦμε. Μᾶς εὐλόγησε, μᾶς ἔδωσε τὸ θαῦμα Του, μπῆκε τελικὰ στὴ ζωή μας, ἱκανοποίησε τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας· ἂς φιλοτιμηθοῦμε λιγάκι κι ἐμεῖς νὰ ἀλλάξουμε ζωή.

  Τὶ ὡραῖος ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πόσο ἀληθινὰ καὶ βαθιὰ πράγματα δὲν μπορεῖ νὰ βγάλει στὴ ζωή μας ἀπὸ τὶς φαινομενικὲς ἀδικίες καὶ παρατάσεις τῶν δοκιμασιῶν μας! Τὴν εὐτυχία μας πρέπει νὰ τὴν ψάξουμε μέσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀλήθεια μέσα στὰ βάθη τῶν πραγμάτων, ὄχι στὴν ἐπιδερμίδα τους. Ἂς ψάξουμε κι ἐμεῖς περισσότερο τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας καὶ ὄχι μόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς καλλιεργηθοῦμε στὴν ὑπομονή, στὴ δοκιμασία τῆς πίστεως, στὴν ἀνιδιοτέλεια τῆς συναντήσεως τοῦ Θεοῦ, ἂς ὁμολογήσουμε μὲ χαρὰ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ἀκόμη καὶ ἂν συμβαίνει στὸν ἀδελφό μας, καὶ ἂς ἀρκεστοῦμε σὲ αὐτό. Ἂς παραμείνουμε συνεπεῖς σὲ αὐτὴν τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσουμε τὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀπαντήσουμε στὶς εὐεργεσίες Του μὲ αἴσθημα εὐθύνης. Τότε καὶ ἡ ζωή μας θὰ τακτοποιηθεῖ, ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχή μας θὰ μπορέσει νὰ καταλάβει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες ποὺ καθημερινὰ ἔχει, πὼς ἴσως πίσω ἀπὸ κάθε δοκιμασία, ἰδίως ἀπὸ τὶς μεγάλες δοκιμασίες, κρύβεται μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία.

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς αὐτὲς οἱ δοκιμασίες ποὺ ὅλοι ἔχουμε, μικρὲς ἢ μεγάλες, νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ μαρτυρία συναντήσεως μαζί Του, μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἀπόδειξη τῆς παρουσίας Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς Ἀναστάσεώς Του, τῆς δυνάμεως Του στὴ δική μας τὴ ζωή. Τότε τὸ «ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» θὰ ἀποτελεῖ καὶ ἐμπειρία μας καὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐπισφράγισμα τῆς φανερώσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δική μας τὴν ψυχή!

    
Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
«Θάμβος, ἔκσταση καὶ φόβος» 


welcome img

Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων καὶ μαζὶ μὲ τὸν θαυμασμό μας γι’ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες ὑπάρχει ἕνα ἐρώτημα ποὺ ζητάει ἐπίμονα τὴν ἀπάντησή του: Πῶς καὶ γιατί οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς τὰ πράγματα, ὥστε αὐτὲς οἱ Μυροφόρες νὰ εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως, οἱ πρῶτες ποὺ διέδωσαν τὸ μήνυμά της, οἱ πρῶτες ποὺ ἔζησαν τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστάντος; Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἐνῶ οἱ μαθητὲς πληροφορήθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα χείλη τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὲς εἶχαν τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία νὰ τὸ δεχθοῦν μέσα ἀπὸ ἀγγελικὲς ὀπτασίες καὶ ἀγγελικὰ χείλη. Τὶ εὐλογία πραγματικά!

  Ἂς δώσουμε λοιπὸν λίγο χρόνο καὶ ἂς κάνουμε μιὰ μικρὴ προσπάθεια κάπως νὰ διερευνήσουμε τὶς κρυμμένες πτυχὲς αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος. Ἂς μελετήσουμε λίγο βαθύτερα καὶ ἂς ἐντρυφήσουμε μέσα στὸ κήρυγμα τῆς ἁγίας ζωῆς τῶν μυροφόρων γυναικῶν, γιὰ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς κάτι νὰ ὀσφρανθοῦμε ἀπὸ τὸ μύρο τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς τους.

  Κλειδὶ στὴν ὅλη προσπάθειά μας, ἀφορμὴ στὴν ἐμβάθυνσή μας, ἀποτελεῖ μιὰ πολὺ μικρὴ λέξη ποὺ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων ἐπαναλαμβάνεται δύο φορές. Εἶναι μία λέξη ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν ἔχει καμμιὰ ἰδιαίτερη σημασία καὶ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ περάσει ἀπαρατήρητη. Τὴ χρησιμοποιοῦμε ὅμως ἐδῶ ὡς μιὰ καλὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ περάσουμε στὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ λέξη «γάρ», ποὺ θὰ πεῖ διότι. Λ έγει σὲ κάποιο σ ημεῖο ὁ Εὐαγγελιστής: «ἦν γὰρ (ὁ λίθος) μέγας σφόδρα» (Μᾶρκ. ις΄ 4) –διότι ἦταν πάρα πολὺ μεγάλος ὁ λίθος. Καὶ στὸ τέλος, καθὼς ἔφυγαν οἱ Μυροφόρες ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ξαφνιασμένες ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐαγγελιστής, ἀνεχώρησαν γρήγορα καὶ σὲ κανένα δὲν εἶπαν τίποτε· «ἐφοβοῦντο γὰρ» (Μᾶρκ. ις΄ 8), διότι εἶχαν ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ φόβο. Εἶπα ὅτι ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι μικρὴ καὶ εὔκολα κανεὶς τὴν ἀντιπαρέρχεται. Ὅμως ἀξίζει ἐμεῖς νὰ τὴν προσέξουμε. Νὰ δοῦμε τὸ πῶς χρησιμοποιήθηκε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶ μεγάλα πράγματα μπορεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει. Μᾶς βοηθεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὸ μυστήριο τῆς ὑπερβατικῆς λογικῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ φόβου τῶν μαθητριῶν.

  Οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶχαν καταφέρει νὰ ξεπεράσουν τρία μεγάλα πράγματα, ποὺ κρύβονται σὲ αὐτὲς τὶς προτάσεις. Τὸ πρῶτο ἦταν αὐτὴ ἡ τόσο κοινή, τόσο συνηθισμένη κατάσταση τῆς ψυχῆς· ὁ φόβος. Ἂς μεταφερθεῖ ὁ καθένας μας πολὺ ἁπλὰ στὰ γεγονότα τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάθους, ἂς ζήσει γιὰ λίγο νοερὰ τὴν ἔντασή τους, τὴν ἀγριότητα, τὴ σκληρότητα καὶ κακότητα ποὺ ἐκδηλώθηκε κατὰ τὴν ἐξέλιξή τους. Τότε εὔκολα θὰ διαπιστώσει πόσο ἀπόλυτα δικαιολογημένες ἦταν οἱ Μυροφόρες νὰ ἔχουν τὸν φόβο φυτευμένο στὴν καρδιά τους, τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων ποὺ εἶχαν
οἱ μαθητὲς καὶ ὁ ὁποῖος τοὺς ἔκλεισε μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ τοὺς στέρησε τὴ χαρὰ ποὺ ἐδικαιοῦντο, νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πρῶτοι τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Βέβαια ὁ Κύριος καὶ σὲ αὐτοὺς ἔδωσε τὴν ἄμεση ἐμπειρία τῆς δικῆς Του παρουσίας, γιατὶ δὲν τιμωρεῖ ὅπως συνήθως νομίζουμε, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὰ πάντα, καὶ τὰ οἰκονομεῖ γιὰ τὸ καλό μας. Στὶς γυναῖκες ὅμως ἐμφανίσθηκε «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. κδ΄ 1), τὸ πρωί, τὸ χάραμα, ἐνῶ στοὺς μαθητὲς «οὔσης ὀψίας»
(Ἰω. κ΄ 19), «πρὸς ἑσπέραν» (Λουκ. κδ΄ 29), τὸ βραδάκι. Στὶς γυναῖκες βιάστηκε νὰ ἐμφανισθεῖ, στοὺς μαθητὲς ἄργησε. Οἱ γυναῖκες λοιπὸν αὐτὲς δὲν εἶχαν τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Τόσο ἁπλὰ λειτούργησε ἡ σκέψη τους, ὥστε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν τὸ φυσικὸ σὲ κάθε ἄνθρωπο συναίσθημα τοῦ φόβου, τοῦ τρόμου θὰ λέγαμε, γιὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχαν, ἀπὸ τὴ μοναξιὰ τῆς νύχτας, ἀπὸ τὴν ἀγριάδα τοῦ τάφου, νὰ κυριαρχήσει μέσα τους. Ἀψήφησαν τὰ πάντα καὶ «ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ. κδ΄ 1) χωρὶς δεύτερη σκέψη.

  Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι δὲν ἐκλογικεύθηκαν,δὲν ὀρθολογίστηκαν. Δὲν ἔβαλαν τὴ σκέψη τους νὰ λειτουργεῖ καὶ νὰ πεῖ: «καὶ τώρα πῶς θὰ μετακινήσουμε ἐμεῖς τὸν λίθο; εἶναι τεράστιος, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν μετατοπίσουμε,
ἂς μὴν πᾶμε στὸ μνημεῖο». Ὄχι. Ξεκίνησαν καὶ ἂς ἦταν μεγάλος ὁ λίθος ποὺ σφράγιζε τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Καὶ τὸ ἐγνώριζαν πολὺ καλά. Διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς ὅτι κάθονταν ἀπὸ μακρυὰ καὶ κοίταζαν τὴν ταφή. Εἶδαν τὸ σφράγισμα τοῦ τάφου, εἶδαν τὸν ὄγκο τῆς πέτρας καὶ ἔπειτα ἀνεχώρησαν τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς. Ἤξεραν ὅτι ὁ λίθος δὲν ἀποκυλίεται, δὲν φεύγει εὔκολα. Αὐτὸ ἔλεγε ἡ λογική. Ἀλλὰ δὲν ὑπετάγησαν σὲ αὐτὴν τὴ λογικὴ ποὺ στερεῖ τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ τὴ χαρὰ τῶν ὑπέρλογων καταστάσεων.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο πράγμα ποὺ ξεπέρασαν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φυσικὸ φόβο καὶ τὴ φυσικὴ λογική. Ἂν προσέξουμε, θὰ τὸ βροῦμε αὐτὸ νὰ ὑπονοεῖται καὶ σὲ ἄλλους Εὐαγγελιστές. Καὶ τὶ δὲν εἶχαν ἐπενδύσει οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου στὸ πρόσωπό Του. Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, στὴν περικοπὴ τῆς πορείας πρὸς Ἐμμαούς, λένε οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Κύριο: «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραὴλ» (Λουκ. κδ΄ 21) –ἐμεῖς εἴχαμε τὴν κρυφὴ ἐλπίδα ὅτι αὐτὸς ἐπρόκειτο νὰ λυτρώσει τὸν Ἰσραήλ. Σὰν νὰ λένε: «…ἀλλὰ σταυρώθηκε τελικὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χάσαμε καὶ τὴν ἐλπίδα μας. Καὶ ἂν δὲν τὴ χάσαμε, κλονίσθηκε πάντως σοβαρά». Οἱ Μυροφόρες ὅμως ἔμειναν πιστὲς καὶ ἀταλάντευτες στὴν ἐλπίδα τους. Κατάφεραν νὰ ξεπεράσουν καὶ κάτι ἄλλο πολὺ φυσικὸ καὶ πολὺ δυνατό: τὸ ὅτι προδόθηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα.

  Δὲν ἔχασαν τὶς ἐλπίδες τους, δὲν ἐκλογικεύτηκαν, δὲν ὀρθολογίστηκαν, δὲν φοβήθηκαν. Ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ μόλις πέρασε τὸ Σάββατο ἔτρεξαν στὸν τάφο. Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ πράγμα; Εἶχαν μέσα τους τὴν καλὴ ἀνυπομονησία, τὴ σπουδή, τὴν ἀνάγκη ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τοὺς πόθους τῆς καρδιᾶς τους, τὴν ἀγάπη τους, τὴν προσήλωση καὶ τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, χωρὶς ταυτόχρονα νὰ περιμένουν θαύματα ἢ ἄλλα μεγάλα πράγματα· χωρὶς νὰ προσδοκοῦν τὴν Ἀνάσταση –δὲν χωροῦσε στὸ μυαλό τους κάτι τέτοιο. Ἤθελαν ἁπλὰ νὰ πᾶνε νὰ τιμήσουν τὸν Χριστό· τὸν νεκρὸ Χριστὸ τῶν ζωντανῶν ἀναμνήσεών τους, τὸν Χριστὸ τῶν νεκρῶν ὀνείρων τους ἀλλὰ καὶ τῶν μυστικῶν ἐλπίδων τους, τὸν Χριστὸ τῆς ἀγάπης τους.

  Καὶ ξεκίνησαν, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, «διαγενομένου τοῦ σαββάτου» (Μᾶρκ. ις΄ 1), μόλις πέρασε τὸ Σάββατο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Μυροφόρες τήρησαν τὴν τάξη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ σεβάσθηκαν τὴ συνήθεια τῶν Ἑβραίων –τὸ Σάββατο δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν τίποτα, δὲν ἔπρεπε νὰ μετακινηθοῦν καθόλου. Σημαίνει ὅμως καὶ ὅτι δὲν κρατιόνταν, δὲν τὶς συγκρατοῦσε τίποτα. Δὲν μποροῦσαν ἄλλο νὰ περιμένουν. Ἤθελαν μόλις ξημερώσει, τρέχοντας νὰ πᾶνε νὰ ἐκφράσουν τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τους. Καὶ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς μεγάλων ἐκπλήξεων καὶ μοναδικῶν  λογιῶν καὶ δωρεῶν, ποὺ μποροῦμε εὔκολα νὰ διακρίνουμε, ἂν ρίξουμε μιὰ ματιὰ σὲ τρεῖς ἄλλες λέξεις τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.

  Ἡ πρώτη λέξη εἶναι «ἐξεθαμβήθησαν» (στίχ. 5). Στὴ θέα τοῦ ἀγγέλου, ἔνοιωσαν θάμβος· σὰν ἕνα φῶς ποὺ τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Τοὺς θάμπωσε. Ἔνοιωσαν τέτοιον θαυμασμό, ποὺ δὲν μπόρεσαν καλὰ-καλὰ νὰ καταλάβουν τὶ γίνεται. Θάμβος εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ ἀσύλληπτα καὶ ἐντυπωσιακὰ μεγάλου.

  Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἔκσταση. «Εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις» (στίχ. 8). Τί θὰ πεῖ ἔκσταση; Εἶναι μία κατάσταση τῆς ψυχῆς κατὰ τὴν ὁποία βγαίνει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Πόσο δὲν θὰ θέλαμε πολλὲς φορὲς ἐμεῖς, ποὺ νοιώθουμε παγιδευμένοι πραγματικὰ στὴ λογική μας, στὰ φυσικά μας συναισθήματα, στοὺς φόβους μας, στὶς δικαιολογημένες ἀπελπισίες μας, παγιδευμένοι στὴν ἴδια τὴ φύση μας, νὰ μπορούσαμε λίγο νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, αὐτοῦ ποὺ εἴμαστε! Αὐτὸ θὰ πεῖ ἔκσταση. Αὐτὸ χάρισε ὁ Θεὸς στὶς Μυροφόρες. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὶς ἀξίωσε αὐτὴ τὴν ἔκσταση νὰ μποροῦν νὰ τὴν μεταγγίσουν καὶ στοὺς μαθητές. Λέγει πάλι τὸ Εὐαγγέλιο, «καὶ γυναῖκές τινες ἐξέστησαν ἡμᾶς» (Λουκ. κδ΄ 22). Τὸ «ἐξέστησαν» αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὰ ὅσα μᾶς εἶπαν οἱ Μυροφόρες, μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, μᾶς μετέφεραν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸ φορτίο τῆς φύσης μας καὶ ἔτσι νὰ ζήσουμε στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς μυστικῆς χαρᾶς τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως.

 Καὶ τὸ τρίτο στοιχεῖο, ὁ φόβος. Ὁ καλὸς φόβος τώρα. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Ὁ φόβος ποὺ ἔχουμε, ὅταν τοποθετοῦμε ταπεινὰ τὸν ἑαυτό μας ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ φόβος ποὺ ὁ καθένας μας ζεῖ, ὅταν μέσα στὴν καρδιά του λειτουργεῖ ζωντανὰ ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Ὁ φόβος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν ἀδιάψευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς σοφίας: «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α΄ 7). Καὶ αὐτὸς ὁ φόβος εἶναι χάρις. Ἔδωσε, λοιπόν, ὁ Θεὸς σὲ αὐτὲς τὶς εὐλογημένες γυναῖκες, μαζὶ μὲ τὴν εἴδηση τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἀργότερα τὴ θέα τοῦ ἀναστάντος προσώπου Του, αὐτὴ τὴν ἀπολαυστική, πνευματικὴ ἐμπειρία, τὸ θάμβος, τὴν ἔκσταση, τὸν ἅγιο δικό Του φόβο. Ὁ ἀναστὰς Κύριος δὲν εἶναι ἕνας Θεὸς νεκρὸς ποὺ βγαίνει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Οὔτε πάλι εἶναι ἴδιος καὶ ἀπαράλλακτος μὲ αὐτὸν ποὺ ἐγνώριζαν πρὸ τοῦ Πάθους. Δὲν εἶναι ὁ διδάσκαλος. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται στὴν Ἐκκλησία μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μᾶρκ. ις΄ 12), διαφορετικὸς ἀπ᾿ ὅ,τι Τὸν περιμένουμε.  Πόση ἀνάγκη δὲν ἔχουμε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη τῶν Μυροφόρων! Πόσο δὲν πρέπει νὰ ἀνανεώνουμε μέσα στὴν ψυχή μας καὶ τὴ σκέψη μας, τὴ διάθεση νὰ εἴμαστε πιστὰ καὶ μόνιμα ἀφοσιωμένοι σὲ Ἐκεῖνον ὅπως οἱ μαθήτριες! Χρειάζεται ὅμως καὶ ἕνα μικρὸ τίμημα νὰ πληρώσουμε: νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ φύση μας, νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς φόβους, ἂς παρατήσουμε τὸν ὀρθολογισμό, ἂς ἐπιτρέψουμε στὴν ψυχή μας νὰ λειτουργεῖ μὲ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Τότε κι ἐμεῖς θὰ ζήσουμε μαζὶ μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες κάτι ἀπὸ τὸ θάμβος, λίγο ἀπὸ τὴν ἔκσταση, σίγουρα καὶ ἀπὸ τὸν ἅγιο φόβο τους. Τότε θὰ μποροῦμε ὄχι ἁπλῶς νὰ γιορτάζουμε ἔτσι ἐπιφανειακὰ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ ὅπως αὐτὲς «εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον... καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον» (Μᾶρκ. ι ς΄ 5 , 8 ), εἰσῆλθαν μὲ ἀγάπη καὶ ἐξῆλθαν μὲ χαρά, ἔτσι κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ μποῦμε μέσα στὸν τάφο, νὰ τὸν ἀντικρύσουμε κενό, νὰ ζήσουμε τὴ χάρι τῆς Ἀναστάσεως καὶ γεμάτοι ἀπὸ τὴ χαρά της νὰ «ἐξέλθουμε» ταχέως στὸν «ἀγρὸ» τῆς ζωῆς.

Ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ ἀλλάξει. Ὅλη μας ἡ ἐσωτερικὴ κατάσταση θὰ μεταμορφωθεῖ.

Θὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε οἱ χριστιανοὶ ποὺ γιορτάζουν τὸ Πάσχα μὲ ἀργίες, διακοπές, ἐκδρομές, ἀρνιά, αὐγά, λαμπάδες, πανηγύρια καὶ στὸ τέλος ζοῦν ἕνα κενό. Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρότυπο τῶν μυροφόρων γυναικῶν θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς κήρυκες ἀλλὰ καὶ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

  Ἀμήν!

    
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων 2022

Από το βιβλίο του Μητροπολίτου : «ΔΕΥΤΕ ΛΑΒΕΤΕ ΦΩΣ - Ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ θέα τοῦ Ἀναστάντος» - Εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, Σπάτα 2021


ΜΗΝΥΜΑ KΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ


welcome img

Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάζουμε στὴν Ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, λέγει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος στὸν Θωμᾶ: «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. κ΄ 29). Ἐπειδὴ μὲ εἶδες, πίστεψες. Μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐνῶ δὲν εἶδαν πίστεψαν.

  Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων. Ἡ μία κατηγορία εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν καὶ δὲν πιστεύουν. Τέτοιοι εἶναι οἱ σταυρωτὲς τοῦ Κυρίου. Τέτοιοι ἦταν οἱ φύλακες τοῦ τάφου. Τέτοιοι ἦταν οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ ἔδωσαν χρήματα στοὺς φύλακες, γιὰ νὰ μὴν ὁμολογήσουν καὶ νὰ διαψεύσουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ δοῦν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ταυτόχρονα τὴ διάθεση νὰ πιστέψουν.

  Ὑπάρχει μία δεύτερη κατηγορία: εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιὰ νὰ πιστέψουν θέλουν νὰ δοῦν. Εἶναι ἡ κατηγορία τῶν ἀποστόλων, ποὺ ἤθελαν ἀποδείξεις, ἁπτὰ στοιχεῖα γιὰ τὶς αἰσθήσεις τους. Ἤθελαν καὶ νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ ψηλαφήσουν ἀκόμη, εἰ δυνατὸν καὶ νὰ γευθοῦν, γιὰ νὰ πιστέψουν. Καὶ ὁ Κύριος ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό Του καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία νὰ ἱκανοποιήσουν καὶ τὶς πλέον ἀπαιτητικὲς αἰσθήσεις τους, προκειμένου νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα. Ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸν ἑαυτό Του φανέρωσε καὶ οἱ ἀπόστολοι Τὸν εἶδαν ἀναστημένο μὲ τὰ μάτια τους. Τοὺς ἔκανε παράλληλα τὴν εἰλικρινῆ παρατήρηση γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι «τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν» (Μᾶρκ. ις΄ 14), ὅτι αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι Τὸν εἶδαν ὅτι ἀναστήθηκε καὶ Τὸν ὁμολόγησαν ἀναστημένο δὲν τοὺς πίστεψαν. Δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὸ ὀπτικό, τοὺς ἔδωσε καὶ τὸ ἀκουστικὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν τὸ δέχθηκαν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὴ δυσπιστία δὲν τὴν εἶχε μόνον ὁ Θωμᾶς ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι. Ὁ Κύριος βέβαια ἱκανοποίησε καὶ τὴν τρίτη αἴσθηση, τὴ γεύση: «ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;» (Λουκ. κδ΄ 41) τοὺς λέγει, γιὰ νὰ τὸ φάει καὶ νὰ δοῦν ὅτι εἶναι πραγματικὰ ἀναστημένος καὶ ὄχι ὀπτασία. Φανερώνεται στοὺς μαθητές, φανερώνεται καὶ στὸν Θωμᾶ –ἱκανοποιεῖ πάλι τὴν ἀπαίτηση τῆς ὁράσεώς τους. Δέχεται ὅμως καὶ κάτι πολὺ φοβερότερο: νὰ Τὸν ψηλαφήσει, νὰ Τὸν ἀκουμπήσει ὁ Θωμᾶς. Ὑπάρχει βέβαια μία διαφωνία μεταξὺ τῶν ὑμνογράφων καὶ τῶν θεολόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑμνογράφοι ὅλοι θέλουν νὰ ἔχει ψηλαφήσει τελικὰ ὁ Θωμᾶς τὸν Κύριο. Ἐνῶ οἱ θεολόγοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θωμᾶς δὲν τόλμησε νὰ ἀγγίξει τὸ ἁγιασμένο σῶμα τοῦ Κυρίου. Πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ ἀνθρώπινο, περίεργο, ἀπαιτητικό του χέρι νὰ ἀκούμπησε τὸ πανάχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου; Ἦταν τὸ σῶμα ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε στὴν ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνὴ νὰ ἀκουμπήσει, λέγοντάς της «μή μου ἅπτου» ( Ἰω. κ΄ 17) καὶ δίδοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν αἴσθηση τῆς διαφορᾶς ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του. Ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸ κρατάει μυστικό· δὲν μᾶς λέγει τὶ τελικὰ ἔγινε. Ἁπλά, ἀφήνει νὰ διαφανεῖ ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἡ διάθεση τοῦ Κυρίου νὰ φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἀπαιτητικὸ στοιχεῖο τῶν αἰσθήσεων, ἀφ᾿ἑτέρου δὲ ἡ συστολὴ τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων νὰ ψηλαφοῦν τὴν «ἑτέραν μορφὴν» (Μᾶρκ. ις΄ 12) τοῦ Κυρίου. Ἂν λοιπὸν οἱ πρῶτοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν καὶ δὲν πιστεύουν, ἡ δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει αὐτούς ποὺ βλέπουν καὶ πιστεύουν, μὲ ἄλλα λόγια αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δοῦν γιὰ νὰ πιστεύσουν. Ἀλήθεια! πῶς ξεπήδησε αὐτὴ ἡ ὁμολογία πίστεως ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Θωμᾶ! «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ΄ 28). Πῶς νὰ τολμήσει νὰ ἀκουμπήσει τότε; Τί τοῦ χρειαζόταν κάτι τέτοιο;

  Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ εὐλογημένη τρίτη κατηγορία. Εἶναι ἡ κατηγορία ὄχι αὐτῶν ποὺ βλέπουν καὶ πιστεύουν, ἀλλὰ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ τότε βλέπουν. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία μᾶς καλεῖ νὰ ἐνταχθοῦμε ἡ Ἐκκλησία ὅλους τοὺς μετὰ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους πιστούς. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως.

  Φανερώνεται στὴν καρδιά μας μὲ ἀγάπη ὁ Θεὸς καὶ τότε ἀνακαλύπτουμε νέες αἰσθήσεις, ζωτικὲς αἰσθήσεις. Εἶναι αὐτὲς οἱ αἰσθήσεις ποὺ ἐγγυῶνται τὴν καινὴ ζωή. Ὅλα αὐτὰ τὰ καινούργια πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς μιλοῦν οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι αὐτὲς οἱ αἰσθήσεις ποὺ συγκροτοῦν τὴν «ἀπαρχὴ τῆς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου βιοτῆς», τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ αἰσθήσεις ποὺ γεννῶνται στὴν ψυχὴ ὡς πνευματικὲς αἰσθήσεις, ὅταν καθαρθοῦν προηγουμένως οἱ φυσικές. Πῶς λέγει τὸ τροπάριο τοῦ κανόνος τοῦ Πάσχα; «Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως». Τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἂς καθαρίσουμε τὶς αἰσθήσεις, τὰ μάτια μας, τὴν ἀκοή μας, τὸ στόμα μας, τὰ χέρια μας, ὅλο τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας, καὶ τότε θὰ δοῦμε μὲ τὰ ἄλλα μάτια, τὰ πνευματικὰ μάτια, τότε θὰ ἀκούσουμε μὲ τὰ ἄλλα αὐτιά, τὰ πνευματικὰ αὐτιά, τότε θὰ ὀσφρανθοῦμε μὲ τὴν πνευματικὴ ὄσφρηση, τότε θὰ ἀπολαύσουμε μὲ ὅλες τὶς πνευματικές μας αἰσθήσεις τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατηγορία στὴν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ ἐνταχθοῦμε: ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ πρῶτα πιστεύουν καὶ στὴ συνέχεια βλέπουν. Βλέπουν, ἐπειδὴ πιστεύουν. Εἶναι αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους γράφτηκαν καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Ἰωάννου, ὅπου διαρκῶς γίνεται ἀναφορὰ στὶς πνευματικὲς αἰσθήσεις: «ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς... ὃ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (Α΄ Ἰω. α΄ 1, 3). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὅραση καὶ οἱ πνευματικὲς αἰσθήσεις στὶς ὁποῖες μᾶς καλεῖ ὅλους ὁ Χριστός. Τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Πάσχα σίγουρα ἀπολαμβάνουμε πολὺ μὲ τὶς αἰσθήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τῆς φυσικῆς ζωῆς. Τρῶμε νόστιμα φαγητά, ἀκοῦμε ὡραίους ὕμνους στὴν ἐκκλησία καὶ βλέπουμε ὄμορφους ἐπιταφίους. Ἄραγε ὅμως, ὅλα αὐτὰ μένουν στοιχεῖα τοῦ φυσικοῦ ἑαυτοῦ ἢ μήπως γίνεται μέσα μας αὐτὴ ἡ μεταμόρφωση στὴν ἄλλη καὶ αἰώνια ζωή, στὸ ἄλλο καὶ καινούργιο φρόνημα, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ  διαρκῶς ὁ Χριστός;

  Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ξεκινῶντας, ἂν δὲν ξεκινήσαμε ἀκόμη, τὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὸν εὐλογημένο, νὰ καθαρίζουμε διαρκῶς τὶς φυσικὲς αἰσθήσεις μας, γιὰ νὰ ζωντανέψουν μέσα μας τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια, αὐτὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θείας γνώσεως. Καὶ τότε, ὅταν θὰ λέμε μὲ τὰ χείλη μας «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι...», αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι μόνον μιὰ φραστικὴ διατύπωση, ἀλλὰ θὰ ἀποτελεῖ μία πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ βαθύτερη αἴσθηση τῆς ψυχῆς μας!

    
Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ 2022


ΜΗΝΥΜΑ M.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 2022


welcome img

«Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»

  Στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρατηρούμε νὰ ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς ἀκολουθίες της τὴν λέξη «ἐρχόμενος», ὅταν ἀναφέρεται στὸν Κύριο. Τί μήνυμα ἆρα γε κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν λέξη, ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ;

  Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ποὺ διαβάζουμε στὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, θὰ δοῦμε ὅτι στὴν ἀρχὴ δὲν ὑπῆρχε λόγος ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει, οὔτε ὁ ἄνθρωπος κάπου νὰ πάει, ἀλλὰ ἦταν μαζί. Ζοῦσαν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβαναν αὐτὴ τὴν κατάσταση. Μετὰ τὴν πτώση ἔδιωξε ὁ Θεός τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, «ἐξαπέστειλεν αὐτὸν ὁ Θεὸς» (Γεν. γ΄ 23).

  Ἡ πρώτη βασικὴ σημασία ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ ἔννοια τοῦ ἐρχομοῦ εἶναι ἡ ἐπανασυνάντηση τοῦ Ἀδὰμ μὲ τὸν Θεό• ἡ προσπάθεια νὰ συναντήσει πλέον ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς, ἡ μόνη ἱκανότητα ποὺ ὡς ἄνθρωπος ἔχει εἶναι νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς πτώσεως• τὸ «ἀπέρχεσθαι». Τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐμπειρία, ὄχι ἐπειδὴ μᾶς τὸ λένε κάποιοι ἄλλοι. Τὸ πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ πλησιάσει ὁ Θεός, νὰ ἔλθει ὁ Θεός πρὸς ἐμᾶς. Ἔτσι ἔχουμε τὴν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐρχομό Του στὴ γῆ, στὸν ἄνθρωπο. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὀ Σωτὴρ ἡμῶν», ψάλλουμε τὰ Χριστούγεννα.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνας δεύτερος ἐρχομός γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦν τὰ τροπάρια καὶ οἱ εὐχές στὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὸ ἑκούσιο πάθος.

Ὁ τρίτος εἶναι ὁ ἐρχομὸς ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς τελευταῖες λέξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἀμήν, ναί, ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀποκ. κβ΄ 20). Εἶναι ὁ ἐρχομὸς τῆς δευτέρας παρουσίας, τότε ποὺ θὰ ξαναέλθει ὁ Θεὸς πλέον ὁριστικά.

  Καὶ τέλος, ὑπάρχει ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου στὴν καρδιά μας. «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει ὁ κάθε ἕνας μας ὡς προσευχή, ἴσως καὶ χωρὶς λέξεις, ἀλλὰ στὸ φρόνημα καὶ στὴ διάθεσή του. Πόσο πόθο δὲν ἔχουμε νὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς μέσα μας! Τί σημασία διαφορετικὰ θὰ εἶχε τὸ ὅτι ἦλθε στὴ γῆ, ἢ τὸ ὅτι ἔρχεται στὸ ἑκούσιο πάθος, ἢ τὸ ὅτι θὰ ξαναέλθει νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκρούς, ἂν δὲν ἔχει ἔλθει μέσα στὴν καρδιά μας;

  Αὐτὸ σημαδεύει τὸ μήνυμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Καθὼς ὁ Κύριος θὰ ἔρχεται πρὸς τὸ πάθος, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχεται καὶ μέσα στὴν δική μας καρδιά. Σ᾿ αὐτὸ μᾶς καλεῖ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἡ Ἐκκλησία μας.

  Γιὰ νὰ ἔλθει ὅμως ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά μας πρέπει κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸν Χριστό. Ὑπάρχει μιὰ ἄλλη λέξη ποὺ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἔρχομαι καὶ συχνὰ ἀναφέρεται στὶς ἀκολουθίες. Εἶναι ἡ λέξη «δεῦρο» καὶ «δεῦτε», ποὺ θὰ πεῖ ἔλα καὶ ἐλᾶτε. Εἶναι παράκληση καὶ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ κι ἐμεῖς νὰ κάνουμε μία κίνηση πρὸς Αὐτόν.

  Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς μποροῦμε νὰ πᾶμε στὸν Χριστό; Ἡ μία κίνηση εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση, αὐτὴ ποὺ ὅλοι κάνουμε ὅταν πᾶμε στὴν ἐκκλησία. Ξεχνᾶμε κάποιες ἐπισκέψεις, ἀφήνουμε τὴν ἡσυχία μας στὸ σπίτι, τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐκολία μας καὶ λέμε: «θὰ πάω στὴν ἐκκλησία». Ἂς τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁλόκληρη τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ μόνο ἡ φυσική μας παρουσία, ποὺ ἀπὸ μόνη της δὲν ἔχει ἀξία, δὲν πάει χαμένη, διότι ὡς διάθεση ἀποκτᾶ ἀξία.

  Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ νὰ πᾶμε στὸν Χριστὸ κάνοντας κι ἐμεῖς μία ἐργασία. «Δεῦτε πιστοὶ ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ». Νὰ μὴ μείνουμε στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὰ ὄνειρα μόνο, ἀλλὰ νὰ κάνουμε τὴν πνευματικὴ ζωὴ πράξη, ὅσο μποροῦμε, ὅπου τὰ καταφέρνουμε.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ...» Ἂς τακτοποιήσουμε λίγο τὸν «ἔνδοθεν λογισμόν», λένε οἱ εὐχὲς τῶν προηγιασμένων ἀκολουθιῶν, καὶ νὰ προσανατολισθοῦμε λίγο πρὸς τὰ πνευματικά. Μὲ πόσο ἐνδιαφέρον δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ κτήματά μας, οἱ μαθητές μὲ τὶς σπουδές μας, οἱ ἄρρωστοι μὲ τὴν ὑγεία μας, οἱ φτωχοὶ μὲ τὴν ἐξοικονόμηση τῶν ἀγαθῶν μας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε σκέψη νὰ δώσουμε. Ἂς δώσουμε λίγη σκέψη καὶ γιὰ τὰ πνευματικά. Νὰ ἔχει ζεσταθεῖ λίγο ἡ καρδιά μας ὅταν ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία. Ἀλλιῶς ὥσπου νὰ ζεσταθοῦμε θὰ πεῖ ὁ ἱερέας τὸ «δι᾿ εὐχῶν» καὶ θὰ βρεθοῦμε ξανὰ στὴν κρυάδα τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, τῆς ψεύτικης, τῆς ὑλιστικῆς, τῆς ἐφήμερης ζωῆς. Ἂς ἡσυχάσουμε λίγο μέσα μας γιὰ νά φτιάξουν οἱ λογισμοί μας καὶ νὰ μπορεῖ ἕτοιμη ἡ καρδιά μας νὰ δεχτεῖ κάτι πνευματικό.

  Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ φυσικὸς ἐρχομός, τὸ δεύτερο εἶναι ὁ πρακτικὸς βίος, νὰ κάνουμε τὴν πίστη μας πράξη καὶ ζωή, τὸ τρίτο εἶναι οἱ σκέψεις μας. Καὶ τὸ τέταρτο τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο: «Δεῦτε πρὸς με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἐλᾶτε κοντά μου ὅλοι ὅσοι κουρασμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ φορτωμένοι ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξεκουράσω. Θὰ σᾶς πάρω καὶ τὸν κόπο, θὰ ἀναλάβω ὅμως στοὺς ὥμους μου καὶ τὸ φορτίο. Αὐτὸ εἶναι ὁ σταυρός.

  Ἂς κάνουμε, λοιπόν, καὶ τὸ τέταρτο ποὺ εἶναι νὰ δώσουμε τὴ διάθεσή μας. Νὰ προκύψει μέσα στὴ καρδιά μας ὡς πνευματικὸς ἀναστεναγμός, αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς ταπεινωμένης ἀποτυχίας, αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ μετάνοια ὡς ἀναγνώριση τῶν ἀδυναμιῶν μας καὶ τῶν παθῶν μας.

  Ἔτσι καὶ μὲ τὴ φυσικὴ κίνηση καὶ μὲ τὶς πράξεις καὶ μὲ τὶς σκέψεις καὶ μὲ τὴ διάθεση θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἔλθουμε στὸ Χριστό. Κι ὅταν πᾶμε στὸ Χριστὸ θὰ ἔλθει κι ἐκεῖνος κοντά μας. Καὶ τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ἕνα ἄλλο «δεῦτε», ἕνα ἄλλο «ἔρχεσθε», αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκούσουμε τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως: «Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν» καὶ «δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος κοινωνήσωμεν». Νὰ ζήσουμε ἀπὸ κοντὰ πλέον σὰν πραγματικὸ, σημερινό, προσωπικό, καρδιακὸ γεγονὸς τὴν Ἀνάσταση.

  Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀπὸ μόνη της εἶναι ἕνας πεθαμένος σταυρός. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μαζὶ μὲ τὴν Ἀνάσταση εἶναι ζωή, εὐλογία καὶ δύναμη γιὰ ὁλόκληρη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας. Εἴμαστε στὴν ἀρχή. Ἔχουμε τὴν εὐκαιρία, ἔχουμε τὴν δυνατότητα. Ἂς διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ ἦθος, αὐτὸ τὸ φρόνημα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ πραγματικὰ θὰ σφραγίσει κάθε κίνηση τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ διαμορφώσει κάθε λεπτὴ πτυχὴ τῆς ψυχῆς μας.

  Καλὴ Ἀνάσταση!

    
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2022


ΜΗΝΥΜΑ  M. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

welcome img

«Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά Σου, Κύριε»

Στοὺς κατανυκτικοὺς ἑσπερινοὺς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδο, ψάλλουμε δύο μεγάλα, ὅπως ὀνομάζονται, προκείμενα. Τὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν εἶναι: «ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά Σου, Κύριε». Ὅπως ὅλα τὰ προκείμενα, εἶναι καὶ αὐτὸ δανεισμένο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀναφέρεται στὴν περίοδο πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸν 60ὸ ψαλμό. Ἐμεῖς δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε οὔτε μὲ τὸ ρῆμα «ἔδωκας», οὔτε μὲ τὸ «τοῖς φοβουμένοις», οὔτε μὲ «τὸ ὄνομά Σου». Θὰ μπορούσαμε ὅμως νὰ πάρουμε μιὰ γεύση σχολιάζοντας μιά μόνο λέξη, τὴ λέξη «κληρονομία».

Ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει κάποια κληρονομιά, τὴν ὁποία μποροῦμε καὶ καλού­μεθα νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε. Κληρονομιὰ σημαίνει δῶρο, ὄχι ἀπόκτημα, κάτι ποὺ μᾶς δόθηκε χωρὶς ἐμεῖς νὰ ἐργαστοῦμε γι’ αὐτό. Καὶ μάλιστα δόθηκε λόγω συγγένειας, λόγω σχέσης με τὸν δωρεοδότη. Ποιά ἄραγε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ πνευματικὴ κληρονομιά; Γιὰ μὲν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ἡ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Ἦταν ἡ ἰδιότητα τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ ὡς περιουσίου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος τοὺς χάρισε τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ. Τὸ ἐρώτημα ὅμως ἀπευθύνεται σὲ μᾶς τοὺς χριστιανούς, σὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ καὶ τρέφεται ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα καὶ τὴν τράπεζα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ποιά εἶναι ἡ κληρονομιὰ ποὺ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε;

Ἂς κάνουμε μιὰ ἁπλῆ ἀναλογία· τὴν ἀναλογία στὶς δικές μας, τὶς ἀνθρώπινες κληρονομιές. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι φυσικὸς κληρονόμος, κοινωνικός, οἰκονο­μικὸς κληρονόμος κ.λπ. Τί κληρονομεῖ ἀπὸ τοὺς δικούς του; Τί κληρονομήσαμε ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς γονεῖς μας; Κληρονομοῦμε πρῶτα τὴ συγγένεια, τὴ σχέση. Ἄλλο εἶναι νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὸ τὸν κόσμο ὁ στριφνὸς ἐνδεχομένως δικός μας ἄνθρωπος καὶ ἄλλο εἶναι νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ ἕναν πολὺ καλό, ἀλλὰ ὄχι συγγενικό μας ἄνθρωπο. Ὁ πρῶτος, κι ἂς εἶναι δύσκολος, μᾶς πληγώνει παραπάνω. Εἶναι δικός μας. Τὸ λέμε αὐτὸ γιὰ νὰ καταλάβουμε τὶ σημαίνει σχέση αἵματος. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ ἴδιο αἷμα μὲ μᾶς, ὁ συγγενής μας, εἶναι πιὸ κολλημένος στὴν ὕπαρξή μας. Ἔχουμε ἄλλου εἴδους σχέση. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα, λοιπόν, ποὺ κληρονομοῦμε ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας εἶναι μιὰ πολὺ δυνατὴ σχέση.

Τὸ δεύτερο ποὺ κληρονομοῦμε εἶναι τὰ χαρακτηριστικά τους. Ἕνα παιδὶ μοιάζει σὲ ὁρισμένα μὲ τὸν πατέρα του, καὶ σὲ ἄλλα μὲ τὴ μητέρα του. Ἔχει πάρει καὶ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικά, ἀλλὰ ἔχει κληρονομήσει καὶ τὰ χαρακτη-ριστικὰ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν γονέων του.

Τρίτο στοιχεῖο εἶναι τὸ ὄνομα. Δὲν διαλέγει ὁ καθένας τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ τοῦ δίνεται τὸ ὄνομα. Τὸ κληρονομεῖ αὐτὸ τὸ ὄνομα.

Καὶ ἕνα τέταρτο, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο τόσοι καυγάδες τόσο συχνὰ γίνονται, εἶναι ἡ περιουσία.

Κληρονομοῦμε, λοιπόν, σχέση, κληρονομοῦμε χαρακτηριστικά, ὄνομα, περι­ουσία. Ἂς δοῦμε πῶς αὐτὰ τὰ κληρονομικὰ στοιχεῖα ἀνάγονται σ᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε κληρονομοῦμε τὸν Θεό. Τί κληρονομιὰ ἔχει δώσει σ᾿ ἐμᾶς ὡς χριστιανοὺς ὁ Θεός;

Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει εἶναι ἡ σχέση μαζί Του. Τί μεγάλο πρᾶγμα! Αὐτὸ εἶναι πραγματικὴ περιουσία. Εἶναι ἡ κληρονομιὰ τῆς υἱοθεσίας. Μιὰ κληρονομιὰ ποὺ διακρίνεται ὡς λαχτάρα, ὡς πόθος, ὡς νοσταλγία, θὰ λέγαμε ὡς ὄνειρο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλὰ μὲ μιὰ ὁλοκληρωμένη μορφή, ἐμφανίζεται ὡς τελεία σχέση πατρὸς καὶ τέκνων στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ Κυριακὴ προσευχή, «Τὸ Πάτερ ἡμῶν», ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς προσευχῆς. Στὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπάρχουν ἀναφορὲς ὅπου ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται σὰν πατέρας σὲ παιδιά. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ περίπτωση, ὅπου μὲ κάποιο τρόπο νὰ ὑποδεικνύεται ὡς μέσο ἐπικοινωνίας μιὰ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποία μποροῦσε κανεὶς νὰ στραφεῖ στὸν Θεό καὶ νὰ Τὸν ἀποκαλέσει πατέρα. Αὐτό ἰσχύει γιὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Ἐρχόμαστε ὅμως στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου οἱ μαθητὲς ταπεινὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς διδάξει πῶς νὰ προσεύχονται. Ἐκεῖνος τοὺς παραδίδει τὴν Κυριακὴ προσευχή ὡς τὴ μεγαλύτερη κληρονομιὰ καὶ παρακαταθήκη καὶ τοὺς βάζει σὰν πρώτη λέξη, τὴν λέξη «πάτερ». Νὰ λοιπὸν ἡ πρώτη σχέση, ἡ κατὰ χάριν σχέση, ἡ ὁποία προσφέρεται σὲ κάθε πιστό, σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ σχέση τῆς υἱοθεσίας· σχέση δηλαδὴ δική μας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα ὡς τέκνων Του.

Ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχέση· ἡ σχέση τῆς φύσεώς μας, τῆς ἀνθρώπινης φύσεως μὲ τὴν θεανθρώπινη φύση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μία σχέση ποὺ καθαγιάζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς φύσεώς μας. Τί τιμή! Νὰ ἡ δεύτερη περιουσία. Νὰ μιὰ ἄλλη σχέση κληρονομιᾶς. Αὐτὴ ἡ φύση ποὺ φέρουμε, καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη ὑπόσταση, εἶναι καθαγιασμένη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε κληρονομήσει εἶναι ἀρχικὰ μὲν ἡ φύση τῆς δημιουργίας μας, στὴ συνέχεια δὲ τῆς ἀναδημιουργίας μας, ἡ θεωμένη ἀνθρώπινη φύση.

Τὸ δεύτερο ποὺ εἴπαμε ὅτι κληρονομοῦμε εἶναι τὰ χαρακτηριστικά. Ὑπάρχει στὴν ἀρχὴ τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς μιὰ λέξη ποὺ ἐμφανίζεται μόνο μιὰ φορὰ στὴν Ἁγία Γραφή, ποτὲ ἄλλοτε· ἡ λέξη «χαρακτήρας». Ἀναφέρεται στὸν Χριστό, ὅτι εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως Αὐτοῦ» (Ἑβρ. α΄ 3). Ὁ Χριστὸς εἶναι χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός. Χαρακτήρας θὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἀκριβῶς ἴδιος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν οὐσία, τὴ φύση τῆς ὑποστάσεως· δηλαδή, ἡ ὑπόστασις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχει χάραγμα θεϊκό.

Κάτι ἀντίστοιχο μ᾿ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ γιὰ μᾶς. Ἔχουμε κληρονομήσει τέτοιον πνευματικὸ χαρακτήρα. Ὁ καθένας μας, ὄντας πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ», ἔχει κληρονομήσει ἰδιώματα θεϊκά, δοσμένα ὡς δῶρο σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Κλασσικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς περιπτώσεως βρίσκουμε στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, ὅπως στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας που τιμοῦμε τὴν Ε΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Σχεδὸν ὅλα τὰ τροπάρια ποὺ ἀνεφέ­ρονται στὴν ἁγία περιλαμβάνουν τὴ λέξη «εἰκόνα» καὶ περιγράφουν πῶς ἡ ἴδια κατέστρεψε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ πῶς τελικὰ βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας φρόντισε νὰ ἀναστήσει μέσα της αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ νὰ ἀναμορφώσει τὸ κάλλος γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πλαστεῖ, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχει καὶ τὸ τρίτο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο κληρονομοῦμε· τὸ ὄνομα. Τὸ ὄνομα χαρακτηρίζει τὸ πρόσωπο καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔχουμε πολιτογραφηθεῖ στὸν οὐρανό. Ὁ Κύριος λέει κατ᾿ ἐπανάληψιν στὴν Ἁγία Γραφὴ στοὺς Ἀποστόλους, νὰ χαίρεσθε γιατί τὰ ὀνόματά σας ἐγράφησαν «ἐν βίβλῳ ζωῆς», «ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Φιλ. δ΄ 3, Λουκ. ι΄ 20). Εἶναι αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ ὁποῖο μᾶς τὸ δίνει σὰν κληρονομιὰ ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο καλούμεθα νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ νὰ φθάσουμε ἀπὸ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι αὐτὸς ὁ ἀγώνας ποὺ γίνεται γιὰ νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου Του.

Ἂς ἔλθουμε στὸ τέταρτο στοιχεῖο, τὴν περιουσία τοῦ Θεοῦ. Ποιά εἶναι ἡ περιουσία τὴν ὁποία μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός πέραν ἀπὸ τὴ σχέση, πέραν ἀπὸ τὸν χαρακτήρα Του, τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», πέραν ἀπὸ τὸ θεϊκό Του ὄνομα, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν»; Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε ὡς περιουσία τοῦ Θεοῦ· ἂς ποῦμε μόνο μερικά.

Ἡ πρώτη περιουσία ποὺ μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός εἶναι ἡ χάρις Του, οἱ ἀρετὲς ὡς καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν πλησιάσουμε μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ προσεγγίσουμε αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ποὺ ὑπάρχει καὶ ὀνομάζεται χάρις. Νὰ μπορέσουν νὰ συμβοῦν στὴ ζωή μας αὐτὰ ποὺ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ καταφέρουμε, ὅσο κι ἂν ἀγωνιζόμαστε, καὶ νὰ φθάσουμε ἔτσι στὴν κατάσταση τῆς τελειότητος. Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχει τελειότητα. Κάθε τι πρέπει νὰ εἶναι τέλειο ἐκεῖ. Συμμετέχοντας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς δίνει ὁ Θεὸς τὴ χάρι Του, γιὰ νὰ περάσουμε τὴ διαδικασία τῆς τελειώσεως σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ νὰ μεταπηδήσουμε στὴν κατάσταση τῆς τελειότητος στὴν ἄλλη ζωή. Ἕνα λοιπὸν στοιχεῖο περιουσίας εἶναι αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς χάριτός Του.

Ἕνα ἄλλο εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἀπέραντη κολυμβήθρα ποὺ καθαίρει τὸν καθένα μας. Αὐτὴ ἡ μεγάλη μήτρα ποὺ μᾶς ἀναγεννᾶ καὶ ἡ ὁποία ἐγκυμονεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιὰ μας.

Τρίτο δῶρο ποὺ μᾶς ἔχει δώσει σὰν περιουσία ὁ Θεὸς εἶναι τὰ ἰδιώματα τῆς φύσεώς μας. Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει τὸν δικό του φυσικό χαρακτήρα. Μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν χαρακτήρα, μέσα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς προσωπικότητος ποὺ εἶναι διαφορετικὰ γιὰ ὅλους μας, θὰ βρεῖ τὸν δρόμο του. Καὶ εἶναι περιουσία ποὺ μᾶς τὴ δίνει ὁ Θεὸς, διότι ἔτσι Ἐκεῖνος κρίνει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Νὰ φέρουμε ὁ καθένας χωριστά τὸν δικό του χαρακτήρα. Δὲν θὰ ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος νὰ σωθοῦμε παρὰ μέσα ἀπὸ τὴν περιουσία τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρος.

Ἂς περάσουμε καὶ στὸ τέταρτο δῶρο. Εἶναι οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας μας εἶναι ποικίλες. Ἄλλος μπαίνει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ πόρτα, ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἄλλοτε μὲ χαρές, ἄλλοτε μὲ λύπες, ἄλλοτε μὲ αἰφνδιαστικὲς ἀφορμές, ἄλλοτε μὲ τιμές, ἄλλοτε μὲ ταπεινώσεις. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ὁ κόσμος συμπτώσεις, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει συγκυρίες, δὲν εἶναι γιὰ μᾶς ἄψυχη τύχη. Ὄχι, δὲν εἶναι συγκυρίες, δὲν εἶναι συμπτώσεις, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα εἶναι ὁ τρόπος τῆς σωτηρίας μας. Αὐτὰ τὰ γεγονότα θὰ συνδυαστοῦν μὲ τὸν χαρακτήρα καὶ μὲ τὴν ἐλευθερία μας, θὰ στάξει ἀπὸ πάνω καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι θὰ γεννηθεῖ ἡ μορφὴ τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν καθένα μας.

Ἕνα πέμπτο στοιχεῖο τέτοιας περιουσίας ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός εἶναι οἱ σταυροί μας. Εἶναι κληρονομιὰ καὶ θεϊκὴ περιουσία οἱ σταυροί μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, σταυρὸ ἔφερε. Σὲ σταυρωμένο Θεὸ πιστεύουμε. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν σταυρό Του δείχνει σὲ μᾶς, στὸν πεπτωκότα κόσμο στὸν ὁποῖο ζοῦμε, τοὺς δικούς μας σταυρούς. Δὲν εἶναι τιμωρίες, ἀλλὰ εἶναι μέσα σωτηρίας. Εἶναι συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὸ ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχαν σταυροί, ἀγωνίζονταν οἱ ἅγιοι μόνοι τους νὰ ἀνακαλύψουν καὶ νὰ δημιουργήσουν σταυρώσιμες προϋποθέσεις γιὰ τὴ δική τους σωτηρία.

Ἡ μεγάλη περιουσία γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, λοιπόν, εἶναι αὐτὴ ἡ θεϊκὴ σχέση, εἶναι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», τὸ ὅτι φέρει μέσα του ὁ καθένας θεϊκὰ στοιχεῖα ὡς χαρακτήρα. Εἶναι τὸ ὄνομα, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Εἶναι ἡ περιουσία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χάρις, τὰ μυστήρια, οἱ ἀρετές, ἡ φύση τοῦ καθενός μας, οἱ συγκυρίες τῶν γεγονότων. Εἶναι οἱ σταυροί μας καὶ οἱ δοκιμασίες μας. Οἱ Ἑβραῖοι ὡς κληρονομιὰ εἶχαν τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ χριστιανοί, ὡς κληρονομιὰ ἔχουμε τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ.

Ἔτσι πρέπει νὰ μεταμορφώνουμε τὶς μέρες μας καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ νὰ διερχόμεθα τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Νὰ ζήσουμε τὴν Ἀνάσταση καὶ τὸ Πάσχα, ὄχι ἐδῶ ἀνθρώπινα καὶ ἐφήμερα, οὔτε πάλι ὡς δική μας κατάκτηση ἢ ὡς δικό μας ἀπόκτημα, ἀλλὰ ὡς μιὰ πνευματικὴ κληρονομιὰ ποὺ θὰ ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς οὐράνιας χαρᾶς, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Καλή καὶ εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!


Μ. Τεσσαρακοστή 2022


 pdf


ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ

welcome img

Μὲ τὴν Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς εἰσάγει στὴν κατ᾿ ἐξοχὴν πνευματική της περίοδο, τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Μιὰ περίοδο πού διαρκεῖ ἑβδομήντα μέρες, δέκα ἑβδομάδες. Οἱ τρεῖς πρῶτες Κυριακὲς καὶ ἑβδομάδες εἶναι εἰσαγωγικές καὶ στὴ συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καθὼς μπαίνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν ὄμορφο ἐκκλησιαστικὸ καὶ πνευματικὸ χῶρο τοῦ Τριωδίου, καὶ ἀνοίγουμε τὸ «Τριώδιο», αὐτὸ τὸ πλούσιο σὲ μηνύματα ἀληθείας καὶ ζωῆς βιβλίο, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν κορμὸ τῶν ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου ὡς τὸ Μεγάλο Σάββατο, ἡ Ἐκκλησία μας τὴν πρώτη Κυριακὴ μᾶς προσδιορίζει τὸν στόχο μας γιὰ κάτι πολὺ μεγάλο. Προσπαθεῖ νὰ μιλήσει στὴν καρδιά μας, προσφέροντάς μας ὡς ἐκλεκτὸ πνευματικὸ ἔδεσμα τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου.

Ἂς ἐπικεντρωθοῦμε ὅμως, ὄχι στὸ περιεχόμενο τῆς παραβολῆς, ἀλλὰ στὸν στίχο ποὺ προηγεῖται καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Λέει ὁ στίχος αὐτὸς ὅτι ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολή θέλοντας νὰ διδάξει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἦσαν «πεποιθότες ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λοιπούς» (Λουκ. ιη΄ 9), δηλαδὴ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό τους, καὶ διακατέχονται ἀπὸ τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δίκαιοι καὶ ἔτσι ἐξουθενώνουν τοὺς λοιποὺς καὶ τοὺς βλέπουν περιφρονητικά.

Ἀκριβῶς αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφορμὴ τοῦ σημερινοῦ μηνύματος καὶ γιὰ μᾶς. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν δίκαιος ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ὅτι εἶχε δίκιο ἀφ᾿ ἑτέρου. Δύο πράγματα φοβερὰ καὶ ὕπουλα ποὺ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε μὲ τὴν πρώτη ματιά, ἀλλὰ ποὺ στὴν πραγματικότητα μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ταπεινὰ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ τοῦ ἔλεγε ὁ ἀρρωστημένος, ἐγωιστικὸς καὶ ἐμπαθὴς λογισμός του. Καὶ κάτι ἀκόμη. Εἶχε μιὰ αὐτάρκεια. Ἔκανε πέντε πραγματάκια καὶ ἠρκεῖτο σ᾿ αὐτά. Εὐχαριστιόταν ἡ ψυχούλα του μὲ τὰ κατορθώματά του. Εἶχε τόσο περιορισμένη ὅραση ποὺ ἐνῶ ἔλεγε «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ», στὴν οὐσία τὸν ἑαυτό του εὐχαριστοῦσε• αὐτὸν μόνον ἔβλεπε. Ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς φαρισαϊκῆς προσευχῆς ἀπουσίαζε ὁλότελα ὁ Θεός• Τὸν εἶχε διώξει καὶ τὸν εἶχε ἀντικαταστήσει μὲ τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ θὰ πεῖ «πεποιθώς ἐφ᾿ ἑαυτῷ»• τὸν ἀπελάμβανε τὸν ἑαυτό του. Ἀπόδειξη ἦταν ὅτι γι᾿ αὐτὸν τὸν ἑαυτὸ μιλοῦσε μὲ τόση ἱκανοποίηση. Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδινε τὸ ἓν δέκατο ἀπὸ τὰ κτήματα καὶ τὰ ἔσοδά του καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καύχηση καὶ ἡ ἐξόφληση τοῦ χρέους του πρὸς τὸν Θεό.

Αὐτὸ τὸ φρόνημα τὸν ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ἄθλια σύγκριση. Κάνει σύγκριση μ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ βρίσκει τὸν ἑαυτό του νὰ ὑπερέχει. Δὲν σταματᾶ σὲ γενικεύσεις καὶ ἀοριστίες ἀλλὰ προχωρεῖ ἕνα ἀκόμη βῆμα• προβαίνει σὲ μιὰ θρασεία καὶ ἀνήλεη σύγκριση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ μὲ συγκεκριμένο ἄνθρωπο. Ἄλλο εἶναι νὰ νοιώθεις μιὰ ὑπεροχὴ γενικευμένη -κακὸ καὶ φοβερὸ- καὶ ἄλλο εἶναι -πολὺ περισσότερο κακό- νὰ τὴν συγκεκριμενοποιεῖς στοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφεσαι, καὶ νὰ ἰσχυρίζεσαι πὼς εἶσαι καλύτερος ἀπ᾿ ὅλους.

Αὐτὸς εἶναι ὁ φοβερὸς ἐγωισμός, ποὺ ἂν ψάξουμε θὰ δοῦμε ὅτι δὲν εἶναι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας. Ἴσως νὰ εἶναι καλοθρονιασμένος μέσα στὴν καρδιά μας. Ὁ καημένος ὁ Φαρισαῖος, αὐτὸς ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἔλεγε ὅτι δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός. Καὶ ὅμως ἦταν πολὺ ἅρπαγας, ἦταν πολὺ ἄδικος καὶ πολὺ μοιχός. Φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραβολή. Εἶχε ἁρπάξει τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ κάνει κρίση καὶ νὰ σκορπάει ἔλεος στὸν κάθε ἄνθρωπο. Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς δὲν ἁπλώνουμε χέρι, -ὄχι στὶς τσέπες τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ στὶς συνειδήσεις, στὰ μυστικὰ τῶν καρδιῶν τους. Πόσες φορὲς μ᾿ αὐτὴ τὴν φοβερὴ κατάκριση καὶ τὴν ἐσωτερικὴ σκληρότητα ἑρμηνεύουμε τοὺς ἀνθρώπους, μπαίνουμε μέσα τους καὶ ἀναλύουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ τόση ἀστοχία τὰ αἰσθήματά τους -τί νοιώθουν, ποιοί εἶναι-, ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ ἐπιφανειακὰ βλέπουμε, χωρὶς στὴν πραγματικότητα οὔτε ἴχνος τῆς ἀλήθειας νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε. Εἴμαστε ἅρπαγες καὶ αὐτῶν τῶν ἱερῶν μυστικῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ ἀναφαίρετου δικαιώματος τοῦ Θεοῦ Αὐτὸς καὶ μόνον νὰ τοὺς κρίνει.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε μοιχοὶ στὴν οὐσία. Ἀντὶ ἡ σχέση μας νὰ εἶναι σχέση μὲ τὸν ἑαυτό μας, μὲ τὰ δικά μας πάθη, μὲ τὴν δική μας εἰκόνα, τόσο ἀδιάκριτα ἐμεῖς ἀφήνουμε τὴν ψυχή μας καὶ πηγαίνουμε καὶ εἰσχωροῦμε στὴν ἱερὴ σχέση τῶν ἄλλων ψυχῶν, βάναυσα καὶ ἀσύστολα. Ἦταν μοιχὸς ὁ Φαρισαῖος μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια, καὶ ἄδικος. Ἡ ἀδικία θὰ φανεῖ εὐθὺς μόλις σχολιάσουμε τὴν πραγματικὰ πνευματικὴ στάση τοῦ τελώνη. Ἀλλὰ οὔτε καὶ νήστευε ὁ ἄνθρωπος αὐτός• νήστευε ἴσως ἀπὸ τροφὲς καὶ ὑποτίθεται ὅτι νήστευε σωστά, ἀλλὰ εἶχε κάνει μιὰ ἄλλη κατάλυση. Ἔτρωγε ἀπολαυστικὰ τὴν ἡδονὴ τοῦ ἑαυτοῦ του.

Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουμε λίγο. Πολλὲς φορὲς ἡ μυστικὴ ὑπόληψη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἐνήδονος, μιὰ ἀπολαυστικὴ ἡδονή. Ἀπολαμβάνουμε τὶς ἀρετές μας, ὅλοι μας ἴσως, -εἶναι τόσο ἀνθρώπινο κάτι τέτοιο,- κι ἂς ντρεπόμαστε νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Νομίζουμε ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι, ἀκόμη κι ὅταν νηστεύουμε• κι ἔτσι νηστεύοντας, ἀρτευόμεθα. Δὲν τρῶμε ὑλικά, λαίμαργα ὅμως καταβροχθίζουμε τὶς ἁμαρτωλὲς ἐσωτερικὲς ἀπολαύσεις ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὶς ψευδεῖς εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ φιλοξενοῦμε μέσα μας.

Οὔτε λοιπὸν νηστεία πραγματικὴ ἔκανε ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς. Ἐπιπλέον δὲ ἔλεγε καὶ ὅτι ἀποδεκατοῦσε τὰ κτήματά του. Ἕνα κτῆμα ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι• ἕνα κτῆμα ἔχουμε κι ἐμεῖς ὅταν εἴμαστε τέτοιοι. Καὶ τὸ κτῆμα εἶναι ὁ ἑαυτός μας τὸν ὁποῖο δυστυχῶς δὲν ἀποδεκατοῦμε. Ἡ ἐλεημοσύνη αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει• τὸν ἀποδεκατισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὄχι ἁπλῶς θὰ ἔπρεπε νὰ δίνουμε ἕνα κομματάκι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας στὸ περιβάλλον, στοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐνῶ ὅλον τὸν ἑαυτό μας μᾶς ζητᾶ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ προσφέρουμε, δὲν δίνουμε τίποτα. Καὶ τὸ χειρότερο• ἀκόμη καὶ οἱ προσφορές μας σκοπὸ ἔχουν τὴν τροφοδοσία τοῦ παθολογικοῦ ἐγωισμοῦ μας. Μόνο παίρνουμε συνεχῶς ὡς ἅρπαγες καὶ δὲν σκορπᾶμε κάτι ἀπὸ αἰσθήματα, κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, ἴσως γιατί δὲν ἔχουμε.

Δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν τραγικὸ ἄνθρωπο ποὺ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, καὶ ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὰ δῶρά Του, εὐχαριστιόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὶς ὑποτιθέμενες καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, δίπλα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε μὲν ἔργα ἀλλὰ δὲν εἶχε ὅραση, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔβλεπε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τελώνη, στεκόταν ἀπὸ μακρυά, «μακρόθεν ἑστώς», στὴν ἀκρούλα κρυμμένος ὁ τελώνης καὶ προσηύχετο• καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ βλέμματά του νὰ σηκώσει ἐπάνω. Κι ἐνῶ ἦταν μακρυά, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἔχει συνειδητοποιήσει, μὴ ἔχοντας καμμιὰ ὑπόληψη στὸν ἑαυτό του, εἶχε μέσα του τὸν Θεό. Κι ἐνῶ δὲν ἄντεχε νὰ σηκώσει τὰ βλέμματά του ἐπάνω, τὰ ἔστρεφε μέσα στὴ λερωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καρδιά του καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση μποροῦσε νὰ ἀντικρύζει πεντακάθαρα τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται σ᾿ Αὐτόν• «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Ἐνῶ ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός, δὲν ἦταν. Ἁμαρτωλὸς δὲν εἶναι κάποιος ποὺ κάνει ἁμαρτίες• τέτοιοι ὅλοι εἴμαστε. Ἁμαρτωλὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας• αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ τελώνης μπορεῖ νὰ ἔζησε στὴν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καθὼς μᾶς φανερώνει ἡ συνοπτικὴ αὐτὴ καὶ σύντομη περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὶς τρεῖς λεξοῦλες -«ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»-, ἀπεδείκνυε τὴ συντετριμμένη παράστασή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν μπροστὰ στὸν Θεό• δὲν ἦταν ἁμαρτωλός• ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ μπροστά του ἔκαιγε τὴν ἁμαρτία μέσα του• εἶχε πράξεις ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον ἁμαρτωλός.

Καθὼς λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προεισάγει στὴν περίοδο αὐτὴ τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς πνευματικῆς περισυλλογῆς, τοῦ ἀγῶνα τοῦ πνευματικοῦ, μᾶς παρουσιάζει τὸ παράδειγμα τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ἔτσι θέλει νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀληθινὴ νηστεία, τὴν πραγματικὴ προσευχή, τὴ γνήσια πνευματικὴ ζωή.

Ἀρχίζει ἡ νηστεία καὶ σὰν νὰ μᾶς λέει• μὴν ἀρκεσθεῖτε στὴ νηστεία μόνο τῶν τροφῶν• δὲν ὠφελεῖ καὶ πολὺ μιὰ τέτοια νηστεία, ἴσως καὶ νὰ βλάπτει. Ἀλλὰ προσέξτε• νηστέψτε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας. Καθῖστε μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου σας καὶ σκεφτεῖτε τὶς ἐκφράσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ σας. Ποιός εἶναι ὁ ἐγωισμός σας; Ἄλλος νομίζει ὅτι ἔχει δικαιώματα στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Οὔτε στὴ δική σας ζωὴ δὲν ἔχετε δικαίωμα, μᾶς λέει ὁ Θεός. Ἄλλος τὸν πνίγει τὸ δίκιο καὶ τὸ παράπονο. Δὲν ἔχουμε δίκιο ποτέ, κι ἂς πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε δίκαιοι. Τελικὰ ὁ δικαιωμένος τοῦ Εὐαγγελίου -ἡ λέξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ- εἶναι «ὁ ἁμαρτωλὸς» τελώνης, ὁ μετανοιωμένος. Ἡ εὐλογημένη αὐτὴ ψυχὴ μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς σ᾿ αὐτὸ τὸ προσκλητήριο τῆς στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἀντὶ νὰ κοιτᾶμε γύρω μας τί γίνεται, ἂς συμμαζευτοῦμε λίγο. Δὲν εἶναι ἐγωισμὸς αὐτὴ ἡ στροφή• εἶναι μετάνοια.

Πολλὲς φορὲς πνιγόμαστε ἀπὸ τὰ παράπονα καὶ λέμε ὅτι μᾶς ταπεινώνουν τὰ γεγονότα, οἱ ἀδικίες τῆς ζωῆς, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς περιβάλλουν, οἱ δυσκολίες στὶς κοινωνικὲς μας σχέσεις. Δὲν εἶναι ταπείνωση αὐτὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Αὐτό, μὴ μπορώντας νὰ κάνουμε διαφορετικά, ἀναγκαστικὰ τὸ δεχόμαστε. Ταπείνωση εἶναι ἡ περιφρόνηση καὶ ἡ χαμηλὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας ὅταν ἐμεῖς τὰ ἐπιλέγουμε. Ταπείνωση εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τελώνης.

Ἂς πάρουμε κι ἐμεῖς τὰ πόδια μας καὶ ἂς σταθοῦμε «μακρόθεν». Ἂς χτυπήσουμε μὲ τὰ χέρια μας τὸ στῆθος μας, τὴν καρδιά δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἂς στρέψουμε τὰ βλέμματά μας μέσα στὸ ἐσωτερικό μας. Καὶ τότε κι ἐμεῖς θὰ ἀξιωθοῦμε, ὅπως ὁ τελώνης τῆς παραβολῆς ποὺ ἀνέβηκε στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ἀνεβοῦμε πραγματικά, πνευματικά, στὸ ἱερὸ τῆς περιόδου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Ἀναστάσεως.

   Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι ἔχουμε 70 μέρες στὴ διάθεσή μας γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀνάβαση στὸ ὄρος τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ ἀνάβαση ὅμως δὲν γίνεται οὔτε μὲ φορτωμένα στομάχια, οὔτε μὲ χορτασμένες ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ψυχές. Ἂς πετάξουμε τὸ ροῦχο τῆς ἐγωιστικῆς ἐμπαθείας ὁ καθένας μας. Κι ἂν δὲν ξέρουμε τί ἀκριβῶς θέλει ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς νὰ περιφρονήσουμε, ἂς πᾶμε στὸν πνευματικό μας νὰ τὸν συμβουλευθοῦμε. Ἂς ξεκινήσουμε ἔτσι τὴν περίοδο αὐτήν, ἀρνούμενοι μὲ κάθε τρόπο κι ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας τὴν ἡδονιστικὴ ἀπόλαυση τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Ἀνάσταση νὰ εἶναι πραγματικὴ ἀνάβαση• καὶ ἡ ἀπόλαυση νὰ μὴν εἶναι ἀπόλαυση τοῦ ἐμπαθοῦς ἑαυτοῦ μας, ἀλλὰ μυστικὴ ἀπόλαυση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Τριώδιο 2022


ΜΗΝΥΜΑ YΠΑΠΑΝΤΗΣ


welcome img

Ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου μᾶς δείχνει τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς δύο ἀνθρώπων, τοῦ Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης. Δύο ἡλικιωμένων καὶ γηρασμένων ἀνθρώπων, ποὺ ἔζησαν ὅμως σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸν Κύριο ὡς τεσσαρακονθήμερο βρέφος στὸν Ναό. Μιὰ ζωὴ προσδοκῶντας τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου! Μοναδικὴ ἀναφορὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεὼν ὑπάρχει στοὺς στίχους 25-35 τοῦ β΄ κεφαλαίου τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου⸱ πουθενὰ ἀλλοῦ. Στοὺς λιγοστοὺς αὐτοὺς στίχους, ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει κάτι πολὺ ἐνδιαφέρον· ἀποκαλύπτει τὴ σχέση τοῦ ἁγίου Συμεών μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Στὴν ἀρχὴ λέγει ὅτι ὁ Συμεὼν ζοῦσε ὑπὸ τὴν σκέπη καὶ προστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «καὶ Πνεῦμα ἦν ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν» (στ. 25).

Στὸν ἑπόμενο στίχο συνεχίζει ὅτι ὁ ἅγιος ἔπαιρνε πληροφορία ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ τὰ μελλοντικὰ γεγονότα· αὐτὸ θὰ πεῖ «ἦν κεχρηματισμένος ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου» (στ. 26). Τὸν εἶχε πληροφορήσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μιλοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ αὐτὸς ἄκουγε. Τέλος, ἀναφέρει ὅτι «ἦλθεν ἐν τ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν» (στ. 27). Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν ὁδήγησε στὸν ναό, δηλαδὴ τὸν σκέπαζε, τοῦ μιλοῦσε καὶ αὐτὸς ἄκουγε καὶ τοῦ κατηύθυνε τὴ ζωή. Ἦταν πραγματικὰ ἁγιοπνευματικὸς ἄνθρωπος.

Συνήθως θεωροῦμε ὅτι πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ νηστεύει, αὐτὸς ποὺ ἀκούει τοὺς χριστιανικοὺς ραδιοφωνικοὺς σταθμούς, αὐτὸς ὁ ὁποῖος πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία, τηρεῖ τὶς χριστιανικὲς συνήθειες. Ὄχι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὰ ἀπὸ μόνα τους δὲν ἀρκοῦν. Αὐτὰ ἀπὸ μόνα τους μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ νεκρά. Πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἁγιοπνευματικὸς ἄνθρωπος. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦν μέσα του. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ζεῖ τὴν παρουσία Του καὶ κάνει κάθε βῆμα γιὰ νὰ δέχεται τὴν κατεύθυνσή Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος. Αὐτὸ θὰ πεῖ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ὄχι ἄνθρωπος ποὺ τηρεῖ τοὺς πνευματικοὺς τύπους, ἀλλὰ ποὺ μετέχει ἀκριβῶς στὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, δηλαδὴ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τέτοιος ἦταν ὁ Συμεών!

Ἀλλὰ τί παράξενο! Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθη στὴν Ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ ζεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα τῆς τότε κοσμικότητος καὶ ἁμαρτίας αὐτὴν τὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴ σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὶν τὴν ἔλευσή Του; Τί μεγάλη πρόκληση γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς! Καὶ πόσο μεγαλύτερη, ἂν δοῦμε τοὺς καρποὺς ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς!

Ὁ Συμεὼν εἶδε τὸν Κύριο σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ Τὸν ἀναγνωρίσει. Τὸν ἀντίκρυσε ὡς βρέφος καὶ Τὸν αἰσθάνθηκε Θεό. Τὸν ὁμολόγησε Θεὸ στὴν ταπείνωσή Του. Ποιός θὰ μποροῦσε μὲ τὴ νοοτροπία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἢ πολὺ περισσότερο μὲ  τὸν σημερινὸ τρόπο σκέψης, νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ ὁμολογήσει ὡς Θεὸ ἕνα ταπεινὸ βρέφος; Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Δὲν εἶδε μόνο μέσα στὸ βρέφος, στὴν ταπείνωσή τοῦ Κυρίου, τὸν Σωτῆρα Χριστό, ἀλλὰ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ νὰ εἰσχωρήσει στὸ μέλλον καὶ στὸ χρόνο Του.

Ἔκανε μιὰ σημαντικὴ προφητεία, μιὰ σκληρὴ  προφητεία, ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» καὶ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (στ. 34). Τὸ εἶπε καὶ στὴν Παναγία. Δὲν προσπάθησε νὰ τῆς πεῖ κολακεῖες ἢ λόγια γιὰ νὰ μὴν τὴν στενοχωρήσει. Τῆς ἀπεκάλυψε ἀλήθεια τὴν ὁποία ἴσως ἡ ἴδια δὲν γνώριζε: ὅτι ὁ Χριστὸς γιὰ μερικοὺς θὰ εἶναι ἀνάσταση καὶ γιὰ μερικοὺς θὰ εἶναι ἔλεγχος καὶ πτώση, σημεῖο ἀντιλεγόμενο. Κάποιοι θὰ Τὸν λατρεύουν ὡς Θεὸ καὶ κάποιοι θὰ Τὸν πρσβάλλουν καὶ θὰ Τὸν καθυβρίζουν, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα. Θὰ Τὸν ὑβρίζουν μὲ τὸν χειρότερο τρόπο. Καὶ τὸ νὰ βρίζουν ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ μᾶς προσβάλλουν καὶ νὰ μᾶς χαρακτηρίζουν ὅπως θέλουν, δὲν εἶναι τίποτα. Τὸ νὰ προσβάλλεται ὅμως τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι φοβερὸ γιὰ νὰ τὸ ἀντέχει ὁ κόσμος. Κι ὅμως συμβαίνει. Καὶ γινόταν καὶ τότε καὶ ἐπαναλαμβάνεται στὴν ἱστορία καὶ γίνεται καὶ μὲ χειρότερο ἴσως τρόπο καὶ στὶς μέρες μας.  Ὁ Κύριος εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν προχώρησε καὶ σ᾿ ἄλλη προφητεία· προφήτευσε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἔπιασε ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά του, ἀλλὰ αἰσθανόταν ὅτι ἔβλεπε τὸν Θεό. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸν Θεό, ἔβλεπε τὴν ἱστορία τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸ πάθος Του. «Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία» (στ. 35), ρομφαία θὰ διέλθει τὴν ψυχή σου, εἶπε στὴν Παναγία. Μαχαίρι θὰ σοῦ τρυπήσει τὴν καρδιά. Αὐτὴ ἡ ρομφαία εἶναι τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Τί φωτισμὸ δὲν εἶχε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Νὰ δεῖ τὸν Θεὸ στὴν ταπείνωσή Του, ἐκεῖ ποὺ κανένας δὲν θὰ Τὸν ὑποψιαζόταν! Νὰ μπορέσει νὰ Τὸν δεῖ καὶ μέσα στὸ χρόνο καὶ στὴν πορεία Του πάνω σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο! Νὰ τὸν ἀναγνωρίσει καὶ στὸ πάθος Του!

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη. Μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ μέσα στὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ δείχνει ἡ ἔκρηξη ποὺ ὑπέστη μόλις ἀντίκρυσε τὸν Κύριο: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον Σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά Σου ἐν εἰρήνῃ» (στ. 29). Τώρα, Κύριε, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὰ δεσμά. Ποιά δεσμά; Τὰ δεσμὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, τὰ δεσμὰ τῆς προσωρινότητος, τοῦ φθαρτοῦ κόσμου, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου. Πεθαίνω γιὰ νὰ μὴν πεθάνω. «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου». Τὸ ρῆμα εἶναι μὲν σὲ ὁριστική, στὴν οὐσία ὅμως εἶναι εὐκτική. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔβγαζε μιὰ εὐχὴ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ψυχῆς του. Σὰν νὰ κοίταζε μέσα του καὶ νὰ ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Σὰν νὰ ἔλεγε: «τώρα, Θεέ μου, δὲν ἔχω κανένα λόγο νὰ συνεχίζω τὴν ἐπίγεια πορεία μου, πάρε με ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἔληξε ὁ προορισμὸς τῆς ζωῆς μου».

Ὑπάρχουν διάφορες ἱστορίες γιὰ τὴν ἡλικία τοῦ Ἁγίου Συμεών. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἦταν σὲ βαθῦ γῆρας. Ἔζησε, λοιπόν, ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ μιὰ στιγμή· τὴ στιγμὴ ποὺ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν διέκρινε μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή Του. Τὸν εἶδε μέσα στὸ χρόνο, Τὸν αἰσθάνθηκε μὲ τὸν ἐναγκαλισμὸ μαζί Του. Ἀγκάλιασε τὸν Χριστό! Ὑπάρχει μόνο μιὰ φορὰ ἡ λέξη «ἀγκαλιὰ» στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ δύο στὴν Παλαιά. Μιὰ φορὰ εἶναι αὐτή ποὺ ὁ Συμεὼν «ἐδέξατο αὐτὸν εὶς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ» (Λουκ. β΄ 28). Ἡ δεύτερη εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὁ Κύριος ἐνηγκαλίσθη τὰ παιδάκια, «ἐνηγκα­λισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει» (Μᾶρκ. ι' 16). Τί ζεστὴ λέξη ἡ ἀγκαλιά! Δείχνει ἀκριβῶς τὴν τρυφερότητα τῆς ἀγάπης του, τὸν σεβασμό του, τὴν κίνηση τῆς προσέγγισης πρὸς τὸν Κύριο.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ὄμορφες ἱστορίες γιὰ παιδιά, ἀλλὰ στοιχεῖα καὶ ἀφορμὲς γιὰ ἔμπνευση καὶ ἀλλαγὴ στὸ φρόνημα καὶ τῆς δικῆς μας ζωῆς. Μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ὄμορφη αὐτὴ γιορτὴ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὰν τὸν Συμεών. Μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ γίνουμε. Ἐκεῖνος ἔζησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς ζοῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν πλημμύρα τῆς χάριτός Του, μέσα στὴν Ἐκκλησία. Πόσο ἄδικο γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν θὰ ἦταν νὰ μὴν Τὸ καταλάβουμε; Πόσο μεγάλο δὲν εἶναι νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ Συμεών, μὲ τὴ δική Του σκέπη, μὲ τὴ δική Του κατεύθυνση νὰ ἀντικρύσουμε τὸν Χριστὸ μέσα στὴν ταπείνωσή Του, νὰ Τὸν προσεγγίσουμε μέσα στὸ γεγονὸς τοῦ πάθους Του, νὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν διακρίνουμε ὁ καθένας μας μέσα στὴ δική μας ἱστορία, στὴ δική μας ζωή!

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ γευθοῦμε αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ χάρι Του, αὐτὸ εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὰ μυστήριά Του, αὐτὸ εἶναι ἡ ἁγία ζωὴ καὶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας Του καὶ στὴ δική μας τὴ ζωή. Νὰ δώσει νὰ ζήσουμε ὁλόκληρη τὴ ζωή μας σὰν μιὰ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς αἰωνιότητος, γιὰ νὰ μποροῦμε κάθε ἄλλη στιγμὴ νὰ τὴ ζοῦμε μὲ τὸν πόθο τῆς «ἀπολύσεως».

Ἡ Ὑπαπαντή εἶναι τόσο ὡραία γιορτή! Σημαίνει αὐτὴ τὴν προσδοκία καὶ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου. Εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ζωή μας νὰ εἶναι μιὰ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, ὥστε ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα λόγια καὶ ὑψηλὰ νοήματα νὰ γίνουν ἀκόμη πλουσιότερα καὶ βαθύτερα βιώματα. Καὶ ἡ πανήγυρη αὐτῆς τῆς γιορτῆς σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ γίνει γιὰ ὅλους μας πανήγυρη τῆς μιᾶς καὶ μεγάλης γιορτῆς στὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

 


Ὑπαπαντὴ 2022

 pdf


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους. Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων. Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά· ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά· ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς· ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως· ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία· ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει.  Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου.

Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της, «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις, «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες.  Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ταυτόχρονα γύμνωσε τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό.  Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα· ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν δέσμευση στὴν χρονικότητα, δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν.  Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε.  Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι· ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε· ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις».  Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.  Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου.  Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση· εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας.  Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.  Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια.  «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του· «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ´ 11).  Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α´ τροπάριο Λιτῆς).

Ὅποιος ζεῖ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ.  Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες.  Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι· ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

 


Ἰανουάριος 2022

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ.

  Καὶ πάλι μπροστά μας προβάλλει ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Κάθε χρόνο καὶ μὲ διαφορετικὲς συνθῆκες. Καὶ φέτος ἰδιάζουσες καὶ δύσκολες. Πανδημία, ἐμβόλια, μεταλλάξεις, περιορισμοί, ποικίλες ἀνησυχητικὲς πληροφορίες ταράζουν τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα, διχάζουν τὸν κόσμο, προκαλοῦν σύγχυση καὶ θολώνουν τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς μεγάλης γιορτῆς.

  Στὸν ὁρίζοντα ὅμως ἐμεῖς σταθερὰ διακρίνουμε τὴν εὐλογία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας καὶ τὴν ἀνάγκη ζωντανῆς ἐκδήλωσης τῆς ἀγάπης μας. Ἰδίως τώρα ποὺ μᾶς ἐπιβάλλονται ἀποστάσεις, ποὺ τραυματίζεται ὁ σύνδεσμός μας, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε σιγὰ σιγὰ ἀπομακρυνόμαστε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ποὺ ἡ τεχνολογία οὐσιαστικὰ μᾶς ἀποξενώνει, ἡ ἀνάγκη νὰ τονώσουμε τὴν ἀγάπη μας, νὰ βροῦμε τρόπους νὰ τὴν ἐκδηλώσουμε, ἰδέες νὰ τῆς δώσουμε ἔκφραση εἶναι ἐπιτακτική.

  Στὰ νοσοκομεῖα συναντοῦμε γιατροὺς καὶ νοσηλευτές ποὺ πραγματικὰ ἀναλίσκονται καὶ θυσιάζονται γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Τοὺς εἴμαστε τόσο εὐγνώμονες! Γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι συμπολίτες μας, παρὰ τὰ ὅσα ἀκούγονται, ξεπερνοῦν τοὺς ὅποιους φόβους καὶ τοὺς δισταγμούς τους καὶ ἐμβολιάζονται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους. Κάποιοι ἄλλοι μὲ ποικίλους τρόπους διακονοῦν ἀνιδιοτελῶς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνέχεια καὶ ἀνάγκη. Ὄχι δὲν χάθηκε ἀκόμη ἡ ἀγάπη. Ὑπάρχει καὶ εἶναι ζωντανή.

  Καθὼς λοιπὸν ἑτοιμαζόμαστε νὰ γιορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα στὶς ἐκκλησιές μας, μαζὶ μὲ τὴ νηστεία, τὶς ἀκολουθίες, τοὺς στολισμούς, κεντρική θέση καὶ μέριμνα δίνουμε καὶ στὶς δράσεις τῆς ἀγάπης, κυρίως στὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ βοήθεια πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναγκεμένους, ποὺ βέβαια δὲν εἶναι λίγοι.

  Ἡ Μητρόπολή μας, πάντα στρατευμένη στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς καὶ διακονίας τοῦ συνανθρώπου μας, ἀντικρύζοντας τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, δὲν μπορεῖ νὰ ἀδιαφορήσει. Τὸ ἔργο τῆς ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ γιὰ τοὺς σοβαρὰ καρκινοπαθεῖς καὶ νευρομυϊκοὺς ἀσθενεῖς, τὰ συσσίτια, ἡ στήριξη πολυτέκνων οἰκογενειῶν, ἡ βοήθεια μεμονωμένων πτωχῶν καὶ κοινωφελῶν ἱδρυμάτων ἀποτελοῦν προτεραιότητα καὶ τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπευθύνουμε ἕνα προσκλητήριο γενικῆς κινητοποίησης προσφορᾶς καὶ ἀγάπης.

  Ἡ παράδοση θέλει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες νὰ γίνεται ὁ λεγόμενος ΕΡΑΝΟΣ της ΑΓΑΠΗΣ, μιὰ λογία ἀγάπης. Ὅπως ὅμως καὶ πέρσι, γιὰ λόγους πρακτικούς, μιᾶς καὶ δὲν εἶναι εὔκολες οἱ μετακινήσεις καὶ οἱ δημόσιες προσεγγίσεις, σκεφθήκαμε νὰ κάνουμε διαδικτυακὰ μιὰ ψηφιακὴ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.

  Σύνθημά μας:
 «Μιὰ ματιὰ στὸν διπλανό μας,
 μιὰ ἀγκαλιὰ στὸν φτωχὸ καὶ πονεμένο ἀδελφό μας.
 Ὅλοι μαζὶ γιὰ τὸ θαῦμα τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ἀγάπης».

  Εἴμαστε πολλοὶ ποὺ προσφέροντας ἀπὸ λίγο ὁ καθένας, μποροῦμε νὰ πετύχουμε κάτι ἀξιοθαύμαστο καὶ κυρίως νὰ ξυπνήσουμε τὶς κοιμισμένες ἀπὸ τὴ φιλαυτία καρδιές μας. Ἡ φιλανθρωπία βοηθεῖ τὸν πτωχὸ κυρίως ὅμως ζωογονεῖ τὸν χορηγό. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ ἐμπειρία μας.

  Ἂς βάλουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἕναν ὑψηλὸ στόχο: κέντρο τῆς ζωῆς ὁ πλησίον ἀδελφός μας καὶ ὄργανο τῆς ἀγάπης μας ἡ συνεργασία μας. Ὅλοι μας μποροῦμε νὰ συνεισφέρουμε μὲ κάποιον τρόπο. Στὰ Μεσόγεια καὶ τὴ Λαυρεωτικὴ τὶς μέρες αὐτὲς θὰ εἴμαστε ἑκατοντάδες χιλιάδες ἄνθρωποι. Κάτι λίγο ἀπὸ τὸν καθένα μας καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Κι ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ ἐξαλείψουμε τὴ δυστυχία, σίγουρα μποροῦμε νὰ τὴν περιορίσουμε προσφέροντας λίγη ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά!

  Ὅποιος ἐπιθυμεῖ μπορεῖ νὰ προσφέρει στὴ Μητρόπολη ἢ στὴν ἐνορία του ἢ στὴ Μονάδα Καρκινοπαθῶν ἡ ΓΑΛΙΛΑΙΑ ἢ ὅπου καὶ ὅπως καὶ ὅσο ὁ καθένας νομίζει στὴ φετινὴ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.

  Μποροῦμε καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς μας, ἀκολουθῶντας τὶς σχετικὲς ὁδηγίες νὰ κάνουμε τὴν ὅποια μικρὴ ἢ μεγαλύτερη προσφορά μας εἴτε μὲ κατάθεση σὲ τραπεζικό λογαριασμό, εἴτε μὲ ταχυδρομικὴ ἐπιταγή, εἴτε μὲ ἠλεκτρονικὴ κατάθεση διαδικτυακά. Τρόποι ὑπάρχουν πολλοί. Λίγη σκέψη, λίγος χρόνος καὶ καλὴ διάθεση καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ γεμίσει τόσα σπίτια, τόσες καρδιές. Μαζὶ μὲ ἄλλων καὶ τὴ δική μας.

  Ἂς διαδώσουμε τὸ μήνυμα ὅπου μποροῦμε, ἂς δώσουμε ὅτι μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας καὶ ἂς χαροῦμε ὅλοι μαζὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἴσως φέτος γιορτάσουμε ἀληθινότερα τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Γιατὶ ὄχι;

  Ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι μαζί μας.

  ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥ­ΓΕΝΝΑ,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† ῾Ο Με­σο­γαί­ας καὶ Λαυ­ρε­ω­τι­κῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ

  

    
Ἑκστρατεία Ἀγάπης 2021


ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Τὶς μέρες αυτές, ἀνοίγει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτή τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ποιό εἶναι ὅμως τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων; Πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως κάτι πρέπει νὰ κάνουμε λίγο διαφορετικό, πιὸ οὐσιαστικὸ τὴν περίοδο ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας; Μήπως ἡ μέριμνα τοῦ ἑορτασμοῦ κάποιες φορὲς σκεπάζει τὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς;

  «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ὄχι ἄγγελος ἢ κάτι ἄλλο· ἐνδύεται τὴν δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη, αὐτὴν τιμᾶ καὶ ὑπερυψώνει. Καὶ τοῦτο «ἵνα τὸν Ἀδὰμ Θεὸν ἀπεργάσηται» – γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Μὲ φόντο αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καταλαβαίνει τὰ Χριστούγεννα. Λέμε συχνὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦμε: «ἔ, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ». Πόσο λάθος εἶναι μία τέτοια ἀντίληψη! Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ παραμείνουμε ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ μπολιαστεῖ ἡ ἀγριάδα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ βγάλει τὸ ἀγλαόκαρπο δέντρο τοῦ ἐνχριστωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει θεϊκὰ χαρακτηριστικά.

  Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνει λίγο ἀνάλαφρη ἡ ψυχή μας· νὰ ἀνέβουμε λίγο πιὸ ψηλά. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν θέλει νὰ μᾶς μυήσει στὸν πνευματικὸ κόσμο, μᾶς προκαλεῖ νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως», νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε καὶ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὄρη πνευματικὰ. Μᾶς καλεῖ νὰ πετάξουμε κάποια βάρη μας, καὶ τέτοια βάρη εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σκοτάδια τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὴ τὴν περίοδο ἂς πᾶμε στὴν ἐξομολόγηση, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ ποῦμε ἐπειδὴ πρέπει, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας νὰ ἀκουμπήσει πάνω στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, στὸ λέντιο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ καταθέσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ κρίματά της. Νὰ πᾶμε μὲ μετάνοια ταπεινὰ καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ ποῦμε αὐτὰ ποὺ εἶναι μεγάλα καὶ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχή μας, αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε μικρὰ καὶ εἶναι ὕπουλα, αὐτὰ ποὺ συνήθως δὲν ὁμολογοῦμε οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό μας καὶ τοῦ τὰ κρύβουμε φοβούμενοι ὅτι θὰ ἀπογοητευθοῦμε. Νὰ πᾶμε καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὸ πῶς ζοῦμε, τί νοιώθουμε, τὶς σκέψεις ποὺ διαταράσσουν τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας· ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὑποχωρήσουμε, ὅτι διαρκῶς κατακρίνουμε, αἰσθανόμαστε ὑπεροχικά, εἴμαστε εὔκολοι στὸ ψέμα, ἀδύνατοι στὴν πίστη, ἀκάθαρτοι στὴν διάθεση... Μπροστὰ στὸν Θεό, «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ πετάξουμε εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο: εἶναι οἱ μέριμνές μας. Τὸ μυαλό μας εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἐνοχλητικὲς σκέψεις. Διαρκῶς σκεφτόμαστε ἀπίστευτα πράγματα καὶ τὰ μεγαλοποιοῦμε σὰν νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὴν πολλὴ σκέψη θὰ βροῦμε καὶ τὴ λύση. Δὲν εἶναι ἔτσι. Μὲ τὴν πολλὴ σκέψη χάνουμε τὴν λύση. Ὁ Θεὸς δὲν προσ­εγγίζεται ἀπὸ τοὺς σκεπτόμενους. Ὁ Θεὸς προσεγγίζεται ἀπὸ τοὺς προσευχό­μενους, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται, ποὺ ἀκουμποῦν μὲ τὴν καρδιά τους πάνω Του. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ζητάει νὰ μὴν εἴμαστε πολυμέριμνοι. Θὰ ἔλθουν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἀπειλὴ τῶν μεριμνῶν θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη: Πῶς θὰ γιορτάσουμε; Τί θὰ μαγειρέψουμε; Τί δῶρα θὰ ἀγοράσουμε; Ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες καλὸ θὰ εἶναι νὰ τὶς τακτοποιήσουμε μία ὥρα ἀρχύτερα μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε, μεριμνώντας καὶ φροντίζοντας γιὰ αὐτά, νὰ χάσουμε τὰ μεγάλα. Πρέπει λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας νὰ ἀποθέσουμε, νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη, καὶ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν μας. «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ψάλλουμε στὴ θεία λειτουργία. Ἂς τὰ ἀφήσουμε λοιπὸν λίγο στὴν ἄκρη ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ μείνουμε στὰ βασικά, στὰ ἀναγκαῖα.

  Καὶ ἕνα τρίτο πράγμα, πολὺ σπουδαῖο: Ὅσοι μποροῦμε –καὶ ὅλοι λίγο ἢ πολὺ μποροῦμε– νὰ σκεφθοῦμε τὸν διπλανό μας. Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει δουλειά, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος... Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι νὰ μὴν ἀρκεστοῦμε στὸ «ἔ, θὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεὸς» ἢ στὸ «ἂς τὸν βοηθήσουν κάποιοι ἄλλοι», ἀλλὰ  ἡ ἀνάγκη του νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀλάφρωμα τῆς δικῆς μας τσέπης! Τί μεγάλη εὐλογία τὸ νὰ βαστάξουμε λίγο καὶ τὰ ὑλικὰ βάρη τῶν ἄλλων, ἂν μποροῦμε καὶ ἂν ἔχουμε αὐτὴ τὴν δυνατότητα! Τί ὄμορφο ἀντὶ νὰ σπατα­λήσουμε σὲ κοσμικὰ καὶ κούφια δῶρα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν θησαυρὸ τῶν οἰκονομιῶν μας, νὰ δώσουμε λίγο μέσα ἀπὸ αὐτὸν αἰσθήματα ἀγάπης σὲ ἱεροὺς σκοπούς, σὲ ἀναγκαιοῦντες ἀδελφούς μας, ὥστε κάτι νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὴ δική μας ψυχή.

  Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐλογημένη περίοδος ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας, ξεδι­πλώνεται σὰν μία μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν καθένα μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς θυμίζουν συνεχῶς οἱ σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν· καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη θὰ ἐπιβεβαιώνει. Σὲ ἐμᾶς μένει λίγο νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, κάπως νὰ διευρύνουμε τὴν ἀκοή μας νὰ ἀκοῦμε τὰ πνευματικὰ μηνύματα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε κάποτε κι ἐμεῖς νοερὰ στὴ Βηθλεέμ, νὰ χαροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Καὶ τότε, αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ βεβαιώνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «μεθ’ ἡμῶν», ὅτι δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας· καὶ ὄχι μόνο ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ τελικῶς καὶ ἐντὸς ἠμῶν – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ΄ 21).

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες τὸν Κύριο ὄχι μόνο γεννώμενο στὴν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ –κυρίως– ἀνακλινόμενο στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.

  

    
Σαρακοστὴ Χριστουγέννων 2021


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ


welcome img
«Οὕτως ἠγἀπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ΧΡΟΝΙΑ σας ΠΟΛΛΑ!

Τί μεγάλη ἡ σημερινή μέρα! Πόσο συγκλονιστικὸ πραγματικὰ τὸ νόημά της! Ἀφοῦ ἑτοιμάσαμε καὶ προευτρεπίσαμε τὶς καρδιές μας, τώρα ζοῦμε τὴ μεγάλη χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».  Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ γραφικὴ περιγραφή, μιὰ ὄμορφη ἱστοριούλα. Ὁ Κύριος γεννᾶται γιὰ τὴ σωτηρία μας θαυμαστῶς, «ἐκ Παρθένου». Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, παίρνει μορφὴ ὑλική, ὁ ἀόρατος φαίνεται, ὁ ἄναρχος γεννιέται, ὁ ἄχρονος εἰσέρχεται στὸν χρόνο. Μέσα στὸ φτωχὸ καὶ ταπεινὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ κρύβεται τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος, ὁ παντέλειος Θεός. Ποιά μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση! Ποιό σημαντικότερο γεγονός γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά!

Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀρχίζει μὲ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ».  Ἡ Καινὴ Διαθήκη ξεκινᾶ μὲ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀναδημιουργία καὶ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅλα αὐτὰ ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του ἐπὶ τῆς γῆς, νὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ προορισμὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Σήμερα πραγματώνεται ἡ προαιώνιος βουλὴ τοῦ Θεοῦ, σήμερα ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀποκτᾶ τὴ δόξα τῆς ἀλήθειας της, σήμερα ἀνατέλλει τὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, σήμερα ἑρμηνεύεται ἡ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλάση καὶ δημιουργία μας, σήμερα «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν» τῆς κατασκευῆς μας ἀναβαθμίζεται σὲ προοπτικὴ «κοινωνίας θείας φύσεως» γιὰ ὅλους μας. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πλάσμα Θεοῦ γίνεται μεθεκτὸς Θεοῦ. Σήμερα ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ.

Αὐτή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ δόξα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν πρόκληση τῆς σημερινῆς κοσμικῆς ἀνθρωπολογίας. Τὸ μήνυμα τῶν Χριστουγέννων εἶναι σίγουρα πιὸ ἐπίκαιρο παρὰ ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σύγχρονη ἀντίληψη καὶ πρακτικὴ ἀγωνίζεται λυσσαλέα νὰ τὸ διαγράψει καὶ νὰ τὸ ἐξαφανίσει. Ἀπὸ ἐτῶν ὑπερτονίζεται ὁ κοσμικὸς ἑορτασμὸς εἰς βάρος τῆς θρησκευτικῆς ἑορτῆς. Τὰ δεντράκια, τὰ ἀστεράκια, τὰ λαμπιόνια, τὰ δῶρα, τὰ γλυκίσματα σταδιακὰ ἀντικατέστησαν τὸ θρησκευτικὸ χρῶμα τῶν Χριστουγέννων. Τὰ παραδοσιακὰ κάλαντα μὲ τὸ ὄμορφο θρησκευτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ περιεχόμενο ἔδωσαν τὴ θέση τους σὲ ἐπίκαιρα τραγουδάκια γυμνὰ ἀπὸ ἔμπνευση, στεγνὰ ἀπὸ ζωή, ἐντελῶς ἀποξενωμένα ἀπὸ κάθε πνευματικὸ νόημα. Ἡ Παρθένος Μαρία ἔμεινε μόνον Μαρία. Ὁ Χριστὸς καὶ ὡς λέξη συστηματικὰ ἄρχισε νὰ συρρικνώνεται, σταδιακὰ νὰ ξεθωριάζει καὶ ἐπιμελῶς νὰ περιθωριοποιεῖται. Ἤδη ὁ κόσμος γιορτάζει Χριστούγεννα χωρὶς πίστη, δίχως πνεῦμα, δίχως νόημα, χωρὶς Χριστό. Ἴσως ἡ πραγματικὴ κρίση νὰ εἶναι ὅτι χάσαμε τὰ Χριστούγεννα.

Ἱερὲς ἔννοιες ὅπως ζωή, ψυχή, ἠθική, φύλο ἔχουν πλέον προσλάβει παραμορφωμένη σημασία. Ὁ Θεὸς ἀποκαλεῖται τύχη, ἡ ψυχὴ ἑρμηνεύεται ὡς βιοχημικὴ διεργασία, ἡ ἠθικὴ ἔχει καταντήσει δεοντολογικὸ κατασκεύασμα, ἡ ἐπιστήμη ἐπιστρατεύεται γιὰ νὰ συμπιέσει τὸν θεόμορφο ἄνθρωπο σὲ βιολογικὴ μηχανή. Ἡ ἱερὴ παρακαταθήκη τοῦ ἀνδρικοῦ ἢ γυναικείου φύλου ἐκφυλίζεται σὲ ἐπιλογὴ ἡδονικοῦ προσανατολισμοῦ. Ὁ γάμος ἐξισώνεται μὲ ἕνα σύμφωνο συμβίωσης. Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ πέρασμα στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ ἐπιστροφὴ στὴν ἀνυπαρξία. Ἡ τιμὴ τῆς ταφῆς τοῦ νεκροῦ σώματος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν μηδενισμὸ τῆς βίαιας ἀποτέφρωσης καὶ ἡ εὐλογία τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας ἀπὸ κάτι ποὺ βαφτίζεται πολιτικὴ κηδεία.  Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταντήσει ἕνα ἐπίπεδο ὑλικὸ ὂν στερημένο πνεύματος, προοπτικῆς καὶ ἀξίας. Πρὶν πεθάνει, ἡ ἀθεΐα  τοῦ ἔχει ἤδη ρουφήξει τὴ ζωή.

Ἡ ἀθεϊστικὴ ἀντίληψη ἐπαγγέλλεται τὴν εἰρήνη καὶ σπέρνει παντοῦ πολέμους. Μιλάει γιὰ ἀξίες καὶ καλλιεργεῖ ἐμπάθειες καὶ διαστροφές. Ὑποστηρίζει τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ προκαλεῖ πρωτοφανῆ μεταναστευτικὰ κύματα.  Ἔφτιαξε ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο δὲν χωρᾶμε. Λέγει ὅτι κέντρο της εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ θεσμοθετεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀσέβεια ἢ νομιμοποιεῖ τὸν παραλογισμὸ σὲ ὅλες του τὶς μορφές. Διακηρύττει τὴ δημοκρατία καὶ ἀπαξιώνει πλήρως τὸ πολιτικὸ σύστημα. Τὸν Θεὸ τὸν δέχεται μόνον γιὰ νὰ τοῦ ἀποδίδει εὐθύνες γιὰ τὰ δικά της ἐγκλήματα. Πρέπει νὰ τὸ ποῦμε∙ ὁ ὑλισμὸς, ὁ μηδενισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα ἀπέτυχαν παταγωδῶς. Τὸ μόνο ποὺ πέτυχαν εἶναι νὰ μᾶς ἐπιβάλουν τὴ δικτατορία τους. Καὶ ὅλα αὐτὰ καταστρέφοντας τὰ Χριστούγεννα.

Μέσα ὅμως σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν βοὴ τῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ὕβρεως κατὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιμένει νὰ ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸ στόμα τοῦ ὑμνογράφου «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε», διότι γεννᾶται «τὴν πρὶν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κοντά Του. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας, τὸ κέντρο τῆς σωτηρίας μας. Δίπλα στὸν ἄνθρωπο τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος τῆς κοσμικῆς ἀθεϊστικῆς ἀντίληψης μοιάζει μὲ ὅ,τι πιὸ ἀποκρουστικὸ ὑπάρχει.

Δὲν θὰ ἤθελα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ σᾶς εὐχηθῶ συμβατικὰ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, λέγοντας δυὸ λέξεις, χωρὶς νὰ καταλάβετε οὔτε ἐσεῖς οὔτε κι ἐγὼ τὸ νόημά τους. Θέλω ὅμως νὰ σᾶς εὐχηθῶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μας ὡς Ἐκκλησία τὴ χαρὰ καὶ τὴ μοναδικὴ καὶ ἀταλάντευτη ἐλπίδα ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος ἐγεννήθη «δι’ ἡμᾶς ἐκ Παρθένου», ὅτι εἶναι «μεθ’ ἡμῶν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» καὶ ὅτι προσδοκᾶ νὰ «σκηνώσει ἐν ἡμῖν» γιὰ πάντα.

Ὁ Χριστὸς εἶναι δικός μας, ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας, ὁ Χριστὸς εἶναι μέσα μας.

Εὔχομαι σὲ ὅλους σας

ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑΣΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ,
ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!

Μετὰ πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ τεχθέντι ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
 


† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ




ΜΗΝΥΜΑ 
(τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου)


Ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι μία κίνηση νὰ διακρίνουμε τὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ τοποθετηθοῦμε μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀγάπης Του, νὰ ἐκφράσουμε ἀνταποδο­τικὰ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν ἀγάπη μας, νὰ κοινωνήσουμε τελικὰ μαζί Του, νὰ περιχωρήσουμε στὴ χάρι καὶ ἐνέργειά Του, νὰ ζήσουμε τὴ συγγένεια μαζί Του. Ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ λατρεία μαζὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πίστη συναπαρτίζουν ἕνα ἀδιαίρετο σῶμα.

Σκοπό της ἔχει νὰ μᾶς κάνει μετόχους τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι διήκουσα σὲ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ ἐπεκτεινομένη στὴν αἰωνιότητα. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία· εἶναι ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων καὶ κατάργηση τῆς ἱστορίας· εἶναι ἡ κατάσταση τῆς θεότητος, ἀλλὰ καὶ ἡ κατάσταση τῆς θεώσεως τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ βιώσει ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν συνάντηση τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾶ νὰ μετέχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ποθεῖ νὰ μετέχει τοῦ Θεοῦ. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία προτείνει τρεῖς κινήσεις: Πρῶτον· τὴν κατάνυξη, νὰ εἰσχωρήσουμε μέσα μας βαθειά. Δεύτερον· τὴν ἀνάταση, νὰ ἀνεβοῦμε ψηλά. Καὶ τρίτον· νὰ προχωρήσουμε στὰ πέραν, στὰ ἐπέκεινα.

Πῶς ὅμως συνδέεται ἡ μετοχή μας στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πίστη; Μὲ τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, τὴν ταπείνωση, μὲ τὴν ἑτοιμασία γιὰ τὸν διωγμὸ ἔνεκεν δικαιοσύνης καὶ μὲ τὴ στροφὴ πρὸς τὴν παιδικὴ ἀθωότητα καὶ κατάσταση. Αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸν ἄξονα τοῦ φρονήματος μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ γευόμαστε λειτουργικὰ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στὴ λατρεία φανερώνεται ὁ Χριστὸς καὶ δοξάζεται ὁ πιστός. Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ φανερώνει τὴ δόξα τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεῷ εἶναι ἡ μεταμόρφωση καὶ ἡ ἑτεροποίηση τῆς φύσης του. Δεύτερο ἐπίπεδο πνευματικῆς ἀλλοίωσης ἀποτελεῖ ἡ ἑτερότητα τῶν γλωσσῶν· ἡ γλῶσσα τῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἑτέρα γλῶσσα, ποὺ περιγράφει καὶ ἀποκαλύπτει τὶς ἀπρόσιτες στὸν ἄνθρωπο ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ. Τρίτο εἶναι ἡ οἰκειότητα μὲ τὴν αἰωνιότητα, μὲ τὴν νίκη κατὰ τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Τέταρτη κατάσταση εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἡ ἁμαρτία γίνεται πιὸ δύσκολη ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν. Τότε ἐξαγιάζεται, γίνεται «ἅγιος», ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ τὰ «ἅγια». Τέλος, ἡ τελεία δόξα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό.

Ἡ λατρεία νοεῖται μόνον συλλογικά, ἐκκλησιαστικά. Δὲν λατρεύει κανεὶς μόνος του οὔτε στὸ σπίτι του· λατρεύει μαζὶ μὲ ὅλους καὶ μέσα στὸν ναό. Ὁ Θεὸς λατρεύεται μόνον ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς καθολικὴ ὀντότητα. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὅλες τὶς λειτουργίες σὰν μία. Αὐτὴ ἡ καθολικότητα ἐκφράζει τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητος. Στὴ Θεία Λειτουργία πηγαίνουμε γιὰ νὰ βροῦμε τὴ θέση μας μέσα στὸ ἅγιο ποτήριο, νὰ ἀκουμπήσουμε τὸν Χριστό, νὰ βρεθοῦμε μὲ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ νοιώσουμε ὅτι ὅλοι εἶναι κομμάτια τῆς ὑποστάσεώς μας, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι ὅλοι μαζὶ εἴμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ. Τότε παύουμε νὰ παρακολουθοῦμε ἀλλὰ συμμετέχουμε στὴ θεία λατρεία.

Πίστη, ζωὴ καὶ λατρεία ἀμοιβαίως προϋποτίθενται καὶ περιχωροῦνται. «Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχὴ ζωοῦται –αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή- καὶ καθάρσει ὑψοῦται –αὐτὸ εἶναι ἡ πίστη- λαμπρύνεται, τῇ Τριαδικῇ Μονάδι ἱεροκρυφίως» -αὐτὸ εἶναι ἡ λατρεία.


Σεπτέμβριος- Nοέμβριος 2021


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 
(τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου)


Τὸ πέρασμα τῆς Παναγίας ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι ἕνα πέρασμα σιωπῆς, σεμνότητας, ταπεινοφροσύνης καὶ ἡσυχίας.

Μέσα στίς περιγραφές τῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων δὲν ὑπάρχουν λόγοι καὶ φραστικές διατυπώσεις τῆς Παναγίας, ἀλλὰ οὔτε καὶ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων συναντοῦμε ἀναφορὲς στὴ ζωή της. Αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει εἶναι μόνον μερικές ἀναφορές σέ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια. Δέν ὑπάρχουν λόγια τῆς Παναγίας, δέν ὑπάρχουν πράξεις, στοιχεῖα τῆς ζωῆς της, συγκεκριμένα γεγονότα, παρά μόνον πολύ ἁπλές διακριτικές ἀναφορές στό θεῖο καί ἅγιο πρόσωπό της. Ἀλλὰ ὅσο σιωπηλὴ ἦταν στὴν ἐπίγεια ζωή της, τόσο πλούσια στὸν λόγο ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Παναγία μας.

Καί ἐνῶ ἡ ἴδια δέν ἐκφράζεται μὲ τὸν λόγο, ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία διαβάζεται στὶς ἑορτές της, λέγει «μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν».

Ἡ Παναγία, καί γι΄ αὐτό ἐπιλέγεται αὐτὴ ἡ περικοπή, εἶναι τό κατ΄ ἐξοχήν πρόσωπο τῆς θείας ἀκοῆς καί τῆς μυστικῆς σιωπῆς. Μυστικῆς σιωπῆς μέ τήν ἔννοια τοῦ ὅτι δέν βγάζει προφορικό λόγο, ἀλλὰ ὅμως φαίνεται πὼς ζεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Καὶ θείας ἀκοῆς, γιατί ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς «πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β, 19). Τά ὅσα ἔλεγε ὁ Κύριος, τά ὅσα ἔπραττε, ἔμπαιναν στήν ψυχή της καί κατεγράφοντο μέσα της. Μέ αὐτόν τόν τρόπο συντηροῦσε τήν χάρι τήν ὁποία τῆς εἶχε δώσει ὁ Θεός.

Ἀλλά ἔχει καί ἄλλη μιά ἀκοή, τήν ἀκοή πρός ὅλον τόν κόσμο• τήν ἱστορική ἀκοή. Δέν ὑπάρχει ἄλλο πρόσωπο στό ὁποῖο νά ἀπευθύνονται τόσες προσευχές, στό ὁποῖο νά ἐκφράζονται τόσα αἰτήματα, στό ὁποῖο νά ἀποδίδεται τόση δοξολογία: οἱ ὡραιότεροι ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, οἱ Παρακλήσεις, οἱ Χαιρετισμοί, τά Θεοτοκία τῶν ἑορτῶν, τὸ Θεοτοκάριον, οἱ καλύτεροι θεολογικοί λόγοι τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως  τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, εἶναι γεμᾶτα ἀπό τήν δύναμη καί τήν στήριξη, τήν ὁποία δίνει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἀκούει τὶς προσευχὲς καὶ ἀπαντᾶ. Εἶναι Γοργοϋπήκοος.

Αὐτό κάνουμε κι ἐμεῖς οἱ πιστοί. Μαζεύουμε τά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες μας καί τά μεταμορφώνουμε σέ προσευχή καί σέ αἴτημα τό ὁποῖο διά τοῦ προσώπου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου κατευθύνεται πρός τόν Θεό.

Ἡ Παναγία, λοιπόν, εἶναι μακαρία διότι εἶναι ἡ ἀκούουσα τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἡ φυλάξασα καί συντηρήσασα αὐτόν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς, ἀλλά καί ἡ διαρκῶς καί ἀενάως ἀκούουσα τούς λόγους καί τά αἰτήματα, τίς δοξολογίες καί τίς προσευχές ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων τῶν αἰώνων, ὅλου τοῦ κόσμου.

Ἀκόμη καὶ ὁ τρόπος τῆς ἀναχώρησής της ἀπό αὐτόν τόν κόσμο δέν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ κοίμησις, καί ὡς κοιμωμένη εἶναι ζῶσα. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον παρεμβαίνει στήν ἱστορία δέν εἶναι κοιμωμένη, ἀλλά  δραστηριοποιημένη, διαρκῶς ἐνεργοῦσα, παρεμβαίνουσα στήν ἱστορία καί παρεμβαλλόμενη καί στήν δική μας τήν ζωή καί στήν δική μας τήν πορεία. Εἶναι ἀκοίμητος καί ἀμετάθετος ἐλπίδα.

Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού προσευχόμαστε σέ αὐτήν. Δέν προσευχόμαστε σέ κάποιον πού κοιμᾶται καί δέν ἀκούει, ἀλλά σέ κάποιον πού ἡσυχάζει καί βυθίζεται στήν μυστική σιωπή καὶ ταυτόχρονα μέ ἕναν θεῖο τρόπο ἐνεργοποιεῖται μέσα στήν ἱστορία καί παρεμβαίνει σέ αὐτήν.

Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας γιά ὅλους εἶναι νά δώσει ὁ Θεός πολύ περισσότερα ἀπό ὅσα τολμοῦμε νά ζητοῦμε στίς προσευχές μας, πολύ οὐσιαστικότερα ἀπό ὅσα μποροῦμε νά ἐκφράσουμε στά αἰτήματά μας, νά μᾶς χαρίσει πλούσια τήν χάρι Του καί νά μᾶς ἀξιώσει νά ζήσουμε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ τήν προστασία, μέ τήν πρεσβεία καί μέ τήν βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀμήν.


Aὔγουστος-Σεπτέμβριος 2021


ΜΗΝΥΜΑ 
Τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου

welcome img

Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τὸ χρειαζόμαστε, ὅπως καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλὰ στὶς μέρες μας ἡ δυσκολία νὰ τὸ ἀποκτήσουμε φαντάζει μεγαλύτερη.

Αὐτὸ τὸ βίωμα ἀπεργάζεται τὸ μεγαλεῖο τοῦ «καινοῦ» ἀνθρώπου, αὐτοῦ δηλαδὴ ποὺ ἔχει μετέλθει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ παραμένοντας ἄνθρωπος δὲν εἶναι... ἄνθρωπος.  Εἶναι θεοειδής, θεόμορφος, θεανθρώπινος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεάνθρωπος Κύριος ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.  ῾Ο θεανθρώπινος ἄνθρωπος χωρὶς νὰ εἶναι θεὸς παύει νὰ εἶναι μόνον ἄνθρωπος. ᾿Απὸ τὸ «ἀνθρώπινον» διατηρεῖ τὴν φύση καὶ ἀρνεῖται τὴν κυριαρχία τοῦ πτωτικοῦ ἰδιώματος· ἀπὸ τὸ «θεῖον» στερεῖται τὴ φύση καὶ προσοικειοῦται ταπεινῶς τὴ χάρι.

Αὐτὰ ὅλα σημαίνουν ὅτι ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς εἶναι πολὺ ἀνθρώπινος.  Ἀναδεικνύει καὶ τιμᾶ τὴν ἀνθρώπινη φύση του• δὲν τὴν περιφρονεῖ· δὲν ντρέπεται γι’ αὐτήν· δὲν τὴν ἀδικεῖ.  Γι’ αὐτὸ  καὶ κατανοεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων καὶ τὶς δυνατότητες τὶς δικές του.  Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρός καὶ μεγάλος ταυτόχρονα.  Ἐνῶ εἶναι «βραχύ τι παρ’ ἀγγέλους ἠλαττωμένος»(1)  εἶναι καὶ «ὡσεὶ χόρτος ἔχων τὰς ἡμέρας αὐτοῦ»(2),  διότι «ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»(3)

Εἶναι ἄνθρωπος βαθὺς καὶ εὐρὺς ταυτόχρονα.  Εἶναι μυστήριο ἀνεξιχνίαστο ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ χωρητικὸς ὅλων.  Ἡ ζωή του ἔχει ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ δέχεται καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ νὰ προσφέρεται.  Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός.  Δὲν σώζεται μόνος, κοινωνεῖ τὴν σωτηρία.  Μπορεῖ νὰ κενώνεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του, γι’ αὐτὸ καὶ νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς του.

Ἐπὶ πλέον ἡ αὐθεντικότητα βοηθεῖ τὸν χριστιανὸ νὰ λειτουργεῖ διαρκῶς στὸ μεθόριο Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, τῆς λογικῆς καὶ τοῦ μυστηρίου, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ὑπακοῆς.  Αὐτὴ τὸν ἐμπνέει νὰ κινεῖται καὶ στὸ ἐπέκεινα τοῦ προσωπικοῦ χώρου, τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου, τοῦ κοσμικοῦ χρόνου, τοῦ ἐγώ.  Σ’ αὐτὰ τὰ μεθόρια εἶναι ποὺ κρύβεται ὁ Θεός· σ’ αὐτὰ τὰ ἐπέκεινα εἶναι ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸν ἀδελφό, τὴν αἰωνιότητα, τὴ χάρι, τὴν ἀλήθεια, τὸν Ἴδιο τὸν Θεό.

Ὅταν προκαλεῖται ἡ λογική μας, γεννᾶται ἡ πίστη.  Ὅταν διακινδυνεύουμε τὸ συναίσθημά μας, προκύπτει ἡ χάρις.  Ὅταν ἀρνούμαστε τὸ θέλημά μας, ζοῦμε τὴν δική Του ἀγάπη σὲ μᾶς.  Ὅταν συστέλλεται ὁ ἑαυτός μας, ἀνασταίνεται ἐν δυνάμει ὁ Θεὸς μέσα μας.

Αὐθεντικὸ βίωμα εἶναι τὸ ὁσιακό, τὸ μαρτυρικό, τὸ ἀποστολικό, τὸ προφητικό.  Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἄσκηση, ἱδρώτα, αἷμα, πόνο, μαρτυρία, ταπεινὴ ὁμολογία.  Ὁ αὐθεντικὸς χριστιανὸς ζεῖ τὴ χαρὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, τὴ στέρηση, τὴ θυσία.  Ζεῖ τὴν ἐλπίδα μέσα ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴ διακριτικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὴ συνεχῆ προσδοκία τοῦ σημείου, ποὺ δὲν τὸ ζητεῖ ἀλλὰ τὸ περιμένει καὶ ὅταν ἔρχεται δὲν τὸν ξαφνιάζει.  Ζεῖ τὴν ταπείνωση μέσα ἀπὸ τὶς εὐλογίες Του καὶ τὶς χαρές.  Αὐτὰ ὅλα στηρίζονται στὴν πίστη.

Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ συναντᾶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.  Δίπλα του ταπεινώνεται, ὑπομένει, κενώνεται.  Μαζί του μοιράζεται τὴν πτώση, τὴν πίστη, τὴ ζωή, τὴ χάρι, τὴ σωτηρία.  Μαζί του ἑνώνεται.  Οἱ διαφορὲς ὑπογραμμίζουν τὴν ἐλευθερία, ἡ διαφορετικότητα τὴ μοναδικότητα τοῦ κάθε προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, οἱ ἀντιθέσεις ταπεινώνουν, τὰ κοινὰ σημεῖα διευκολύνουν τὴ συμπόρευση.  Οἱ ἁμαρτίες, οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀρετές, οἱ θεϊκές ἐπεμβάσεις στὴ ζωὴ τοῦ ἑνὸς περιχωροῦνται καὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου.  Ὅλα κοινωνοῦνται.  «Οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον»(4).   Θεμέλιο αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ἀγάπη.

Ὁ αὐθεντικὸς ὅμως χριστιανὸς μὲ σαφήνεια διακρίνει καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, τὴ ρευστότητα καὶ παροδικότητα τοῦ χρόνου, τὴ φθαρτότητα τῶν ὑλικῶν, τὴν ἀπάτη τοῦ «ἐδῶ» καὶ τοῦ «τώρα», τὴ βαρβαρότητα τῶν ἀνθρώπινων τρόπων, τὴν παχύτητα τῆς ὀρθῆς λογικῆς.  Γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς λειτουργεῖ στὸ «ἐπέκεινα».  «Ἐν γῇ ζῇ καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται».  Ἀντὶ γιὰ τὸ τώρα ζεῖ τὰ ἔσχατα καὶ ἀντὶ γιὰ τὸ ἐδῶ τρέφεται ἀπὸ τὰ οὐράνια.  Αὐτὸ τὸ φρόνημά του τροφοδοτεῖται ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἐλπίδα.

«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· τὰ τρία ταῦτα»(5).   Αὐτὰ τὰ τρία ἀποτελοῦν καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴν «ἄλλη» λογική.

Αὐτὴ ἡ λογικὴ τὸν κάνει λεπτὸ καὶ εὐγενῆ στὴ φύση, λιτὸ στοὺς τρόπους καὶ λανθάνοντα στὶς ἐπιλογές.  Γίνεται διεισδυτικός, διορατικὸς καὶ διαφανής.  «Πάντα ἀνακρίνει καὶ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(6).  Ἀλλὰ στὸ πρόσωπό του κατοπτρίζεται ὁ Θεός,(7)  ἀπὸ μέσα του διαθλᾶται ἡ χάρις Του.  Τὸν βλέπεις καὶ ὁμολογεῖς πὼς «ζεῖ Κύριος».  Ζεῖ ὁ ἀληθινὸς Θεός.  Αὐτὸς ποὺ δὲν ὁρᾶται σωματικά, οὔτε κατανοεῖται στοχαστικά.

Ταυτόχρονα εἶναι πολὺς γιατὶ εἶναι πάντοτε ὅλος, ἀκέραιος καὶ μὲ ὅλους.  Δίπλα του ζεῖς τὴν ἀπόστασή του, ἀλλὰ νοιώθεις μαζί του.  Γιατί τὸ «ἵνα ὦσιν ἓν»(8)  ἀποτελεῖ βίωμα του.  Δὲν εἶναι ποτὲ μόνος.  Οὔτε μόνο μὲ κάποιους.  Οὔτε μὲ λίγους.  Ἔχει χῶρο γιὰ ὅλους.  Μέσα του ἀκτινοβολεῖ ὁ Θεός.

Αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ κάνει τὸν χριστιανὸ νὰ μὴν εἶναι κοσμικὰ «σύγχρονος»· ἐπιδερμικὸς μιμητὴς καὶ παθητικὸς ἐκφραστὴς τῶν συνηθειῶν τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ.  Ἀλλὰ νὰ εἶναι «σύγχρονος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐνσαρκωτοῦ τοῦ αἰωνίου μηνύματος τοῦ Θεοῦ στὸ παρόν. Αὐτὸς ἐνσαρκώνει τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων της.  Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄνθρωπος ποὺ συνδέει τὸ «ἀρχαῖον κάλλος» μὲ «τὴν μέλλουσαν δόξαν ἡμῖν ἀποκαλυφθῆναι»9.   Ἕνα κάλλος καὶ μία δόξα ποὺ δὲν καταδεικνύουν μόνο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ κυρίως παραπέμπουν στὸ «παρὰ πάντας ἀνθρώπους» θεϊκὸ κάλλος καὶ στὴν «ἐνδόξως δεδοξασμένην» Τριαδικὴ θεότητα.

Ἡ αὐθεντικότητα, ἡ ἀληθινότητα, ἀκόμη κι ἄν προδίδει ἀδυναμίες, ἀνεπάρκεια, μὴ πληρότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν τελείωση καὶ ἁγιότητα. Ἀπεναντίας τὸ νοθευμένο φρόνημα, ὁ συμβιβασμός, ἡ ψεύτικη ὡραιοποιημένη εἰκόνα πνίγουν τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀμέτοχο τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θεότητός Του.

Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ὁ αὐθεντικὸς ἄνθρωπος δὲν καθίσταται μόνον ἕνα πρότυπο ἠθικῆς τελειώσεως, ἀλλὰ κυρίως μεταμορφώνεται σὲ σκεῦος φανερώσεως τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. Ζεῖ τὴν ψυχοσωματικοτητά του, τὴν ἁρμονία τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ προορισμοῦ του χριστολογικά. Βιώνει τὴ συγκρότηση τοῦ τριμεροῦς τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τριαδικά. Ζεῖ καὶ φανερώνει τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της: τὴ συγκατάβαση τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τὴν Τριαδικὴ φανέρωση τῆς Βαπτίσεως, τὴν ἔλλαμψη καὶ «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν» τῆς θείας Μεταμορφώσεως, τὸ ἀποκαλυπτικὸ βάθος καὶ τὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τὴν κένωση τοῦ πάθους, τὸν ἀνακαινισμό καὶ τὴν ἑτεροποίηση τῶν πάντων διὰ τῆς Ἀναστάσεως, τὴν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως διὰ τῆς Ἀναλήψεως, τὴν ἔκχυση τῶν ἁγιοπνευματικῶν δωρεῶν τῆς Πεντηκοστῆς, τὴ γέννηση καὶ πορεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀλκάδος στὸν ὠκεανὸ τῆς ἱστορίας καὶ τέλος τὴν προσδοκία τῶν ἐσχάτων.

 
Ίούλιος 2021


(1) Ψαλμ. η΄ 5. (2) Ψαλμ. ρβ΄ 15. (3) Ψαλμ. μη΄ 12, 20. (4) Ὅσιος Μακάριος Αἰγύπτιος. (5) Α΄ Κορ. ιγ΄13. (6) Α΄ Κορ. β΄ 15. (7) Β΄ Κορ. γ΄ 18. (8) Ἰω. ιζ΄ 22. (9) Ρωμ. η΄ 18.

ΜΗΝΥΜΑ AΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ 2021

 

welcome img

Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος ὀνομάζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας πρωτοκορυφαῖοι, διότι εἶναι καὶ πρῶτοι καὶ κορυφαῖοι καὶ ἀποτελοῦν μοναδικὰ πρότυπα μέσα στὴν συνείδησή της. Ὁ Παῦλος ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς», διότι τὸν ἐξέλεξε ὁ Κύριος ὡς μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀπόστολό Του, εἰδικὰ γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ὀνόματός Του «εἰς πάντα τὰ ἔθνη». Καὶ ὁ Πέτρος ὡς «πέτρα τῆς πίστεως», πάνω στὴν ὁποία, ὅπως τοῦ εἶπε καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, θὰ στηρίξει τὴν Ἐκκλησία Του. Ἐνῶ ὅμως οἱ δύο αὐτοὶ ἀπόστολοι εἶναι ὄντως πρωτοκορυφαῖοι, κεντρικὰ πρόσωπα στὴν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν προσέξει κανείς, θὰ δεῖ ὅτι στὸ ξεκίνημά τους παρουσίαζαν σημαντικὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα, τέτοια ποὺ δὲν προϊδέαζαν γιὰ μιὰ τόσο μεγαλειώδη πνευματικὴ πορεία.

   Ὁ Παῦλος, δὲν ἐγνώρισε κἂν τὸν Κύριο, δὲν ἄκουσε τοὺς λόγους Του, δὲν εἶδε τὰ θαύματά Του, οὔτε μετεῖχε τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν Τὸν γνώρισε, ἀλλὰ καὶ ἦταν ταγμένος στὸν διωγμὸ κατὰ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του: «Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν», (α΄ 13). Ὅμως ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίσθηκε στὴ Δαμασκὸ μὲ τὸ πρόσωπό Του ἀπαστράπτον, μὲ τὴν ἴδια λαμπρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίσθηκε στοὺς μαθητές Του μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Παῦλος ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἄγνοια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπὸ τὸν διωγμό Του, ἔγινε πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Κύριος «σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ» (Πράξ. θ΄ 15).

   Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Πέτρο. Ὁ Πέτρος ἔδειχνε νὰ μὴν κατα-λαβαίνει πλήρως τὰ μηνύματα ποὺ ἔδινε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ στὸν ἴδιο. Αὐτὸ φαίνεται, ὅταν, ἀμέσως μετὰ τὴν όμολογία του «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Ματθ. ιστ΄16), ἀντέδρασε στὴν προαναγγελία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Τότε ὁ Κύριος τοῦ ἀπήντησε: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Ὁ λόγος εἶναι φοβερός. Τοῦ λέει ὅτι εἶναι σκάνδαλο και φωνὴ τοῦ σατανᾶ. Κι ὄχι μόνον αὐτό. Στὴν κατεξοχὴν στιγμὴ τῆς ἐπὶ τῆς γῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, στὴ στιγμὴ τοῦ πάθους Του, ἔφθασε νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ καὶ μάλιστα τρεῖς φορές, ἰσχυριζόμενος μεθ’ ὅρκου ὅτι δὲν Τὸν γνωρίζει. Εἶναι ἐντυπωσιακὸ ὅμως ὅτι ὁ Κύριος δὲν τοῦ τὰ καταλογίζει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ὁδηγῶντάς τον σὲ τριπλῆ ὁμολογία καὶ δὲν τοῦ στερεῖ τὴν τιμὴ τῆς πρωτοκαθεδρίας, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο: «λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε» (Ἰω. κα΄ 17).

   Καὶ οἱ δύο πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι ἀξιώθηκαν ὁραμάτων καὶ μυστικῶν θεαμάτων καὶ ἐμπειριῶν. Τί παρήγορο ποὺ εἶναι αὐτὸ γιὰ ὅλους τοὺς χριστιανούς!  Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, μπορεῖ νὰ ἔχουμε παρελθὸν ἀγνοίας τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νὰ μὴν Τὸν καταλαβαίνουμε, μπορεῖ ἐνδεχομένως στὶς κρίσιμες στιγμὲς νὰ Τὸν ἔχουμε ἀρνηθεῖ, μπορεῖ κάποτε νὰ Τὸν ἔχουμε διώξει ἀπὸ τὴ ζωή μας. Γιὰ ὅλους ὅμως ἔχει χῶρο ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλους ἔχει τόπο ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ ὅλους ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας, τῆς χάριτος καὶ τῆς ἁγιότητας. Ὅσο δύσκολοι κι ἂν εἴμαστε, ὅσο ἀντίθετοι καὶ πολέμιοι κάποιες φορές, καὶ ἀρνητὲς σὲ δύσκολες στιγμές, ὅσο κι ἂν δὲν κατανοοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε ἐλπίδα ὅλοι μας. Ὁ Θεὸς δὲν προσφέρεται μόνο στοὺς γεννημένους καλούς. Δὲν προσφέρεται μόνον σ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὶς φαινομενικὲς προϋποθέσεις. Προσφέρεται σ᾿ ὅλους. Ἡ Ἐκκλησία δὲν διστάζει νὰ παρουσιάζει ὡς παραδείγματα αὐτοὺς τοὺς ἀγίους ἀνθρώπους ποὺ ἀρνήθηκαν καὶ ἔδιωξαν τὸν Χριστὸ, νὰ τοὺς ἀνεβάσει ψηλά, νὰ ἀναδείξει τὴ δύναμη τοῦ ἐλεους τοῦ Θεοῦ, τὴ δύναμη τῆς μετανοίας, καὶ νὰ προβάλει τὴ χάρι τοῦ ἱεροῦ πόθου ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸ μαρτύριο, τὴ χάρι τῆς πίστεως, τὴ χάρι τῆς ὁμολογίας τους, τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

   Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σ᾿ ὅλους μας νὰ τιμήσουμε πνευματικὰ τοὺς ἁγίους πρωτοκορυφαίους ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, νὰ γίνουν πρότυπά μας στὸ προχώρημα αὐτῆς τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τῆς εὐλογημένης συναντήσεως μαζί τους ἐνώπιον τοῦ Κυρίου στὴν βασιλεία Του. Ἀμήν.

 
Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου 2021

 


ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 

«Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 1, 8)


welcome img

Ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατευθύνει, σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ κάθε χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζουμε τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴν δική μας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ κοινωνία μας μαζί Του καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἡ χάρις Του στὴ ζωή μας. Ἔτσι, θὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε πραγματικὰ ἁγιοπνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ θὰ κινοῦνται ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παρουσία Του σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

   Πῶς ὅμως πιστοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ ἑνὸς πιστοῦ;

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας εἶναι ὅτι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως. Ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Κυρίου, ἡ τελευταία Του ὑπόσχεση στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἦταν: «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ὑμᾶς» (Πρ. α΄ 8). Ἕνας χριστιανὸς ποὺ εἶναι ἀδύναμος, γεμᾶτος ἀμφιβολίες καὶ ἀσάφεια, ποὺ εἶναι ἀσταθής, αὐτὸς στερεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, αὐτὸς ποὺ μέσα σὲ φοβερὲς δοκιμασίες πορεύεται σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτα, ἐνῶ ὅσοι τὸν ἀντικρύζουν κλονίζονται καὶ μόνο στὴ θέα τῶν δοκιμασιῶν του, αὐτὸς δημιουργεῖ τὴν ὑποψία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή του καὶ τῆς ἐγκαταστάσεώς Του στὴν ψυχή του. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τοὺς ἀδύνατους ἀποστόλους, τοὺς φοβισμένους καὶ δειλούς, τοὺς δίνει αὐτὴ τὴ δύναμη, μεταμορφώνονται οἱ ἴδιοι σὲ λέοντες πνευματικοὶ καὶ ἀλλάζουν ὅλον τὸν κόσμο. Πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ δύναμις.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ καθαρότητα, «καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος», προσευχόμαστε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνας καθαρὸς χριστιανὸς μόλις ἀνοίγει τὸ στόμα του, εὐωδιάζει ὁ λόγος του. Εἶναι εἰλικρινής, εἶναι σαφής. Ἔχει κριτήριο ἐσωτερικὸ διαυγέστατο. Ἔχει μιὰ ἰσορροπία διακρίσεως. Ἔχει μιὰ πεντακάθαρη καὶ κρυστάλλινη ζωή, χωρὶς νὰ τὴν ἐπιδεικνύει, ἐλεύθερη ὅμως ἀπὸ κηλῖδες ἁμαρτίας καὶ ἐμπαθῶν κινήσεων. Ἀπὸ τὴ ζωή του ἀναδύεται ἕνα πνευματικὸ ἄρωμα. Αὐτὴ ἡ καθαρότητα ἀποτελεῖ μιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀντέχει ψέμα, δὲν ἀντέχει ἀσάφεια, δὲν ἀντέχει ἀμφιβολία. Ὑπάρχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Τρίτο ἰδίωμα εἶναι «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν εἰρήνη» (Φιλ. δ΄ 7). Βλέπουμε τὸν ἁγιοπνευνατικὸ ἄνθρωπο νὰ ζεῖ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἐξηγήσουμε. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ ἦταν ἀναστατωμένος καὶ δὲν εἶναι. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ εἶχε ἀγωνίες καὶ δὲν ἔχει. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ κατάσταση πλήρους ἀποσυντονισμοῦ καὶ ταραχῆς, καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ τὸ πρόσωπό του ἀναδίδει τὸ ἄρωμα μιᾶς ὑπερκόσμιας εἰρήνης. Σίγουρα ὅλοι ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τέτοιων συνανθρώπων, ἐνδεχομένως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ζοῦμε μία ἀνάλογη κατάσταση. Νὰ βομβαρδιζόμαστε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ ἡ καρδιά μας νὰ διατηρεῖ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης της. Νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον τῆς δοκιμασίας ἑνὸς θανάτου καὶ νὰ παραμένει ἀδιατάρακτο τὸ στερέωμα τῆς ψυχῆς μας. Νὰ δεχόμαστε προσβολὲς ἢ συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ φρουρεῖ τὴν ψυχή μας. Αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ πρῶτο λοιπόν ποὺ ἀνέφερα εἶναι ἡ δύναμις, τὸ δεύτερο ἡ καθαρότητα, τὸ τρίτο ἡ εἰρηνευμένη κατάσταση.

Ἕνα τέταρτο εἶναι ἡ μεταμορφωτικὴ ἐνέργεια. «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76, 11), λέγει ὁ Δαβίδ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλοιώνει, μεταμορφώνει, φτιάχνει ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ξέραμε. Καὶ δὲν τὸν φτιάχνει μόνο ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη –γίνεται καὶ αὐτό-, ἀλλὰ κυρίως προκαλεῖ ἀλλοιώσεις πνευματικὲς καὶ μεταφέρει σὲ νέες καταστάσεις καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς. Ἔχουμε ἀνθρώπους ποὺ κάθε μέρα κάτι καινούργιο ξεδιπλώνουν ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὴν ψυχή τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι καρπὸς μόνο τοῦ ἀγῶνα του. Ὁ ἀγώνας εἶναι μία φιλότιμη ἀνταπόκριση στὴν εὐλογία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν ψυχὴ καὶ συντηρεῖ αὐτὸς ὁ ἀγώνας τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πέμπτο στοιχεῖο ἡ παγκαρπία. Ὅταν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ξεδιπλώνει μιὰ λίστα ὁλόκληρη ἀπὸ δωρεὲς: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22, 23). Σὰν νὰ μὴν χορταίνει ὁ ἀπόστολος, σὰν νὰ μὴν χορταίνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφή, νὰ περιγράφει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Συνοδεύεται λοιπὸν ἀπὸ ἕναν πλοῦτο πνευματικῶν καρπῶν, μιὰ συγκομιδὴ χαρισμάτων καὶ δωρεῶν. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος παρουσιάζει τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν στὴ ζωή του.

Ἕκτο στοιχεῖο ἡ κοινωνία.«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν• ἀμήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13). Ὅταν ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀποστόλους καὶ διὰ τῶν ἀποστόλων μεταφέρθηκε στὸ πλῆθος ποὺ ἦταν συνηγμένο δημιουργήθηκε μιὰ αἴσθηση σχέσεως πνευματικῆς καὶ κοινωνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά εὐλαβής ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση κοινωνίας, ἀδελφικότητος, αἴσθηση ὅτι εἶναι κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πάσχει ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγἰου Πνεύματος στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν ψυχή μας, γεννᾶ Ἐκκλησία• δὲν φτιάχνει μεμονωμένους ἁγίους, ἀλλὰ ἑνωμένους ἀνθρώπους τῆς χάριτός Του.

Ἂς ὁλοκληρώσουμε μέ ἕνα ἕβδομο στοιχεῖο• τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26). Ἔχει μυστικὴ λειτουργία, ὄχι ἐπίδειξη, δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα τῆς ἀπόδειξης ἢ τῆς πομπώδους παρουσίας Του, ἀλλὰ «ἐνοικεῖ και ἐμπεριπατεῖ» μέσα στὴν ψυχή μυστικῶς, μὲ εὐγένεια καὶ λεπτότητα. Τὸ αἰσθάνεται κανεὶς καὶ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκόμη καὶ στὸν ἑαυτό του. Ἐνεργεῖ μέσα του, «ὑπερεντυγχάνει», καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ βγάλει, δὲν εἶναι λόγος, ἀλλὰ ἕνας ἀναστεναγμός, μιὰ ἐσωτερικὴ μυστικὴ αἴσθηση, ἡ ταπεινὴ δοξολογία τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει πάντοτε στὴν Ἐκκλησία καὶ περιμένει τὴν κάθε ψυχή. Εἶναι κρῖμα νὰ ἔχει κατεβεῖ ὁ Χριστός, νὰ ἔχει ἀναστηθεῖ, νὰ ἔχει ἀναληφθεῖ, νὰ ἔχει στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία Του κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ξένοι πρὸς Αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ προσκλητήριό της. Τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ σὲ μᾶς.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ξεπεράσουμε λίγο τὴν στενότητά μας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν δύναμη, τὴν καθαρότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν θεϊκὴ ἀλλοίωση, τοὺς καρπούς, τὴν κοινωνία, τὴν μυστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀμήν.

    
Πεντηκοστή 


Mήνυμα 

welcome img

Μέσα στὸν κύκλο τῶν ἑορτῶν τῆς θείας οἰκονομίας, τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν, ὅπως εἶναι ὁ Εὐαγγελισμὸς ὁ ὁποῖος εἶναι δεσποτοθεομητορικὴ ἑορτή, ὅπως εἶναι ἡ Γέννησις, ὅπως εἶναι ἡ Βάπτισις, ὅπως εἶναι ἡ Σταύρωσις, τὰ Πάθη, ἡ Ἀποκαθήλωσις ἀκόμη κι ἡ Ἀνάστασις ξεχωρίζουν δύο ἑορτὲς οἱ ὁποῖες φανερώνουν τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ: ἡ Μεταμόρφωσις καὶ ἡ Ἀνάληψις. Σὲ ὅλες τὶς δεσποτικὲς ἑορτὲς ὑπάρχει ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι κρυμμένη. Εἴτε ὅταν εἶναι ἔμβρυο, εἴτε ὅταν εἶναι βρέφος, εἴτε ὅταν ὁ Χριστὸς βρίσκεται γυμνὸς στὸν Ἰορδάνη, εἴτε ὅταν βρίσκεται ἐπὶ τοῦ σταυροῦ αἱμόφυρτος, εἴτε ὅταν βρίσκεται στὴν Ἀποκαθήλωση νεκρός, ἀκόμη τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναστάσεως, δὲν φαίνεται ἡ δόξα Του. Τὸν εἴδαμε ἀναστημένο ἀλλὰ δὲν τὸν ἔχουμε ἀντικρύσει ἀνιστώμενο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν τάφο. Καὶ στὶς δύο ἑορτὲς τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Ἀναλήψεως φαίνεται ἡ δόξα Του.

Τὸ ἀπολυτίκιο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει «δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο». Ὅσο μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν οἱ μαθητές, ὁ Κύριος τοὺς δείχνει τὴ θεότητά Του. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα Του. Καταλαβαίνουν πάνω στὸ ὄρος Θαβὼρ ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι μόνο ὁ δάσκαλος, δὲν εἶναι μόνον ὁ θαυματουργός, δὲν εἶναι μόνο ἕνα πρότυπο ἀνθρώπου ἀλλὰ παίρνουν τὴν ὑποψία τῆς θεότητός Του. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου Του ἀντικρύζουν ἀκριβῶς τὰ ἴχνη τῆς θεότητός Του.

Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναλήψεως. Εἶναι ἔκθαμβοι ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι πραγματικὰ ἀλλοιωμένοι ἀπὸ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἀναστάντα, εἶναι συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος μέσα ἀπὸ τὸ πάθος νικάει τὸν θάνατο καὶ ἐπικρατεῖ πλέον ὁ ἴδιος γεμᾶτος ζωή. Καθὼς λοιπὸν τοὺς δίνει τὶς τελευταῖες νουθεσίες, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ λίγο ξεχωρίζει ἀπὸ κοντά τους καὶ ἀνέρχεται ἐν δόξῃ. Ἐπιβεβαιώνεται ἡ δόξα Του ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀναγγέλουν στοὺς μαθητὲς ὅτι θὰ ἔλθει ξανὰ ὁ Κύριος πάλι ἐν δόξῃ. Δόξα στὴ Μεταμόρφωση εἶναι ἡ ἀλλοίωση τοῦ προσώπου Του. Δόξα στὴν Ἀνάληψη εἶναι ἡ ἀνύψωσή Του.

Τὸ γεγονὸς λοιπὸν τῆς Ἀναλήψεως εἶναι ἕνα πολὺ μεγάλο γεγονὸς ποὺ ἀφήνει τὴ σφραγίδα του πάνω στὶς ψυχὲς τῶν ἀποστόλων. Ὁ Κύριος μὲ τὸν ὁποῖον ζοῦσαν εἶναι πράγματι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον εἶχε ὀμολογήσει καὶ ὁ Πέτρος, Τὸν εἶχε ὁμολογήσει καὶ ἡ Μάρθα, Τὸν εἶχε ὁμολογήσει στὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Ναθαναὴλ ἀλλὰ ἴσως χωρὶς καλὰ καλὰ νὰ τὸ καταλαβαίνουν. Ἐνῶ διαρκῶς ὁ Κύριος τοὺς λέγει ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὴ στιγμὴ τῆς Ἀναλήψεως συνειδητοποιοῦν οἱ μαθητὲς ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου διὰ τῆς εὐλογίας. Τώρα ἔχουν τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα.

Ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὸ τὸ γεγονὸς θέλει νὰ μᾶς τὸ προσφέρει σὰν μιὰ πνευματικὴ τροφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἴδια μας τὴ ζωὴ καὶ τὴν πίστη στὴ θεότητα τοῦ Κυρίου.

Ἔχει ἕνα πολὺ μικρὸ ἀνάγνωσμα στὸν ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἡσαΐα, τὸ ὁποῖο λέγει ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ εἶναι ἐμφανὲς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε θὰ εἶναι «ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἀπ΄ ἄκρων τῶν ὀρέων»(β΄ 2)· τὸ ὅρος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δόξα Του, τὸ πρόσωπό Του. Ὅταν πλέον τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας -αὐτὸ εἶναι ἡ θεία οἰκονομία- ὁλοκληρώνεται, τότε θὰ φανεῖ τὸ ὅρος τοῦ Κυρίου καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ στὶς κορυφές, δηλαδὴ στὰ ὑψηλὰ σημεῖα στὰ ὁποῖα καλούμεθα κι ἐμεῖς στὴ συνέχεια νὰ ἀνεβοῦμε. Ἐκεῖ ὁ Κύριος θὰ μᾶς ἀποκαλύψει «τὴν ὁδὸν αὐτοῦ» στὴν ὁποία θὰ πορευθοῦμε.

Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προτρέπει νὰ συναναβοῦμε μὲ τὸν Κύριο στὸ ὕψος τῆς θεότητός Του διὰ τῆς πίστεως. Νὰ τὸν πιστέψουμε καὶ νὰ Τὸν ὁμολογήσουμε. Τότε θὰ μᾶς φωτίσει καὶ θὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν του. Ἡ θεότητα διὰ τῆς πίστεως, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ὁδοῦ τῆς ζωῆς μας καὶ στὴ συνέχεια ἡ πορεία μας: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου και εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ· καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ». (Ἡσ. β΄ 3)

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἡσαῒας μὲ μιὰ νέα προτροπή. «Δεῦτε πορευθῶμεν τῷ φωτὶ Κυρίου» (στ. 5). Ἄς προχωρήσουμε πλέον στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ φῶς τοῦ Κυρίου. Ὅπως ἡ ἀποκάλυψη τῆς θεότητος στὴ Μεταμόρφωση ἔγινε στὸ Θαβώρ, ὅπως ἡ ἀποκάλυψη τῆς δόξης τοῦ Κυρίου μὲ τὴν Ἀνάληψή Του ἔγινε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπως στὸ Σινᾶ φανερώθηκε ὁ Κύριος στὸν Μωϋσῆ καὶ ἐκεῖ δόθηκε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ἐμεῖς καλούμεθα νὰ ἀνέλθουμε σὲ νοητὰ ὑψώματα. Νὰ ἀφήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ ἀνεβεῖ λίγο ψηλά, καὶ τότε θὰ εἶναι ἐμφανὲς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, «ἀπ΄ ἄκρων τῶν ὀρέων», πάνω στὶς κορυφὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτῆς τῆς ζωῆς, αὐτῶν τῶν νοημάτων. Ἐκεῖ συναντᾶται ἡ ἀλήθεια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Κύριος δοξασμένος καὶ ἀναστάς.

 Ἀφοῦ πιστέψουμε καὶ κάνουμε αὐτὴν τὴν κίνηση πρὸς τὰ πάνω, θὰ μᾶς δείξει ὁ Κύριος τὴν ὁδό Του, τὸν δρόμο τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ πορευθοῦμε γιὰ νὰ δοῦμε κι ἐμεῖς τὸ φῶς Του. Στὶς μέρες μας χτυπήθηκε ἡ πίστη, πολεμήθηκε. Ποιά πίστη ὅμως; Αὐτὴ ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ μυαλό. Πρέπει νὰ προσέξουμε νὰ μὴν χάσουμε τὴν πίστη ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν καρδιά. Ἡ ἐποχή μας θέλει ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ πιστέψει. Μὲ ἐπιχειρήματα δὲν πιστεύεται ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς πιστεύεται μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τότε ἀποκαλύπτονται τὰ ἐπιχειρήματα καὶ οἱ ἀπαντήσεις. Τὴν πίστη τῆς καρδιᾶς πρέπει νὰ κρατήσουμε. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι ποὺ πραγματικὰ θὰ μᾶς ἀνεβάσει καὶ στὰ νοητὰ ὕψη καὶ θὰ μᾶς κάνει νὰ ἀκούσουμε τὴν ἀναγγελία τῆς ὁδοῦ, νὰ φωτισθεῖ ὁ δρόμος μας καὶ νὰ δοῦμε πῶς θὰ προχωρήσουμε. Κι ἔτσι νὰ χαροῦμε πραγματικὰ τὴ συνάντηση μαζί Του, τὴ φανέρωση τοῦ φωτός Του, τὴ δόξα Του, ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωὴ καὶ γιατὶ ὄχι καὶ αἰωνίως στὴ βασιλεία Του.

Χρόνια Πολλὰ κι εὐλογημένα! Ὁ Θεὸς ὅλους νὰ σᾶς εὐλογεῖ.


Ἀνάληψη 2021

 


Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2021*

welcome img

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ὅπως καὶ σὲ αὐτὸ τοῦ παραλύτου τῆς Βηθεσδᾶ, βλέπει κανεὶς μιὰ ἀνεξή­γητη ἀντίδραση τῶν Ἰουδαίων. Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ βλέπουν ἕνα τόσο ἐντυπωσιακὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν πιστεύουν, ἀλλὰ τελικὰ μὲ τόση ἐμπάθεια νὰ ἀντιδροῦν; Ὁ Κύριος θαυματουργικὰ δίνει τὸ φῶς στὸν ἐκ γενετῆς τυφλό. Τὸ ὁμολογοῦν αὐτὸ οἱ φίλοι καὶ γνωστοί του, οἱ γονεῖς του καὶ μὲ ἰδιαίτερη σαφήνεια ὁ ἴδιος. Ἐντελῶς ὅμως στενόκαρδα οἱ Ἰουδαῖοι ἀποδίδουν τὴ θαυματουργικὴ δύναμη τοῦ Κυρίου σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ παραλύτου. Κάτι ἀνάλογο συναντοῦμε καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου. Ἐκεῖ, ὅπως διαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀμέσως μετὰ «συνήγαγον οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;» (Ἰω. ια΄ 47).

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι ἦταν ποὺ Τοῦ ἔλεγαν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ... καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ» (Ματθ. κζ΄ 40, 42), ὅταν κάποιοι ἐκ τῆς κουστωδίας τούς «ἀπήγγειλαν ἅπαντα τὰ γενόμενα», ἐκεῖνοι πάλι «συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυ­τέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις» καὶ τοὺς συνέστησαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι «οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτόν, ἡμῶν κοιμωμένων» (Ματθ. κη΄ 11-13).

Τὶ φοβερὸ πράγμα νὰ διδάσκει ὁ Κύριος οὐράνιες ἀλήθειες καὶ νὰ τὸν μισοῦν! Νὰ ζεῖ μὲ μοναδικὴ ἁγιότητα καὶ νὰ ἀντιδροῦν! Νὰ θαυματουργεῖ καὶ νὰ ἐξαγριώνονται! Νὰ ἀνασταίνει ἀνθρώπους καὶ νὰ ἀνησυχοῦν! Νὰ ἀνασταίνεται ὁ Ἴδιος καὶ νὰ ἐξαπατοῦν! Πῶς εἶναι δυνατόν; Τί φταίει καὶ τελικὰ οἱ δικοί τους ὀφθαλμοὶ ποτὲ δὲν διανοίγονται; Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση τοῦ τυφλοῦ, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ ἐξαλείψει τὴ συνειδητὴ τύφλωση τῶν Ἰουδαίων. Τί συμβαίνει καὶ κάποιοι ἀρνοῦνται ἐπίμονα τὸν Θεό; Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἐρώτημα.

Τὸ ρῆμα «ἀνοίγω», ἡ ἔκφραση «ἀνέξε τοὺς ὀφθαλμούς», ποὺ στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ συναντοῦμε ἑπτὰ φορὲς (στ. 10, 14, 17, 21, 26, 30 καὶ 32), ἐμφανίζεται στὰ ἀναστάσιμα εὐαγγέλια καὶ ἄλλες δύο φορές· ἐκεῖ ὅμως προσδιορίζει τὴ διάνοιξη τοῦ νοὸς τῶν μαθητῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση (Λουκ. κδ΄ 31, 45). Ὁ Κύριος ἀνοίγει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν τυφλῶν, ἀνοίγει καὶ τὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν. Γιατὶ καὶ αὐτῶν ὁ νοῦς ἦταν σκοτισμένος.

Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν τὸν Θεό. Οἱ μαθητὲς δὲν Τὸν ἀντιλαμβάνονταν. Ἄλλο αὐτό. Καὶ σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος ἀπεκάλυπτε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν: τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν διωγμό τους καὶ τὸν δικό Του, γιὰ τὴ μάχαιρα τοῦ πνεύματος καὶ αὐτοὶ τοῦ ἔφερναν μαχαίρια (Λουκ. κβ΄ 37). Τοὺς μυοῦσε κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο στὰ μυστικὰ τῆς θεολογίας καὶ αὐτοὶ διετύπωναν ἀφελῶς ἐντελῶς ἐπίγειες ἐρωτήσεις. Τοὺς ἀπεκάλυπτε τὴ διὰ σταυροῦ σωτηρία καὶ αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν (Ματθ. κζ΄ 22). Τοὺς φανέρωνε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ αὐτοὶ δὲν κατανοοῦσαν περὶ τίνος μιλοῦσε. Τοὺς ἐμφανιζόταν ἀναστημένος καὶ αὐτοὶ «ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν» (Λουκ. κδ΄ 37)· βάδιζε μαζί τους ζῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ αὐτοὶ ἦταν προσηλωμένοι στὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς σταυρώσεως (πρὸς Ἐμμαούς). Τί τελικὰ ἔφταιγε καὶ δὲν ἔβλεπαν; Τί συνέβαινε καὶ δὲν καταλάβαιναν; Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο ἐρώτημα.

Ὑπάρχει μιὰ ὄμορφη λέξη στὴν πατερικὴ γλῶσσα ποὺ περιγράφει τὴ δυνατότητα τῆς ψυχῆς νὰ βλέπει τὰ θεῖα, νὰ ἀναγνωρίζει τὰ γεγονότα, νὰ ὁδηγεῖ σὲ αὐτογνωσία, νὰ μπορεῖ νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ∙ εἶναι τὸ «ὀπτικὸν» τῆς ψυχῆς. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι τὸ εἶχαν ἀδρανοποιημένο· δὲν μποροῦσαν. Οἱ Ἰουδαῖοι κατεστραμμένο· δὲν ἤθελαν. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὶ ἀδρανοποεῖ καὶ τὶ καταστρέφει τὴ δυνατότητα ὁράσεως τῆς ψυχῆς, διότι ἐμεῖς στὸ πρόσωπο τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν Ἰουδαίων, βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Συχνὰ λειτουργοῦμε εἴτε ὡς οἱ ἀπόστολοι εἴτε καὶ ὡς οἱ Ἑβραῖοι. Ἄλλοτε μὲ τὸ βλέμμα παράλυτο, ναρκωμένο, καὶ ἄλλοτε ἐντελῶς ἀνίκανο νὰ δεῖ, νεκρωμένο.

Θὰ ἀναφέρουμε τέσσερα στοιχεῖα ποὺ ἀδρανοποιοῦν τὴ δυνατότητα ὁράσεως –περίπτωση μαθητῶν– καὶ τέσσερα ποὺ τὴν παραλύουν, τὴ νεκρώνουν –περίπτωση Ἰουδαίων.

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἐξοικείωση, ἡ συνήθεια, ὁ ἐθισμὸς μὲ τὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν μᾶς εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστό, κάτι τὸ μοναδικό, ἀλλὰ εἶναι κάτι τὸ καθημερινὸ ὁ Θεός. Ἡ ψυχή μας χάνει τὴ ζωτικότητά της καὶ ἰσοπεδώνει κάθε τὶ μεγάλο μὲ τὸν ὁδοστρωτῆρα τοῦ καθημερινοῦ, στὸ ἐπίπεδο τοῦ συνηθισμένου. Αὐτὸς ὁ ἐθισμός, ἡ συνήθεια, μᾶς κάνει νὰ χάνουμε τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν μηνυμάτων καὶ τὴ μοναδικότητα τῶν γεγονότων ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν μικρῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν ἰδιορρυθμιῶν στὴν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Κύριος προανήγγειλε στοὺς μαθητὲς τὸ πάθος Του, αὐτοὶ ξεδίπλωσαν τὰ πάθη τῆς φιλοπρωτίας τους (Μάρκ. ι΄ 32-45). Πολὺ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ἡ φιλοδοξία, ἀλλὰ ὅταν κανεὶς τὴν ἀφήσει μέσα του, ἡ ψυχὴ λειτουργεῖ σὰν νὰ σιγοκοιμᾶται. Δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ. Ἡ ἐπανάπαυση καὶ ὁ ἐφησυχασμὸς ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία ἐμφανῶν ἁμαρτιῶν κοιμίζει τὴν ψυχὴ καὶ τῆς ἀποστερεῖ τὸ δικαίωμα καὶ τὴ δυνατότητα νὰ βλέπει. Αὐτὸ ποὺ τὴν εὐαισθητοποιεῖ εἶναι ἡ περιποίησή της στὴ λεπτομέρεια.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἡ παχύτητα τοῦ φρονήματος, ἡ ἐπιγει­ότητα. Τὸ νὰ μένει κανεὶς σὲ αὐτὰ ποὺ βλέπει καὶ ποὺ συλλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις του μόνο ἢ καὶ σὲ αὐτὰ ποὺ μπορεῖ λογικὰ νὰ κατανοήσει. Νὰ μὴν εἰσχωρεῖ στὰ αἰώνια, στὰ θεολογικά, στὰ οὐράνια. Νὰ ζεῖ κατὰ φύσιν καὶ νὰ ἀγνοεῖ τοὺς χυμοὺς τῆς κατὰ πνεῦμα ζωῆς καὶ τοὺς καρποὺς τῶν κατὰ χάριν ἐμπειριῶν. Αὐτὸ δὲν δείχνει ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ φόβου πάνω στοὺς ἀποστόλους; Ὁ φόβος τους, σαφὲς στοιχεῖο τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου, γέννησε τὴ δυσπιστία καὶ ἔκλεισε τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς τους.

Τέλος, νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴ δυσκινησία τῆς ψυχῆς, τὴ βραδύτητα τῆς καρδίας «τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται» (Λουκ. κδ΄ 25), τὴ διάθεση τῆς ἀνόητης ἀσφάλισης, τὴν ὀλιγάρκεια τῆς πίστεως τοῦ μέσου ὅρου. Ἡ κατάσταση αὐτὴ περιορίζει τὴν ψυχή, παγιδεύει τὸν νοῦ. Ἐνῶ ἀντιλαμβάνεται, δὲν νοιώθει· ἐνῶ θέλει, δὲν μπορεῖ· ζεῖ τὰ λίγα καὶ στερεῖται τὰ πολλά· ἀρκεῖται στὰ μικρὰ καὶ ἀγνοεῖ τὰ μεγάλα.

Ἂς δοῦμε τώρα πῶς νεκρώνεται τὸ ὀπτικὸν τῆς ψυχῆς, πῶς καταργεῖται ἡ δυνατότητα τῆς ὁράσεώς της. Ἑδῶ τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς κατεστραμμένα καὶ διεστραμμένα. Ὅπως λέγει ὁ Κύριος ἐπαναλαμβάνοντας τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «τετύφλωκεν [ὁ Θεὸς] αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν» (Ἰω. ιβ΄ 40, Ἠσ. στ΄ 9, 10). Τὰ μάτια τους ἦταν τυφλωμένα καὶ ἡ καρδιά τους σκοτισμένη καὶ πωρωμένη. Ὁ δὲ πρωτομάρτυς Στέφανος χαρακτη­ρίζει «ἀπερίτμητη» τὴν καρδιά τους καὶ «σκληροτράχηλη» (Πράξ. ζ΄ 51).

Αὐτὴ ἡ σκληρότητα, ἡ ἀπερίτμητη καὶ μὴ συντετριμμένη διάθεση καὶ ἡ πώρωση γεννᾶ τὴν ὁριστικὴ τύφλωση τῆς καρδιᾶς ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτηριστικά:

Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ἀλλαγῆς τρόπου ζωῆς, τὸ δεύτερο ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα, τὸ τρίτο ἡ παγίδευση στὸν ἐγωϊσμὸ καὶ τὰ πάθη καὶ τὸ τέταρτο ἡ παράδοση στοὺς λογισμούς.

Ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε ζωή, δὲν μποροῦμε οὔτε νὰ δεχθοῦμε τὸν Θεὸ Ἀναστάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου συνεπάγεται διαρκῆ ἀλλαγὴ ζωῆς· στροφὴ ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό, ἀπὸ τὸ λίγο καὶ στενὸ στὸ πολὺ καὶ ἐλεύθερο· ἀδιάκοπη μετάβαση ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο· συνεχῆ αὐτοαναίρεση μὲ ταπείνωση, εἰλικρίνεια καὶ ἐλπίδα. Ἐὰν οἱ Ἰουδαῖοι ἐδέχοντο τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ συναγωγή, τὶς πρωτοκα­θεδρίες, τὰ δικαιώματα, τὴν ὑποκρισία τους. Ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν ζωή.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ὁ Καϊάφας ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ» εἶπε «συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ» (Ἰω. κ΄ 49, 50). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιὰ συμφέρον∙ καὶ δὲν ἐννοεῖ βέβαια τὸ πνευματικὸ συμφέρον ἀλλὰ τὸ στενὸ προσωπικό ἢ συλλογικὸ τῶν Ἰουδαίων. Τὶ θὰ συντηροῦσε τὴ λειτουργία τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας τους. Τὶ θὰ διασφάλιζε τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ συνεδρίου. Ἐμπόδιο στὸ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Κύριο καὶ νὰ Τὸν δεχθοῦν στὴν καρδιά τους ἀπετέλεσε τὸ στενὸ συμφέρον τους.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ τὰ πάθη προξενοῦν αὐτὴν τὴ δυσκαμψία τῆς ψυχῆς, τὴ σκληρότητα καὶ τὴν τύφλωσή της. Πῶς νὰ δεχθοῦμε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὣς τώρα δηλώνουμε πὼς πιστεύουμε; πῶς νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι κάναμε ὣς τώρα λάθη; Ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου μας γύρω μας εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἀλήθειας μέσα μας. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ἀνειλικρίνεια γεννᾶ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας.

Τέλος, τύφλωση δημιουργεῖ ἡ ἀγκύλωση τῶν λογισμῶν μας καὶ οἱ προκαταλήψεις μας. Ἴσως δὲν φανταζόμαστε, ἀλλὰ ὁ στραβὸς λογισμὸς ἔχει τέτοιο πεῖσμα, ποὺ καὶ θαῦμα νὰ γίνει αὐτὸς τὸ ἀρνεῖται. Πιὸ εὔκολα βλέπετε οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέδωσαν τὸ θαῦμα σὲ δαιμονικὴ ἰσχὺ τοῦ Κυρίου παρὰ στὴ θεότητά Του (Ἰω. θ΄ 24). Γιὰ ὅλα ὑπάρχουν οἱ ἐξηγήσεις· πάντοτε βρίσκουμε ἐπιχειρήματα πειστικά. Τίποτε ὅμως δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀλήθεια. Ἡ δυσκαμψία τοῦ λογισμοῦ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ βαθεῖς ἐγωϊσμοὺς ποὺ καίρια πλήττει τὸ ὀπτικὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς. Εἶναι τύφλωση μὲ φρόνημα ὁράσεως· σκοτάδι μὲ ὄνομα φωτός· φαρισαϊκὴ σκληρότητα μὲ ἔνδυμα εὐλαβείας.

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν μᾶς λέγει ξεκάθαρα: Οἱ πραγματικοὶ τυφλοὶ ἦταν οἱ Ἑβραῖοι τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, δὲν ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτὸς μπόρεσε καὶ εἶδε. Τυφλοὶ μπορεῖ νὰ εἴμαστε καὶ ὅλοι ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι καλοὶ τυφλοὶ –μακάρι νὰ εἴμαστε σὰν αὐτὸν τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ ποὺ τελικὰ ἀνέβλεψε!– ἀλλὰ τραγικοὶ τυφλοί, σὰν τοὺς Ἑβραίους, ποὺ εἶχαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια τους καὶ ὅμως δὲν ἔβλεπαν. Κι ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα στὶς εὐλογίες τοῦ Ἀναστάντος, μέσα στὸν πλοῦτο τῶν δώρων τῆς θεϊκῆς παρουσίας καὶ ἀγάπης, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ τὴ χτυποῦν αἰῶνες τώρα οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, αὐτὴ ὅμως «πολεμουμένη νικᾷ». Κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ στὶς ἡμέρες μας. Θὰ μποροῦσε νὰ βλέπουμε μὲ κοσμικὸ μάτι τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὶς ἀπειλές, τὶς συκοφαντίες, τὴν κατασκευασμένη σκανδαλιστικὴ εἰκόνα της καὶ νὰ χάνουμε τὸ μυστήριό της.

Ἂς στρέψουμε λοιπὸν τὰ μάτια μας στὴ λάμψη τοῦ φωτὸς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντικρύσουμε στὰ πάντα τὸ χέρι καὶ τὴν εὐλογία Του. Τότε θὰ δοῦμε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀλήθεια Του μέσα μας. Τότε θὰ διακρίνουμε μέσα στὸ σκότος τῆς κοινωνίας τὴ φωτοχυσία τῆς θεϊκῆς δυνάμεως καὶ παρουσίας καὶ μέσα στὶς προσβολὲς τῆς Ἐκκλησίας τὴ δόξα της. Εὔχομαι νὰ ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας τὴν ὅρασή της, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὁμολογεῖ τὴ λιακάδα τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀλήθεια τῶν μηνυμάτων Του!


Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ 2021

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Δεύτε λάβετε Φως" τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καῖ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Σπάτα 2021


Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος 2021*

welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τέταρτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα μᾶς διαβάζει μιὰ περικοπὴ πολὺ περιγραφική, πολὺ περιεκτική, πολὺ θεολογική ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ πολὺ ἀνθρώπινη. Στὴν παραβολὴ αὐτήν, ἐμφανίζεται ὁ Κύριος πορευόμενος μὲ τοὺς μαθητές Του στὴ Σαμάρεια, μάλιστα δίπλα σὲ μιὰ πηγή, στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου κάθεται νὰ ξεκουραστεῖ ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία. Εἶναι μεσημέρι, οἱ μαθητὲς πηγαίνουν νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα στὴν πόλη, μένει μόνος του καὶ ἐκεῖ ἔρχεται μιὰ γυναίκα, Σαμαρείτιδα, ἀλλοεθνής, δηλαδὴ μὴ Ἰσραηλίτισσα, γιὰ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ τὸ πηγάδι νερό. Ὁ Κύριος βρίσκει τὴν εὐκαιρία καὶ ἀνοίγει μαζί της διάλογο. Τὸ ἐνδιαφέρον σὲ αὐτὴν τὴν περικοπή εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς διαβάζει μὲ ἀκρίβεια τὴν ψυχὴ αὐτῆς τῆς γυναίκας, τολμᾶ νὰ τῆς κάνει κάποιες ἀποκαλύψεις γιὰ τὴν προσωπική της ζωὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο μαζί της νὰ διατυπώσει βαθιὲς θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς ἀλήθειες, τέτοιες ποὺ οὔτε ἡ ἴδια μποροῦσε νὰ καταλάβει οὔτε στοὺς μαθητές του εἶχε προηγουμένως κάνει οὔτε κι ἐμεῖς ποὺ μελετοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο μποροῦμε εὔκολα νὰ κατανοήσουμε. 

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις οὔτε εἶχε προηγηθεῖ ἀπὸ μέρους της κάποια προετοιμασία προκειμένου νὰ ζήσει αὐτὲς τὶς ἀποκαλύψεις καὶ νὰ ἐκτεθεῖ σὲ μιὰ τέτοια διδασκαλία. Ἡ ζωή της, ἡ ταυτότητά της, οἱ συνθῆκες δὲν φαίνεται νὰ συνηγοροῦσαν σὲ κάτι τέτοιο. Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν ἀνεζήτησε αὐτὴ τὸν Κύριο οὔτε τὸν ἐγνώριζε οὔτε καὶ τοῦ ἔθεσε αὐτὴ τὰ πρῶτα ἐρωτήματα. Βρέθηκε κοντά Του, ἀλλὰ δὲν Τὸν πλησίασε αὐτή. Ὁ Κύριος τὴν πλησίασε. Αὐτὴ πῆγε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ ἀντλήσει τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὶς ἀνάγκες της, ὅπως πιθανὸν θὰ ἔκανε εἴτε καθημερινὰ εἴτε σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ συνάντηση ἦταν συγκυριακή, ἡ ἴδια δὲ μᾶλλον ἀνυποψίαστη. Γιὰ ἄλλον λόγο πῆγε στὴν πηγὴ καὶ ἄλλο τῆς προέκυψε.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς συναντήσεως εἶναι ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα πλησιάζει τὸν Κύριο ἐντελῶς ἀνυποψίαστη καὶ ἐπισκέπτεται τὸ φρέαρ γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους ποὺ δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε. Ὁ τόπος ἦταν μὲν ἱερός, ἀφοῦ κατὰ τὴν παράδοση εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰακὼβ στὸν Ἰωσὴφ τὸν υἱό του, δὲν ἦταν ὅμως ἕνας τόπος λατρείας ἢ κηρύγματος καὶ διδασκαλίας.

Τὸ δεύτερο εἶναι ὅτι ὁ διάλογος γίνεται μεταξὺ τοῦ Κυρίου καὶ μιᾶς γυναίκας. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ ρόλος καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση τῆς γυναίκας δὲν ἄφηναν περιθώρια σὲ ἕναν διδάσκαλο νὰ ἐμπιστεύεται τὴν ὑψηλὴ καὶ ἀποκαλυπτική του διδασκαλία σὲ μιὰ γυναίκα. Δὲν θεωρεῖτο σωστὸ νὰ ξοδέψει κανεὶς τὸν θησαυρό του καταθέτοντάς τον σὲ μιὰ μάλιστα ἄγνωστη γυναίκα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο, ὅταν ἐπέστρεψαν οἱ μαθητές, ἀπόρησαν πῶς ἦταν δυνατὸν ὁ διδάσκαλος νὰ κάθεται καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ μιὰ γυναίκα. Ἀλλὰ καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ μέσα στὰ Εὐαγγέλια καὶ μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἐτῶν δὲν ἐμφανίζεται κάτι τέτοιο. Ἔχουμε γυναῖκες μάρτυρες, ἔχουμε τὶς Μυροφόρες, ἔχουμε τὶς μαθήτριες, ἀλλὰ τὶς ἔχουμε ἁπλῶς νὰ ἀκοῦν ὄχι ὅμως καὶ νὰ διαλέγονται. Δεύτερη λοιπὸν ἀρνητικὴ συνθήκη μετὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σαμαρείτιδα φαινόταν ἀνυποψίαστη καὶ ἀκατάλληλη ἦταν τὸ ὅτι ἦταν γυναίκα.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ δὲν θὰ συνηγοροῦσε στὸν διάλογο ὅπως ἐξελίχθηκε. Τὸ ὅτι δὲν ἦταν μόνο γυναίκα, ἀλλὰ ἦταν καὶ Σαμαρείτιδα, σὰν νὰ λέγαμε μιᾶς περιφρονημένης φυλῆς καὶ κατηγορίας πρόσωπο. Οὔτε σὲ αὐτὸ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ μποροῦσε ὁ Κύριος νὰ ἐμπιστευθεῖ, ὅπως προανέφερα, τὸν λόγο Του.

Τὸ πιὸ ἀρνητικὸ ὅμως στοιχεῖο γιὰ τὸν διάλογο αὐτὸν εἶναι ὅτι ἐπρόκειτο τελικῶς περὶ μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, μιᾶς μοιχαλίδας, ἡ ὁποία εἶχε πέντε ἄνδρες ποὺ τοὺς παράτησε καὶ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὸν διάλογο καὶ ὁ ἄνδρας μὲ τὸν ὁποῖο συζοῦσε δὲν ἦταν ἄνδρας της κανονικός, νόμιμος, εὐλογημένος κατὰ κάποιον τρόπο.

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο ποὺ οἱ προϋποθέσεις τῆς ζωῆς του εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετες στὸ νὰ καταστεῖ μάρτυρας μοναδικῶν θεολογικῶν ἀποκαλύψεων. Δὲν ἦταν ἕνας Φαρισαῖος ἢ κάποιος γραμματεύς, δὲν ἦταν κάποιος μαθητής, δὲν ἦταν ἕνας μορφωμένος ἄνδρας, μελετητὴς τῶν Γραφῶν. Ἦταν μιὰ ἀνυποψίαστη γυναίκα, Σαμαρείτιδα, γνωστὴ στὸν τόπο τῆς διαμονῆς της γιὰ τὴν προκλητικὴ ἁμαρτωλότητά της, ἠθικὰ στιγματισμένη, ἀπροκάλυπτος παραβάτης τῶν Ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ βιβλικῶν ἐντολῶν.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό· ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος τῆς ἀποκαλύπτει τὸν ἔκλυτο βίο της, ἡ γυναίκα αὐτὴ συμπεριφέρεται σὰν νὰ μὴν εἶναι ἕτοιμη νὰ μετανοήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀλλάζει τὴν συζήτηση καὶ τὴν μεταθέτει σὲ πιὸ πνευματικὰ θέματα. Θὰ περίμενε κανείς, μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τῆς ἁμαρτίας της, ἂν πραγματικὰ εἶχε μέσα της σπέρματα καλῆς προθέσεως καὶ διάθεση μετανοίας, ἀντὶ νὰ στρέψει τὴ συζήτηση ἀλλοῦ, νὰ ζητήσει ἀμέσως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν τὸ κάνει ὅμως αὐτὸ ἡ Σαμαρείτιδα. Οὔτε ὁ Κύριος δείχνει νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ τὸ σχολιάζει.

Ἀντίθετα, ἡ Σαμαρείτιδα ἐπιμένει στὴν ἀδυναμία της νὰ ἀνοίξει τὴν ψυχὴ καὶ τὰ μάτια της καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας της. Πράγματι, ὅταν στὴν πρόοδο τῆς συνομιλίας ὁ Κύριος τῆς φανερώνει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Μεσσίας, ἐκείνη δὲν τὸ καταλαβαίνει καὶ συνεχίζει νὰ διατηρεῖ τὶς ἀμφιβολίες της. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν πηγαίνει στοὺς συγχωριανούς της καὶ τοὺς ἀναγγέλλει τὸ συμβάν, τοὺς λέγει: «Ἐλᾶτε, συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο», ἔτσι τὸν ἀπεκάλεσε, «ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάνει στὴ ζωή μου· μήπως τυχὸν εἶναι ὁ Χριστός;»

Ἡ πρώτη λοιπὸν ματιὰ εἶναι μᾶλλον ἀρνητικὴ ἀλλὰ καὶ συμπαθὴς γι’ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Εἶναι συμπαθὴς γιατὶ παρουσιάζει μιὰ ἀθωότητα. Φαίνεται ἀπὸ τὴν ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία συμμετέχει στὸν διάλογο μὲ τὸν Κύριο. Ἂν καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς ἀπαν­τήσεις ποὺ τῆς δίνει, οἱ ἐρωτήσεις της εἶναι ἁγνές, πνευματικές. Μὲ ἁπλότητα παιδική καὶ ἀφελότητα στὴν οὐσία συμμετέχει σὲ αὐτὸν τὸν διάλογο, τὸν ὁποῖο ἀνοίγει ὁ Κύριος. Εἶναι προφανὲς ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ποὺ παρουσιάζει τόσες ἀντίθετες προϋποθέσεις, ποὺ ἔχει τόσα ἀρνητικὰ στοιχεῖα καὶ ποὺ σίγουρα τὴν ἀκολουθεῖ ἕνας δημόσιος στιγματισμός, κρύβεται ἕνας θησαυρός. Ὁ Κύριος δὲν εἶδε μόνο τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ τὰ ἀρνητικά της, ἀλλὰ διέκρινε καὶ τὴ βαθύτερη διάθεσή της, τὸν ἄγνωστο θησαυρὸ τῆς ψυχῆς της, τὴν κρυμμένη ἀξία της. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ ὅλα τῆς ἐμπιστεύεται τὸν θησαυρὸ τῆς ἀλήθειας Του.

Ἕνα δεύτερο θετικὸ στοιχεῖο εἶναι ὁ αὐθορμητισμός της. Μόλις τῆς λέγει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας «ἀφῆκε τὴν ὑδρία αὐτῆς» (Ἰω. δ΄, 28), τὰ ἀφήνει ὅλα, τὴ στάμνα της καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο βρέθηκε στὸ πηγάδι. Αὐτὸ δείχνει ἕναν συγκινητικὸ αὐθορμητισμό. Δὲν πῆρε τίποτε μαζί της, ἀλλὰ ὅπως οἱ μαθητὲς μόλις συνήντησαν τὸν Κύριο «ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Λουκ. ε΄ 11), αὐτὴ ἀφήνοντας τὰ πάντα τρέχει νὰ μοιραστεῖ τὴν ἐμπειρία της μὲ τοὺς συγχωριανούς της. Ἡ ψυχή της μᾶς θυμίζει λίγο τὸν Πέτρο. Καὶ αὐτὸς δὲν ὀρθολογιζόταν σὲ ἀντίστοιχες στιγμές, ἀλλὰ μὲ ἕναν ἔντονο ἐσωτερικὸ αὐθορμητισμὸ προχωροῦσε στὶς ἐπιταγὲς τῆς ψυχῆς του; Κάτι ἀνάλογο δὲν ἔκανε καὶ αὐτή;

Αὐτὴ ἡ στάση της εἶναι ἐνδεικτικὴ καὶ μιᾶς ἄλλης ὄμορφης πτυχῆς τῆς ψυχῆς της. Αὐτὸν τὸν θησαυρό, αὐτὸ ποὺ ἀνακάλυψε, δὲν κάθησε στενόκαρδα, ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα νὰ τὸν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν ἄντεξε οὔτε μιὰ στιγμή, ἀφήνει τὴν ὑδρία καὶ τρέχει νὰ πάει νὰ τὸν μοιραστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς συγχωριανούς της, μὲ τοὺς φίλους της, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους διέμενε. Πολὺ μεγάλο πράγμα αὐτό. Νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πάει οὔτε στὸν παράδεισο μόνος του. Νὰ θέλει τὰ πάντα νὰ τὰ μοιράζεται. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει κοινωνία, εἶναι ἡ δυνατότητα καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μετέχει ὁ ἕνας στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Νὰ μοιράζεται τὴ χαρά του, τὴ λύπη του, τὸ πρόβλημά του, νὰ μοιράζεται ἐνδεχομένως τὸν σκανδαλισμό του. Νὰ μοιρά­ζεται τὰ πάντα, τὸ φαγητὸ τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ ὑλικό. Νὰ μοιράζεται τὴ σωτηρία του. Ἔζησε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἔνοιωσε μέσα της τὴν ὁδήγησε πραγματικὰ σὰν ἄλλος ἀπόστολος νὰ τρέξει στὸ χωριό της, μὲ τὸ γνωστὸ στὴ συνέχεια ἐπακόλουθο τῆς μεταστροφῆς ὅλου αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Σὲ αὐτὴν τὴν ψυχὴ ὁ Κύριος σταδιακὰ κατέθεσε τὸν θησαυρό Του. Στὴν ἀρχὴ μὲν τὴν ὑποψίασε μιλῶντας γιὰ τὸ ζῶν ὕδωρ ποὺ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὸ τὸ νερὸ τῆς ζωῆς τὸ ὁποῖο τὸ πίνεις καὶ δὲν διψᾶς. Ἀλλὰ ὄχι μόνον αὐτό· τὸ πίνεις καὶ μεταμορφώνεσαι καὶ γίνεσαι «εἰς πηγὴν ὕδατος ἁλλομένου» (στ. 14), γίνεσαι μία πηγὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπηδάει αὐτὸ τὸ νερό, μεταμορφώνεσαι σὲ πηγὴ ζωῆς.

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», (Ἰω. ζ΄, 38) λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς παρακάτω. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος πιστεύει σὲ μένα, μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του ἀναπηδοῦν, πηγάζουν, ρέουν ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος· βγαίνει ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα ἀπὸ τὴν ὅλη του ὕπαρξη. Γνώρισμα τοῦ χριστι­ανοῦ εἶναι ὅτι εἶναι γεμάτος ζωὴ καὶ μεταγγίζει αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν καταλάβαινε. Αὐτὴ μιλοῦσε γιὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ, μιλοῦσε γιὰ νερὸ ποὺ τὸ πίνεις καὶ ξεδιψᾶς, ὅπως γίνεται συνήθως μὲ τὸ φυσικὸ νερό. Δὲν μποροῦσε, παρὰ τὴ γλύκα καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ξεδιψασμὸ ποὺ αἰσθανόταν, νὰ καταλάβει τὸ νόημα αὐτό. Ὁ Κύριος ὅμως έκτυλίγει μὲ ἐμπιστοσύνη τὴ διδασκαλία Του, γιὰ νὰ τῆς προκαλέσει τὴν ἀρχικὴ ὑποψία τοῦ μυστηρίου Του μέσα στὴν καρδιά της. Αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο βῆμα τῆς προσφορᾶς τοῦ Κυρίου.

Τὸ δεύτερο· τῆς κάνει μιὰ ἀποκάλυψη ἐπίγεια, ποὺ ὅμως ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴ δική της ζωή. Τῆς ἀποκαλύπτει τὴ ζωή της, χωρὶς φαινομενικὰ νὰ τὴν γνωρίζει. Στὴν οὐσία τὴ γνώριζε. Αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁ Θεὸς τὸ δίνει στὴν Ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι καθαροί, ἄνθρωποι παρθενικοὶ στὴν καρδιά τους, ἄνθρωποι φωτισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, πού, ὅταν τοὺς πλησιάζεις, νοιώθεις νὰ σὲ περνοῦν ἀπὸ μιὰ ἀξονικὴ τομογραφία. Κατανοοῦν τὶς λεπτομέρειες ὄχι μόνον τῆς ζωῆς σου ἀλλὰ καὶ τὶς λεπτομέρειες ἐνίοτε τῶν ἰδιωμάτων τοῦ προσώπου σου, ἁμαρτίες, ἀρετές, χαρίσματα, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ στὴ ζωή μας. Αὐτοὶ ἔχουν τὴν ἄλλη ὅραση. Ἴσως ἀρκετοὶ νὰ ἔχουμε συναντήσει τέτοιους ἀνθρώπους πού, ὅπως ὁ Χριστός, καὶ αὐτοὶ διαβάζουν τὴν ψυχὴ καὶ τὴ ζωή μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ὁ Κύριος στὴ Σαμαρείτιδα· τῆς ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία της. Ἀλλὰ δὲν μένει σὲ αὐτό. Φαίνεται πὼς ἡ γυναίκα δὲν τὸ καλοκατάλαβε. Ἔμεινε περισσότερο στὸν ἐντυπωσιασμό, στὸ παράξενο τοῦ πράγματος παρὰ στὴν οὐσία. Ἡ οὐσία ἦταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλή καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ μετανοήσει. Δὲν ἦταν ὅτι ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ μύχια τῆς ψυχῆς καὶ τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς της.

Παρὰ ταῦτα, ὁ Κύριος προχωράει καὶ σὲ ἕνα τρίτο στάδιο. Τῆς ἀποκαλύπτει πλέον καὶ ἀλήθειες περὶ τοῦ Θεοῦ, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτῷ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰω. δ΄, 24). Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα, δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἐπίγειους τσακωμούς, τὰ σχήματα καὶ τὶς μορφὲς ποὺ ἐμεῖς Τοῦ δίνουμε καὶ ποὺ Τὸν κάνουμε τόσο ἀνθρώπινο, τόσο ξεφτισμένο στὴν οὐσία. Τὸν μικραίνουμε τὸν Θεὸ καὶ διαπληκτιζόμαστε γιὰ τὸ ἂν θὰ Τὸν λατρεύουμε τελικά, ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι, στὰ Ἱεροσόλυμα ἢ στὸ ὄρος Γαριζὴν οἱ Σαμαρεῖτες. Εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ὁ Θεός. Τῆς λέγει λοιπὸν ὅτι εἶναι πνεῦμα καὶ τελικὰ δὲν ἔχει σημασία τὸ ποῦ λατρεύεται ἀλλὰ τὸ πῶς λατρεύεται, τὸ ὁποῖο εἶναι «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Φυσικὰ καὶ αὐτὸ δὲν τὸ κατάλαβε ἡ γυναίκα αὐτή.

Ἀφοῦ, λοιπόν, τῆς φανερώνει τὴ ζωή της, ἀφοῦ τῆς ἀποκαλύπτει μιὰ θεολογικὴ ἀλήθεια πολὺ σημαντικὴ πού, ἐνῶ αὐτὴ δὲν τὴν κατανοεῖ, Αὐτὸς τὴν εἰρηνεύει καὶ τὴν τακτοποιεῖ ἐσωτερικά, τῆς ἀποκαλύπτει καὶ τὴ θεότητά Του, τὸ πρόσωπό Του. Τῆς λέγει ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ἔτσι ἁπλᾶ καὶ μὲ σαφήνεια: «Ἐγὼ εἰμὶ» (στ. 26), μὲ δύο λέξεις, χωρὶς περισσότερα λόγια. Τῆς ἐμπιστεύεται τὸ μεῖζον. Τῆς δίνει μιὰ μαρτυρία περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Του ποὺ δὲν τὴν εἶχε σὲ ἄλλους ἄμεσα διατυπώσει.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν συνάνθρωποί μας μὲ ἁμαρτωλὸ μὲν βίο, ποὺ ἴσως νὰ ἔχουν παρασυρθεῖ σὲ μεγάλες ἐκτροπὲς καὶ πτώσεις, ταυτόχρονα ὅμως, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι νὰ κρύβουν ἀρετές σὰν τὶς ἀρετὲς τῆς Σαμαρείτιδος, τὴν ἀθωότητα, τὸν αὐθορμητισμό, τὴ δίψα τῆς μἀθησης, τὴν ἀνάγκη νὰ μοιραστοῦν τὴν ἀγάπη, νὰ μοιραστοῦν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, νὰ μοιραστοῦν  τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀλήθεια Του. Συχνὰ κάτι τέτοιο τὸ ζοῦμε στὰ σπίτια μας, ἴσως σὲ συγγενικές μας οἰκογένειες, ἴσως σὲ φιλικές, παιδιὰ πολὺ καλὰ στὴ φύση τους, μὲ εὐαίσθητο ἐσωτερικὸ κόσμο, μὲ καλωσύνη, νὰ ἐκτρέπονται, νὰ πέφτουν στὰ ναρκωτικά, νὰ ἁμαρτάνουν, νὰ ἀκολασταίνουν, νὰ ἐκφυλίζονται πνευματικά, πραγματικὰ νὰ ξεφτίζουν. Καὶ διερωτόμαστε πῶς εἶναι δυνατὸν ἕνα τέτοιο παιδὶ νὰ ζεῖ ἔτσι, νὰ ὁδηγεῖται στὴν καταστροφή; Τὸ κριτήριο ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, εἶναι κριτήριο ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν. Γι’ αὐτὸ πάντα ἐλπίζουμε.

Ἀντίθετα, γράφει ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους: «ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α΄ Κορ. ι΄ 12). Αὐτὸς ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι εἶναι σταθερός και ἔχει τὴν ἀσφάλεια τοῦ καλοῦ, ἂς προσέχει νὰ μὴν πέσει. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται πὼς ἔχει ἀρετές καὶ χαρίσματα ἂς ταπεινώνεται, γιατὶ συχνὰ ἄνθρωποι μὲ τέτοιες ἀρετὲς ἔχουν μεγάλες ἀδυναμίες καὶ πέφτουν, ἡ ἔπαρση τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἄνθρωποι ταπεινωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τους τελικὰ εὐαρεστοῦν στὸν Θεό, ἐνῶ ἄλλοι ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴν αὐτάρκεια τῶν ἀρετῶν τους, ὑπερηφανεύονται καὶ χάνονται ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλήθεια γεννᾶ σοφία καὶ ἐλπίδα. Τὴ σοφία τῆς ταπείνωσης καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. «Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. γ΄ 8). Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιορισμοὺς στὸ ποῦ φανερώνεται. Φανερώνεται στὸν Ληστὴ καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Σταύρωσής Του. Φανερώνεται στὴν πόρνη γυναίκα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Φανερώνεται στοὺς μαθητές Του ποὺ Τὸν ἐγκατέλειψαν. Φανερώνεται στὸν Νικόδημο, τὸν φοβισμένο μαθητή. Φανερώνεται καὶ στὴ Σαμαρείτιδα. Καὶ ὄχι μόνο τῆς φανερώνεται, ἀλλὰ τὴν ἀξιώνει νὰ γίνει ἱεραπόστολος δικός Του, ὅπως ἔγιναν καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ προανέφερα.

Τὶ ἐλπίδα δὲν γεννᾶ αὐτό! Ἐλπίδα γιὰ ὅλους. Πόσο συχνὰ δὲν χάνουμε αὐτὴ τὴν ἐλπίδα μας καὶ βαρυθυμοῦμε γιὰ τὰ παιδιά μας, γιὰ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας μας, γιὰ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γνωστούς μας! Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας γιὰ τοὺς ἄλλους ἴσως νὰ εἶναι ἡ μεγάλη δική μας ἁμαρτία.

Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως προσέρχονται παιδιά, γέροι, μικροί, μεγάλοι, κάθε ἡλικίας μὲ ἀπίστευτα πάθη, μὲ ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ἐκτροπὲς στὴ ζωή τους, μὲ συνακόλουθα ἀδιέξοδα καὶ δράματα. Γιὰ ὅλους ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα. Τὰ ἐξομολογητήρια κρύβουν μεγάλη πίκρα καὶ πόνο γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ταυτόχρονα ὅμως σὰν ἄλλες μῆτρες γεννοῦν τὴ μεγάλη ἐλπίδα τῆς μεταστροφῆς τῶν ἀνθρώπων, σὰν ἄλλοι τἀφοι πιστοποιοῦν τὴν Ἀνάσταση. Τὰ ἐξομολογητήρια ἀποδεικνύουν τὴν χάρι καὶ τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸν διάλογο μὲ τὴ Σαμαρείτιδα, ὅταν εἶδε νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὴν πόλη Συχὰρ οἱ συγχωριανοί της, εἶπε στοὺς ἀποστό­λους· σηκῶστε τὰ μάτια σας καὶ ρίξτε ἕνα βλέμμα ὅτι «λευκαὶ εἰσὶν αἱ χῶραι πρὸς θερισμὸν» (στ. 35), ὅτι τὰ χωράφια εἶναι ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Θερίζοντες εἶναι οἱ μαθητές, εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας.

Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ποτέ. Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει διαστροφή, δὲν χάθηκε ἡ ζωή. Δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ἀσθένεια μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ νὰ μὴν θεραπεύεται οὔτε θάνατος ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸν διαδεχθεῖ ἡ ἀνάσταση· οὔτε ὁ Κύριος δυσκολεύεται νὰ δείξει καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θαῦμα Του, καὶ τὴ θεότητά Του καὶ τὸ πρόσωπό Του στὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ σπίθες αὐτοῦ τοῦ ἁγνοῦ πόθου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀθωό­τητος ποὺ εἶχε ἡ Σαμαρείτιδα.

Πηγὴ αὐτῆς τῆς ἐλπίδας εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, αὐτὸ τὸ γεγονὸς ποὺ σαράντα ἡμέρες γιορτάζουμε καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ μᾶς ξαναθυμίζει καὶ σὲ ὅλη της τὴν πορεία ἐπαναλαμβάνει, ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀνέστη. Καὶ ὁ Χριστὸς Ἀνέστη, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μείνει ἀναστημένος Ἐκεῖνος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναστήσει ὅλους μας. Νὰ μᾶς ἀναστήσει, ὄχι ὅταν θὰ πεθάνουμε βιολογικά, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀνασταίνει κάθε στιγμὴ ποὺ πεθαίνουμε ἁμαρτά­νοντας, ἀρνούμενοι τὴ θεότητά Του, ἀγνοοῦντες τὸ πρόσωπό Του.

Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως ἂς τὴ διατηρήσουμε ἄσβεστη, ἀνέκ­λειπτη καὶ ἀνέσπερη, ὅπως τὸ φῶς ποὺ λάβαμε τὴ νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, πάντα στὴν καρδιά μας καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος 2021

*Απόσπασμα από το βιβλίο "Δεύτε λάβετε Φως" τοῦ Μητροπολίτου Μεσογαίας καῖ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου, Ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς, Σπάτα 2021


Mήνυμα M. Ἑβδομάδας 2021

welcome img

Ἡ πορεία μας μέσα στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ ἰδίως μέσα στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἴσως φαντάζει κάπως δύσκολη καὶ λίγο δυσβάστακτη. Ζοῦμε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἴσως καὶ ὅλοι, νηστεύουμε ἀλάδωτα. Ἂν ὅμως νηστεία θεωρήσουμε μία στέρηση τὴν ὁποία δέχεται ἡ ψυχή μας καὶ ὄχι τὸ σῶμα μας, τότε δὲν νηστεύουμε αὐτὲς τὶς ἑπτὰ τελευταῖες μέρες. Γιατὶ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς δὲν στερεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή μας αὐτὰ ποὺ ποθεῖ καὶ λαχταρᾶ, ἀλλὰ μᾶς προσφέρει τὸ καλύτερο τραπέζι μὲ τὰ πλουσιότερα ἐδέσματα. Αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα ὁ κάθε χριστιανὸς «καταλύει εἰς πάντα». Μᾶς τὰ δίνει ὁ Θεὸς ὅλα πλούσια μέσα στοὺς ναοὺς καὶ μέσα στὶς ὄμορφες καὶ λαμπρὲς αὐτὲς ἀκολουθίες, ποὺ ἔχουν ἐξωτερικὴ πένθιμη μορφή, στὴν οὐσία ὅμως ἔχουν χαρακτῆρα θεολογικῆς πανηγύρεως.

Συχνὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς φαίνεται κάπως δύσκολος. Νοιώθουμε τὴν ἀλήθεια Του λίγο πικρή, γιατὶ ἑστιάζουμε τὴν προσοχή μας στὶς ἐξωτερικὲς φαινομενικὲς δυσκολίες. Σήμερα ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς λέει «ὄχι!». Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι πικρὴ οὔτε εἶναι ὅπως τὴν ἔχουμε μέσα στὸ μυαλό μας, κάπως στενή, σφικτή, κουραστική, κακόμοιρη. Ἐὰν στὸ νοῦ τοῦ καθενός μας ἡ ἀλήθεια συνδέεται μὲ ἀρνητικὰ αἰσθήματα, τότε δὲν τὴν κατέχουμε πραγματικά, διότι ἔχει μιὰ μοναδικὴ ὡραιότητα.

Εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει ἀλήθεια χωρὶς αἰσθητική καὶ χωρὶς ὀμορφιά. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεὸς ποὺ λέγει τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἡ ἀλήθεια νὰ μὴν ἔχει μιὰ ὡραιότητα, τέτοια ποὺ νὰ ζεσταίνει κάθε πλησίασμά μας κοντά Του, τέτοια ποὺ νὰ δροσίζει κάθε ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς παρουσίας Του στὴ ζωή μας.

Λέγει ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς Μ. Ἑβδομάδος: «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος παρά πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς πρός ἑστιάσιν πνευματικήν». Ὁ Nυμφίος, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴ μεγαλύτερη ὀμορφιὰ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, μᾶς προσκαλεῖ ὅλους στὸ τραπέζι αὐτὸ τὸ πνευματικό, σ’ αὐτὴν τὴ συνεστίαση, καὶ ὁ ἴδιος μᾶς ἐνδύει μὲ τὴ στολὴ τῆς δικῆς Του ὡραιότητος. Δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μόνο ὡραῖος, ἀλλὰ μᾶς παίρνει ἕναν - ἕναν καὶ μᾶς μεταγγίζει ἀπὸ τὴ δικὴ Του ὀμορφιὰ καὶ ὡραιότητα. Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ὀμορφιά; Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ὡραιότητα; Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ κάλλος ποὺ ἔχει ὁ Νυμφίος, ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας;

Τὸ πρῶτο κάλλος ποὺ ἔχει εἶναι τὸ ἠθικό. Διαβάζοντας τὴ ζωή Του μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή διακρίνουμε τὴ μοναδικῆς ὡραιότητος παρουσία Του. Ἡ ὀμορφιά Του ἔχει λεπτότητα καὶ μοναδικότητα, χαρακτηριστικὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ πρόσωπο Του μὲ μιὰ μορφὴ τέλειας ἰσορροπίας καὶ ἁρμονίας. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ ἀνθρώπινο μυαλὸ πιὸ καθαρή, πιὸ κρυστάλλινη ἠθικὰ ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτὴν προβάλλει καὶ ὡς πρότυπο γιὰ ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Ὑπάρχει καὶ ἡ κοινωνικὴ ὀμορφιά, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Χριστό, καθὼς ξεχύνεται στοὺς ἀνθρώπους ὡς ἔλεος, ὡς ἀγάπη, ὡς μοναδικὴ διδασκαλία, ὡς θαύματα, ὡς φροντίδα καὶ μέριμνα γιὰ τὴ ζωὴ ὅλων συλλογικὰ καὶ τοῦ καθενὸς ξεχωριστά. Εἶναι αὐτὸ τὸ ξεχείλισμα τοῦ δικοῦ Του κοινωνικοῦ χαρακτῆρος στὸν καθένα μας.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο κάλλος, ἀκόμη μεγαλύτερο. Εἶναι τὸ θεϊκό, τὸ θεολογικὸ κάλλος, αὐτὸ τῆς Μεταμορφώσεως, αὐτὸ τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ἀστραπῆς τῆς δόξης Του σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Ὁ Χριστὸς εἶναι πρότυπο ἠθικοῦ κάλλους, εἶναι πρότυπο κοινωνικοῦ κάλλους, φροντίδας, ἀγάπης καὶ μέριμνας σὲ μᾶς, εἶναι πρότυπο θεϊκοῦ κάλλους, ἀλλὰ εἶναι καὶ πρότυπο μυστικοῦ κάλλους, τὸ ὁποῖο προβάλλεται κατ΄ ἐξοχὴν τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Τί παράδοξο! Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ ἀκούσουμε νὰ ἐπανα­λαμβάνεται ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα γιὰ τὸν Χριστό: «οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ἡσ. νγ΄ 2). Ἔχασε τὸ εἶδος, τὴν ὀμορφιά Του, τὸ κάλλος Του ἀπὸ τὰ Πάθη, ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἀπὸ τὴ δοκιμασία Του. Ἡ ἀτιμία αὐτὴ τὴν ὁποία ὑπέστη ἀποτελεῖ καταστροφὴ τῆς ὡραιότητός Του, μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ ὁ καθένας μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπώλεια τοῦ ἐξωτερικοῦ Του κάλλους, προβάλλεται σὲ ἀντιδιαστολὴ τὸ μυστικὸ κάλλος Του.

Οἱ ἀκολουθίες αὐτὲς ὀνομάζονται «ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου» καὶ Νυμφίος σημαίνει γαμπρός. Ὁ γαμπρὸς πρέπει νὰ εἶναι ἑλκυστικός, γιὰ νὰ προσελκύει τὴν νύμφη· καὶ νύμφη εἶναι ἡ κάθε ψυχή. Ἡ Ἐκκλησία ὡς Νυμφίο Τὸν παρουσιάζει μὲ τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὴ στιγμὴ τοῦ πάθους Του, γιατὶ τότε μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτοντας αὐτὴ τὴ μυστικὴ ὡραιότητα τῆς ἄκρας ταπεινώσεώς Του σὲ ὅλους μας.

Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα· αὐτὸ τὸ κάλλος ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, τὸ πνευματικὸ κάλλος. Κάθε χριστιανὸς ἀποτελεῖ εἰκόνα ποὺ ἀντικατοπτρίζει τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή του, ποὺ ἔχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει θεόμορφος, νὰ δείξει καὶ αὐτὸς ἐξ ἀνακλάσεως τὸ ἠθικό, τὸ κοινωνικό, τὸ θεολογικό, τὸ μυστικὸ κάλλος τοῦ Κυρίου. Λέγει ὁ 44ος ψαλμός: «Ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε, καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου, καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σοῦ, καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου» (Ψαλμ. μδ΄ 11-12). «Ἄκουσε κάθε ψυχή, στῆσε αὐτὶ καὶ ξέχασε καθετὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ μέριμνά σου, συνήθειά σου, προσκόλλησή σου, ξέχασε ἀκόμη καὶ τὸν οἶκο τοῦ πατέρα σου, τὸ παρελθόν σου δηλαδή, καὶ ἄκουσε μέσα σου τὸν ἐνδιάθετο λόγο σου, δηλαδὴ τὴ συνείδησή σου, καὶ τότε θὰ ἐνδυθεῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος αὐτὸ τὸ θεϊκὸ κάλλος. Καὶ τότε ὁ βασιλέας Χριστὸς θὰ λαχταρήσει τὴ δική σου ὀμορφιὰ καὶ τὴ δική σου ὡραιότητα».

Αὐτὸς εἶναι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς ἑβδομάδας ποὺ διανύουμε: νὰ στολίσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ψυχή μας κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ὡραιότητος ποὺ ἔχει ὁ Χριστός.

Συνήθως οἱ χριστιανοὶ εἴμαστε λίγο στυφοί, στενοί, μᾶς λείπει ἡ ὀμορφιὰ τοῦ βιώματος, ἡ ὡραιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ θεϊκὸ κάλλος τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μᾶς προσκαλεῖ ὅλους σὲ μιὰ ἄλλη κατεύθυνση· νὰ ἐνδυθοῦμε τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὸ συνδυάσουμε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη μας στὴν ἀλήθεια. Ὅταν ἀποκτήσει ἡ ψυχή μας αὐτὴν τὴν εἰκόνα τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ζήσει τὴν ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους καὶ τῆς ὀμορφιᾶς γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε, τότε ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὴ ζωή μας. Τότε ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιθυμεῖ ὅλους ὅσο κι ἐμεῖς Τὸν ἐπιθυμοῦμε. Ἐμεῖς Τὸν προσεγγίζουμε καὶ μᾶς γίνεται ἐπιθυμητὸς μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος Του. Τοῦ γινόμαστε ὅμως οἱ ἴδιοι ἐπιθυμητοὶ μέσα ἀπὸ τὸ κάλλος καὶ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς μας.

Εἶναι εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ δώσει Θεὸς σὲ ὅλους μας ἡ ζωὴ μας νὰ μὴν εἶναι μόνο μιὰ ἀνηφόρα πνευματικοῦ ἀγῶνα, ἀλλὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει μιὰ ἀπόλαυση πνευματικῆς ζωῆς. Τότε μέσα ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου θὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε αἰώνια τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀνταπόκριση τῆς Ἀναστάσεως Του.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!


Μ. Ἑβδομάδα 2021

Mήνυμα Tριωδίου 2021

welcome img

Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου ποὺ τὴν διαβάζουμε τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου κρύβει πλούσια μηνύματα καὶ νοήματα. Ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαιτητικὴ κίνηση τοῦ μικροῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα, ὁ ὁποῖος ζητάει τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», κομμάτι δηλαδὴ τῆς περιουσίας τὸ ὁποῖο δικαιοῦται, καὶ ὁ πατέρας ἀμέσως τοῦ τὸ ἐκχωρεῖ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἱστορία ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν πατέρα, πανηγυριοῦ καὶ χαρᾶς, ἡ ὁποία ὅμως στιγματίζεται ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀντίδραση τοῦ μεγάλου υἱοῦ, τοῦ «καλοῦ παιδιοῦ». Θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολὴ νὰ δανειστεῖ κάτι γιὰ νὰ κατανοήσει τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα, κάτι ἴσως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσει τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς μετανοίας τοῦ υἱοῦ, κάτι γιὰ νὰ διακρίνει αὐτὴ τὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, κάτι γιὰ νὰ καταλάβει πῶς μπορεῖ μὲν νὰ εἶναι κανεὶς καλὸς καὶ σωστὸς ἀλλα παράλληλα ὅμως νὰ βρίσκεται στὸ κατάντημα τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ.

Ἂς μείνουμε στὸ πρῶτο, στὴ σχέση αὐτοῦ τοῦ πατέρα μὲ τὸ παιδί του, καὶ ἂς δοῦμε κάποια βασικὰ χαρακτηριστικὰ τόσο ἀναγκαῖα νὰ τὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἰδίως οἱ γονεῖς.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ τόσο ἐντυπωσιακὰ φαίνεται εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία τοῦ πατέρα. Τοῦ ζητάει τὸ παιδί του τὸ «ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἐπιβάλλον σημαίνει ὅτι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ τὸ δώσει. Δὲν ἦταν ἐπιβάλλον. Ἂν ἤθελε τοῦ τὸ ἔδινε. Καὶ ὁ πατέρας χωρὶς νὰ πεῖ τίποτε -κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ τὸ ἔκανε ἴσως- «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ἀμέσως διήρεσε τὴν περιουσία καὶ τοῦ τὴν ἐξεχώρησε γνωρίζοντας τὶς ἐπιπτώσεις. Μιὰ κίνηση παράξενη. Δὲν τὸν βομβάρδισε μὲ συμβουλές, οὔτε πάλι τὸν πολιόρκησε μὲ περιορισμούς, ἀλλὰ τοῦ δημιούργησε ἕνα κλῖμα τέτοιο ποὺ δὲν ἀπηγόρευε τὴν πτώση στὴν ἐκτροπὴ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀντιθέτως δημιουργοῦσε θαυμάσια καὶ ὅλες τὶς προϋποθέσεις τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τῆς ὑποδοχῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ὑπακοή• ἡ ὑποταγὴ τοῦ πατέρα πρὸς τὸ παιδί. Δὲν ἀπαίτησε ἀπὸ τὸ παιδί του νὰ ὑποταχθεῖ σ´ αὐτὸν, παρὰ μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴν ὑπετάγη ἐκεῖνος στὸ παιδί.

Κι ἂς προχωρήσουμε στὸ τρίτο χαρακτηριστικό. Ὁ πατέρας ἀπὸ μακρυὰ κοίταζε, παρατηροῦσε μήπως ἐπιστρέψει ὁ υἱός του• πότε θὰ γυρίσει. Ἄρα εἶχε προσδοκία, εἶχε ἐλπίδα. Πόσες φορὲς ἐμεῖς ἔχουμε χάσει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, αὐτὴ τὴν προσδοκία. Καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸ παιδί του τὴν ὥρα ποὺ ἐπέστρεφε καὶ «δραμών», ἔτρεξε ὁ ἴδιος νὰ τὸ συναντήσει. Δὲν σκέφτηκε: «Τὸ παλιόπαιδο, ἂς ἔλθει ἐδῶ πέρα νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ θὰ τὰ ποῦμε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνήθης ρήση. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ὁ πατέρας κάνει μιὰ νέα κίνηση. Ζώντας τόσο καιρὸ μυστικὰ τὸ δράμα καὶ τὸν πόνο του, ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει αὐτὸς στὸ παιδί του μ᾿ ἕναν ἐκστατικὸ τρόπο. Αὐτὸ σημαίνει ἐκστατικός, τὸ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του. Τὸ τρίτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκστατικότητα.

Καὶ «ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἔπεσε στὸ λαιμό του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν ἔπνιξε στὰ φιλιά, ὅπως θὰ λέγαμε στὴ σημερινὴ διάλεκτο, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ πατέρας αὐτὸς διατήρησε μέσα στὴν καρδιά του, πέρα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τὴν ὁποία πέρασε, αἰσθήματα στοργικότητας καὶ τρυφερότητας, δηλαδὴ συγχωρητικότητα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέταρτο στοιχεῖο.

Ἂν προσέξει κανεὶς βλέπει ὅτι ἐνῶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἐπιστροφή, ὁ πατέρας δὲν τοῦ λέει τίποτα, κάποιες συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσει, κάποιες παρατηρήσεις καὶ ὑποδείξεις νὰ τοῦ κάνει. Ὅλοι εἴμαστε σίγουροι ἀπὸ τὸ σκηνικὸ αὐτῆς τῆς ἱστορίας ὅτι μὲ πολλὴ εὐκολία θὰ τὶς δεχόταν αὐτὸ τὸ παιδί. Καὶ δὲν τοῦ τὶς κάνει. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα, τὸν δέχτηκε στην ἀγκαλιά του. Τότε ὁ πατέρας ζήτησε νὰ τοῦ ἀλλάξουν τὰ ροῦχα καὶ ἀπὸ τὰ κουρέλια ποὺ φοροῦσε νὰ τοῦ δώσουν καινούργιο ἔνδυμα, νὰ τοῦ βάλουν δαχτυλίδι, νὰ τοῦ δώσουν παπούτσια ποὺ ἦταν ξυπόλυτος καὶ νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο θρεφτάρι ποὺ εἶχαν γιὰ νὰ τοῦ προσφέρει δεῖπνο πανηγύρεως. Σὰν νὰ εἶχε φύγει αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ σὰν νὰ εἶχε πολλαπλασιάσει τὴν περιουσία καὶ νὰ τοῦ ὄφειλε ὁ πατέρας ἕνα βραβεῖο καὶ ἕναν ἔπαινο. Ἠταν ὑπερβατικὸς ὁ πατέρας, πληθωρικός στὰ αἰσθήματα. Πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ὄφειλε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρόσφερε στὸ παιδί του.

Ἐπιπλέον εἶχε ἀντοχὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπομένει τὰ ἀναπάντεχα χτυπήματα. Τὸ πρῶτο χτύπημα ἦταν ἡ ἀπαίτηση τοῦ παιδιοῦ του νὰ πάρει τὴν περιουσία ποὺ βέβαια δὲν τοῦ ἀνῆκε καὶ σίγουρα νὰ τὴν κατασπαταλήσει. Τὸ δεύτερο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο του παιδί, γιὰ τὸ ὁποῖο γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ πῶς τελικὰ ζοῦσε. Μόλις τόλμησε νὰ νοιώσει λίγα σπέρματα χαρᾶς καὶ παρηγοριᾶς ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, ὁ μεγάλος γυιός του, τὸ «καλό» του παιδί, τοῦ φέρθηκε τόσο σκληρὰ καὶ τόσο ἀπάνθρωπα. Ἀντοχὴ καὶ δύναμη λοιπόν τὸ πέμπτο χαρακτηριστικό.

Ὁ πατέρας αὐτὸς γνώριζε πολὺ καλὰ πότε νὰ μιλάει καὶ πότε νὰ σιωπᾶ. Στὸ μικρό του τὸ παιδί, τὸ ἄσωτο, ποὺ ἀποστάτησε, οὔτε μιὰ κουβέντα δὲν λέει. Στὸ «καλό» του τὸ παιδί, ποὺ τελικὰ ἀποδείχτηκε σκληρόψυχο καὶ σκληρόκαρδο, φέρεται μὲ ἕναν τρόπο παρακλητικό. Ἦταν παρακλητικὸς ὁ πατέρας. Πήγαινε καὶ παρακαλοῦσε τὸν μεγάλο του γυιὸ νὰ ἔλθει κι αὐτὸς νὰ συμμετάσχει στὴν εὐφροσύνη καὶ στὴν πανήγυρη.

Τί φοβερὸς ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Εἶχε μοναδικὰ χαρίσματα: ἐλευθερία, ὑπακοή, ἀντοχή καὶ δύναμη, συγχωρητικότητα, ἐκστατικότητα καὶ ὑπερβατικότητα, παρακλητικότητα, καὶ πληθωρισμὸ αἰσθημάτων. Ἕνας πατέρας τόσο ἀνώτερος δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔβγαζε δύο καρπούς, οἱ ὁποῖοι πραγματικὰ νὰ τοῦ πρόσφεραν ἱκανοποίηση καὶ ἀνάπαυση; Ἔχει δυὸ γυιοὺς ποὺ ὁ ἕνας μέσα ἀπὸ τὴν καλωσύνη του τὸν τυραννάει. Κι ὁ ἄλλος μέσα ἀπὸ τὴν πιστότητα καὶ τὴ συνέπειά του, μένοντας στὸ σπίτι, ἀποδεικνύεται σκληρὸς καὶ βασανιστικός, σφιχτὸς καὶ δύσκολος.

Τὸ ἕνα τὸ παιδί του, τὸ «κακό» κάνει τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ ζεῖ μὲ τὴν συναίσθηση ὅτι εἶναι παιδί του. Τὴ λέξη «πατέρας» τὴν ἀναφέρει 3-4 φορὲς σ᾿ αὐτὴν τὴν παραβολή. Ὁ γυιὸς ποὺ μένει στὸ σπίτι, τὸ «καλὸ» παιδί, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἀλλά, ὅπως πολὺ ὡραία ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αἰσθάνεται μέσα στὴν ἀγκαλιά τῆς οἰκογένειας του σὰν ἕνας δοῦλος. Ὁ πρῶτος γυιὸς μόλις δεῖ τὴν πτώση του, καὶ τὸ κατάντημά του συναισθάνεται καὶ τὴν ἐνοχή του καὶ πολὺ ἁπλᾶ τὴν ὁμολογεῖ. Ὁ δεύτερος ἀρκεῖται μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ καὶ κακῶς ἐννοούμενη συμμόρφωσή του καὶ τὸ μόνο ποὺ ξέρει νὰ κάνει εἶναι νὰ διαμαρτύρεται καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὶς εὐθύνες στὸν πατέρα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο τὸν ἀδελφό του δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ τὸν ὀνομάζει «παιδί σου» ὅταν ἀπευθύνεται στὸν πατέρα. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε μ´ ἕναν τρόπο ἐλεγκτικὸ: «Αὐτὸς εἶναι ὁ καρπὸς ὁ δικός σου». Ἕνας ἄνθρωπος διαρκοῦς ἀρνητικότητας: «Ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι νὰ σφάξω γιὰ νὰ γλεντήσω κι ἐγώ μὲ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος δούλεψα πραγματικὰ στὸ σπίτι σου σὰν ἕνας πιστὸς δοῦλος». «Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».

Ὑπάρχουν πολλὲς γλῶσσες, διάλεκτοι καὶ τρόποι ἐπικοινωνίας. Ὅταν ἡ καρδιὰ πλατύνεται, τότε αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ ἄνεση ἐκφράζεται στὴν περίπτωση τοῦ πατέρα ὡς ἐλευθερία καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ὡς αἴσθηση καὶ βίωμα υἱοθεσίας. Ἀντιθέτως, στὸν πρεσβύτερο καὶ «καλὸ» υἱὸ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ στενότητα τῆς καρδιᾶς καί, ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, νοιώθει ὡς δοῦλος.

Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ πατέρα μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ δὲν ἔχει λόγια, δὲν χρειάζεται λόγια. Ὑπάρχει ἡ ἀγκαλιά, τὸ φίλημα• αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ἡ διάλεκτος ἐπικοινωνίας. Καὶ ὁ καρπὸς εἶναι ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ πανήγυρις. Ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ ὑπάρχει ὁ διάλογος, χρειάζεται τὸ δίκαιο, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιαστοῦν τὰ ἐπιχειρήματα. Καὶ ἀντὶ εὐφροσύνης καὶ πανηγύρεως, ἔρχεται ἡ ἀπομάκρυνση, ἡ ἀπομόνωση καὶ ἡ ὀργή γιὰ τὴν ὁποία μᾶς μιλάει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.

Προχωροῦμε στὸ Τριώδιο. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ Ἐκκλησία μας βάζει αὐτὴν τὴν παραβολὴ στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόγραμμα μας. Τὸ κάνει γιὰ νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ ἔτσι μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν δικοί Του ἄνθρωποι θὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐν ἐλευθερίᾳ νὰ πορευθοῦμε πρὸς τὸ Πάσχα, καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς αἰωνίου Ἀναστάσεως καὶ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός της. Ἀμήν.


Τριώδιο 2021

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ὀρθόδοξη ζωὴ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχουμε συνήθως στὸ μυαλό μας, μία ἁλυσσίδα δηλαδὴ ἀπὸ σωστοὺς τύπους ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε ἢ κάποιες σωστὲς ἐνέργειες στὶς ὁποῖες πρέπει νὰ προβοῦμε. Εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ γνησιότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ καθενός μας. Ἔχουμε πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δυστυχῶς τὴν λανθασμένη συνήθεια νὰ κατασπαταλοῦμε τοὺς κόπους μας καὶ τὴν καλή μας διάθεση ἀπὸ ἕναν τέτοιου εἴδους κακὸ προσανατολισμὸ ποὺ ἔχουμε.

  Γιὰ νὰ καταλάβουμε τί εἶναι Ὀρθόδοξη ζωή, ἂς δοῦμε μερικὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ ὅμως φαίνονται νὰ εἶναι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλανοῦν. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ ἠθικισμός, ὁ εὐσεβισμός, ἡ τυπολατρεία. Τὸ δεύτερο εἶναι ὁ συναισθηματισμός, αὐτὸς ὁ ψυχολογικὸς χριστιανισμὸς ποὺ πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἔχουμε, περισσότερο οἱ γυναῖκες. Τὸ τρίτο εἶναι ὁ νόθος φιλελευθερισμὸς ἢ ἀντίθετα ὁ ἀκραῖος συντηρητισμός.

  Ἂς ἀναφερθοῦμε πρῶτα στὸν ἠθικισμό. Θυμοῦμαι κάποτε ποὺ μία γυναίκα καβγάδιζε μὲ μία ἄλλη καὶ ἦρθε μετὰ νὰ μεταλάβει. Τῆς λέω: «ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ μεταλάβεις!» καὶ μοῦ ἀπαντάει: «μά, εἶμαι καθαρή!». Αὐτὸ ἐκφράζει σίγουρα ἕνα λάθος φρόνημα μίας ψεύτικης καθαρότητος. Εἶναι αὐτὸ τὸ σύνδρομο τῶν καλῶν χριστιανῶν ποὺ τηροῦν πέντε - δέκα πράγματα, καὶ καλὰ κάνουν, ἀλλὰ ἀρκοῦνται σὲ αὐτά. Αὐτὸ εἶναι τὸ λάθος.

  Ἔρχονται πολλὲς φορὲς σὲ ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς ἄνθρωποι βουτηγ­μένοι στὴν ἁμαρτία καὶ παρ΄ ὅλη τὴν ἐκτροπή τους μποροῦν νὰ μετανοήσουν, μποροῦν νὰ δεχτοῦν τὴν χάρι, μποροῦν νὰ κατά­λάβουν κάποτε ποιὰ εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴ ἄλλη, ἔρχονται χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι τηροῦν κάποιες βασικὲς ἐντολές, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ νοιώσουν τίποτε ἀπὸ πνευματικὴ κατάσταση. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἀρκούμεθα. Τηροῦμε τὶς ἠθικὲς διατάξεις, τὶς ἐντολὲς τοῦ εὐαγγε­λίου, καὶ πολὺ καλὸ εἶναι αὐτό, ἀπεμπολώντας ὅμως μία μεγάλη ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μέσα μας, τὴν αὐτομεμψία, τὴν αὐτοκατάκριση, τὸ νὰ κάνουμε ὅ,τι κάνουμε καὶ νὰ μὴν νοιώθουμε ἐπαρκεῖς. Στὴν θέση της βγαίνει μία ὑποκρισία, μία αὐτάρκεια ποὺ μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὸ νὰ κινηθοῦμε ἐσωτερικὰ καὶ νὰ δώσουμε αὐθεντικὴ ἔκφραση στὸ ὁ,τιδήποτε κάνουμε, σὲ ὅλα τὰ ἔργα μας.

  Στὴν χριστιανικὴ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη τὸ ἔργο εἶναι ἀποτέ­λεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι καρπὸς τῶν δικῶν μᾶς προσπα­θειῶν. Οἱ δικές μας προσπάθειες καὶ ὁ ἀγώνας μας ἀποτελοῦν ἔκφραση τοῦ φιλότιμου καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης μας στὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἔχουν σκοπὸ κάποιο ἐπίτευγμα, ὅπως τὸ νὰ γίνουμε σπουδαῖοι. Δυστυχῶς πολλὲς φορὲς γίνεται σκληρὴ ἡ ψυχή μας.

  Αὐτὲς εἶναι οἱ συνέπειες αὐτοῦ ποὺ καμμιὰ φορὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι ἡ ὀρθοπραξία, δηλαδὴ τὸ νὰ τὰ κάνουμε σωστὰ καὶ νὰ νοιώθουμε σωστοί. Συνήθως πιὸ σωστοὶ μέσα τους εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐξ ἀγνοίας δὲν μπόρεσαν νὰ εἶναι «σωστοὶ» ἔξω τους ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἔμειναν στὰ τυπικὰ σωστοὶ ἀλλὰ τὰ ξεπέρασαν.

  Τὸ δεύτερο πράγμα ποὺ δὲν ἀποτελεῖ ἔκφραση Ὀρθόδοξης ζωῆς εἶναι ὁ συναισθηματισμός. Συχνὰ δὲν στηριζόμαστε σὲ αὐτὸ ποὺ κάνουμε γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ σὲ κάτι ποὺ νομίζουμε ὅτι εἶναι αὐθεντικὸ πνευματικά, σὲ αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα συναίσθημα. Οἱ γυναῖκες ποὺ ἔκλαιγαν καθὼς ὁ Κύριος ἔφερε τὸν Σταυρό, τὸ ἀκοῦμε τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ἔκλαιγαν συναισθηματικά. Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε «μὴ κλαίετε ἐπ΄ ἐμέ, πλὴν ἐφ΄ ἑαυτὰς κλαίετε». «Μὴν κλαῖτε γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σας νὰ κλαῖτε». Καὶ δυστυχῶς γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν μποροῦμε νὰ κλάψουμε. Ζοῦμε τὸν Χριστιανισμό, ζοῦμε τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν ἐπιφανειακό, ψυχολογικὸ τρόπο. Κάποια δάκρυα, κάποιες ἐξωτερικὲς χαρές, κάποιες συγκινήσεις, μεταλαμβάνουμε καὶ νομίζουμε ὅτι κάτι συμβαίνει καὶ δὲν ἔχουμε ἰδέα ἀπὸ τὸ τί πραγματικὰ συντελεῖται μέσα μας. Ἔχουμε ὑποκαταστήσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ψυχολογία μας, τὸ συναίσθημά μας. Καὶ ὅταν ἔρχεται μετὰ μία δυσκολία, τότε χαλάει ὁ λογισμός μας καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ εὐσεβὴς εὐλάβειά μας μετατρέπεται σὲ σκανδαλισμό, σὲ γογγυσμό, σὲ πικρίες καὶ σὲ παράπονα. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἔχουμε μεγάλη πεῖρα ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία… Χάνουμε τὸ πνευματικὸ νόημα καὶ ἀρκούμεθα σὲ μία συναισθηματικὴ ἱκανοποίηση. Νομίζουμε ὅτι Χριστιανισμὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε καὶ αὐτὸ ποὺ φανταζόμαστε πὼς αἰσθανό­μαστε. Ὄχι! Μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία στὴν ζωή μας.

  Νὰ ἔρθω λίγο καὶ στὸν φιλελευθερισμὸ γιατί καὶ αὐτὸ ἀκού­γεται συχνὰ στὶς μέρες μας. Λέμε πολλὲς φορές, τὸ λέει καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, «ἀγάπα τὸν Θεὸ καὶ κάνε ὅ,τι θέλεις». Ἔτσι, ἀρχίζουμε ἐκ τοῦ ἀντιστρόφου νὰ ἀπορρίπτουμε τὶς διατάξεις, τοὺς κανόνες, τὶς συνήθειες, τὶς ἐντολὲς ποὺ κοσμοῦν καὶ περιφρουροῦν τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Πάλι ὑπάρχει ἐπιπολαιότητα καὶ μία κρυφὴ ραθυμία, ἡ ἀντίληψη ὅτι πρέπει νὰ κάνω μόνο ὅ,τι καταλαβαίνω ἢ ὅ,τι μοῦ ἔρχεται εὔκολο. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑποταχθεῖ στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δικό μας βίωμα, ἡ δική μας ζωὴ πρέπει νὰ ὑποτάσσεται στὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας.

  Ἡ ἁλυσίδα αὐτὴ τοῦ τί ἀκριβῶς εἶναι Ὀρθόδοξο ὡς πίστη, ὡς φρόνημα καὶ ὡς ζωὴ σκοπὸ ἔχει ὄχι ἀσφαλῶς νὰ ἐξαντλήσει τὸ θέμα ἀλλὰ νὰ δώσει μία γεύση καὶ μία καλὴ ὑποψία σὲ ὅλους μας. Γιατί μπορεῖ νὰ εἴμαστε σὲ ἕναν λάθος δρόμο, νὰ φορτίζουμε τὴν ψυχὴ μὲ λάθος πράγματα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ὑπεύθυνοι ποὺ τῆς στεροῦμε κάτι πολὺ βαθύτερο, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός, αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἀναστήθηκε, αὐτὸ ποὺ αἰῶνες τώρα μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας.

    
Ἰανουάριος - Φεβρουάριος 2021

pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Στὶς συναντήσεις Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται πάντα μὲ καινούργια μορφή. Κάθε πρόσωπο καὶ κάθε ἐμφάνιση σημαδεύει κάτι πρωτοφανές, κάτι πρωτόγνωρο. Ὅπως κατὰ τὴν γονιμοποίηση ἑνὸς ὠαρίου ἀπὸ ἕνα σπερματοζωάριο μπορεῖ νὰ προκύψουν ἄπειρα διαφορετικὰ μεταξύ τους ζυγωτά, τὸ καθένα μὲ τὴν δική του πρωτόγνωρη γενετικὴ φυσιογνωμία, ὅπως οἱ ἄνθρωποι ὅσο κι ἂν μοιάζουμε δὲν ἔχουμε ἐπαναλαμβανόμενες μορφές, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ὁ καθένας μας εἶναι προικισμένος μὲ τὴ δυνατότητα καὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δώσει μιὰ νέα ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ προσώπου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

   Ὁ Θεὸς λοιπὸν φαίνεται ἀπόμακρος ἐπειδὴ ἡ ἔκφρασή Του στὴν δική μας ζωὴ καὶ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη, ἀδημιούργητη. Σὲ λίγο ὅμως θὰ εἶναι καινούργια, πρωτότυπη, ἀνεπανάληπτη. Τὸ πρόσωπό Του θὰ ἔχει δημιουργήσει μιὰ ἄγνωστη ὡς τώρα εἰκόνα Του, ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὁμοίωμά Του. Αὐτὸ σημαίνει συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐρώτημα, φιλοσοφικὸ ζητούμενο καὶ ἀμφισβήτηση γίνεται πλέον ἐμπειρία. Ἀπὸ ἀπόμακρος καὶ δύσκολος γίνεται οἰκεῖος καὶ εὔκολος. Γίνεται «ὁ ἐν ἡμῖν».

   Συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ γεύεσαι τὸν τότε ἀπηγορευμένο ἀλλὰ τώρα εὐλογημένο καρπό. Δὲν ἦταν κακὸ νὰ γνωρίζουν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἦταν τῆς ὥρας. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἄλλοτε ἀπηγορευμένου καρποῦ. Τώρα εἶναι κακὸ νὰ μὴν γευθεῖς τὸν καρπό. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς θεογνωσίας.

   Αὐτὴ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ καινούργιου ποὺ ἀγνοεῖται, τοῦ ἄγνωστου ποὺ ὅμως ἐλπίζεται, τοῦ μεγάλου ποὺ κρύβεται, τοῦ ρίσκου ποὺ ἀποφασίζεται δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φυσικὴ δύναμη ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας γιὰ νὰ Τὸν συναντοῦμε, νὰ γευόμαστε τὸ θεϊκὸ Του ποὺ μετέχεται.

   Εἶναι καμπύλος ὁ χῶρος Του, ὅπως τὸ σύμπαν. Ὄχι εὐθὺς καὶ ἐπίπεδος. Ὄχι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος. Δὲν εἶναι γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος χῶρος ποὺ γεννᾶ καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν ἐλευθερία σου. Χῶρος ὅπου τὸ καλὸ παύει νὰ εἶναι καλὸ ὅταν ὑπάρχει τὸ καλύτερο. Ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἡ ἐλάσσων ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν καταρρέει. Ἐδῶ ἐλευθερία εἶναι διαρκῶς νὰ δημιουργεῖς τὸ καλύτερο μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολὺ καλοῦ.

   Ὁ Θεὸς εἶναι σὰν μαύρη τρύπα. Δὲν βλέπεται· διαπιστώνεται. Ἔχει τόσο ἰσχυρὸ βαρυτικὸ πεδίο ποὺ τοὺς πάντας προσελκύει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ ἀναδίδει δὲν εἶναι ἡ ταυτότητά Του, ἡ οὐσία Του, ἀλλὰ ἡ δυνατότητά μας νὰ Τὸν διαπιστώνουμε γιὰ νὰ Τὸν πιστεύουμε. Εἶναι εὐγενὴς ὁ Θεός. Κρύβεται· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν ψάξουμε. Ἡ ἀγάπη Του ὑποτάσσεται στὸ αὐτεξούσιό μας· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν διεκδικήσουμε. Εἶναι πολὺ πολὺς καὶ πολὺ ἄλλος· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν τολμήσουμε.

    
Ὁκτώβριος 2020


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 
Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν
welcome img

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχὴ μας ἀδικεῖ μιὰ μεγάλη εὐλογία ποὺ ἔχει δώσει ὁ Θεός: τὴν εὐλογία τῶν ἐντολῶν. Θεωρεῖ ὅτι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀποτελεῖ μιὰ μηχανική, ἐπιφανειακὴ ἠθικὴ καὶ ὅτι ὁ λόγος περὶ τηρήσεως τῶν ἐντολῶν εἶναι μία ἠθικολογία ποὺ προάγει τὸν εὐσεβισμό. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι τὰ πράγματα. Ἂν προσέξουμε, θὰ δοῦμε ὅτι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ πατερικὴ γραμματολογία καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτα ἀπὸ προτροπὲς γιὰ τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ προσδιορίζουν τὴν ἁγιότητα -μεταξὺ ἄλλων- καὶ ὡς ἔκφραση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν• «ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμᾶς τηρήσατε», λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἡ προσπάθεια τηρήσεως τῶν ἐντολῶν μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία καὶ τοὺς ἐπικίνδυνους ἀκροβατισμοὺς τῶν «βιωμάτων», στὴν πραγματικότητα τῶν ἀδυναμιῶν μας.

Διαβάζουμε συχνὰ ἕνα βιβλίο, κάνουμε μιὰ ὡραία συζήτηση, μιλᾶμε γιὰ τὸν πλατυσμὸ τῆς καρδιᾶς, γιὰ τὶς ἀναρριχήσεις τοῦ νοός, γιὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μᾶς διακόπτει ὁ ἄντρας ἢ ἡ γυναίκα μας στὸ σπίτι καὶ ἀντιδροῦμε μὲ ἔνταση καὶ ἐκνευρισμό. Τί ἔννοια ἔχουν τότε ὅλες αὐτὲς οἱ συζητήσεις; Κρατᾶμε τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι, τηροῦμε ἴσως τὶς νηστεῖες, ἐπειδὴ ἔτσι μάθαμε, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀμοιβαίας ἀνοχῆς, τῆς συγχωρητικότητας. Καὶ παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς φαινόμενο: Ἐνῶ ἐμφανιζόμαστε μὲ μιὰ μοναχικοῦ χαρακτήρα παραδοσιακότητα, εἴμαστε πολὺ σκληρόκαρδοι ἄνθρωποι. Αὐτὸ ποὺ μαλακώνει τὴν ψυχὴ σὰν σφυρὶ ποὺ τὴ χτυπάει, εἶναι οἲ ἐντολὲς καὶ ὁ ἀγώνας τους.

Οἲ ἐντολὲς ὑπάρχουν γιὰ δύο λόγους: Πρῶτον, γιὰ νὰ μᾶς ταπεινώνουν καί, δεύτερον, γιὰ νὰ μᾶς δείχνουν τὴν πορεία μας.

Πόσο ἀγώνα ἔχει μία ἐντολή! Πόση προσπάθεια! Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ διαβάσουμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ Φιλοκαλία ἢ τὰ Ἀσκητικά του Ἀββᾶ Ἰσαάκ, νὰ νομίσουμε ὅτι τὸ καταλάβαμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι φτάσαμε σὲ μιὰ δῆθεν «πνευματικὴ κατάσταση», ἀπὸ τὸ νὰ προσπαθήσουμε νὰ μὴν ποῦμε ἕνα ψέμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀποκαλοῦμε συμβατικὰ ψέματα, ἢ ἀπὸ τὸ νὰ δεχθοῦμε τὸ παιδί μας ὅπως εἶναι, ἢ νὰ ἀνεχθοῦμε τοὺς γονεῖς μας, ἢ ἀμοιβαία ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὅταν προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς δυσκολευόμαστε πολύ. Κι ἔτσι, ταπεινωνόμαστε ἐπώπιόν τους.

Οἱ ἐντολὲς ὅμως, πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μᾶς ταπεινώνουν, λειτουργοῦν καὶ ὡς ὁδοδεῖκτες στὴν πορεία μας. Βλέπει κανεὶς πολλὲς φορὲς στοὺς ὀρεινοὺς δρόμους νὰ ὑπάρχουν στὰ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς ἀσφάλτου, πάσσαλοι μὲ φθορίζουσα ὕλη πάνω τους, ὥστε νὰ δείχνουν τὸν δρόμο, ὅταν αὐτὸς καλύπτεται ἀπὸ τὰ χιόνια. Τὸ ἴδιο κάνουν κι οἱ ἐντολές• μᾶς δείχνουν ποῦ πορευόμαστε. Γι’ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀναζητήσει κανείς, μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ πνευματικοῦ του, νὰ προσδιορίσει τὶς ἐντολὲς γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ ἀγωνιστεῖ στὴ ζωή του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μαθητεύει συνεχῶς στὸ συγκεκριμένο ἀγώνα του. Δὲν δικαιολογεῖ εὔκολα τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅταν δὲν τὰ καταφέρνει, δὲν ἀδιαφορεῖ. Στέκεται μὲ τιμιότητα ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια. Δὲν ψεύδεται, οὔτε ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ κοιτάζει ποιὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐντολὲς θὰ ἐφαρμόσει καὶ σὲ ποιό βαθμό. Ἔτσι, διακρίνει τὸ δρόμο καὶ τὴν πορεία του, καὶ στὴ συνέχεια ζητάει μὲ τὴν προσευχὴ του τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του• ὥστε, ἂν κάποια ἀπὸ τὶς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ἐμπειρία προσωπική, αὐτὸ νὰ γίνει μόνο μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Στὴν πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀρετὲς δὲν ἀποτελοῦν κατάκτηση ἢ ἐπίτευγμα, ἀλλὰ δῶρο Θεοῦ καὶ καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σὲ μᾶς ἀνήκει ἡ συναίνεση καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὴ χάρι Του.

    
Σεπτέμβριος 2020


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία δανείζεται ἐκφράσεις καὶ βασίζεται σὲ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προεικονίζεται καὶ προτυπώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μεταξὺ ἄλλων, οἱ ὑμνογράφοι τὶς ἀποδίδουν τέσσερα μοναδικὰ χαρακτηριστικά. Τὴν ἀποκαλοῦν κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ, σκηνὴν ἐπουράνιον, ἔμψυχον ναόν τοῦ Θεοῦ καὶ πύλην του οὐρανοῦ.

Κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι τὸ πρόσωπό της φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ ἴδια τὸν φιλοξένησε στὴ μήτρα της καὶ ὁ Κύριος τὴν ἁγίασε. Ὑπάρχει γιὰ νὰ δείχνει τὶς συνεταγμένες τοῦ Θεοῦ, τὸν τόπο Του, τὴν παρουσία Του, καὶ ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ φωτισμένη ὑπόδειξή της στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰω. β΄ 5), ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς προτρέπει στὴν ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ της. Ὅποιος τὴν βλέπει, βλέπει τὸν Θεό.

Ἀποκαλεῖται ὅμως καὶ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὄχι ἁπλῶς τόπος διαμονῆς ἢ φανέρωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τόπος ἀναπαύσεώς Του. Τόπος ποὺ πραγματικὰ εὐαρέστησε στὸν Θεό, ἱκανοποίησε τὴν προαιώνια βουλή Του καὶ ἐξέφρασε τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὸ αἰώνιο θέλημά Του.

Χαρακτηρίζεται ἐπίσης καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι διὰ τῆς Θεοτόκου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο, τὰ σημεῖα καὶ τὰ θαύματά Του, αὐτὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογική μας, αὐτὰ ποὺ καταργοῦν τὴν παχύτητα καὶ τὴ μικρότητά μας, αὐτὰ ποὺ φανερώνουν τὴν ἄλλη λογικὴ καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν ἄλλη ζωή, καταδεικνύουν ἕναν ἄλλον κόσμο ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πτώσεως, ἕναν ἀληθινὸ κόσμο πέραν ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κόσμο, ἕναν κόσμο στὸν ὁποῖο καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ μπεῖ μέσα καὶ νὰ ζήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ πρόσωπό της ἐμπιστεύεται ὁ Θεός τὰ μυστικά του, καὶ αὐτὴ τὰ μοιράζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ Παναγία λοιπόν δείχνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει τὸ θέλημά Του καὶ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριό Του. Αὐτὰ ὅλα δὲν ἀποτελοῦν ὅμως προνόμια ἢ ἔστω δῶρα πρὸς αὐτήν, τὰ ὁποῖα αὐτὴ τὰ κρατάει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ χαρίσματα ποὺ τὰ μοιράζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὸν κόσμο ὅλον, ποὺ τῆς δόθηκαν γιὰ νὰ τὰ δίνει. Συνεπῶς κάθε ἕνας ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ πνευματικὴ σχέση καὶ ἐπικοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν γνωρίζει μόνον τὴν Παναγία, ἀλλὰ κυρίως εἰσέρχεται στὸν γνόφο τῆς παρουσίας, τοῦ θελήματος καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριαδικῆς θεότητος.

Τέλος, ἡ Παναγία εἶναι καὶ πύλη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι πέρασμα πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ πόθος τοῦ κάθε πιστοῦ εἶναι νὰ γίνει οὐράνιος ἄνθρωπος, «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20), «τὰ ἄνω ζητοῦμεν, τὰ ἄνω φρονοῦμεν» (Κολ. γ΄ 1,2). Ἡ πύλη διὰ τῆς ὁποίας κανεὶς εἰσέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν οὐράνια κατάσταση, στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅπως γιὰ νὰ εἰσέλθουμε σὲ ἕναν χῶρο χρειάζεται ὁπωσδήποτε μία πόρτα, ἔτσι καὶ στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσερχόμεθα ἀπὸ τὸν τοῖχο τῆς λογικῆς, οὔτε ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἐμπαθοῦς βίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο τοῦ Θεομητορικοῦ προσώπου. Τὸ ἠθικὸ πρότυπό της, ἡ προσφυγὴ στὴ μητρικὴ προστασία της, οἱ πρεσβεῖες της, ἡ χάρις της, ἡ μυστικὴ σχέση μαζί της διευκολύνουν τὴν ψυχὴ νὰ εἰσέλθει στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ ἡ σχέση μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἐκφράζεται πληθωρικὰ μέσα ἀπὸ τὶς τόσο δημοφιλεῖς στοὺς Ὀρθοδόξους ἀκολουθίες τῶν δύο Παρακλητικῶν Κανόνων καὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Οἱ δύο πρῶτες ὑπογραμμίζουν τὴ μετοχὴ τῆς Θεοτόκου στὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀποτελεῖ δοξολογικὴ προσευχή ποὺ μᾶς βοηθεῖ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς αἰώνιας δόξας της. Οἱ Παρακλήσεις τὴν φέρνουν κοντά μας, ἐνῶ οἱ Χαιρετισμοὶ μᾶς ἀνεβάζουν κοντά της.

Στοὺς Παρακλητικοὺς Κανόνες ἐκφράζεται ἡ ἀμεσότητα τῆς σχέσης τῶν πιστῶν μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ ἡ βαθειά της κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἡ ἀνάγκη τῆς προστασίας της σὲ περιστάσεις κινδύνων, θλίψεων, ἀσθενειῶν, ἀναγκῶν καὶ συμφορῶν. Ἡ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει τὴ δύναμη τῶν προσευχῶν καὶ τῶν πρεσβειῶν της, καθόσον «πολλά ἰσχύει δέησις Μητρὸς πρὸς εὐμένειαν Δεσπότου». Οἱ πρεσβεῖες της στηρίζουν τὸν ἀγῶνα τῆς σωτηρίας μας ὅσο ἴσως τίποτε ἄλλο, γι' αὐτὸ καὶ στὶς λειτουργίες μας αὐτὲς ἐπικαλούμαστε, ψάλλοντας: «ταῖς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς».

Μὲ τὴν άκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν, ὁμολογοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἐκ παρθένου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὅμως οὔτε νὰ τὸ κατανοήσουμε μποροῦμε οὔτε νὰ τὸ περιγράψουμε οὔτε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε• «Ἰλιγγιᾶ δὲ νοῦς ἅπας σοῦ τὸν τόκον νοεῖν». Αὐτὸ ὅμως, ἀντὶ νὰ σκανδαλίζει τὴ σκέψη, ταπεινώνει τὴν καρδιὰ καὶ γεννᾶ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴ σοφία, τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβασή Του. Μὲ ἄλλα λόγια, ζῶντας κανεὶς τὸ μυστήριο τῆς Ὑπεραγίας Παρθένου, ὁμολογεῖ τὸ μυστήριο Τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ Παναγία νὰ ἀποτελέσει καὶ τὴν δική μας μητέρα στὴν καθημερινή μας ζωή, τὸν ἀρωγὸ τῆς σωτηρίας μας, τὴν παραμυθία, τὸν συμπαραστάτη καὶ ταυτόχρονα τὸ πρόσωπο αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαλύπτει διαρκῶς τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

    
Aὐγουστος 2020


pdf

ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 

«Λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 1, 8)


welcome img

Ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μᾶς κατευθύνει, σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ κάθε χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζουμε τὴν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴν δική μας τὴν καρδιά, ὥστε νὰ εἶναι δυνατὴ ἡ κοινωνία μας μαζί Του καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἡ χάρις Του στὴ ζωή μας. Ἔτσι, θὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε πραγματικὰ ἁγιοπνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἄνθρωποι δηλαδὴ ποὺ θὰ κινοῦνται ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παρουσία Του σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

   Πῶς ὅμως πιστοποιεῖται ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ ἑνὸς πιστοῦ;

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή μας εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως. Ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Κυρίου, ἡ τελευταία Του ὑπόσχεση στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἦταν: «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ὑμᾶς» (Πρ. α΄ 8). Ἕνας χριστιανὸς ποὺ εἶναι ἀδύναμος, γεμᾶτος ἀμφιβολίες καὶ ἀσάφεια, ποὺ εἶναι ἀσταθής, αὐτὸς στερεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, αὐτὸς ποὺ μέσα σὲ φοβερὲς δοκιμασίες πορεύεται σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτα, ἐνῶ ὅσοι τὸν ἀντικρύζουν κλονίζονται καὶ μόνο στὴ θέα τῶν δοκιμασιῶν του, αὐτὸς δημιουργεῖ τὴν ὑποψία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή του καὶ τῆς ἐγκαταστάσεώς Του στὴν ψυχή του. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τοὺς ἀδύνατους ἀποστόλους, τοὺς φοβισμένους καὶ δειλούς, τοὺς δίνει αὐτὴ τὴ δύναμη, μεταμορφώνονται οἱ ἴδιοι σὲ λέοντες πνευματικοὶ καὶ ἀλλάζουν ὅλον τὸν κόσμο. Πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ δύναμις.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ καθαρότητα, «καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος», προσευχόμαστε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνας καθαρὸς χριστιανὸς μόλις ἀνοίγει τὸ στόμα του, εὐωδιάζει ὁ λόγος του. Εἶναι εἰλικρινής, εἶναι σαφής. Ἔχει κριτήριο ἐσωτερικὸ διαυγέστατο. Ἔχει μιὰ ἰσορροπία διακρίσεως. Ἔχει μιὰ πεντακάθαρη καὶ κρυστάλλινη ζωή, χωρὶς νὰ τὴν ἐπιδεικνύει, ἐλεύθερη ὅμως ἀπὸ κηλῖδες ἁμαρτίας καὶ ἐμπαθῶν κινήσεων. Ἀπὸ τὴ ζωή του ἀναδύεται ἕνα πνευματικὸ ἄρωμα. Αὐτὴ ἡ καθαρότητα ἀποτελεῖ μιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀντέχει ψέμα, δὲν ἀντέχει ἀσάφεια, δὲν ἀντέχει ἀμφιβολία. Ὑπάρχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Τρίτο ἰδίωμα εἶναι «ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν εἰρήνη» (Φιλ. δ΄ 7). Βλέπουμε τὸν ἁγιοπνευνατικὸ ἄνθρωπο νὰ ζεῖ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἐξηγήσουμε. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ ἦταν ἀναστατωμένος καὶ δὲν εἶναι. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ εἶχε ἀγωνίες καὶ δὲν ἔχει. Θὰ ἦταν δικαιολογημένος νὰ βρίσκεται σὲ μιὰ κατάσταση πλήρους ἀποσυντονισμοῦ καὶ ταραχῆς, καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ τὸ πρόσωπό του ἀναδίδει τὸ ἄρωμα μιᾶς ὑπερκόσμιας εἰρήνης. Σίγουρα ὅλοι ἔχουμε κάποια ἐμπειρία τέτοιων συνανθρώπων, ἐνδεχομένως κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς νὰ ζοῦμε μία ἀνάλογη κατάσταση. Νὰ βομβαρδιζόμαστε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ ἡ καρδιά μας νὰ διατηρεῖ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης της. Νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον τῆς δοκιμασίας ἑνὸς θανάτου καὶ νὰ παραμένει ἀδιατάρακτο τὸ στερέωμα τῆς ψυχῆς μας. Νὰ δεχόμαστε προσβολὲς ἢ συκοφαντικὲς ἐπιθέσεις καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ νὰ φρουρεῖ τὴν ψυχή μας. Αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ πρῶτο λοιπόν ποὺ ἀνέφερα εἶναι ἡ δύναμις, τὸ δεύτερο ἡ καθαρότητα, τὸ τρίτο ἡ εἰρηνευμένη κατάσταση.

Ἕνα τέταρτο εἶναι ἡ μεταμορφωτικὴ ἐνέργεια. «Αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου» (Ψαλμ. 76, 11), λέγει ὁ Δαβίδ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλοιώνει, μεταμορφώνει, φτιάχνει ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ξέραμε. Καὶ δὲν τὸν φτιάχνει μόνο ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη –γίνεται καὶ αὐτό-, ἀλλὰ κυρίως προκαλεῖ ἀλλοιώσεις πνευματικὲς καὶ μεταφέρει σὲ νέες καταστάσεις καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς. Ἔχουμε ἀνθρώπους ποὺ κάθε μέρα κάτι καινούργιο ξεδιπλώνουν ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐνοικεῖ στὴν ψυχή τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι καρπὸς μόνο τοῦ ἀγῶνα του. Ὁ ἀγώνας εἶναι μία φιλότιμη ἀνταπόκριση στὴν εὐλογία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν ψυχὴ καὶ συντηρεῖ αὐτὸς ὁ ἀγώνας τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πέμπτο στοιχεῖο ἡ παγκαρπία. Ὅταν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ξεδιπλώνει μιὰ λίστα ὁλόκληρη ἀπὸ δωρεὲς: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄ 22, 23). Σὰν νὰ μὴν χορταίνει ὁ ἀπόστολος, σὰν νὰ μὴν χορταίνει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφή, νὰ περιγράφει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ. Συνοδεύεται λοιπὸν ἀπὸ ἕναν πλοῦτο πνευματικῶν καρπῶν, μιὰ συγκομιδὴ χαρισμάτων καὶ δωρεῶν. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος παρουσιάζει τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν στὴ ζωή του.

Ἕκτο στοιχεῖο ἡ κοινωνία.«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν• ἀμήν», λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13). Ὅταν ἦλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀποστόλους καὶ διὰ τῶν ἀποστόλων μεταφέρθηκε στὸ πλῆθος ποὺ ἦταν συνηγμένο δημιουργήθηκε μιὰ αἴσθηση σχέσεως πνευματικῆς καὶ κοινωνίας. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ φαίνεται ἐξωτερικά εὐλαβής ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση κοινωνίας, ἀδελφικότητος, αἴσθηση ὅτι εἶναι κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πάσχει ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγἰου Πνεύματος στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν ψυχή μας, γεννᾶ Ἐκκλησία• δὲν φτιάχνει μεμονωμένους ἁγίους, ἀλλὰ ἑνωμένους ἀνθρώπους τῆς χάριτός Του.

Ἂς ὁλοκληρώσουμε μέ ἕνα ἕβδομο στοιχεῖο• τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26). Ἔχει μυστικὴ λειτουργία, ὄχι ἐπίδειξη, δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὴ βαρβαρότητα τῆς ἀπόδειξης ἢ τῆς πομπώδους παρουσίας Του, ἀλλὰ «ἐνοικεῖ και ἐμπεριπατεῖ» μέσα στὴν ψυχή μυστικῶς, μὲ εὐγένεια καὶ λεπτότητα. Τὸ αἰσθάνεται κανεὶς καὶ διστάζει νὰ τὸ ὁμολογήσει ἀκόμη καὶ στὸν ἑαυτό του. Ἐνεργεῖ μέσα του, «ὑπερεντυγχάνει», καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ βγάλει, δὲν εἶναι λόγος, ἀλλὰ ἕνας ἀναστεναγμός, μιὰ ἐσωτερικὴ μυστικὴ αἴσθηση, ἡ ταπεινὴ δοξολογία τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὑπάρχει πάντοτε στὴν Ἐκκλησία καὶ περιμένει τὴν κάθε ψυχή. Εἶναι κρῖμα νὰ ἔχει κατεβεῖ ὁ Χριστός, νὰ ἔχει ἀναστηθεῖ, νὰ ἔχει ἀναληφθεῖ, νὰ ἔχει στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία Του κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε ξένοι πρὸς Αὐτό. Ἡ Ἐκκλησία μας συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τὸ προσκλητήριό της. Τὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ σὲ μᾶς.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ξεπεράσουμε λίγο τὴν στενότητά μας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν δύναμη, τὴν καθαρότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν θεϊκὴ ἀλλοίωση, τοὺς καρπούς, τὴν κοινωνία, τὴν μυστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀμήν.

    
Πεντηκοστή 2020 


ΜΗΝΥΜΑ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 2020


welcome img

Τὸ μήνυμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως βασίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο γυμνὸς καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς φέροντας σὰν πολύτιμο λάφυρο καὶ σὰν βαρύτιμο ἔνδυμα αὐτὴν τὴν φύση τὴν ὁποία φέρουμε κι ἐμεῖς, καὶ τὴν ὁποία προσέφερε στὸν Θεὸ καὶ Πατέρα• τὴν ἐθέωσε. Ἑπομένως, ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς ἔχει φύση ἡ ὁποία εἶναι κατὰ χάριν θεωμένη.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι, νὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς πορείας μας μιὰ λαμπρὴ ἐξόδιο ἀκολουθία, ἡ ὁποία δὲν θὰ θυμίζει τίποτα ἀπὸ αἰωνιότητα καὶ δὲν θὰ ἔχει κανένα θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ μέσα της. Ἀλλὰ σκοπός μας εἶναι νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα, νὰ μπολιάσουμε τὴν μὲν ψυχή μας μὲ θεϊκότητα, τὴ δὲ ζωή μας μὲ αἰωνιότητα, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κάτι πέραν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε, κάτι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ αἰσθανόμαστε, κάτι πιὸ μεγάλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουμε. Ὅλο αὐτὸ ἐγκρύπτεται μέσα στὴν ἴδια τὴ φύση μας, σὰν σπόρος ἀληθινὸς ποὺ προσδοκᾶ τὴ γονιμοποίησή του, τὴν αὔξηση καὶ τελικὰ τὴν καρποφορία του. Ὅλοι μας καλούμεθα νὰ ἀναστήσουμε μέσα μας αὐτὸν τὸν σπόρο καὶ νὰ τὸν μετατρέψουμε σὲ ζωή καὶ ἐμπειρία.

Τὸ ἐρώτημα βέβαια εἶναι πῶς νὰ γίνει αὐτό; Γιατί νὰ μᾶς φαντάζει τόσο δύσκολο, τόσο ἀπόμακρο, ἐνδεχομένως τόσο ἀφηρημένο, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία μας ἐδῶ καὶ αἰῶνες; Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὴν πολὺ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.

Λέγει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «ἐξήγαγεν δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως Βηθανίαν» (Λουκ. κδ΄ 50). Τοὺς πῆρε τοὺς μαθητὲς ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, σχεδὸν κοντὰ στὴ Βηθανία, καὶ ὅπως λέει καὶ στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, (Πράξ. α΄ 12), «ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου τοῦ Ἐλαιῶνος», τὸ ὄρος αὐτὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται κατέναντι τῆς Ἱερουσαλήμ.  Τρία χαρακτηριστικὰ εἶχε ἡ τοποθεσία αὐτὴ στὴν ὁποία συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως:  Πρῶτον, ὅτι ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ• δεύτερον, ἦταν πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους τοῦ ἐλαιῶνος• καὶ τρίτον, κατέναντι, ἀκριβῶς ἀντίκρυ τῆς Ἱερουσαλήμ.

Ἆραγε ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς συμπτωματικές, χωροταξικὲς περιγραφές ἢ μήπως ἔχουν καὶ κάποια ἄλλη σημασία; Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως μυστικὰ ὡς γεγονὸς καθαρὰ πνευματικό, προσωπικὰ ἐμπειρικό, θεολογικό, πνευματικό, καλεῖται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ κάποιον χῶρο του, νὰ ἀνέβει πάνω σὲ κάποιον τόπο, σ᾿ ἕνα δικό του Ὄρος Ἐλαιῶν καὶ νὰ βλέπει ἀπέναντι κάποια Ἱερουσαλήμ.

Καλούμεθα νὰ βγοῦμε κι ἐμεῖς ἔξω στὴν ἡσυχία, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα, μακρυὰ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, τὴν ἐπιγειότητα, τὴν ὑλικότητα, τὴν φθαρτότητα, ὅλα αὐτὰ ποὺ διαρκῶς φθείρονται, καταστρέφονται, ἐξαφανίζονται καὶ πεθαίνουν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε. Νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν τύρβη τῶν μεριμνῶν, τῶν πολλῶν φροντίδων, τοῦ κολλημένου στὰ γήινα φρονήματος, καὶ νὰ πᾶμε σὲ μιὰ ἀκρούλα.  Σὲ τέτοιες ἥσυχες γωνιές ἐπιτελοῦνται τὰ μεγάλα γεγονότα.

Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως συνέβη ἐπὶ «τοῦ ὅρους τοῦ καλουμένου ‘Eλαιῶνος». Τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς μᾶς προτρέπουν νὰ ἀνέβουμε κι ἐμεῖς καὶ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ μας κάπου ψηλά, καὶ μὲ καθαρότητα ζωῆς, καθαρότητα διαθέσεως, καθαρότητα εἰλικρίνειας καὶ ἁγνότητα προθέσεων νὰ ἀνεβάσουμε λίγο τὴν ψυχή μας πιὸ ψηλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τῆς δημιουργοῦν τὴν αἴσθηση τῆς παχύτητος καὶ βαρύτητος καὶ τὴν κατεβάζουν πρὸς τὰ χαμηλὰ καὶ τὰ μικρά. Καὶ διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν ἀνωτέρων φρονημάτων, διὰ τῆς ἀνωτέρας σκέψεως, νὰ ἀνεβάσουμε τὸν νοῦ μας λίγο πρὸς τὰ πάνω γιὰ νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ τὰ βαρίδια ποὺ τὸν κρατοῦν προσκολλημένο στὰ ἐπίγεια.

Τρίτο χαρακτηριστκὸ εἶναι τὸ γεγονός ὅτι οἱ μαθητές κάθησαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλη ἡ ὁποία φιλοξένησε τὸν Κύριο, δέχθηκε τὴ διδασκαλία Του, εἶχε ἐμπειρία τῶν θαυμάτων Του• τὴν πόλη ἡ ὁποία ὑποδέχθηκε τὶς ἐπαγγελίες Του, τὶς ὑποσχέσεις Του• τὴν πόλη ποὺ τόλμησε νὰ ἀντικρύσει τὸ πάθος καὶ τὴ σταύρωσή Του καὶ τέλος νὰ ζήσει τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως Του.

Καθὼς οἱ ἀπόστολοι ἀντίκρυζαν τὴν Ἱερουσαλήμ, ζοῦσαν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τοῦ Κυρίου, τὴν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου παραδείγματος Του, τὴν ἐμπειρία τῆς προσδοκίας τῆς εὐλογίας Του, αὐτὴν ποὺ τελικὰ τοὺς χάρισε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως.  Καὶ ὅλοι ἐμεῖς καλούμεθα λίγο νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπιγειότητά μας, νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν μικρότητά μας, νὰ ἀνέβουμε μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν καθαρότητά μας σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄρος τὸ πνευματικό καὶ νὰ μελετήσουμε λίγο νοσταλγικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.

Οἰ ἀπόστολοι, ἂν καὶ ὑπῆρχε φαινομενικὸς χωρισμός ἀπὸ τὸν Κύριο, αὐτοὶ εἶχαν ἐμπειρία συναντήσεως μαζί Του. Ἐνῶ ὑπῆρχε στέρηση, αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ νοιώσουν τὸ πλήρωμα τῆς χαρᾶς, ὅπως περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῶ ὑπῆρχε ἀπουσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀναχώρησή Του, αὐτοὶ ζοῦσαν τὴν παρουσία καὶ τὴν ἔλευσή Του στὴ δική τους καρδιά.

Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ζἠσουμε ὅλοι μας, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, τὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, μιὰ ἐμπειρία αἰσθήσεως τῶν θεϊκῶν ἰδιωμάτων ποὺ ὁ καθένας μας ἔχει μέσα στὴ δική του φύση κατὰ χάριν καὶ νὰ μπορέσουμε ἔτσι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο ἐν δόξῃ στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὸ λάφυρο τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως δοξασμένης καὶ θεωμένης, καὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.


Ἀνάληψη 2020 
 


ΜΗΝΥΜΑ
Μεγ. Τεσσαρακοστῆς 2020

«Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας»


welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας βλέπει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σὰν μία περίοδο στὴν ὁποία ἐλευθέρως καὶ αὐτοβούλως ὁ καθένας μας θὰ ἐπιτρέψει στὸν Θεό, θὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἀπαιτήσει πνευματικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μπεῖ στὴ ζωή του καὶ θὰ τοῦ κάνει χῶρο. Εἶναι ἡ περίοδος ποὺ δημιουργοῦμε τόπο γιὰ τὸν Θεὸ στὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας. Εἶναι ὁ δικός μας χρόνος, ὁ καιρὸς τῆς δικῆς μας ἀποφάσεως. Καὶ αὐτὸ δὲν θὰ γίνει ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ θέλει. Ὁ Θεὸς ἀσφαλῶς τὸ ἐπιθυμεῖ. Θὰ γίνει ἐπειδὴ ἐμεῖς συγκατατιθέμεθα σ᾿ αὐτό. Τότε αὐτὴ ἡ περίοδος θὰ εἶναι πραγματικὰ μία περίοδος ἁγιαστική, μία περίοδος ἀγωνιστική, μία περίοδος προσδοκίας τῆς ἐλεύσεως καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

  Τὰ ἔργα μας πρέπει νὰ εἶναι φωτεινά, ἔργα ἁγιαστικά, ἔργα ποὺ νὰ ἀντέχουν στὸ φῶς τῆς ἡμέρας.  Καὶ σὰν ἕνα ἄλλο ἔνδυμα αὐτὰ τὰ ἔργα νὰ φορέσουμε, γιὰ νὰ δώσουμε ἕνα καλὸ σχῆμα, μία νέα μορφὴ στὴ ζωή μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἁγιαστικὸς χαρακτήρας τοῦ καιροῦ μας. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ὁ ἀγωνιστικὸς καὶ σ᾿ αὐτὸν μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία. Νὰ κάνουμε πλέον τὸν καιρὸ αὐτόν, καιρὸ ἀγῶνος• ὄχι μόνο νὰ προσδοκοῦμε κάτι, ἀλλὰ κι ἐμεῖς νὰ συνεισφέρουμε ὅ,τι μποροῦμε.

  «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. ιγ΄ 12), ἡ ζωή τοῦ φωτὸς εἶναι ζωὴ ἀγῶνος καὶ χρειάζεται ὅπλα πνευματικὰ γιὰ νὰ τὴν διεξέλθουμε μὲ ἐπιτυχία.

  Ἂς προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε αὐτὴν τὴν ἁγιαστικὴ διάσταση, τὴν ἐσχατολογικὴ τῆς προσδοκίας τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ καθένας μας ἔτσι νὰ ζήσει τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.  Κι ἔτσι νὰ τὴν κάνει «εὐπρόσδεκτο καιρό» γιὰ νὰ ἔλθει ὁ Θεὸς μέσα στὴ ζωή του.

  Τί κρῖμα νὰ περνᾶνε αὐτὲς οἱ εὐκαιρίες κι ἐμεῖς νὰ μὴν καταλαβαίνουμε τίποτε!  Ἄκαρπα νὰ περνοῦν οἱ μέρες.  Στὰ ἴδια πάθη νὰ κυλιόμεθα, τὶς ἴδιες ἀδυναμίες νὰ ἐπαναλαμβάνουμε, οἱ ἴδιες ἁμαρτίες νὰ κυριαρχοῦν στὴ ζωή μας.  Ἀλλὰ τί εὐλογία κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ ἔχει αὐτὸ τὸν χαρακτήρα τῆς προσδοκίας τοῦ Θεοῦ!  Νὰ ἔλθει ὁ Κύριος κοντά μας.

  «Ἔρχομαι ταχύ»,  (Ἀποκ. κβ΄ 20) ὁ Κύριος ὑπόσχεται στὴν Ἀποκάλυψη καὶ ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι «Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ».

  Μακάρια αὐτὴ ἡ στιγμή! Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καιρὸ θεϊκῆς δράσεως καὶ τὴ ζωή μας ζωὴ θεϊκῆς προσδοκίας. Ἀμήν.

  

Μ.Τεσσαρακοστὴ 2020 


ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ ΤΡΙΩΔΙΟΝ
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου

welcome img

Κυριακὴ Τελώνου καὶ Φαρισαίου. Ἡ πρώτη Κυριακὴ ποὺ προσδιορίζει τὴν ἔναρξη τῆς κατ᾿ ἐξοχὴν κατανυκτικῆς καὶ ἰδιαίτερα εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου τοῦ ἔτους, τοῦ Τριωδίου. Ἡ περίοδος αὐτή ἔχει γιὰ ἐντελῶς τεχνικοὺς λόγους πάρει τὸ ὄνομα Τριώδιο, διότι οἱ κανόνες ποὺ διαβάζονται στὴν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἔχουν τρεῖς ὠδές. Ἔχει ὅμως καὶ ἄλλα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, μορφολογικά καὶ κυρίως πνευματικά, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι τὰ τρία κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ψάλουμε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου.

Τὸ πρῶτο ἀρχίζει ὡς ἐξῆς: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα»• τὸ δεύτερο: «Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε» καὶ τὸ τρίτο: «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας». Τὰ τρία αὐτὰ κατανυκτικὰ τροπάρια δανείζονται εἰκόνες, λέξεις, ἐκφράσεις καὶ θεματολογία ἀπὸ τὶς τρεῖς εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῶν πρώτων Κυριακῶν τοῦ Τριωδίου ἀντιστοίχως, γιὰ νὰ μᾶς περιγράψουν τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς προσωπικῆς μετανοίας μας.

Τὸ πρῶτο ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὅτι «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι», ὁ ἕνας φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης (Λουκ. ιη΄ 10). Αὐτὴ ἡ πορεία πρὸς τὸν ναὸ διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος: «ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου».

Τὸ δεύτερο τροπάριο βασίζεται στὸ ιε΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου τὸ ὁποῖο περιγράφει τὴν παραστατικότατη καὶ πνευματικότατη παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, καθὼς λέγει: «Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε, αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα τὴν ζωὴν ἁμαρτίαις ὡς ραθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας».

Καὶ τέλος, τὸ τρίτο τροπάριο ἐμπνέεται κι αὐτὸ ἀπὸ τὴν τρίτη κατὰ σειρὰν Κυριακή, τὴν Κυριακὴ τῆς Κρίσεως: «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλας τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς Κρίσεως».

Αὐτὲς οἱ τρεῖς Κυριακές δανείζουν τὴ θεματολογία τους στὸν ὑμνογράφο γιὰ νὰ προξενήσει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ καθενός μας αὐτὸ τὸ ἅγιο φιλότιμο τῆς μετανοίας, δηλαδὴ τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἁμαρτίας μέσα μας καὶ τῆς ἀνάγκης νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μας καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ. Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν μετοχή μας στὸ αἰώνιο Πάσχα.

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας», ἄνοιξέ μου τὶς πύλες τῆς μετανοίας. Εἶναι πολλὲς οἱ πύλες, πολλὲς οἱ πόρτες ποὺ περνάει κανεὶς μέσα στὸ στάδιο τῆς μετανοίας. Τί μεγάλη σημασία ποὺ δὲν ἔχει αὐτό! Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν δὲν ἔχει μόνο μία πύλη, ἀλλὰ πολλές. Τέτοιες θύρες, περάσματα, εἶναι οἱ ἀφορμὲς ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας γιὰ νὰ ἔλθουμε «εἰς ἑαυτόν», νὰ συνέλθουμε, νὰ ἀντικρύσουμε τὴν ἀλήθεια μας, νὰ περάσουμε στὴν κατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς αὐτογνωσίας καὶ κατανύξεως, στὴν κατάσταση τῆς μετανοίας. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα χαρούμενο γεγονὸς ποὺ νὰ μᾶς συγκλονίσει τόσο ποὺ νὰ μὴν τὸ ἀντέξουμε καὶ νὰ προχωρήσουμε στὴ μετάνοια. Μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ εἶναι ἕνα τραυματικό, λυπηρὸ γεγονὸς ποὺ νὰ ἀναδιατάξει τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ νὰ φωτίσει τὸ προσωπικὸ σκοτάδι μας. Μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ γνωριμία μὲ κάποιον ἄνθρωπο, ἢ καὶ μιὰ ἀπρόσμενη ἐντελῶς ξαφνικὴ σκέψη. Ξέρει ὁ Θεὸς νὰ δίνει ἀφορμές, καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλὲς εἶναι αὐτὲς οἱ πύλες ἀπὸ τὶς ὁποῖες κανεὶς περνᾶ διὰ τῆς μετανοίας στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ.

«Τῆς σωτηρίας εὔθυνον μοι τρίβους», νὰ μοῦ εὐθύνεις, νὰ μοῦ κάνεις εὔκολους, εὐθεῖς, σαφεῖς καὶ ξεκάθαρους τοὺς δρόμους τῆς σωτηρίας. Ὑπάρχουν ἐπίσης πολλοὶ καὶ ποικίλοι δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν στὴ σωτηρία. Τί μεγάλη εὐλογία νὰ μὴν εἶναι ἕνας ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας! Νὰ μὴν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅλοι νὰ στραγγαλίσουμε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν προσωπικὴ ίδιομορφία μας καὶ νὰ τὰ προσαρμόσουμε ὑποχρεωτικὰ καὶ καταναγκαστικὰ σὲ ἕνα συγκεκριμένο καλούπι σωτηρίας. Ἀλλὰ εἶναι πολλοὶ οἱ δρόμοι καὶ αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία. Αὐτοὶ οἱ πληθυντικοί, «πύλας», «τρίβους», δηλώνουν τὴν πολλαπλότητα καὶ τὴν ποικιλότητα τῶν ἐπιλογῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι καὶ ἀνάλογες στὰ μέτρα τοῦ καθενός. Συχνὰ νομίζουμε ὅτι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἐντελῶς ἀταίριαστος μὲ τὴ δική μας προσωπικὴ ζωή. Μπορεῖ ὁ δικός μας δρόμος νὰ μὴν ταιριάζει πρὸς τοὺς δρόμους ποὺ χαράσσει ἡ κοινωνία, ἀλλὰ ὅμως εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν πιὸ ταιριαστὸς ὡς πρὸς τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς μας.  Ἐκεῖ καταξιώνεται ἡ ψυχή• ὅταν βρεῖ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας της.

«Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν ἐννοῶν ὁ τάλας». Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο τροπάριο. Ὅλοι εἴμαστε τελῶνες, ὅλοι ζοῦμε μὲ τὸ βάρος τῆς ἐσπιλωμένης ψυχῆς καὶ τοῦ ρυπωμένου βίου, τῆς λερωμένης καὶ λεκιασμένης ζωῆς μας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, τὶς ἀδυναμίες, τὰ πάθη, τὶς κακότητες τῆς φύσεώς μας. Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, - καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι, καὶ αὐτοὶ ποὺ νομίζουν πὼς ἔχουν μετανοήσει, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸ κλῖμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ζοῦν ἴσως βυθισμένοι στὴν ἁμαρτία- εἶναι τὸ νὰ ἔλθουμε «εἰς ἑαυτὸν» (Λουκ ιε΄ 17). Νὰ παύσουμε νὰ περιφερόμαστε στὶς δικαιολογίες τῶν γεγονότων, νὰ ψάχνουμε ἄλλους ἐνόχους στὴ ζωή μας, ὅτι κάποιοι ἄλλοι δῆθεν φταῖνε, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς Εὔας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πόρτα μας• τὸ νὰ μπορέσουμε νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς ὑπευθυνότητος τῆς καταστάσεώς μας τὰ γεγονότα, τὶς συγκυρίες, τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ στραφοῦμε μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναλάβουμε ἐν μετανοίᾳ τὴν εὐθύνη τῆς ἁμαρτίας μας.

Αὐτὸ ποὺ στὴν Ἐκκλησία προσδοκοῦμε εἶναι τὸ πέρασμα μέσα ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μετανοίας, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ νὰ φθάσουμε στὸν οἶκο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν δικό του τρόπο, τὴ δική του ἀφορμή, τὸ δικό του γεγονός, τὴ δική του σύνθεση τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ περιβάλλοντος, γιὰ νὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μετανοίας, δηλαδὴ τῆς ἐπιστροφῆς στὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας ποὺ καταλήγει στὴ μεγάλη εὐλογία τῆς συναντήσεως μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

Νὰ δώσει ὁ Θεός, καθὼς εἰσερχόμαστε σ᾿ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη περίοδο τοῦ Τριωδίου, ὁ καθένας μας μὲ τελωνικὸ φρόνημα, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο μποροῦμε, νὰ καλλιεργήσουμε κάτι ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς μας. Δὲν ἀρκοῦν μόνο τὰ ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἂς βυθιστοῦμε μέσα στὴν καρδιά μας καὶ τότε θὰ ἀντικρύσουμε ἕναν ἄλλον κόσμο, τὸν κόσμο ποὺ χρειάζεται μετάνοια γιὰ νὰ τὸν ζήσουμε. Κι ἂν ζήσουμε τὴν μετάνοια μέσα στὴν καρδιά μας, θὰ κατοπτριστεῖ, ὄχι τὸ εἴδωλο τὸ δικό μας, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Τότε θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς στὸ τέλος τοῦ Τριωδίου, ὕστερα ἀπὸ δέκα ἑβδομάδες, καθὼς ἡ Ἐκκλησία μας θὰ γιορτάζει καὶ θὰ τιμᾶ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνον νὰ ψάλλουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ τὰ χείλη μας πανηγυρικά, ἀλλὰ νὰ ἀπαγγέλλουμε καὶ τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», μὲ τὴν καρδιά μας ἐμπειρικά. Ἀμήν.




Mήνυμα Τριωδίου 2020 pdf

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ καὶ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ


welcome img

Μιὰ νέα χρονιὰ ἔχει μόλις ἀνατείλει. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν πολλὴ ἀγάπη Του εὐδόκησε καὶ ἀντικρύσαμε τὴν αὐγὴ ἑνὸς ἀκόμη ἔτους. Μπροστά μας ξεδιπλώνονται ἀπρό­βλεπτα γεγονότα, μεγάλα ἢ μικρὰ προγράμματα, νέες γνωριμίες, πνευματικὲς εὐ­καιρίες, μονα­δικὲς δυνατότητες, ὁ πιὸ κοντινός μας φίλος, ὁ χρόνος,  τὸ ἄγνωστο σὲ μᾶς ἀλλὰ σοφὸ καὶ γεμᾶτο ἀγάπη σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μπροστά μας διακρίνουμε μῆνες, γιορτές, ἀφορμὲς νὰ αἰσθανθοῦμε λίγο τὴν ψυχή μας καὶ περισσότερο τὴν ζεστὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ.

    Ὅλοι μας ξεκινοῦμε μὲ κάποιες προσδοκίες ἢ ἐλπίδες ἢ ἀγωνίες ἢ ἀκόμη φόβους καὶ ἀνησυχίες. Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δίνει τὸν χρόνο γιὰ νὰ παρατείνεται ἡ ταλαιπωρία καὶ νὰ συνεχίζονται οἱ δοκιμασίες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὸ δῶρο τοῦ χρόνου γιὰ τρεῖς λόγους: πρῶτον γιὰ νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε, νὰ «ἐξαγοράσουμε τὸν καιρόν», ὅπως προ­τρέπει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· δεύτερον γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι εἶναι «συνεσταλ­μένος», σύντομος, καὶ νὰ φιλοτιμηθοῦμε· καὶ τρίτον γιὰ νὰ τὸν μεταμορ­φώσουμε σὲ αἰωνιότητα.

    Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε σκοτώνει τὸν χρόνο του, χάνει τὸν καιρό του, κακοποιεῖ τὶς εὐκαιρίες του. Δὲν πιστεύει στὸν χρόνο ὡς φίλο ἀλλὰ τὸν βλέπει ὡς ἐχθρὸ καὶ ἀντίπαλο. Καθὼς γυρίζει τὸ ὡρολόγι καὶ περνοῦν τὰ χρόνια, ἄσχετα ἀπὸ τὰ πυροτεχνήματα καὶ τὶς κροτίδες τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἢ τὰ κεράκια τῶν γενεθλίων, μὲ θλίψη διαπιστώνει τὴν προσέγγιση τοῦ ἀνεπιθύμητου τέλους του. Ὁ χρόνος γιὰ τὴν κοσμικὴ ἀντίληψη εἶναι κάτι ποὺ τελειώνει καὶ κάτι ποὺ θυμίζει περισσότερο τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐφημερότητά μας παρὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸν προορισμό μας.

    Ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ εὐλογεῖ σήμερα «τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρη­στό­τητος τοῦ Κυρίου», βλέπει τὸν χρόνο ὡς μεγάλη εὐλογία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δίδεται γιὰ νὰ αὐξάνουμε τὴν ἀγάπη μας σὲ Αὐτόν, μᾶς προσφέρεται γιὰ νὰ γευόμαστε ἀπὸ τώρα τοὺς θησαυροὺς τῆς βασιλείας Του, μᾶς χαρίζεται γιὰ νὰ μεταμορφωνόμαστε καθημερινὰ σὲ ἁγίους καὶ νὰ μεταμορφώνουμε συνεχῶς τὰ πάντα σὲ δῶρα τοῦ Θεοῦ.

    Καὶ φέτος θὰ μᾶς δώσει πάλι ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ γιὰ νὰ ζήσουμε κάθε στιγμή του μὲ πνεῦμα Θεοῦ, μὲ σύνεση, μὲ ὑπομονή. Θὰ μᾶς προσφέρει τὸν θησαυρὸ τῶν ἑορτῶν της, τὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, τὶς πολλὲς λατρευτικὲς εὐκαιρίες της, τὸν κατηχητικὸ νουθετικὸ λόγο της, τὴν ποιμαντικὴ στήριξή της μέσα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα μυστήριά της, τὴν πλούσια χάρι της. Σὲ μᾶς μένει τὸ δικαίωμα νὰ ἐκμεταλλευθοῦμε κάθε εὐκαιρία. Κάθε εὐλογία, κάθε δοκιμασία, κάθε στιγμὴ ἀποτελοῦν κι ἕνα παράθυρο στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

    Ἡ χρονιὰ ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας ἔχει γιὰ ὅλους μας πολλὰ μυστικά. Εὔχομαι γιὰ τὸν καθένα μας νὰ εἶναι πολὺ εὐλογημένη, γεμάτη χαρὲς καὶ εὐτυχία, κυρίως ὅμως τὸ τέλος της νὰ μᾶς βρεῖ ἕνα βῆμα πιὸ κοντὰ στὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Στὶς οἰκογένειές μας νά ἐπικρατήσει περισσότερο ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σύμπνοια, στὶς κοινωνίες μας νὰ κυριαρχήσει ἡ πρόοδος καὶ ἡ πραγματικὴ ἀνάπτυξη καὶ εὐημερία,  στὸν κόσμο μας νὰ πρυτανεύσει ἡ εἰρήνη καὶ στὴν Ἐκκλησία μας νὰ βασιλεύσει ἡ ἑνότητα καὶ ἡ κατανόηση τῆς μεγάλης ἀποστολῆς της.

    
Ἰανουάριος 2020

                         ΜΗΝΥΜΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ 2020


welcome img

Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ,

καὶ τὸ φῶς σου, Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντάς σε·

                       ἦλθες ἐφάνης τὸ φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Ὑπάρχει μιὰ ἐσωτερικὴ βαθειὰ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἑορτὴ τῶν Θεο­φανείων καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Καὶ οἱ δύο ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸ φῶς, τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Στὴ ἑορτὴ τῆς Ἀναστάσεως ψάλλουμε «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός»· ἡ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου βγαίνει σὰν φῶς, τὸ φῶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο καὶ γεμίζει τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ λέγεται Λαμπρή. Στὰ Θεοφάνεια ἑορτάζουμε πάλι τὸ φῶς, τὸ φῶς ὅμως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ἀνοίγει ὁ οὐρανὸς καὶ ἐμφανίζεται, σύμφωνα μὲ τὴ συνοπτικὴ περιγραφή τῶν εὐαγγελιστῶν, ἡ Ἁγία Τριάδα. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ λέγεται Φῶτα. Ἡ μία, λοιπόν, ὁμοιότητα εἶναι τὸ φῶς.

Ἡ δεύτερη ὁμοιότητα εἶναι τὸ ὅτι τὸ βάπτισμα, καὶ τὸ δικό μας βάπτισμα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ βάπτιση τοῦ Κυρίου, εἶναι σύμβολο ταφῆς καὶ ἀνα­στάσεως. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ ὅλους σήμερα σὲ μιὰ ταφὴ -τὴν ταφὴ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· καὶ μιὰ ἀνάσταση -τὴν ἀνάσταση τοῦ νέου.

Ὑπάρχει καὶ μιὰ τρίτη ὁμοιότητα. Κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη, ὁ Ἅδης «στένων βοᾶ», στενάζει. Δὲν ἀντέχει τὸν Κύριο στὰ σπλάγχνα του, ὅπως δὲν Τὸν ἀντέχει οὔτε ἡ φύση ταπεινούμενο καὶ βαπτιζόμενο στὸν Ἰορδάνη. Γι᾿ αὐτὸ ὑποχωροῦν τὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνου καὶ συστέλλεται ὁ Ἰωάννης, σχίζονται οἱ οὐρανοί, κατεβαίνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον «ὡσεὶ περιστερὰ» καὶ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ πατρός: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. γ΄ 16-17). Αὐτὴ ἡ κένωση καὶ ταπείνωση τοῦ Κυρίου ὁδηγοῦν στὴ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Τέλος, ἡ τέταρτη ὁμοιότητα βρίσκεται στὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν προεορτίων ἡμερῶν, ἀπὸ τὶς 2 Ἰανουαρίου μέχρι καὶ τὶς 5, κάποια ἀπὸ τὰ ὀποῖα εἶναι ἀκριβῶς ἴδια μὲ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τῶν μετὰ τὸ Πάσχα ἡμερῶν, δηλαδὴ τῆς ἑβδομάδος τῆς Διακαινησίμου. Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ ὑπογραμ­μίζουν αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς «ἀνακαινώσεως» τῆς δικῆς μας, ὅπως ἀναφέρει καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων (Τιτ. γ΄ 5), καὶ τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνεται στὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγιασμοῦ γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς κτίσης. Τὰ πάντα καὶ στὶς δύο ἑορτὲς γίνονται καινά, καινούργια. 

Ὁ λόγος ποὺ γίνεται αὐτὴ ἡ ἀνακαίνιση, ὁ ἁγιασμὸς τῆς κτίσης, εἶναι γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ ὁ ἐξαγιασμὸς ὁ δικός μας, τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι κρῖμα νὰ πάρουμε τὸν ἁγιασμὸ καὶ νὰ μὴν καταλάβουμε τὸ μήνυμα τῆς ἑορτῆς, τὸ ὁποῖο εἶναι νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς μέτοχοι τοῦ θεϊκοῦ φωτός, νὰ ἀνοιχτοῦν καὶ γιὰ μᾶς οἱ οὐρανοί. Συχνὰ παραπονιόμαστε ὅτι εἶναι κλειστοὶ οἱ οὐρανοὶ γιὰ μᾶς, σὰν νὰ εἶναι ἀπὼν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ ζωή μας͘  δὲν Τὸν βλέπουμε, δὲν μᾶς θέλει. Ἔτσι νομίζουμε.

Γιὰ νὰ εἶναι ὅμως μονίμως ἀνοιχτὸς ὁ οὐρανός χρειάζεται καὶ ἡ δική μας κένωση καὶ ταπείνωση, μετοχὴ καὶ μετάληψη σ᾿ αὐτὴ τὴν εὐλογία τῆς χάριτος. Ἀνακαινίζεται ἡ κτίση γιὰ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καινούργια φύση. Νὰ ἀλλάξουμε ἐξ ὁλοκλήρου καὶ νὰ μεταμορφωθοῦμε ἀπὸ ἄνθρωποι τῆς πτώσεως σὲ ἄνθρωποι τῆς χάριτος. Εὔχομαι μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα πραγ­ματικά νὰ ζοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας, νὰ ζοῦμε σχιζομένους τοὺς οὐρα­νοὺς διαρκῶς στὴ ζωή μας, ἡ ὁποία νὰ εἶναι ἀνακαινούμενη καὶ πλημμυ­ρισμένη ἀπὸ τὸ φῶς τῆς χάριτος καὶ τῆς παρουσίας Του.  Ἀμήν.

Θεοφάνεια 2020


 pdf

ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020


welcome img

Ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὸν μεσαῖο κρίκο μιᾶς ἁλυσσίδας τριῶν ἑορτῶν ποὺ ἐμφανίζουν τὸν Κύριο ταπεινωμένο στὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ θὰ λέγαμε πὼς προκαλεῖ τὴ σκέψη καὶ σκανδαλίζει τὴν πίστη μας.

   Ἡ πρώτη εἶναι ἡ κατὰ σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μόλις πρὸ ἑβδομάδος ἑορτάσαμε, ὅπου ὁ Κύριος ἐνδυόμενος τὴν ἀνθρώπινη φύση «κενοῦται», ταπεινοῦται καὶ «λαμβάνει δούλου μορφήν» (Φιλιπ. β΄ 7). Ἡ τρίτη εἶναι αὐτὴ ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ἑορτάσουμε, ἡ Βάπτισις τοῦ Κύριου.  Ἐδῶ ἐμφανίζεται νὰ δέχεται ἀκόμη μεγαλύτερη ταπείνωση, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἔχοντας ἤδη φορέσει τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀκουμπᾶ ὄχι βέβαια κατὰ τὴν οὐσία ἀλλὰ κατὰ τὸν τύπο, καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴ φοβερὴ ἀρρώστεια της, τὴν πτώση.

Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς, ὅπου ὁ Κύριος δέχεται μιὰ ἐπὶ πλέον ταπείνωση τῆς σαρκός του• εἶναι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ παλαιοῦ νόμου. Οἱ ὑπόλοιπες δεσποτικὲς ἑορτές, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Εἴσοδος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ἀνάληψις, μὲ ἐξαίρεση αὐτὲς τοῦ πάθους ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦνται ἀμέσως ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, εἶναι ἑορτὲς ποὺ δείχνουν τὴ δόξα τῆς θεότητός Του.

Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι κάπως δύσκολη στὴν κατανόησή της καὶ κλειστὴ στὸ μήνυμά της. Ἡ περιτομὴ ἀποτελοῦσε παλαιὰ νομικὴ διάταξη τῶν Ἑβραίων.  Αὐτὸν τὸν νόμο τῆς περιτομῆς τῆς σαρκός, ἐν ἄκρᾳ ταπεινώσει, «ἐκπληροῖ» ὁ Κύριος σήμερα. Ἡ περιτομή, ὅμως, τῆς σαρκὸς συνδυάζεται μὲ δύο ἄλλες περιτομές• μία πνευματικὴ καὶ μία συμβολική, ποὺ ὑπαινίσσονται μία τρίτη, τὴν μυστικὴ γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὶς πρὸς Ρωμαίους, πρὸς Γαλάτας καὶ πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολές του.

Ἡ πνευματικὴ περιτομὴ εἶναι ἡ τομή, ἡ κατάργηση τοῦ νόμου καὶ ὁ ἐγκαινιασμὸς τῆς χάριτος. «Χριστοῦ περιτμηθέντος ἐτμήθη νόμος, καὶ νόμου τμηθέντος εἰσήχθη χάρις», μᾶς λέγουν οἱ στίχοι τοῦ συναξαρίου. «Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου τῆς χάριτος ἐλθούσης» (Δοξαστ. ἑσπερ. β' ἤχου), τονίζει ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ἀποτέμνεται ὁ νόμος, ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι ἐπουσιῶδες καὶ ἀνελεύθερο καὶ προσφέρεται στοὺς πιστοὺς ἡ ἐλευθερία τῆς χάριτος.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία τρίτη περιτομὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴ τῆς σαρκὸς καὶ τοῦ νόμου. Εἶναι ἡ περιτομὴ ποὺ ἀναφέρεται στὰ τροπάρια τοῦ κανόνος ὡς σχολιασμὸς τοῦ ὅτι τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώραν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως. Ἡ ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτὴ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ τώρα Διαθήκη, εἶναι σύμβολο τῆς αἰωνιότητος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ὄνομα δίδεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα. Τὸ ὄνομα εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ πιστοποιητικὸ τῆς αἰωνιότητος: «Χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Λουκ. ι' 20).

Σήμερα, λοιπόν, ποὺ ἀλλάζει ὁ χρόνος ὡς ἔτος καὶ χρονολογία, καλὸ θὰ εἶναι νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀλλάζει ὁ χρόνος καὶ ὡς οὐσία• μπολιάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ χάρι τῆς αἰωνιότητος. Ἡ Περιτομὴ τοῦ Κυρίου σημαδεύει καὶ τὴν περιτομὴ τοῦ χρόνου, τὴ μεταμόρφωσή του σὲ αἰωνιότητα.

Αὐτὲς οἱ τρεῖς περιτομές, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τῆς σαρκός -ἡ οὐσιαστική-, τοῦ νόμου -ἡ πνευματικὴ- καὶ τοῦ χρόνου -ἡ συμβολική-, προεικονίζουν τὴν τελεία, τὴ μυστικὴ περιτομὴ• εἶναι ἡ «ἀχειροποίητος περιτομὴ» τοῦ σημερινοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (Κολ. β' 11), ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας «ἐν πνεύματι οὐ γράμματι» (Ρωμ. β' 29) καὶ (Πράξ. ζ' 51).

   Οἱ πρῶτες περιτομὲς στὴν οὐσία σημαίνουν μερικὴ τομή• ὅ,τι μολύνει τὴ σάρκα, ὅ,τι στενεύει τὸ νόμο, ὅ,τι παχαίνει τὸ χρόνο σήμερα κόβεται καὶ ἔτσι μεταμορφώνεται ἡ σάρκα σὲ πνεῦμα, ὁ νόμος σὲ χάρι, ὁ χρόνος σὲ αἰωνιότητα. Ἡ μυστικὴ ὅμως περιτομὴ εἶναι μιὰ ἀπόλυτη ἐκτομὴ τῶν παθῶν καὶ τοῦ φρονήματος τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν ἄνθρωπο τὸν κάνει ὄχι κυνηγό, ἀλλὰ μέτοχο τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματος, τῆς χάριτος, τῆς αἰωνιότητος, ἀπὸ τώρα ποὺ φοροῦμε ἀκόμη τὴ σάρκα, ποὺ ζοῦμε ἐν χρόνῳ, ποὺ καλούμεθα νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές. Εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς μεταμορφώνει σὲ θεϊκοὺς ἀνθρώπους• ποὺ ἐκτέμνει τὰ πάθη μας, περιτέμνει τὴ φύση μας καὶ συντέμνει τὸ χρόνο μας. Μᾶς κάνει νὰ μὴν ζοῦμε ἔντονα τὴ φύση, τὴ σάρκα, τὸν νόμο, τὸν χρόνο.

   Παράξενο αὐτὸ τὸ τελευταῖο. Καὶ ὅμως τὸ ἐπιλέγω γιὰ εὐχή. Ὁ χρόνος μας νὰ εἶναι συντετμημένος φέτος, «συνεσταλμένος» (Α' Κορ. ζ' 29). Ὄχι βέβαια, συντετμημένος στὸ μῆκος. Κάθε ἄλλο. Ἀλλὰ συντετμημένος στὴ φυσικὴ οὐσία του. Ὅσο λιγοστεύει σὲ φυσικὴ οὐσία καὶ κοσμικὴ σημασία, τόσο χάνει τὴν παχύτητά του, λεπτύνεται, μετασχηματίζεται σὲ αἰωνιότητα.

   Σᾶς εὔχομαι «χρόνια πολλά», σᾶς εὔχομαι καὶ «χρόνια αἰώνια»• τὰ πολλὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ τὰ αἰώνια ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ σήμερα καὶ δὲν τελειώνουν ποτέ.

   Καλὴ χρονιὰ καὶ εὐλογημένη!

    
Ἰανουάριος 2020  



ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Τὶς μέρες αυτές, ἀνοίγει ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ μεγάλη ἑορτή τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Ποιό εἶναι ὅμως τὸ ἀληθινὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων; Πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ; Μήπως κάτι πρέπει νὰ κάνουμε λίγο διαφορετικό, πιὸ οὐσιαστικὸ τὴν περίοδο ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας; Μήπως ἡ μέριμνα τοῦ ἑορτασμοῦ κάποιες φορὲς σκεπάζει τὴν οὐσία τῆς ἑορτῆς;

  «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸν Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. γ΄ 16). Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ὄχι ἄγγελος ἢ κάτι ἄλλο· ἐνδύεται τὴν δική μας φύση, τὴν ἀνθρώπινη, αὐτὴν τιμᾶ καὶ ὑπερυψώνει. Καὶ τοῦτο «ἵνα τὸν Ἀδὰμ Θεὸν ἀπεργάσηται» – γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ προορισμός μας. Σὲ αὐτὴν τὴν λογικὴ εἶναι ἐντεταγμένη ἡ Ἐκκλησία μας. Μὲ φόντο αὐτὴ τὴν πραγματικότητα καταλαβαίνει τὰ Χριστούγεννα. Λέμε συχνὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας προκειμένου νὰ δικαιολογηθοῦμε: «ἔ, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ». Πόσο λάθος εἶναι μία τέτοια ἀντίληψη! Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ παραμείνουμε ἄνθρωποι, ἀλλὰ νὰ μπολιαστεῖ ἡ ἀγριάδα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ νὰ βγάλει τὸ ἀγλαόκαρπο δέντρο τοῦ ἐνχριστωμένου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει θεϊκὰ χαρακτηριστικά.

  Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνει λίγο ἀνάλαφρη ἡ ψυχή μας· νὰ ἀνέβουμε λίγο πιὸ ψηλά. Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν θέλει νὰ μᾶς μυήσει στὸν πνευματικὸ κόσμο, μᾶς προκαλεῖ νὰ «ἐπαρθῶμεν ἐνθέως», νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε καὶ νὰ ἀνεβοῦμε σὲ ὄρη πνευματικὰ. Μᾶς καλεῖ νὰ πετάξουμε κάποια βάρη μας, καὶ τέτοια βάρη εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σκοτάδια τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὴ τὴν περίοδο ἂς πᾶμε στὴν ἐξομολόγηση, ὄχι ἁπλῶς γιὰ νὰ τὰ ποῦμε ἐπειδὴ πρέπει, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή μας νὰ ἀκουμπήσει πάνω στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, στὸ λέντιο τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ καταθέσει ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ κρίματά της. Νὰ πᾶμε μὲ μετάνοια ταπεινὰ καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ ποῦμε αὐτὰ ποὺ εἶναι μεγάλα καὶ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχή μας, αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε μικρὰ καὶ εἶναι ὕπουλα, αὐτὰ ποὺ συνήθως δὲν ὁμολογοῦμε οὔτε καὶ στὸν ἑαυτό μας καὶ τοῦ τὰ κρύβουμε φοβούμενοι ὅτι θὰ ἀπογοητευθοῦμε. Νὰ πᾶμε καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦμε τὸ πῶς ζοῦμε, τί νοιώθουμε, τὶς σκέψεις ποὺ διαταράσσουν τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς μας· ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ὑποχωρήσουμε, ὅτι διαρκῶς κατακρίνουμε, αἰσθανόμαστε ὑπεροχικά, εἴμαστε εὔκολοι στὸ ψέμα, ἀδύνατοι στὴν πίστη, ἀκάθαρτοι στὴν διάθεση... Μπροστὰ στὸν Θεό, «ἐνώπιοι ἐνωπίῳ», τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ πετάξουμε εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας.

  Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο: εἶναι οἱ μέριμνές μας. Τὸ μυαλό μας εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἐνοχλητικὲς σκέψεις. Διαρκῶς σκεφτόμαστε ἀπίστευτα πράγματα καὶ τὰ μεγαλοποιοῦμε σὰν νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὴν πολλὴ σκέψη θὰ βροῦμε καὶ τὴ λύση. Δὲν εἶναι ἔτσι. Μὲ τὴν πολλὴ σκέψη χάνουμε τὴν λύση. Ὁ Θεὸς δὲν προσ­εγγίζεται ἀπὸ τοὺς σκεπτόμενους. Ὁ Θεὸς προσεγγίζεται ἀπὸ τοὺς προσευχό­μενους, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐμπιστεύονται, ποὺ ἀκουμποῦν μὲ τὴν καρδιά τους πάνω Του. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ζητάει νὰ μὴν εἴμαστε πολυμέριμνοι. Θὰ ἔλθουν τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ ἀπειλὴ τῶν μεριμνῶν θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη: Πῶς θὰ γιορτάσουμε; Τί θὰ μαγειρέψουμε; Τί δῶρα θὰ ἀγοράσουμε; Ὅλες αὐτὲς τὶς λεπτομέρειες καλὸ θὰ εἶναι νὰ τὶς τακτοποιήσουμε μία ὥρα ἀρχύτερα μὲ τὸν ἁπλούστερο τρόπο, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε, μεριμνώντας καὶ φροντίζοντας γιὰ αὐτά, νὰ χάσουμε τὰ μεγάλα. Πρέπει λοιπὸν μαζὶ μὲ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας νὰ ἀποθέσουμε, νὰ βάλουμε στὴν ἄκρη, καὶ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν μας. «Πάσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», ψάλλουμε στὴ θεία λειτουργία. Ἂς τὰ ἀφήσουμε λοιπὸν λίγο στὴν ἄκρη ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ μείνουμε στὰ βασικά, στὰ ἀναγκαῖα.

  Καὶ ἕνα τρίτο πράγμα, πολὺ σπουδαῖο: Ὅσοι μποροῦμε –καὶ ὅλοι λίγο ἢ πολὺ μποροῦμε– νὰ σκεφθοῦμε τὸν διπλανό μας. Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει δουλειά, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος... Τί ὡραῖο πράγμα εἶναι νὰ μὴν ἀρκεστοῦμε στὸ «ἔ, θὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεὸς» ἢ στὸ «ἂς τὸν βοηθήσουν κάποιοι ἄλλοι», ἀλλὰ  ἡ ἀνάγκη του νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀλάφρωμα τῆς δικῆς μας τσέπης! Τί μεγάλη εὐλογία τὸ νὰ βαστάξουμε λίγο καὶ τὰ ὑλικὰ βάρη τῶν ἄλλων, ἂν μποροῦμε καὶ ἂν ἔχουμε αὐτὴ τὴν δυνατότητα! Τί ὄμορφο ἀντὶ νὰ σπατα­λήσουμε σὲ κοσμικὰ καὶ κούφια δῶρα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τὸν θησαυρὸ τῶν οἰκονομιῶν μας, νὰ δώσουμε λίγο μέσα ἀπὸ αὐτὸν αἰσθήματα ἀγάπης σὲ ἱεροὺς σκοπούς, σὲ ἀναγκαιοῦντες ἀδελφούς μας, ὥστε κάτι νὰ κάνουμε καὶ γιὰ τὴ δική μας ψυχή.

  Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐλογημένη περίοδος ποὺ ξανοίγεται μπροστά μας, ξεδι­πλώνεται σὰν μία μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὸν καθένα μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς θυμίζουν συνεχῶς οἱ σαράντα μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν· καὶ ὅλη μας ἡ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη θὰ ἐπιβεβαιώνει. Σὲ ἐμᾶς μένει λίγο νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, κάπως νὰ διευρύνουμε τὴν ἀκοή μας νὰ ἀκοῦμε τὰ πνευματικὰ μηνύματα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βρεθοῦμε κάποτε κι ἐμεῖς νοερὰ στὴ Βηθλεέμ, νὰ χαροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Καὶ τότε, αὐτὰ τὰ Χριστούγεννα θὰ βεβαιώνουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «μεθ’ ἡμῶν», ὅτι δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας· καὶ ὄχι μόνο ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ τελικῶς καὶ ἐντὸς ἠμῶν – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ΄ 21).

  Εὔχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς σὲ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀντικρύσουμε ὕστερα ἀπὸ σαράντα ἡμέρες τὸν Κύριο ὄχι μόνο γεννώμενο στὴν φάτνη τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ –κυρίως– ἀνακλινόμενο στὴ φάτνη τῆς ψυχῆς μας. Ἀμήν.

  

    
Σαρακοστὴ Χριστουγέννων 2019


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Στὶς συναντήσεις Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται ὅλο καὶ μὲ καινοφανεῖς μορφές. Κάθε πρόσωπο καὶ κάθε ἐμφάνιση σημαδεύει κάτι καινούργιο, κάτι πρωτόγνωρο. ῞Οπως κατὰ τὴν γονιμοποίηση ἑνὸς ὠαρίου ἀπὸ ἕνα σπερματοζωάριο μπορεῖ νὰ προκύψουν ἄπειρα σχεδὸν διαφορετικὰ ζυγωτά, τὸ καθένα μὲ τὴν δική του πρωτόγνωρη γενετικὴ φυσιογνωμία, ὅπως οἱ ἄνθρωποι ὅσο κι ἂν μοιάζουμε δὲν ἔχουμε ἐπαναλαμβανόμενες μορφές, κατὰ ἀνάλογο τρόπο ὁ καθένας μας εἶναι προικισμένος μὲ τὴν δυνατότητα καὶ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ δώσει μιὰ νέα ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ προσώπου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

  Ο Θεὸς λοιπὸν φαίνεται ἀπόμακρος, ἐπειδὴ ἡ ἔκφρασή Του στὴν δική μας ζωὴ καὶ ψυχὴ εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη, ἀδημιούργητη. Μόλις ὅμως γίνει ἡ συνάντηση μαζί Του, μιὰ καινούργια, πρωτότυπη, ἀνεπανάληπτη ἔκφρασή Του θὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή της. Τὸ πρόσωπό Του θὰ ἔχει δημιουργήσει μιὰ ἄγνωστη ὡς τώρα εἰκόνα Του, ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο ὁμοίωμά Του. Αὐτὸ σημαίνει συνάντηση μὲ τὸν Θεό. ῾Ο Θεὸς ἀπὸ ἐρώτημα, φιλοσοφικὸ ζητούμενο καὶ ἀμφισβήτηση γίνεται πλέον ἐμπειρία. ᾿Απὸ ἀπόμακρος καὶ δύσκολος γίνεται οἰκεῖος καὶ εὔκολος. Γίνεται «ὁ ἐν ἡμῖν».

  Συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει νὰ γεύεσαι τὸν τότε ἀπηγορευμένο ἀλλὰ τώρα εὐλογημένο καρπό. Δὲν ἦταν κακὸ νὰ γνωρίζουν οἱ πρωτόπλαστοι τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἦταν τῆς ὥρας. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ ἄλλοτε ἀπηγορευμένου καρποῦ. Τώρα εἶναι κακὸ νὰ μὴν γευθεῖς τὸν καρπό. Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τῆς θεογνωσίας. Τότε ὁ Θεὸς ζήτησε ὑπακοή· τώρα δίνει εὐκαιρία· προσφέρει εὐκαιρίες.

  Αὐτὴ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία τοῦ καινούργιου ποὺ ἀγνοεῖται, τοῦ ἄγνωστου ποὺ ὅμως ἐλπίζεται, τοῦ μεγάλου ποὺ κρύβεται, τοῦ ρίσκου ποὺ ἀποφασίζεται δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ φυσικὴ δύναμη ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει βάλει μέσα μας γιὰ νὰ Τὸν συναντοῦμε, νὰ γευόμαστε τὸ θεϊκὸ Του ποὺ μετέχεται.

  Εἶναι καμπύλος ὁ χῶρος Του, ὅπως τὸ σύμπαν. ῎Οχι εὐθὺς καὶ ἐπίπεδος. ῎Οχι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος. Δὲν εἶναι γραμμικὴ ἐξίσωση μὲ μία λύση, ἀλλὰ ἀπειροδιάστατος χῶρος ποὺ γεννᾶ καὶ ἀξιοποιεῖ τὴν ἐλευθερία σου. Χῶρος ὅπου τὸ καλὸ παύει νὰ εἶναι καλὸ ὅταν ὑπάρχει τὸ καλύτερο. ᾿Ατμόσφαιρα μέσα στὴν ὁποία ἡ ἐλάσσων ἐλευθερία τῶν ἐπιλογῶν καταρρέει. ᾿Εδῶ ἐλευθερία δὲν εἶναι τὸ νὰ ἐπιλέγεις αὐτὸ ποὺ σοῦ προσφέρεται, ἀλλά, μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολὺ καλοῦ, διαρκῶς νὰ δημιουργεῖς τὸ καλύτερο.

  ῾Ο Θεὸς εἶναι σὰν μαύρη τρύπα, ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸ σύμπαν. Δὲν βλέπεται· διαπιστώνεται. ῎Εχει τόσο ἰσχυρὸ βαρυτικὸ πεδίο ποὺ τοὺς πάντας προσελκύει χωρὶς ὅμως νὰ φαίνεται. Αὐτὸ ποὺ ἀναδίδει δὲν εἶναι ἡ ταυτότητά Του, ἀλλὰ ἡ δυνατότητά μας νὰ Τὸν διαπιστώνουμε γιὰ νὰ Τὸν πιστεύουμε.

  Εἶναι εὐγενὴς ὁ Θεός. Κρύβεται· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν ψάξουμε. ῾Η ἀγάπη Του ὑποτάσσεται στὸ αὐτεξούσιό μας· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν διεκδικήσουμε. Εἶναι πολὺ πολὺς καὶ πολὺ ἄλλος· γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ Τὸν τολμήσουμε.

    
Ὁκτώβριος 2019


pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἔκανε μιὰ τομὴ καὶ ἔβαλε μιὰ βαθειὰ σφραγίδα στὴν ἱστορία. Κανεὶς δὲν θὰ περίμενε μὲ τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ μιὰ τέτοια ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἐπέμβαση ἀγάπης στὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε. Ἔβαλε πρῶτον μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὸν χρόνο. Δεύτερον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν κτίση, τὴν ἄϋλο κτίση, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς δαίμονες, διότι καὶ σὲ αὐτοὺς συνέβη κάποια ἀλλοίωση. Τρίτον, ἔβαλε μιὰ μεγάλη σφραγίδα στὴν φύση, τὴν ὑλικὴ φύση, τὴν οἰκουμένη.

  Κάθε φορὰ ποὺ περνᾶμε ἀπὸ κάπου καὶ κάνουμε τὸ σταυρό μας θαρρεῖς καὶ ἁγιάζεται ὁ ἀέρας, θαρρεῖς καὶ ἀλλάζει αὐτὸ ποὺ βλέπουμε, ὁ ὑλικὸς κόσμος. Δὲν μένει παρὰ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παγκοσμιότητα καὶ τὴν οἰκουμενικότητα νὰ μπεῖ τὸ κρίσιμο πετραδάκι. Καὶ αὐτὸ τὸ πετραδάκι εἶναι νὰ μπεῖ καὶ ἡ δική μας ἀλλοίωση ἀπὸ τὸν σταυρό· ἀλλοίωση πίστεως, σταυρωμένης πίστεως, ἀλλοί­ωση φρονήματος, σταυρικοῦ φρονήματος, ἀλλοίωση ζωῆς, πραγματικὰ ζωῆς θυσίας καὶ σταυροῦ.

  Σὲ αὐτὸ μᾶς προσκαλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας, μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν κτίση, μαζὶ μὲ τὴν φύση, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν κόσμο, νὰ γίνει καὶ ἡ δική μας ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐκολία τὴν κοσμικὴ καὶ τὴν λογική, στὸν σταυρὸ τὸν ἁγιαστικό.

  Ὅλη μας ἡ ζωή, ἡ ἀγωγὴ καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἑαυτός μας συνηγοροῦν στὸ νὰ διεκδικοῦμε καὶ νὰ ἐπιβάλουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν λογική, τὸ δίκαιο καὶ τὴν δύναμη.  Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστὸς καὶ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πάθος Του βάζει στὴ θέση τῆς λογικῆς τὴ χάρι, στὴ θέση τοῦ δίκαιου τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος, στὴ θέση τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως, τὴν θεϊκὴ δύναμη, τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος! Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι δίκαιος! Ἂν εἶναι δίκαιος, τότε «τίς ὑποστήσεται ἀπὸ προσώπου Αὐτοῦ;». Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ μπροστά Του; Ἐξασκεῖ μιὰ ἁγία ἀδικία ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· τὴν ἀδικία τοῦ ἐλέους. Αὐτὸ τὸ ἔλεος ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν εὐλογημένη πηγὴ ποὺ λέγεται Τίμιος Σταυρός.

  Τί μᾶς λέει ὁ Σταυρός; Νὰ μὴν ἀγωνιζόμαστε νὰ βροῦμε τὸ δίκιο μας· ἂς ἀδικούμαστε. Νὰ μὴν παλεύουμε νὰ ἐπιβάλουμε τὴ δύναμή μας· ἂς ταπει­νούμεθα. Νὰ μὴν θέλουμε μὲ τὰ δεσμὰ τῆς λογικῆς νὰ συλλάβουμε τὸν ἀχώρητο στὸ μικρό μας μυαλουδάκι· ἂς ἀφήσουμε ἐκτεθειμένη τὴν ψυχή μας στὴ χάρι Του, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, οἱ πολλοὶ χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Μεταμορφώσεως· ἀρέσκονται ὅλο στὶς χαρές, τὰ θαύματα, τὰ ὄμορφα πράγματα ἀπὸ τὴ πλευρὰ τῆς πίστεως. Αὐτοὶ εἶναι οἱ πολλοί. Οἱ ἀληθινοὶ ὅμως χριστιανοὶ εἶναι οἱ χριστιανοὶ τῆς Σταυρώσεως. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε σταυρό μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν σωτηρία μας. Καὶ πάνω στὸν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νὰ προβάλλουμε καὶ τοὺς δικούς μας τοὺς σταυρούς.

  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τέτοιες μέρες καθὼς μᾶς ὑπενθυμίζει δύο ἱστορικὰ γεγονότα, τὸ ἕνα τὴν Εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα ἀπὸ τὴν βασίλισσα, τὴν μητέρα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τὴν Ἁγία Ἑλένη, καὶ τὸ δεύτερο τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο ὅταν τὸν πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Περσῶν, μᾶς δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ νὰ ὑψώνεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, κυρίως ὅμως νὰ ὑψώνεται στὴν καρδιὰ καὶ στὸ φρόνημά μας ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ νὰ μπορεῖ ἔτσι σταυρικὰ νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας.

  Ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔγινε τὸν καιρὸ τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἢ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, ἀλλὰ εἶναι μεγάλη μυστικὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ποὺ ἐπιτελεῖται διαρκῶς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴ τὴ γεύση τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέσα στὴν καρδιά μας εὐχόμαστε νὰ τὴν χαρίζει πλούσια ὁ σταυρωθεὶς Κύριος σὲ ὅλους μας. Ἀμήν!

    
Σεπτέμβριος 2019


pdf

                         ΜΗΝΥΜΑ AYΓΟΥΣΤΟΥ 2019


welcome img

Ἡ ἑορτὴ τῆς Παναγίας εἶναι βαθιὰ χαραγμένη μέσα στὶς καρδιές μας, μέσα στὶς συνήθειές μας, μέσα στὶς παραδόσεις μας. Καὶ τοῦτο διότι εἶναι ἀποτυ­πωμένη καὶ ριζωμένη μέσα στὴ θεολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἡ Παναγία εἶναι ἕνα μοναδικὸ πρόσωπο μέσα στὴ θεία οἰκονομία.

Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικό της ἰδίωμα εἶναι ὅτι εἶναι Θεοτόκος. Θεοτόκος σημαίνει ὅτι γέννησε τὸν Θεό, δηλαδὴ ἔδωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Σημαίνει ἐπίσης καὶ ὅτι διαρκῶς γεννᾶ μυστικῶς τὸν Χριστὸ καὶ μέσα στὶς καρδιές τῶν πιστῶν καὶ μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ. Πῶς τὰ οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεὸς καὶ ἔκανε αὐτὴ τὴν ἀσύλληπτη κίνηση γιὰ τὴν διάνοιά μας, νὰ συσταλεῖ ὁ Ἴδιος καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ περἀσει στὴν ἱστορία καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν παχύτητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τῆς ὑλικότητος! Τὸ πρῶτο λοιπὸν ποὺ εἶναι ἡ Παναγία εἶναι ὅτι εἶναι Θεοτόκος, ὅτι γέννησε καὶ γεννᾶ τὸν Κύριο.

Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο στοιχεῖο ποὺ ἀποτελεῖ ἐπίσης ἰδίωμά της. Ἡ Παναγία, ἐνῶ δὲν ἔχει θεότητα στὴ φύση της, ἔχει θεϊκότητα στὴ ζωή της. Ἡ φύση της εἶναι ὅπως ἡ φύση ἡ δική μας, ἀνθρώπινη φύση. Ἡ Παναγία δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος, τέλειος κατὰ τὴν φύση ἄνθρωπος· διαφορετικὸς ἐνδεχομένως ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ περάσει τὸ μήνυμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ αὐτὴν τὴν θεϊκότητα, στὴ ζωή της. Εἶναι ὁ κατεξοχὴν θεωμένος ἄνθρωπος, εἶναι τὸ πρότυπο τῆς θεώσεως. Ὁ προορισμὸς τοῦ καθενός μας μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι νὰ μεταμορ­φώσει αὐτὴν τὴν στεγνὴ ἀνθρώπινη φύση του σὲ κατὰ χάριν θεανθρώπινη, νὰ τὴν μπολιάσει δηλαδὴ μὲ θεϊκὰ χαρακτηριστικά, ἔτσι ὥστε να φανερώνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἡ Παναγία τὸ ἐκπληρώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ δὲν ὀνομάζεται μόνον Θεοτόκος, ἀλλὰ ὀνομάζεται καὶ Παναγία. Συγκεντρώνει δηλαδὴ στὴ ζωὴ καὶ στὸ πρόσωπό της τὸ σύνολο τῆς ἁγιότητος στὴν ἀκρότατη καὶ τελειοτέρα της μορφή.

Ἡ Παναγία ὅμως ἔχει καὶ ἕνα τρίτο χαρακτηριστικό. Τὸ ἀναφέρει σὲ μιὰ θαυμάσια ὁμιλία του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τὸ μεθόριον τῆς κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως. Ἀποτελεῖ τὸ σύνορο, ἐκεῖ ποὺ συναντᾶται, ἐκεῖ ποὺ ἐφάπτεται κατὰ κάποιο τρόπο ὁ κτιστός, ὁ φτιαχτὸς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κόσμος μὲ τὴν ἄκτιστη φύση τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄγγελοι μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὑλικοί, ἀλλὰ εἶναι κτιστοί. Ἡ Παναγία γεννήθηκε ὑλική, ἀλλὰ εἶναι καὶ πνευματική. Εἶναι ὑπερτέρα τῶν ἀγγέλων κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι στὸ πρόσωπό της, ὅπως προαναφέραμε, συναντᾶται ἡ ἄκτιστη μὲ τὴ κτιστὴ φύση.

Θὰ κλείσω μὲ ἕνα τέταρτο ἰδίωμα· εἶναι ἡ κλίμακα, ὅπως διαβάζουμε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς ἑορτῆς, ποὺ μετάγει τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν. Ἁρπάζει ὅσους βρίσκονται στὴ γῆ καὶ τῆς ἐκχωροῦν τὸ δικαίωμα, καὶ τοὺς ἐκτοξεύει κατὰ κάποιο τρόπο εἰρηνικῶς στὸν οὐρανό. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ πύλη, τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λένε οἱ θεολόγοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι δὲν ὑπάρχει δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία νὰ μὴν περνάει στὸν κτιστὸ κόσμο μέσα ἀπὸ τὴν Παναγία. Καὶ δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ εἰσχωρήσει στὸν πνευματικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ παρὰ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Παναγίας.

Ὅλοι μας καλούματε μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μυστικῶς νὰ γεννοῦμε τὸν Θεό. Συχνὰ μᾶς εἶναι τόσο ἀπόμακρος, ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ Αὐτὀν, καὶ εἶναι τόσο ἄδικο αὐτό, ὄχι ἄδικο γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἄδικο γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Μᾶς εἶναι τόσο ξένος ποὺ οὔτε ἐμεῖς ποὺ ἐρχόμαστε καθημερινὰ στὶς ἐκκλησίες, δὲν μποροῦμε νὰ ὑποψιαστοῦμε τὸ κάλλος καὶ τὸ μεγαλεῖο Του. Ὁ Θεὸς πρέπει νὰ γεννᾶται διαρκῶς μέσα στὴν ψυχή μας καὶ καθημερινὰ νὰ ἐπαληθεύεται στὴ ζωή μας, ὡς Ἅγιο Πνεῦμα νὰ σκηνώνει μέσα μας καὶ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι πάντοτε μαζί μας.

Εὔχομαι μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ ὑπάρχει οὐσιαστικὴ καρποφορία στὴν προσευχὴ καὶ στὶς Παρακλήσεις μας καὶ ἡ Παναγία καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς καθημερινὲς δυσκολίες, κυρίως ὅμως νὰ ἀποτελέσει γιὰ τὸν καθένα αὐτὸ τὸ μυστικὸ πρότυπο τῆς ἐν χάριτι καὶ ἐν πνεύματι ἄλλης ζωῆς. Ἀμήν.


 

Μήνυμα Αὐγούστου 2019  pdf

ΜΗΝΥΜΑ 

welcome img

Ἡ ἐποχή, στὴν ὁποία ἔχουμε τὴ μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ζοῦμε, εἶναι ἐποχὴ μοναδικῶν εὐκαιριῶν καὶ μεγάλων προσδοκιῶν. Στὴν πρόκληση τῶν διωγμῶν, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὸν λόγο ὡς εὐθαρσῆ ὁμολογία καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ ζωή της ποταμοὺς μαρτυρικῶν αἱμάτων. Στὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων, ὁ λόγος της ἐκφράσθηκε ὡς δογματικὴ θεολογία καὶ συνοδικὴ ὁμοφωνία. Στὴ σύγχρονη ἀδυσώπητη εἰρωνεία, περιφρόνηση καὶ ἀμφισβήτηση καλεῖται νὰ ἀπαντήσει περισσότερο μὲ σιωπὴ παρὰ μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ μυστικὴ ζωὴ παρὰ μὲ λογικὲς ἀπαντήσεις, μὲ εἰρηνικὴ μαρτυρία παρὰ μὲ πολυπράγμονα δράση. Καλεῖται νὰ ξεκουράσει μὲ τὸ ὕφος τῆς ζωῆς της παρὰ μὲ τὸ κήρυγμά της, νὰ ἀντικαταστήσει τὸν συντηρητισμό της μὲ τὴν πειθὼ τοῦ πνευματικὰ ἀνατρεπτικοῦ λόγου της. Ἡ Ἐκκλησία σήμερα καλεῖται νὰ ὁμιλεῖ μὲ βιωμένο «καινό» μήνυμα ποὺ αἰφνιδιάζει, ἐπειδὴ ἀγνοεῖται. Ὁ λόγος τῆς χάριτος καὶ ἡ λογικὴ τοῦ σταυροῦ ἀποτελοῦν ξένη γλῶσσα γιὰ τὶς συνήθειες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ οἰκεία γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ κοινωνίες ἀναζητοῦν αὐτὸ ποὺ ἀγνοοῦν∙ καὶ προσδοκοῦν αὐτὸ ποὺ ἐνδεχομένως πολεμοῦν.

  Ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖται νὰ προσφέρει ὡς ἀπόδειξη ζωῆς αὐτὸ ποὺ οἱ σύγχρονες κοινωνίες ἀγνοοῦν ὡς ἰδέα καὶ ἀμφισβητοῦν ὡς ἀλήθεια.

    
Ἰούλιος 2019


ΜΗΝΥΜΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ 2019

 

welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιορτάζει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ἔλευσή Του στὶς ψυχὲς τοῦ καθενός μας. Ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει αὐτὴν τὴν προσδοκία νὰ ἔλθει τὸ  Ἂγιο Πνεῦμα μέσα του, νὰ τὸν ἀλλάξει, νὰ τὸν μεταμορφώσει, νὰ τοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ τοῦ χρειάζεται καὶ ἴσως δὲν τὸ ξέρει, νὰ ἀποκτήσει τὴν αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας ὄχι μόνον γύρω του ἀλλὰ μέσα του.

Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ ἔχει ἡ ἔλευση καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κρύβεται πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις «ὁμοθυμαδόν» καὶ «ἐπὶ τῷ αὐτῷ». Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους: μὴν ἀπομακρυνθεῖτε ἀλλὰ νὰ παραμείνετε ὅλοι μαζὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ «ἕως οὗ ἐνδύσασθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Τοὺς εἶπε λοιπὸν νὰ μείνουν προσδοκῶντας τὴ δύναμη τὴν ἐξ ὕψους, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ βλέπουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι παραμένουν, ὅπως ἀναφέρεται στὶς Πράξεις, «ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ», στὸν ἴδιο χῶρο, μαζεμένοι, μὲ κοινὴ προσδοκία καὶ ἕνα πνεῦμα.

Αὐτὸ τὸ φρόνημα τῆς κοινωνίας, ἡ αἴσθηση ὅτι δέν μᾶς χωρίζουν οἱ διαφορές μας εἶναι ποὺ πιστοποιεῖ τὴν συγγένειά μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἐγγύτητά μας μαζί Του, τὸ ἂν ὑπάρχει κὰπως στὴ ζωή μας. Δέν μᾶς χωρίζουν οἱ ἀντιθέσεις μας. Δέν μᾶς χωρίζουν τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ εἴμαστε ὅλοι μαζί. Μᾶς ἑνώνει ὁ ἕνας καὶ κοινὸς στόχος. Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ προσδοκία. Μᾶς ἑνώνει αὐτό τὸ ἲδιο πνεῦμα τὸ ὁποῖο περιμένουμε νὰ λάβουμε. Ὅταν νοιώθουμε δυσκολίες, ὅταν νοιώθουμε ξένοι, τότε ἀπουσιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ χαρὰ ποὺ νοιώθουμε ὅταν εἴμαστε μαζὶ στὴν ἐκκλησία, «ὁμοθυμαδόν», «ἐπὶ τῷ αὐτῷ» προσδοκῶντας τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ποὺ δικαιολογεῖ τὴν παρουσία μας στὴ Θεία Λειτουργία.

Ὑπάρχει ἕνα δεύτερο στοιχεῖο τὸ ὁποῖο κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἔκφραση ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦρθε «ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας», σὰν ἕνα ρεῦμα ἀπότομο. Αὐτὸ ἐκφράζει τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι μόνο ὅτι γίνεται δυνατὸς ὁ χριστιανὸς ἀλλὰ εἶναι ὅτι αἰσθάνεται τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ τὰ πάντα νὰ ἀλλάξει γύρω του, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει καὶ τὰ πάντα μέσα του. Μετά, λοιπόν, τὴ δική μας κοινωνία καὶ ἑνότητα ἔρχεται ἡ αἴσθηση τῆς ξαφνικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ποὺ παρεμβαίνει στὴ ζωή μας.

Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμη. Ἔρχεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὑπογραμμίζει τὴ διαφορετικότητα τῶν ἀνθρώπων• «ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις». Ἔχουμε διαφορετικὲς γλῶσσες, διαφορετικὰ δῶρα. Μιὰ διαφορετικότητα ποὺ δὲν χωρίζει ἀλλὰ συμπληρώνει καὶ ἑνώνει. Χαιρόμαστε ποὺ ὁ Θεὸς δίνει στὸν κάθε ἕνα μας ἕνα διαφορετικὸ δῶρο. Πανηγυρίζει ἡ ψυχή μας μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁρμονία της Πεντηκοστῆς. Δέν μᾶς ἐνοχλεῖ ὅτι ὁ ἄλλος μπορεῖ νὰ ἔχει διαφορετικὴ ἔκφραση καὶ διαφορετικὴ ἴσως αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ ἀπόστολοι ἦταν τόσο διαφορετικοί• ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Παῦλο, ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τὸν Πέτρο. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας• ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Ἐντελῶς διαφορετικοὶ ἄνθρωποι μὲ ἄλλα δῶρα, ἐκφράζοντας ὅμως τὴν ἴδια ἀλήθεια.

Καὶ ἕνα τέταρτο στοιχεῖο• «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου». Γέμισαν ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γέμισε ὁ οἶκος ποὺ ἦσαν καθήμενοι, καὶ μετὰ γέμισαν καὶ οἱ καρδιές τους μὲ αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς πληρότητος, τοῦ ὅλου, ὅτι τὰ ἔχουμε ὅλα καὶ δὲν μᾶς λείπει καὶ τίποτα. Τὰ πάντα μᾶς δίνει ὁ Θεός. Οἱ μικρὲς ἀναταραχὲς καὶ διαταραχὲς αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν εἶναι τίποτα. Εἶναι ἁπλῶς γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν ὅτι δὲν γίναμε ἀκόμη οὐράνιοι καὶ ὅτι ἀκόμη πατᾶμε στὴ γῆ. Λίγο νὰ μᾶς ταπεινώνουν καὶ κάπως νὰ μᾶς προσγειώνουν.

Τὸ πρῶτο λοιπὸν στοιχεῖο εἶναι ἡ ἑνότητα, αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας ποὺ τόσο τὴν χρειαζόμαστε. Τὸ δεύτερο στοιχεῖο εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς δυνάμεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι Αὐτὸς ἐνεργεῖ μέσα μας. Τὸ τρίτο εἶναι ἡ εὐλογημένη διαφορετικότητα ποὺ ἀναδύει τοῦ καθενός μας τὸ πρόσωπο καί μᾶς ἐνώνει μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Τὸ τέταρτο εἶναι ἡ πληρότητα, ἡ αἴσθηση ὅτι εἴμαστε γεμᾶτοι, ὅτι δέν μᾶς λείπει τίποτα.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκτήσει ὁ καθένας μας τὴν δική του αἴσθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν πιστοποίηση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα του. Ἡ χάρις Του νὰ κυριαρχεῖ καὶ στὴ ζωή μας καὶ στὴν ψυχή μας καὶ νὰ μᾶς μεταμορφώνει γιὰ νὰ μποροῦμε ἔτσι νὰ πορευόμαστε καὶ ἐμεῖς ὡς ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐν τελειότητι νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στὴ Βασιλεία Του. Ἀμήν.

 
Πεντηκοστή 2019

pdf


                         ΜΗΝΥΜΑ ANΑΛΗΨΕΩΣ 2019


welcome img

Εἶναι τόσο ὡραία καί μεγάλη ἑορτή ἡ Ἀνάληψη! Πίσω ἀπό τήν λιτή ἱστορική περιγραφή τοῦ γεγονότος κρύβεται διακριτικά ἕνα βαθύτερο θεολογικό μήνυμα μέ ἄμεσες συνέπειες στή ζωή μας. Ἔτσι, καλούμεθα νά μήν μείνουμε ἁπλῶς σέ μιά παθητική ἀκοή τῶν γεγονότων ἢ μιά συμπόρευση διανοητική, ἀλλά νά φιλοτιμηθοῦμε πνευματικά γιά νά γίνουμε μέτοχοι αὐτοῦ τοῦ γεγο­νότος, λαμβάνοντας συγχρόνως μέσα στίς καρδιές μας τό νόημα, τό ἦθος, τό φρόνημα, τήν πίστη καί τήν χάρι πού αὐτὸ καταθέτει μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Τό μήνυμα τῆς ἑορτῆς ἔχει μεταξύ τῶν ἄλλων τρεῖς πόλους.

Πρῶτον, ὁ Κύριος ἔδωσε στοὺς ἀποστόλους τήν ἐπαγγελία, τὴν ὑπό­σχεση τοῦ Ἁγίου Πνεύ­ματος. «Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός, χαροποιήσας τούς μαθητάς τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Τοὺς ὑποσχέθηκε ὅτι δέν θά τοὺς ἀφήσει ὀρφανούς, ἀλλά θὰ τοὺς στείλει τόν Παράκλητον, «Ὃς παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας».  Εἶναι πολὺ σημαντικό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά εἶναι καί ὁ μεγάλος ἄγνωστος. Καί ἐμεῖς πού ἐρχόμαστε στίς ἐκκλησίες, ἴσως νά τό ἀγνοοῦμε. Συχνά δέν καταλαβαίνουμε τί δύναμη ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, πῶς μπορεῖ καί νά σκεπάζει τή ζωή μας καί νά παρεμβαίνει σέ αὐτήν καί νά ἔρχεται μέσα μας. Ἡ προσευχή «Βασιλεῦ Οὐράνιε Παράκλητε...» ἀπευθύνεται στό Ἅγιο Πνεῦμα, τό  ὁποῖο εἶναι ὁ Θεός, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ζητοῦμε νὰ ἔλθει καί νά ἐγκατασταθεῖ μέσα μας, «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν».

Ὁ Χριστός, παράλληλα, πού εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἰσέρχεται στήν ἱστορία γιά λίγα χρόνια, ἐπιτελεῖ τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπέρχεται ἀναλαμβανόμενος μέ τήν ὑπόσχεση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται στὴν ἱστορία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γι΄ αὐτόν τόν λόγο, ἐνῶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως ὑπῆρξε ὁ χωρισμός τῶν ἀποστόλων ἀπό τόν Κύριο, αὐτοί «ἐπέστρεψαν μετά χαρᾶς μεγάλης αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν». Αὐτή ἡ ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι πού χαροποίησε τούς μαθητές. Αὐτή ἡ ὑπόσχεση καί ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι πού μπορεῖ νά δώσει τήν χαρά καί στόν κάθε ἕνα μας.

Δεύτερον, «βεβαιωθέντων αὐτῶν διά τῆς εὐλογίας ὅτι Σύ εἶ ὁ Υἰός τοῦ Θεοῦ ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου». Ἡ εὐλογία αὐτή ἦταν θεϊκή εὐλογία, ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἐκπληκτικός δάσκαλος, ἕνας ἐντυπω­σιακός θαυματουργός, ἕνας ἰσχυρός ἄνθρωπος ἀλλά ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἐμφάνιση τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι λένε στούς Γαλιλαίους, στούς μαθητές, ὅτι αὐτός πού βλέπετε τώρα καί φεύγει θά ἐπιστρέψει ἐν δόξῃ, θά εἶναι δηλαδή ὁ Κύριος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία, λοιπόν, αὐτὴ ἀποτελεῖ τήν σφραγίδα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπάρχει καί ἕνα τρίτο μήνυμα τῆς ἑορτῆς: ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἴμαστε ἄνθρωποι. Μπορεῖ νὰ ἁμαρτάνουμε, ἢ νὰ βλέπουμε καὶ κάποιον ἄλλον νά ἁμαρτάνει καί νά λέμε «ἔ, ἄνθρωπος εἶναι κι αὐτός». Ὄχι! Ἄνθρωπος δέν σημαίνει νά ἕρπεις μόνο. Ἄνθρωπος σημαίνει καί νά ἵπτασαι. Νά φθάνεις σέ καταστάσεις σάν αὐτές πού πραγματικά τίς ἐβίωσαν οἱ ἅγιοί μας, καί τίς ζοῦν οἱ σύγχρονοι ἅγιοι. Αὐτό σημαίνει θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης· ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ναί μέν ἔχει τήν ἀδυναμία της καί εἶναι ἐπιρρεπής στήν ἁμαρτία, ἀλλά ἔχει καί τήν δυνατότητα τῆς ἁγιότητος, δηλαδή νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό καί νά κοινωνεῖ τόν Θεό. Σάν νά μπολιάζεται ἡ ἀνθρώπινη φύση μας καί ἀπό ἄγρια φύση νά μεταμορφώνεται σέ καρποφόρα, ἁγία φύση. Αὐτὸ εἶναι γιά ὅλους μας.

Αὐτά πιστεύει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι τό μήνυμά της. Δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό σωματεῖο. Δέν εἶναι μιά θρησκεία γιά νά καλύπτει τά ψυχολογικά κενά μας, ἀλλά εἶναι γιά τόν καθένα μας μιά ὁδός ἑνώσεως μέ τόν Θεό, ἐπιβεβαιώσεως τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας.Τί ὡραῖο πρᾶγμα νά ζεῖ ἔτσι κανείς μέ αὐτόν τόν στόχο, τόν στόχο τῆς ἁγιότητος, τόν στόχο τοῦ ἐξαγιασμοῦ, τόν στόχο τῆς θεώσεως!

Ἐπικεντρωθήκαμε σέ αὐτά τά τρία σημεῖα· στήν βεβαίωση τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, στήν ἐπαγγελία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί στήν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, γιά νά καταλάβουμε τό πνευματικό νόημα αὐτῆς τῆς ἡμέρας καί λίγο νά περάσουμε σέ κάτι πιό βαθύ, πιό οὐσιαστικό, πιό ἀληθινό.

Εὔχομαι ὁ Κύριος νά εἶναι καί μαζί μας καί μέσα μας καί νά μᾶς ἀνυψώνει μαζί Του, γιά νά μποροῦμε καί σέ αὐτήν τήν ζωή νά πορευόμαστε κατά τό θέλημά Του, ἀλλά καί αἰώνια νά βρισκόμαστε κοντά Του, στήν Βασιλεία Του. Ἀμήν



 

Μήνυμα Ἀναλήψεως 2019  pdf

                         ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΣΧΑ 2019


welcome img

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα! «Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ βασιλὶς καὶ κυρία, ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρίς ἐστι πανηγύρεων», ψάλλουμε μὲ τὴν θεολογικὴ καὶ θεόπνευστη γλῶσσα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Εἶναι ὄντως μεγάλη καὶ μοναδικὴ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλες. Εἶναι ξεχωριστὴ καὶ ἁγία ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία μίλησαν οἱ προφῆτες, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία κατ’ οὐσίαν δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ζοῦμε κι ἐμεῖς. Εἶναι «ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος». Εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Ἂν καὶ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ἐπισυμβαίνει ὄρθρου βαθέος, τὸ ξημέρωμα, τὸ χάραγμα, τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», πρὶν ἀκόμη φωτίσει ἡ ἡμέρα, ἡ ἀπερχόμενη νύκτα, ἡ παροῦσα νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι «σωτήριος καὶ φωταυγής, ἱερὰ καὶ πανέορτος», διότι ἀποτελεῖ «προάγγελο» καὶ προμήνυμα τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς Ἐγέρσεως. 

Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Κύριος πρωτίστως ἐνίκησε τὸν θάνατο, «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ΄ 9). «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου ᾍδη τὸ νίκος;», ἀναφωνεῖ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος· ποῦ εἶναι τὸ δολοφονικὸ κεντρί σου, ποῦ ἡ νικηφόρος κυριαρχία σου;

Στὸν θριαμβευτικὸ ὕμνο τῆς ἡμέρας, τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» ποὺ ψάλλουμε συνέχεια καὶ ἐπαναληπτικά, ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις λέξεις ποὺ περιέχει οἱ τέσσερις «θανάτῳ, θάνατον, νεκρῶν καὶ μνήμασι» παραπέμπουν στὸ φοβερὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. Αὐτὸ ποὺ τὶς μεταμορφώνει σὲ λέξεις γεμάτες χαρά, ζωὴ καὶ νίκη εἶναι ἡ λέξη «πατήσας». Ὁ Κύριος κατεπάτησε τὸν θάνατο. Ζοῦμε πλέον σὲ κόσμο ποὺ ὁ θάνατος εἶναι δέσμιος καὶ ἡττημένος, χωρὶς ἐξουσία καὶ κυριαρχία ἐπάνω μας.

Δεύτερη συνέπεια τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ διαβόλου, ἡ κατάργηση τῆς δυνάμεως καὶ τοῦ κράτους του. Ὁ Κύριος «κατήργησε τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον» (Ἑβρ. β΄ 14), κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ διάβολος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφερε τὸν θάνατο καὶ συνεπῶς ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου συνεπάγεται τὴν κατάργηση τῆς δυνάμεως τοῦ διαβόλου.

Ζοῦμε πλέον σὲ κόσμο ποὺ ὁ θάνατος δὲν ἔχει ὀλέθριες συνέπειες καὶ ὁ διάβολος δὲν ἔχει δύναμη. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ Χριστός, ἡ δόξα καὶ ἡ χάρις Του. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ζωὴν χαρισάμενος». Ὁ θάνατος ἔδωσε τὴ θέση του στὴν ζωή.

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη συνέπεια, ἕνα μεγάλο δῶρο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου· «Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο», εἶναι «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν». Ἡ δική Του ἀνάσταση ἐπαγγέλλεται καὶ προμηνύει καὶ τὴν δική μας. Ὅπως ὁ Κύριος ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ ἐτάφη σὲ μνημεῖο ποὺ σφραγίσθηκε καὶ ἀσφαλίσθηκε, στὴ συνέχεια δὲ ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος», ἔτσι κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε δέσμιοι τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ ζωὴ αἰώνια καὶ ἀνάσταση.

Ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, ἡ συντριβὴ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ δική μας ἀνάσταση ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἀναστήθηκε μὲν αὐτεξουσίως ἀλλὰ «συνανέστησε καὶ τὸν Ἀδὰμ παγγενῆ», δηλαδὴ ὅλους μας ἔβγαλε ἀπὸ τὰ μνημεῖα στὰ ὁποῖα θὰ τοποθετηθοῦμε, κρύβουν μέσα τοὺς κάτι ἀκόμη μεγαλύτερο. Αὐτὸ εἶναι ἡ «ἐκτυπωτέρα» μετοχὴ στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ πλήρης κοινωνία στὴν αἰώνια δόξα Του.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀφορμὲς καὶ αἴτια χαρᾶς, εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως. Ὅλα αὐτὰ καθιστοῦν τὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα ὄντως «Λαμπρὴ» καὶ γιὰ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς καλεῖ νὰ λαμπρυνθοῦμε γιὰ τὴν πανήγυρη, νὰ ἀγκαλιασθοῦμε ἐν ἀγάπῃ μεταξύ μας, νὰ συγχωρήσουμε τὰ πάντα ἐπὶ τῇ ἀναστάσει καὶ ἔτσι νὰ ἑνώσουμε τὶς φωνές μας ψάλλοντες μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη μας «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος».

«Δεῦτε, λοιπόν, λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς», «δεῦτε ἀπολαύσετε τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως» καὶ «δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν»



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Μετὰ πασχαλίων εὐχῶν καὶ προσρήσεων
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ



† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Πασχάλιος Ἐγκύκλιος 145η pdf

ΜΗΝΥΜΑ M.ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 2019


welcome img

Τὸ ξεκίνημα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ τὸν κάθε ἕνα μας, μιᾶς ἐξόδου, μιᾶς εἰσόδου καὶ μιᾶς ἐπιστροφῆς. Μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνουμε τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν «Αἴγυπτο» τῶν παθῶν μας, τὴν σκλαβιὰ τῶν ἀδυναμιῶν μας, τῶν θελημάτων μας, τὴν ἔξοδο ἀπὸ κάθε τι ποὺ μᾶς κάνει τὸν Θεὸ τόσο δύσκολο καὶ τόσο ἀπόμακρο. Νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔρημο τῶν δοκιμασιῶν μας, τῶν δυσκολιῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς, τοῦ ἀντίθεου καὶ ἀθεϊστικοῦ φρονήματος ποὺ κυριαρχεῖ δυστυχῶς στὸν κόσμο μας καὶ νὰ φθάσουμε κι ἐμεῖς στὴ γῆ τῶν δικῶν μας προσπαθειῶν, στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἡμέρα ἡ λαμπροφόρος τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη κίνηση• νὰ βγοῦμε λίγο ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴν καλὴ ἔξοδο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ξέρουμε καὶ στὰ ὁποῖα κακῶς ἔχουμε βολευτεῖ.

   Ἂς μὴ μείνουμε ὅμως μόνο στὴν ἔξοδο ἀπὸ μιὰ ἔρημο, ἀλλὰ νὰ προχωρήσουμε καὶ σὲ μιὰ εἴσοδο, ὄχι στὴν ἐπίγειο Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία μοιάζει πολὺ μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Εἶναι ἡ Ἱερουσαλὴμ ὅπου κι ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός, ὅπου ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὅπου καλλιεργεῖται πραγματικὰ κάθε τι θεϊκὸ ποὺ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν φανέρωση τοῦ ὀνόματός Του ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δόξα τοῦ προσώπου Του.

     Κύρια χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς νέας Σιὼν εἶναι τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ ἡ Ἀνάστασίς Του. Εἶναι τὰ μεγαλύτερα στολίδα καὶ οἱ πλουσιότεροι θησαυροὶ τῆς νέας Ἱερουσαλήμ.

    Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ καθένας μας προσπαθεῖ τέτοιες μέρες νὰ εἰσέλθει λίγο σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στοιχεῖα τῶν ὄμορφων ἐθίμων καὶ τῶν καλῶν συνηθειῶν καὶ νὰ περάσει σὲ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει ἀκριβῶς αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς. Νὰ δεῖ πὼς ὁ ἴδιος θὰ μπορέσει νὰ μετάσχει στὸ πάθος τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου καὶ στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως Του.

    Αὐτὴ ἡ εἴσοδος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ἐπιστροφή. Ἐπιστροφὴ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, αὐτὸ ποὺ ψάχνουμε, ὄχι κάτι ξένο μὲ τὴ φύση μας, ἀλλὰ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο πλαστήκαμε. Αὐτὸ θέλουμε, αὐτὸ ποθοῦμε, αὐτὸ ὀνειρευόμαστε. Αὐτὸ ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά μας.

    Εὐχόμαστε νὰ δώσει ὁ Θεός, μ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινῆς ἐπιστροφῆς, τῆς γεμᾶτο πόθο καὶ καλὸ ἔνθεο πάθος ἐξόδου ἀπὸ τὸν ἐαυτό μας, ἀλλὰ καὶ τῆς γεμάτης εὐλογία καὶ ἀγάπη εἰσόδου στὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ περάσουμε στὸ στάδιο αὐτῆς τῆς εὐλογημένης ἑβδομάδος. Ἀμήν.

    
Μεγάλη Ἑβδομάδα 2019  

ΜΗΝΥΜΑ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2019


welcome img

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ τὴν περίοδο τῶν πνευματικῶν εὐκαιριῶν καὶ προσδοκιῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τὴν περιμένουμε ὅλο τὸν χρόνο μὲ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ δίψα, αὐτὰ τὰ ἀπροσδιόριστα πολλὲς φορὲς ὄνειρα, ποὺ ὅμως εἶναι τόσο βαθειά, γιατί ὑπόσχεται ὁ Θεὸς μεγάλα καὶ γιὰ αὐτὴν τὴν περίοδο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Ὁ σκοπός μας εἶναι νὰ ἀνεβεῖ ἡ ψυχή μας στὸν οὐρανό, νὰ γίνουμε οὐράνιοι ἄνθρωποι. Οἱ μέρες αὐτὲς ποὺ ξανοίγονται μπροστά μας μᾶς παρέχουν αὐτὴ τὴν δυνατότητα μέσα ἀπὸ τὸν αγῶνα τῆς μετανοίας. Ἂς δοῦμε λοιπὸν μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχει αὐτὸς ὁ ἀγῶνας μας.

   Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ συγχώρηση. Εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἡ αἴσθηση τῆς κοινωνίας, τὸ ὅτι εἴμαστε ὅλοι καὶ μαζί, ὁμονοοῦντες καὶ ὁμοφρονοῦντες σὲ αὐτὴν τὴν πορεία, σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιδίωξη, σὲ αὐτὴν τὴν προσδοκία τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνουμε τὸν δικό μας χῶρο καὶ μπαίνουμε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ ὅπου χωροῦν ὅλοι καὶ ὅπου δέν μᾶς ξεχωρίζει τίποτε.

   Τὸ δεύτερο εἶναι ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὸν χῶρο του Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μποῦμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς πλέον κυριαρχεῖ, ἐκεῖ ποὺ δὲν παίζουν ρόλο τὰ κοσμικὰ γεγονότα, ἐκεῖ ποὺ καὶ ἡ δική μας προσωπικὴ ἱστορία ἔχει τὴν σημασία της ἀλλὰ ἐκφυλίζεται -ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε- μπροστὰ στὸ πῶς ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ.

   Τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ προθυμία στὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν, αὐτῶν τῶν ἀρετῶν ποὺ χρειάζεται στὴν παροῦσα κατάσταση ἡ δική μας ψυχή. Ἂς ἐπικεντρωθεῖ ὁ κάθε ἕνας στὴν ἐργασία τῶν δικῶν του ἀρετῶν, αὐτῶν οἱ ὁποῖες θὰ τὸν ἀπελευθερώσουν τὸν ἴδιο, αὐτῶν ποὺ ἀποτελοῦν τὰ δικά του παράθυρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ μποῦν οἱ ἀχτίδες τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

   Ὑπάρχει καὶ ἕνα τέταρτο. Εἶναι ἡ προσδοκία καὶ ἡ προετοιμασία γιὰ τοὺς πειρασμούς. Σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο τῶν ὑψηλῶν στόχων, τῶν μεγάλων πόθων, τῶν σπανίων καὶ μοναδικῶν εὐλογιῶν δὲν θὰ ἦταν καθόλου παράξενο νὰ βρεθοῦμε μέσα σὲ πειρασμούς, ἀπροσδόκητους, ποὺ δὲν μπορούσαμε ἐκ τῶν προτέρων νὰ τοὺς φανταστοῦμε. Τί μεγάλη παρακαταθήκη εἶναι αὐτὴ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν πάλη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ποικίλων πειρασμῶν, ὄχι μόνο κατὰ τῶν παθῶν, ποὺ ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει νὰ διεξαγάγει!

   Μπαίνουμε λοιπὸν στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ συγχωρούμεθα. Μπαίνουμε στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡσυχάζουμε. Ἐργαζόμαστε τὶς ἀρετὲς μὲ προθυμία καὶ φιλότιμο. Ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τοὺς πειρασμοὺς καὶ προσευχόμεθα καὶ ζοῦμε τὰ σημεῖα τῆς θεϊκῆς βοηθείας.

   Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μὲ αὐτὰ τὰ ὑπέρμετρα ἐσωτερικὰ αἰσθήματα, αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ ὑπερβολὴ καὶ στὴν ἀγάπη μας καὶ στὸν πόθο μας καὶ στὸ φιλότιμό μας καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ στὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου νὰ ἀπολαύσουμε ὑπερβολικὰ καὶ τὰ δῶρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὰ ὁποῖα δὲν φυλάσσονται γιὰ τοὺς ἀγγέλους, ἀλλὰ προσφέρονται μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν κάθε πιστὸ καὶ συνεπῶς στὸν κάθε ἕναν ἀπὸ ἐμᾶς.

   Εὔχομαι σὲ ὅλους νὰ δώσει ὁ Θεὸς καλὴ καὶ εὐλογημένη καὶ παραγωγικὴ καὶ καρποφόρα καὶ χαρούμενη καὶ μὲ πλούσια συγκομιδὴ Μεγάλη πραγματικὰ Τεσσαρακοστή, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ ἑβδομάδες νὰ γίνουμε μέτοχοι και τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀμήν.

    
M. Tεσσαρακοστὴ 2019  



ΜΗΝΥΜΑ ΤΡΙΩΔΙΟΥ


welcome img

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου προβάλλει τὴν μεγάλη ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Μ. Τεσσαρακοστή παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ βρίσκονται κρυμμένα στὶς εὐαγγελικὲς περικοπές τῶν σχετικῶν Κυριακῶν.

Κάθε χρόνο τὴν Κυριακὴ πρὶν τὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ταπείνωση τῆς Χαναναίας καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριος στὴν κόρη της. Τὴν Χαναναία τὴν ταπείνωνε τὸ γεγονὸς τοῦ ἐπίγειου δράματός της ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ• τὴν βασάνιζε τὸ πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ της, τὸ ὁποῖο δὲν δίστασε νὰ τὸ δημοσιοποιήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν φαινομενικὴ περιφρόνηση τοῦ Κυρίου. Ἡ ταπείνωσή της, λοιπόν, ἦταν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ προβλήματός της.

Τὸ ἴδιο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ γιὰ τὸν Τελώνη. Καὶ ὁ Τελώνης ἦταν ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί εἶχε ζήσει μιὰ προκλητικὰ ἐφάμαρτη ζωὴ καὶ συγκλονισμένος ἔπεφτε στὰ πόδια Του. Στὴν οὐσία ἦταν ταπεινὸς ἐνώπιον τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν.

Τὴν Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ἔμεσα μιὰ ἄλλη ταπείνωση ἡ ὁποία κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ ἡ ὁποία τὸν ἔκανε τόσο ἐλεύθερο, ὥστε νὰ ἀδικεῖται, νὰ ἐκχωρεῖ τὴν περιουσία του, καὶ νὰ μὴν ὁμιλεῖ. Νὰ τὸν ἐγκαταλείπει προκλητικὰ ὁ μικρὸς γυιός του, νὰ κατασπαταλᾶ τὸν κόπο του, νὰ αὐτοκαταστρέφεται καὶ αὐτὸς νὰ περιμένει. Νὰ χάνεται κάθε λογικὴ ἐλπίδα καὶ αὐτὸς νὰ ὑπομένει καὶ νὰ προσδοκᾶ. Νὰ ἐπιστρέφει κουρελιασμένος ὁ γυιός του καὶ νὰ συγχωρεῖ. Νὰ ἐκτρέπεται τέλος τὸ καλό του παιδὶ καὶ αὐτὸς νὰ παρακαλεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ ἐλευθερία τοῦ πατέρα τῆς παραβολῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σ᾿ ὁλόκληρη τὴν περικοπὴ δὲν ἀναφέρεται οὔτε μιὰ λέξη, οὔτε κατὰ τὴν ἀναχώρηση, οὔτε κατὰ τὴν ἐπιστροφή, οὔτε κατὰ τὴν μετάνοια, ποὺ νὰ εἶπε ὁ πατέρας στὸ ἄσωτο παιδί του. Οὔτε τὸν ἀνέστειλε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὅταν ἔφευγε, οὔτε τοῦ ὑπενθύμισε τὸ ἄνομο παρελθόν του ὅταν ἐπέστρεφε. Ἄνθρωπος λοιπὸν βαθειᾶς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία προέκυπτε στὴ ζωή του ὡς μυστικὴ ἐλευθερία, προέβαλε ὡς ὑπομονὴ καὶ σιωπή, καὶ τέλος ξεχείλιζε ὡς παρακλητικότητα.

Ἄν εἶναι μιὰ φορὰ δύσκολη ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τῆς ἀδύνατης ἢ ἁμαρτωλῆς ζωῆς μας, ἡ ταπείνωση δηλαδὴ τῆς Χαναναίας καὶ τοῦ Τελώνου, εἶναι πολὺ δυσκολότερη ἡ ταπείνωσή μας ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀκόμη πιὸ δύσκολη εἶναι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνωτέρων πρὸς τοὺς κατωτέρους, ἡ ταπείνωση τῶν πατέρων καὶ τῶν γονέων πρὸς τὰ παιδιά.

Ὰς προχωρήσουμε καὶ σὲ μία τέταρτη μορφὴ ταπεινώσεως• τὴν ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας, τὴν ἐσωτερικὴ ταπείνωση ποὺ εἶχαν οἱ δίκαιοι στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως. Προσέφεραν στὸν πλησίον τους τὸ ξεχείλισμα τοῦ ἐλέους, τῆς συμπαθείας καὶ τῆς ἀγάπης τους χωρὶς νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι οὐσιαστικὰ τὸ κάνουν στὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Δὲν εἶχαν ἀναπτύξει καμμιὰ θεολογία. Δὲν εἶχε προηγηθεῖ σκέψη καὶ ἐπιχειρηματολογία. Ἦταν ἀνυποψίαστοι τοῦ μεγαλείου τους αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀνέβλυζε χωρὶς καμμία βία ὁ πλοῦτος τῆς ἐσωτερικῆς τους καρδιᾶς, ποὺ ἐκδηλωνόταν μ᾿ αὐτὲς τὶς τόσο ἁπλὲς συγκεκριμένες μορφές. Μακάριοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν καμμία εὐλάβεια ἢ ὑπόληψη, στὸν ἑαυτό τους. Χωρὶς νὰ ἔχουν ἰδέα ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο, μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλότητα τῶν πράξεών τους μεγαλουργοῦν. Ἐγγύηση τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι τὸ ἀνυποψίαστο, τὸ ἀνεπιτήδευτο, τὸ ἀκατέργαστο, αὐτὸς ὁ φυσικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προκύπτει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία κατάσταση ταπεινώσεως.  Ὄχι ἡ ταπείνωση τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ ταπείνωσή τους μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἀκόμη ἡ ἐσωτερική τους ταπείνωση. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ ὁποία ὑπάρχει πολὺ καλὰ διαγεγραμμένη στὴ εὐαγγελικὴ περικοπή τῆς Κρίσεως.

Ἀρχίζει ἡ περικοπὴ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»  (Ματθ. κε΄ 31)• ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνεδύθηκε, φόρεσε τὴ σάρκα τὴν ἀνθρώπινη καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση. Ἡ πρώτη ταπείνωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.  Δεύτερη ταπείνωση εἶναι ἡ ἐξομοίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἐλάχιστους ἀνθρώπους. Καὶ ὄχι μόνο μὲ τοὺς περιφρονημένους, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐν ἐκτροπῇ, τοὺς φυλακισμένους. Στὸ πρόσωπο τοῦ φυλακισμένου δέχεται ταπεινὰ ὁ Θεὸς νὰ εἰκονίζεται. Αὐτοὺς θεωρεῖ ἀδελφούς Του καὶ σ᾿ αὐτοὺς λέει ὅτι πρέπει ἐμεῖς νὰ βλέπουμε τὸ πρόσωπό Του. Πίσω ἀπὸ τὴν περιφρόνηση, ἐκεῖ κρύβεται. Πίσω ἀπὸ τὸν διωγμό, τὴν ἀδικία, τὴν ἐλαχιστότητα, ἐκεῖ ὑπάρχει. Αὐτὴ εἶναι ἡ δεύτερη ταπείνωση τοῦ Κυρίου, ἡ θεϊκὴ ταπείνωση.

Ὑπάρχει καὶ μία τρίτη ἡ ὁποία διαφαίνεται μέσα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἀδἀμ ἀπὸ τὸν παράδεισο, τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει τὴν Δ΄ Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς. Λέγει τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ὅτι ὁ Θεὸς ἐποίησε τὰ πάντα στὴ Δημιουργία «καλὰ λίαν» (α΄31). Ἔφτιαξε ἕναν θαυμάσιο κόσμο ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν παρουσία Του, καὶ τὸν ἄνθρωπο σὰν στολίδι στὴ κορωνίδα τῆς δημιουργίας. Ὅλα αὐτὰ μὲ μιὰ ἐλπίδα, ἕνα πόθο θεολογικό• ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα Του νὰ γίνει καὶ ὁμοίωμά Του• ἕνας μικρὸς θεός. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος τελικὰ ἔπεσε καὶ συμπαρέσυρε ἡ πτώση του τὴν κτίση. Ὁλόκληρη ἡ κτίση, λογικὴ καὶ ἄλογη, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς πτώσης χαραγμένη! Αὐτὸ εἶναι μία ταπείνωση γιὰ τὸν Θεὸ Δημιουργό.

Καὶ ἐμεῖς, τὰ πλάσματά Του, κακοποιοῦμε τὸ καλύτερο δῶρο Του, τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία. Ἀντὶ νὰ συμμαχήσουμε μὲ τὴν χάρι Του καὶ νὰ μονιμοποιηθοῦμε στὴν ἕνωση μαζί Του, ἀπορρίπτουμε τὴν κτίση καὶ τὴν δημιουργία, τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ἐπιλέγουμε τὴν κόλαση τῆς ψυχῆς μας. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὅπως διαφαίνεται στὴν περικοπή τῆς Κρίσεως, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ μᾶς διώξει, νὰ συμμετάσχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν παράδεισό Του.

Αὐτὴ ἡ ταπείνωση τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει τὴν καλύτερη ἀφορμὴ γιὰ τὴν δική μας αὐθεντικὴ πλέον ταπείνωση ἐνώπιόν Του. Ἂν σκεπτόμαστε πὼς κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάνουμε, κάθε φορὰ ποὺ Τὸν ἀπορρίπτουμε καὶ Τὸν ἀγνοοῦμε, κάθε φορὰ ποὺ εἴμαστε ξένοι ἀπ᾿ Αὐτὸν, Τὸν ὑποχρεώνουμε νὰ ζεῖ τὴν πτώση μας ὡς ταπείνωση, ὡς κένωσή Του, τὸτε θὰ βγεῖ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἡ δική μας ἀληθινὴ ταπείνωση. Θὰ προκύψει ἕνα πνευματικὸ φιλότιμο, τὸ ὁποῖο συχνὰ λείπει ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς. Γινόμαστε σκληροὶ χριστιανοί, τῶν τύπων, τῶν τρόπων, τῶν μορφῶν, τῶν σχημάτων, τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, ὄχι ὅμως χριστιανοὶ τοῦ φρονήματος.

Ἡ Χαναναία ταπεινώθηκε καὶ ἀπέδειξε τὴν πίστη της. Ὁ Τελώνης γιὰ τὴν ταπείνωσή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μετάνοιά του κέρδισε τὴ δικαίωση. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ Ἀσώτου ξεχείλησε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐλευθερία. Αὐτὰ εἶναι τὰ δῶρα τῆς ταπεινοφροσύνης• πίστη, μετάνοια, ἀγάπη, ἐλευθερία. Οἱ δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀνυποψίαστο ἐντελῶς πνεῦμά τους, μ᾿ αὐτὴ τὴν αὐθεντικὴ ταπείνωση ἀνέδειξαν τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο τῆς ζωῆς τους.

Γιὰ φανταστεῖτε ἕνα χριστιανὸ μὲ πίστη, μὲ μετάνοια, μὲ ἀγάπη, μὲ ἐλευθερία μὲ ἀνυπόκριτο φρόνημα, μὲ ἐσωτερικὴ εἰρήνη. Φανταστεῖτε ἕναν χριστιανὸ μὲ φιλότιμο καὶ εὐγνωμοσύνη. Ἡ προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ὅλους μας τέτοια μέρα εἶναι νὰ μᾶς ἀφυπνήσει καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ μέσα μας κάθε τι καλὸ ποὺ ἔχουμε. Καὶ ἔτσι νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ λειτουργήσουμε σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐσωτερικοῦ πόθου νὰ ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς μαζί Του στὴ βασιλεία Του.

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ὅλοι νὰ περάσουμε καρποφόρα τὸ Κατανυκτικὸ Τριώδιο καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ χαρμόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. ἈμήνΝὰ δώσει ὁ Θεὸς ὅλοι νὰ περάσουμε καρποφόρα τὸ Κατανυκτικὸ Τριώδιο καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ συναντήσουμε τὴ χαρμόσυνη περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου. Ἀμήν


Τριώδιο 2019  


Μήνυμαpdf

 


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ὁ Ἰανουάριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν μήνας τοῦ ἔτους ὅπου γίνεται ἰδιαί-τερος λόγος γιὰ τὶς ἐρήμους. Τὰ ἀναγνώσματα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων μιλοῦν γιὰ τὴν πορεία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μὲ ἡγέτη τὸν Μωϋσῆ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς πρὸ τῶν Φώτων ἀναφέρεται στὴν ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ τιμίου Προδρόμου, στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου. Τὸ Σάββατο μετὰ τὰ Φῶτα διαβάζουμε τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀναφέρεται στοὺς πειρασμοὺς ποὺ δέχθηκε ὁ Κύριος ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά Του, στὴν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου ὄρους.

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας (17 Ἰανουαρίου) «ἐγεώργησε τὸ ἄγονον» τῶν Αἰγυπτιακῶν ἐρήμων. Ἡ ζωὴ τῶν ἁγίων Μακαρίων, Αἰγυπτίου καὶ Ἀλεξανδρέως (19 Ἰανουαρίου), ἐξελίσσετο σὲ μιὰν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ὁ ποταμὸς τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (25 Ἰανουαρίου) ξεκίνησε ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Πόντου.

Ὅποιος θέλει νὰ ζήσει πνευματικὰ τὸν Ἰανουάριο καλεῖται σὲ μιὰ πορεία μέσα ἀπὸ τὶς γόνιμες ἐρήμους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἔννοια τῆς ἐρήμου εἶναι ποὺ προσδιορίζει τὴν πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ Ἰανουαρίου.

Ἐνῶ ὅμως στὴν σκέψη ὅλων μας ἡ ἔρημος ἔχει μιὰν ἀρνητικὴ ἔννοια καὶ σημαίνει μεγάλη ζέστη καὶ πολὺ κρύο, ξηρασία, ἀκαρπία, γενικὴ δυσφορία καὶ δυσκολία, ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας μᾶς παρουσιάζει τὶς ἐρήμους μὲ γλυκειὰ ζεστασιά· ἀντὶ γιὰ κρύο νὰ προσφέρουν δροσιά· ἐνῶ εἶναι ἄγονες νὰ παράγουν τοὺς πλέον εὔχυμους καρπούς· ἐνῶ τὸ περιβάλλον τους εἶναι ἀπαράκλητο νὰ ἀποτελοῦν τόπους βαθειᾶς ἐσωτερικῆς παρακλήσεως· ἐνῶ εἶναι γυμνὲς ἀπὸ συντυχίες καὶ ἐρεθίσματα νὰ εἶναι γεμᾶτες ἀπὸ παρουσία· ἐνῶ εἶναι ἔρημοι νὰ θυμίζουν τὸν παράδεισο.

Ἔρημος στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ διάλεκτο σημαίνει ἡσυχία μέσα στὴν ὁποία κάποιος μπορεῖ νὰ ἀκούει καὶ διαύγεια, ποὺ μπορεῖ κανεὶς μακρυὰ καὶ καθαρὰ νὰ βλέπει.  Στὴν ἔρημο, τὸ φαινόμενο τοῦ ἀντικατοπτρισμοῦ κάνει τὰ μακρινὰ νὰ φαίνονται πολὺ κοντινά καὶ ἡ θολούρα δίνει τὴν θέση της στὴν καθαρότητα. Ἔτσι καὶ στὴν πνευματικὴ ἔρημο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀκούει ἤχους ποὺ δὲν συλλαμβάνονται μέσα στὴν ζάλη τῶν φροντίδων, τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν περισπασμῶν. Μπορεῖ νὰ βλέπει πολὺ μακρυὰ καὶ νὰ διακρίνει ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα τὰ θεϊκά, ἀπὸ τὰ παρερχόμενα τὰ αἰώνια, ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ καὶ τὰ φθαρτὰ τὰ ἅγια καὶ ἄφθαρτα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βλέπει τὴν ψυχὴ μὲ διαφάνεια καὶ τὸν Θεὸ καὶ καθαρὰ καὶ κοντά Του. Σ᾿ αὐτὸ βοηθάει ὁ τόπος τῆς ἐρήμου, κυρίως ὅμως ὁδηγεῖ ἡ κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἐρήμου.

Στὸν «Περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς» λόγο του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται ἐκτενῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἄλλη ἔρημο, στὴν ἔρημο ποὺ εἶναι περισσότερο κατάσταση καὶ ζωὴ καὶ λιγότερο τόπος· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν ποταμὸ τῆς θεολογίας του· σ᾿ αὐτὴν ποὺ γιὰ νὰ γευθεῖς τὴν παγκαρπία της, «ἐρημώνεσαι» καὶ γιὰ νὰ τὴν πλησιάσεις, «ἀναχωρεῖς καὶ ἀπομακρύνεσαι».

Ἡ ἐπίσκεψη σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρήμους δὲν ἀποτελεῖ κλήση μόνον τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ εἶναι ἡ κλήση κάθε πιστοῦ ποὺ ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔχουμε στὰ χέρια μας μικρὴ ἴσως δύναμη ἀλλὰ ἀνυπολόγιστες δυνατότητες.  Ἡ δυνατότητα ὅλων μας εἶναι νὰ γίνουμε «ἐρημίτες». Ὁ Μέγας Ἀντώνιος ξεπερνώντας τὴν φύση του, ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ταυτόχρονα γύμνωσε τὴν ζωή του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἔγινε «ὅλος ἑαυτῷ ἀφιστάμενος» κατὰ τὸν ὑμνωδό.  Ἀνάλογα, ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀναχωρήσουμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας καὶ ἀπὸ τὸ κοσμικό μας φρόνημα. Ἐκεῖνος ἀνεχώρησε καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο, προέβλεπε τὰ μέλλοντα· ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν δέσμευση στὴν χρονικότητα, δηλαδὴ στὸ ἐφήμερο καὶ πρόσκαιρο, καὶ νὰ ζήσουμε τὴν αἰωνιότητα. Ἀνεχώρησε τέλος ἀπὸ τὴν μιζέρια τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἁμαρτίας στὴν ἔρημο τῆς καταστολῆς τῶν παθῶν.  Σ᾿ αὐτὸ πρέπει ἀπόλυτα νὰ τὸν μιμηθοῦμε.  Ὅλοι καλούμεθα νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἔρημη ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ κοσμικότητα, γυμνὴ ἀπὸ ἐφημερότητα καὶ χρονικότητα, δίχως ἁμαρτία καὶ στενότητα.

Ἡ ἔρημος ἀπὸ τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό μας εἶναι ἡ πρώτη ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ φυγὴ ἀπὸ τὰ θελήματά μας ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ἐκφράζονται ὡς ἀπαιτήσεις καὶ ἰδιορρυθμίες. Εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς ἄρρωστους καὶ φορτισμένους λογισμούς μας ποὺ συνήθως φανερώνουν συναισθήματα παθολογικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐναντίον μας, ἐνῶ κανεὶς δὲν εἶναι· ὅτι δὲν μᾶς ἔχουν ἐμπιστοσύνη, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἔχουμε· ὅτι μᾶς στραβοκοιτοῦν, ἐνῶ αὐτὸ δὲν συμβαίνει. Δημιουργοῦμε ἱστορίες ἀνυπόστατες ποὺ τὶς πιστεύουμε σὰν πραγματικές. Πνευματικὴ ζωὴ μὲ ἄρρωστους λογισμούς βαθειὰ ριζωμένους μέσα μας δὲν γίνεται, οὔτε μὲ παθολογικὰ θελήματα, οὔτε μὲ προκαταλήψεις, οὔτε μὲ φόβους, οὔτε μὲ μειονεξίες, οὔτε μὲ ζήλειες καὶ ἀνασφάλειες. Ἡ ὄντως ζωὴ εἶναι ἔρημη ἀπὸ φόβους, ἀπὸ ἀνάγκες ποὺ διαρκῶς ἐμεῖς δημιουργοῦμε, ἀπὸ ὑποψίες, ἀπὸ συμπλέγματα καὶ φαντασίες, ἀπὸ δικαιώματα, ἀπὸ παράπονα, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ παθολογικὲς καὶ φορτισμένες σχέσεις, ἀπὸ κακίες καὶ στραβὲς συνήθειες, ἀπὸ ἐξαρτήσεις, ἀπὸ ἄρρωστες ἐλπίδες. Τὰ λάθος ὄνειρά μας, οἱ λάθος προοπτικές μας, οἱ ἐσφαλμένες ἀξιολογήσεις καὶ ἱεραρχήσεις στὴν ζωή μας ἀποτελοῦν τὴν κόλασή μας. Γιατί αὐτὰ εἶναι ἀρρώστεια, εἶναι στοιχεῖα τῆς πτώσεως, εἶναι γεννητικὰ ἁμαρτίας, εἶναι διαβρωτικὰ καὶ στερητικὰ τῆς ἐλευθερίας μας.

Ἡ πνευματικὴ ζωὴ θέλει νὰ ἀφήσουμε τοὺς πολυσύχναστους χώρους τοῦ ἐμπαθοῦς ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ δημιουργήσουμε ὁ καθένας μας τὴν δική του ἔρημο, τὸ περιβάλλον τῆς δικῆς του ἀσκήσεως, τὸν τόπο τῶν δικῶν του ἀγώνων, τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν νέων προοπτικῶν. Ἡ ὑπὲρ φύσιν ζωὴ μόνο στὸ θεμέλιο μιᾶς κατὰ φύσιν ἰσορροπίας μπορεῖ νὰ οἰκοδομηθεῖ.

Οἱ ἀληθινοὶ ἐρημίτες εἶχαν ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτὲς τὶς πολύβοες «πόλεις».  Αὐτοὶ ζοῦσαν καὶ τὴν κατάσταση τῆς δεύτερης ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν φυσικὸ ἑαυτό μας. Σηκώνονταν καὶ ἔφευγαν καὶ ἔτρεχαν, προσέτρεχαν στὴν ἔρημο. Ἔτρωγαν βρασμένα λάχανα, ὅπως ὁ ἅγιος Μακάριος, γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.  Ἠρνοῦντο κάθε ἀνάπαυση, κάθε ἀπόλαυση, κάθε χαμόγελο καὶ χάδι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τίποτα ὑλικὸ δὲν εἶχαν ὡς παρηγοριά. Κάθε ἐνδιαφέρον, κάθε ἐλπίδα, ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός τους ἦταν προσανατολισμένος πρὸς τὴν βασιλεία, τὸν κόσμο καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐρχόταν ὁ Θεὸς μέσα τους. Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὸν Θεὸ στὶς καρδιές τους. Γιὰ τὸν ἀληθινὰ ἐξαγιασμένο ἄνθρωπο, ἀνάγκη εἶναι μόνον ὁ Θεὸς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ θανάτου.  Ἀνάγκη δὲν εἶναι νὰ ἔχουν οἱ ἄλλοι τὴν δική μας ἀνάγκη.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μιὰ τρίτη ἀνώτερη ἀναχώρηση· εἶναι ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν φυλακὴ τῆς πτώσεώς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τὶς ροπές μας.  Ὁ καθένας μας μὲ τὸ ποὺ ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο φέρνει ἐπάνω του τὴν σφραγίδα τῆς πτώσεως, τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἐξαλείψει μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα. Ὅταν κάποιος ἀγωνίζεται νὰ ἀπορρίψει ἀπὸ πάνω του τὰ ἄρρωστα στοιχεῖα ποὺ προαναφέραμε, τότε ἐνεργοποιεῖ τὸ βάπτισμα μέσα του καὶ τότε μπορεῖ νὰ ξεπερνάει τὴν ροπή, τὴν φύση, τὴν τάση, τὴν ἀσθένεια τῆς πτώσεώς του. Τότε μπορεῖ νὰ ζήσει μεγάλα καὶ οὐράνια πράγματα. Νὰ ἀντικρύσει τὸν κόσμο γυμνὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴν χάρι τῆς ἀρχέγονης δημιουργίας. Ἐδῶ ὁ Θεὸς βιοῦται ὡς παντοδύναμος καὶ πάνσοφος δημιουργός.

Ὁ πνευματικὸς ἀναχωρητὴς ὅμως ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται καὶ τῆς κτίσεως, νὰ ζεῖ στὴν κατάσταση τῆς ἐρήμου τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κτιστότητός μας εἶναι ἡ βαθύτερη ἔρημος, ἡ ἔσω ἔρημος τῆς πνευματικῆς ζωῆς Ὁ χριστιανὸς εἶναι κτιστός, ἀλλὰ ἀναζητεῖ τρόπους νὰ μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.  Κτιστὸς ὢν μπορεῖ νὰ μετέχει τῆς ἄκτιστης θεϊκῆς χάριτος. Στὸν τόπο αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ἐρήμου βιοῦται ὁ Θεὸς ὡς Πατέρας καὶ ἡ χάρις Του ὡς ἀγάπη.

Οἱ ἔρημοι γιὰ τὶς ὁποῖες μιλοῦμε, εἶναι ἔρημοι ποὺ γεμίζουν τὴν καρδιὰ μὲ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἀληθινοὺς καρπούς. Ἔτσι ἡ πορεία στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου ὁδήγησε τοὺς Ἰουδαίους στὴν Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἡ ἔρημος τοῦ Ἰορδάνου χάριζε τὴν αἴσθηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια.  «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ' 2). Ἡ ἔρημος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου κατέληξε στὴν νίκη κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή του· «τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος» (Ματθ. δ´ 11).  Ἡ ἔρημος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἀπέδειξε τὰ μεγάλα κατορθώματα καὶ τὴν αἴγλη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Καὶ τέλος ἡ ἔρημος τοῦ Πόντου καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου προκάλεσε τὴν γέννηση τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔκλαιγε τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν δική του ἔρημο. Ἔζησε στὴν ἡσυχία καὶ ἄκουγε αὐτὰ ποὺ δὲν ἀκοῦν τὰ αὐτιά μας. Ζοῦσε στὴν ἔρημο τοῦ πόθου καὶ ἀντίκρυζε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐμεῖς, οὔτε μὲ τὴν φαντασία μας δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε. Καὶ τέλος ἀξιώθηκε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή, ὄχι ἁπλὰ νὰ προσεγγίσει τὸν Θεό, ἀλλὰ «τὸν ἄδυτον ὑπελθὼν γνόφον νὰ δεχθῇ τὴν θεοτύπωτον νομοθεσίαν» (α´ τροπάριο Λιτῆς).

Ὅποιος ζεῖ μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν τρόπο καὶ εἶναι προσανατολισμένος πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση, ὅποιος βαδίζει μυστικὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς ἐρήμου, τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀπὸ τὴν φύση του, ἀπὸ τὶς πτωτικὲς ροπές του καὶ ἀπὸ τὴν κτιστότητά του, ὁ Θεὸς ὑπόσχεται νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γῆ τῶν οὐρανίων ἐπαγγελιῶν, τὴν νίκη κατὰ τῶν πειρασμῶν, τὴν βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς μετανοίας, τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ποὺ καὶ τὴν πτώση νικᾶ, τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ θεολογία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὡς χριστιανοὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σπουδάσουμε, ἀλλὰ κάτι ποὺ διαρκῶς γεννᾶται μέσα στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ.  Ἡ χάρις δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιοι ἀπολαμβάνουν ὡς εὔνοια καὶ δῶρο, ἀλλὰ εἶναι δύναμη ποὺ ὅλοι μας τὴν ἔχουμε ὡς δυνατότητα.

Κάθε χρόνο, κατὰ τὸν μήνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προβάλλει μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς καὶ θεολόγους, ὅπως τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, καὶ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε τὴν χάρι τῆς θεολογίας ὥστε καθὼς θὰ ἀντικρύζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τὸν πρεσβύτη Συμεὼν νὰ δέχεται στὴν ἀγκαλιά του τὸν Κύριο, νὰ μπορέσουμε νὰ γίνουμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ καθένας μας καὶ θεοδόχος.

Καθὼς μᾶς προσεγγίζουν μεγάλες γιορτές, πλησιάζουν καὶ μοναδικὲς εὐκαιρίες.  Μὲ λίγη σκέψη καὶ ἀρκετὴ φρόνηση πνευματικὴ μποροῦμε καὶ πρέπει ὅλοι μας νὰ γίνουμε καὶ θεολόγοι καὶ θεοδόχοι· ἡ καρδιά μας νὰ δέχεται τὴν χάρι Του καὶ ὁ νοῦς μας νὰ γεννᾶ τὸν λόγο Του.

 


Ἰανουάριος 2019  


Μήνυμαpdf

 


ΜΗΝΥΜΑ IΑΝΟΥΑΡΙΟΥ


welcome img

Ὑπάρχει μιὰ ἁλυσσίδα ἐορτῶν ποὺ ἀναφέρονται στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ οἱ ὁποῖες ὀνομάζονται δεσποτικὲς ἑορτές. Ἀπὸ ὅλες τὶς δεσποτικὲς ἑορτές, οἱ πρῶτες τρεῖς, τῆς Γεννήσεως, τῆς Περιτομῆς καὶ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, παρουσιάζουν τὸν Θεὸ νὰ ταπεινώνεται ὡς ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα σταδιακὰ καὶ ὅλο καὶ περισσότερο, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὶς ἑορτὲς τῆς Μεταμορφώσεως, τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς Ἀ