en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΙΟΥΛΙΟΥ 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. η΄ 28-θ΄1)
1 Ἰ­ου­λίου 2018

Ἡ Ἐκ­κλη­σία μας, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, δι­δά­σκει ὅτι ὁ Θεός, πρὶν δη­μι­ουρ­γή­σει τὸν ὑ­λικὸ κό­σμο, δη­μι­ούρ­γησε τὸν πνευ­μα­τικὸ κό­σμο, δη­λαδὴ τοὺς Ἀγ­γέ­λους, ποὺ εἶ­ναι λο­γικά, ἀ­σώ­ματα καὶ ἐ­λεύ­θερα ὄντα. Κά­ποιοι Ἄγ­γε­λοι ὅ­μως ἔ­κα­ναν ἀν­ταρ­σία ἐναν­τίον τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ἔτσι ἀπὸ Ἄγ­γε­λοι τοῦ Φω­τός, ἔ­πε­σαν καὶ ἔ­γι­ναν ἄγ­γε­λοι τοῦ σκό­τους. Εἶ­ναι οἱ Δαί­μο­νες ποὺ ἀν­τι­τάσσον­ται στὸ θέ­λημα τοῦ Θεοῦ, συ­κο­φαν­τοῦν, μι­σοῦν, ἀρ­νοῦν­ται τὸν Θεὸ καὶ ἐ­πα­να­στα­τοῦν ἐ­ναν­τίον Του. Ἔργο καὶ σκο­πός τους εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­μά­κρυνση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἐμ­πει­ρία βε­βαι­ώ­νει ὅτι ὁ δι­ά­βο­λος φέρ­νει πάντα τα­ραχή, κι ὅ­ταν ἀ­κόμη πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἄγ­γε­λος φω­τός. Με­γά­λος ἐ­χθρὸς λοι­πὸν ὁ δι­ά­βο­λος καὶ ἐμ­πό­διο στὴν σω­τη­ρία τοῦ ἀνθρώ­που.

Ὁ δι­ά­βο­λος πεί­ραξε ἀ­κόμη καὶ τὸν ἴ­διο τὸν Χρι­στό. Ὅ­μως, ἐνῷ εἶ­ναι με­γά­λος ἐ­χθρός, δὲν εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος. Πάνω ἀπὸ αὐ­τὸν κυ­ρι­αρ­χεῖ ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας, ὁ Σω­τή­ρας Χρι­στὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ Χρι­στοῦ φαί­νε­ται στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγγελικὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ὅ­ταν ἀ­παλ­λάσ­σει, ὅ­πως ἀ­κού­σαμε, τοὺς  δαι­μονισμέ­νους. Φτά­νει ὁ Κύ­ριος μὲ τοὺς μα­θη­τὲς ἀπὸ τὴν Κα­περ­να­οὺμ στὴν ἀ­πέ­ναντι ὄ­χθη τῆς λί­μνης Γε­ννη­σα­ρέτ, στὴν πόλη τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, ὅ­που ζοῦν δύο δαι­μο­νι­σμέ­νοι. Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται «χα­λε­ποὶ λίαν» καὶ εἶναι τόσο ἐ­πι­κίν­δυ­νοι, ὥ­στε κα­νέ­νας νὰ μὴν τολμᾶ νὰ πε­ρά­σει ἀπὸ τὸ δρόμο ἐ­κεῖ­νον. Ζοῦν στὰ μνή­ματα, ἄρα ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀπὸ τὴν κοι­νω­νία τῶν ἀν­θρώ­πων.

 Οἱ ἄλ­λοι Εὐ­αγ­γε­λι­στὲς ση­μει­ώ­νουν πὼς ἔ­χουν καὶ δι­ά­σπαση προ­σω­πι­κό­τη­τας. Στὴν ἐ­ρώ­τηση τοῦ Ἰ­η­σοῦ ποιὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νομά σου, ἀ­παν­τοῦν: «λε­γεών, ὅτι πολ­λοὶ ἐσμέν». Πρά­γματι οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις δι­α­σποῦν καὶ δι­αι­ροῦν τὸν ἄν­θρωπο. Ὁ δαιμο­νι­σμέ­νος ὄχι μόνο δὲν γνω­ρί­ζει τὸ ὄ­νομά του, ἀλλὰ καὶ τὸν δι­α­κα­τέ­χει τάση αὐτο­κα­τα­στρο­φῆς. Χα­ρα­κτη­ρι­στικὸ γνώ­ρι­σμα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­πο­με­μα­κρυ­σμέ­νου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀν­θρώ­που.

Ὁ Χρι­στὸς βέ­βαια ἦλθε στὸν κό­σμο γιὰ νὰ λύ­σει τὰ ἔργα καὶ τὴν ἐ­ξου­σία τοῦ δι­α­βό­λου. Ἡ κυ­ρι­αρ­χία τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἡ νίκη Του φαί­νε­ται στὴ συ­νέ­χεια τοῦ Εὐαγ­γε­λίου.

Ἡ συ­ναί­σθηση τοῦ δαί­μονα στὸν δι­ά­λογο μὲ τὸν Χρι­στὸ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὴν ἀπρο­σμέ­τρητη δι­α­φορά. «Τί ἡ­μῖν καὶ σοὶ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ»; Πρά­γματι, ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἀγάπη, ζωή, ἀ­λή­θεια ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν σω­τη­ρία· οἱ δαί­μο­νες ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴν κακία, τὸ ψεῦ­δος, τὸ μῖ­σος, τὴν πλάνη, τὴν κα­τα­στροφὴ καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴν αἰ­ώ­νια κα­τα­δίκη. Τὰ δαι­μό­νια ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὴ θε­ό­τητά Του καὶ πα­ρα­κα­λοῦν νὰ μὴν τὰ βασα­νί­σει. Ζη­τοῦν νὰ μποῦν στὴν ἀ­γέλη τῶν χοί­ρων. Ὁ Κύ­ριος τὸ ἐ­πι­τρέ­πει, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ χοῖ­ροι νὰ γκρε­μι­στοῦν καὶ νὰ πνι­γοῦν στὴ λί­μνη. Τε­λικὰ κα­τα­στρέ­φε­ται κα­θετὶ ποὺ ὑ­πο­τάσ­σε­ται στὶς δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις, ἀπὸ τὸν ἄν­θρωπο μέ­χρι καὶ τὰ ζῶα.

Ἡ συμ­πε­ρι­φορὰ ὅ­μως τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι ἐ­κείνη ποὺ βα­θιὰ ἀ­πελ­πί­ζει. «Πᾶσα ἡ πό­λις ἐ­ξῆλ­θεν εἰς συ­νάν­τη­σιν τῷ Ἰ­η­σοῦ, καὶ ἰ­δόν­τες αὐ­τὸν πα­ρε­κά­λουν, ὅ­πως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁ­ρίων αὐ­τῶν».

 Ὁ Χρι­στὸς τοὺς τιμᾶ μὲ τὴν πα­ρου­σία του, τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ, τοὺς δι­δά­σκει, τοὺς ἀ­παλ­λάσ­σει ἀπὸ τὰ δαι­μό­νια καὶ ἐ­κεῖ­νοι Τὸν ἀρ­νοῦν­ται. Τοῦ ζη­τοῦν νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴ χώρα τους, νὰ ἀπομα­κρυν­θεῖ ἀπὸ τὴ ζωή τους. Δὲν τοὺς συμ­φέ­ρει ἡ πα­ρου­σία Του.

Ἡ πρα­γμα­τι­κό­τητα αὐτή, ἀ­δελ­φοί μου, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἔμ­πρα­κτα στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τητα τῶν ἀν­θρώ­πων. Οἱ ἴ­διοι ἐ­μεῖς οἱ χρι­στι­α­νοὶ λη­σμο­νοῦμε ὅτι ἀ­νή­κουμε στὸν Χρι­στὸ καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σία Του. Ὅτι ἡ χάρη Του καὶ ἡ ἀ­γάπη Του μᾶς προ­στα­τεύ­ουν ἀπὸ κάθε δαι­μο­νικὴ ἐ­πιρ­ροή. Ὅτι τὰ  Ἅ­για Μυ­στή­ρια ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ πνευ­ματικό μας ὁ­πλο­στά­σιο καὶ ὅτι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀ­θα­να­σίας μας.

 Στὴν δαι­μο­νο­ποι­η­μένη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀ­δι­α­φο­ρία μας κοι­νω­νία, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ «ἐν­δύ­σα­σθε τὴν πα­νο­πλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύ­να­σθαι ὑ­μᾶς στῆ­ναι πρὸς τάς με­θο­δείας τοῦ δι­α­βό­λου» (Ἐ­φεσ. 6,11) , δι­ότι ἔτσι θὰ μπο­ρέ­σουμε νὰ ἀ­πο­φύ­γουμε τὰ πε­πυ­ρω­μένα βέλη τοῦ πο­νη­ροῦ τὰ καθ’ ἡ­μῶν δο­λίως κι­νού­μενα.

Τὴν δὲ προ­σευχή μας ἂς τὴν ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουμε ἀ­κατάπαυ­στα, ὅ­πως μᾶς τὴν δί­δαξε ὁ Χρι­στὸς «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς…ρῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀπὸ τοῦ πο­νη­ροῦ».  Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. θ΄ 1-8)
8 Ἰ­ου­λίου 2018

Τὸ θαῦμα τῆς θε­ρα­πείας τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς Καρ­πε­να­ούμ ἔγινε ἀ­φορμὴ νὰ ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ γιὰ μιὰ ἀ­κόμα φορὰ ἡ θεία δύ­ναμη καὶ ἐ­ξου­σία τοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ πι­στο­ποι­η­θεῖ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ αὐ­θεντικό­τητα τοῦ λόγου Του. Νὰ δη­λω­θεῖ, κατὰ τὸν σα­φέ­στερο τρόπο, ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ δύ­ναμη τοῦ δι­α­βό­λου καὶ τῆς ἁ­μαρ­τίας.

Τὰ θαύ­ματα ἐ­νι­σχύ­ουν τὴν πί­στη τῶν ἁ­πλῶν καὶ τα­πει­νῶν ἀν­θρώ­πων στὴν καρ­διὰ ποὺ δέ­χον­ται γιὰ Σω­τῆρα καὶ Κύ­ριό τους τὸν Χρι­στό. Ἡ δοξο­λο­γία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι τὸ φυ­σικὸ ἐ­πα­κό­λουθο κάθε θαύ­μα­τος.

Στὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ὅ­μως, βλέ­πουμε τοὺς γραμ­μα­τεῖς καὶ τοὺς φα­ρι­σαί­ους νὰ στε­νο­χω­ροῦν­ται καὶ νὰ ἐκ­φρά­ζον­ται ἀρ­νη­τικὰ γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ζοῦν, λέ­γον­τες «Οὗ­τος βλα­σφη­μεῖ», ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος θε­ρα­πεύει πρῶτα τὴν ψυχὴ τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ μὲ τὴ φράση «θάρ­σει τέ­κνον˙ ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τίαι σου». Καὶ ὁ Κύ­ριος ὡς παν­το­γνώ­στης δι­α­βά­ζει τὶς καρ­διὲς καὶ τὶς σκέ­ψεις τους, καὶ  ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας ὅτι «ἐ­ξου­σίαν ἔ­χει ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τίας», λέ­γει στὸν πα­ρα­λυ­τικὸ «Ἐ­γερ­θεὶς ἆ­ρον σου τὴν κλί­νην καὶ ὕ­παγε εἰς τὸν οἶ­κόν σου». Ἔτσι ἔ­γινε ἔμ­πρα­κτα φα­νερὸ ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­δύ­να­μος καὶ παν­το­γνώ­στης, γε­μᾶ­τος ἀ­γάπη γιὰ τὰ πλά­σματά Του.

Τί ση­μαί­νει ὅ­μως γιὰ τὸν κα­θένα μας τὸ γε­γο­νὸς ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­γνώ­στης καὶ γνω­ρί­ζει κάθε λε­πτο­μέ­ρεια τῆς ζωῆς μας;

Μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι παν­το­γνώ­στης πα­ρη­γο­ρούμεθα. Εἶναι ἀ­πο­τε­λε­σμα­τικὸ νὰ ξέ­ρουμε ὅτι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι δί­πλα μας, γιὰ νὰ μᾶς ἐνι­σχύει, νὰ πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὶς δυ­σκο­λίες μας καὶ νὰ ἐ­πεμ­βαί­νει, ὅ­ταν τὸ ἀπαι­τεῖ τὸ πνευ­μα­τικό μας συμ­φέ­ρον. Τὴν πρα­γμα­τι­κό­τητα αὐτὴ τὴν κα­τα­λα­βαί­νουμε σὲ στι­γμὲς πνευ­μα­τι­κῆς πλη­ρό­τη­τας, ποὺ ἡ χάρη Του δι­α­πο­τί­ζει τὴν καρ­διά μας. Ἀλλὰ καὶ ὅ­ταν περ­νοῦμε κά­ποια δο­κι­μα­σία, ποὺ κάθε ἀν­θρώ­πινη βο­ή­θεια εἶ­ναι ἀ­νί­σχυρη, βρί­σκουμε κα­τα­φύ­γιο «εἰς τὸν μό­νον δυ­νά­με­νον σώ­ζειν».

Ἡ βε­βαι­ό­τητα ὅτι εἶ­ναι Παν­το­γνώ­στης μᾶς βο­ηθεῖ ἐ­πί­σης νὰ σκε­φθοῦμε ὀρθά, ἐ­πειδὴ ὁ ἐ­χθρός μας δι­ά­βο­λος προ­σπα­θεῖ νὰ μᾶς πεί­σει ὅτι κα­νεὶς δὲν μᾶς βλέ­πει καὶ κα­νεὶς δὲν θὰ μά­θει ποτὲ τὸ κακὸ ποὺ κά­νουμε.

Τέ­λος, ἡ βε­βαι­ό­τητα ὅτι ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι Παν­το­γνώ­στης, πα­ρη­γο­ρεῖ τὸν ἀ­γῶνα μας, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ στὴν πε­ρί­πτωση τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς, στὸν ὁ­ποῖον ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος ὁ Χρι­στὸς εἶπε «Θάρ­σει τέ­κνον», ἐ­νι­σχύ­ον­τας  ἔτσι τὶς δυ­νά­μεις του καὶ κάθε ἄν­θρωπο, ποὺ σή­μερα πε­ρισ­σό­τερο ἀπὸ ποτὲ ἔ­χει ἀ­νάγκη ἀπὸ ἐλ­πίδα καὶ ψυ­χικὴ στή­ριξη.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­λοι ἔ­χουμε ἀ­νάγκη τὴν σῴ­ζουσα καὶ ζων­τανὴ πί­στη, ἡ ὁ­ποία, ὅ­ταν ὑ­πη­ρε­τεῖ τὸν πλη­γω­μένο ἄν­θρωπο, βε­βαι­ώ­νει μὲ τὸν πιὸ χει­ρο­πι­α­στὸ τρόπο ὅτι ἡ παν­το­δυ­να­μία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶ­ναι ὑ­πό­θεση τοῦ μυ­α­λοῦ μας ἀλλὰ τῆς καρ­διᾶς μας.

Αὐτό, βέ­βαια, δὲν ση­μαί­νει ἕ­να πρό­χειρο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμὸ ποὺ ἀφορᾶ ἐ­πι­φα­νει­ακὰ θρη­σκευ­ό­με­νους  ἀν­θρώ­πους, ἀλλὰ εἶ­ναι τὸ βα­θύ­τερο γνώ­ρι­σμα τῶν  ἀ­γω­νι­στῶν  ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψαν τὴν οὐ­σία τῆς ὕ­παρ­ξής τους. Αὐ­τοὶ εἶ­ναι οἱ νι­κη­τὲς τῆς πα­ρού­σας ζωῆς καὶ οἱ κλη­ρο­νό­μοι τῆς αἰ­ώ­νιας πρα­γμα­τι­κό­τη­τας.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ Z΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Πρός Τίτον γ΄ 8-15)
15 Ἰ­ου­λίου 2018

Ἡ Εὐ­αγ­γε­λικὴ πε­ρι­κοπὴ ποὺ ἀ­κού­σαμε σή­μερα, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀ­δελ­φοί, ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὄ­ρους ὁ­μι­λίας τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ἔ­χει ὡς κεν­τρικὸ θέμα τὴν ἀ­γω­νι­ώδη μέ­ρι­μνα τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ τὴ ζωή, ἔ­ναντι τῆς ὁ­ποίας ὑ­πο­γραμ­μί­ζει τὴν ἀ­πό­λυτη ἐμ­πι­στο­σύνη στὴν πρό­νοια τοῦ Θεοῦ. Εὔ­λογα ὅ­μως ἀ­κού­γον­τας αὐτά, θὰ δι­ε­ρω­τη­θεῖ κα­νεὶς μή­πως ἔτσι κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἡ προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ φρον­τί­ζει τὸν ἑ­αυτό του καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Θὰ ἦ­ταν αὐ­το­νό­ητα πα­ρα­νό­ηση τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νεὶς κάτι τέ­τοιο. Ἡ φρον­τίδα γιὰ τὴ ζωὴ δὲν ἀ­πορ­ρέει μόνο ἀπὸ τὴ στοι­χει­ώδη λο­γική, ἀλλ’ ἀ­πο­τε­λεῖ καὶ ἐν­τολὴ τοῦ Θεοῦ.

Σή­μερα βέ­βαια ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει με­τα­βάλει αὐτὴ τὴ φρον­τίδα ἀπὸ μέσο δι­α­τή­ρη­σης τῆς ζωῆς σὲ σκοπὸ καὶ πε­ρι­ε­χό­μενο τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς λέει: «οὐ δύ­να­σθε Θεῷ δου­λεύ­ειν καί μα­μωνᾷ» (Μτθ. 6,24). Ὁ Θεὸς κι ὁ μα­μω­νᾶς δὲν εἶ­ναι δύο ἰ­σό­τιμα καὶ ἰ­σο­δύ­ναμα μέρη. Δι­α­φέ­ρουν ρι­ζικὰ καὶ οὐ­σι­α­στικά. Ὁ Θεὸς εἶ­ναι πρό­σωπο, Πα­τέ­ρας, ποὺ δί­νει ἀ­γάπη καὶ ζωή, ποὺ κά­νει σύν­τροφο καὶ συ­νο­μι­λητή του τὸν ἄν­θρωπο. Ὁ μα­μω­νᾶς εἶ­ναι πρᾶ­γμα ἄ­ψυχο, χω­ρὶς ζωὴ καὶ ἀ­γάπη, χω­ρὶς ἴ­χνος ἀν­θρω­πιᾶς, ποὺ κά­νει τὸν ἄν­θρωπο ὅ­μοιό του, δη­λαδὴ ἄ­ψυχο πρᾶ­γμα. Τὸ δί­λημμα λοι­πὸν δὲν εἶ­ναι νὰ δι­α­λέ­ξει κα­νεὶς ἕνα κύ­ριο, ἀλλὰ νὰ δι­α­μορ­φώ­σει τὴν προ­σω­πι­κό­τητά του ἤ νὰ τὴν ἀρ­νη­θεῖ, νὰ προ­τι­μή­σει τὸ εἶ­ναι ἤ τὸ ἔ­χειν, τὴ ζωὴ ἤ τὸ θά­νατο. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἠ­θικὴ ἐ­πι­λογὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ γιὰ τὴ δι­α­μόρ­φωσή του σὲ ἄν­θρωπο ἤ ὄχι. Ὅλα ὅσα ἀ­κο­λου­θοῦν εἶ­ναι ἁ­πλὲς συ­νέ­πειες, ἐκ­δη­λώ­σεις ποὺ δεί­χνουν τί προ­τί­μησε ὁ ἄν­θρω­πος.

Αὐ­τὲς τὶς συ­νέ­πειες μᾶς δεί­χνει στὴ συ­νέ­χεια τῆς πε­ρι­κο­πῆς ὁ Χρι­στὸς μ’ ἕνα πα­ρά­δει­γμα ἀπὸ τὴν κα­θη­με­ρινή μας ζωή. Ὅ­λος ὁ κό­πος κι ἡ φρον­τίδα μας εἶ­ναι ν’ ἀ­πο­κτή­σουμε, νὰ ἔ­χουμε, νὰ κα­τέ­χουμε. Νὰ κα­τέ­χουμε ὅσα χρει­α­ζό­μα­στε σὲ ὅλα τὰ ἐ­πί­πεδα τῆς ζωῆς, ἐ­πειδὴ δῆ­θεν αὐτὰ δι­α­σφα­λί­ζουν τὸ μέλ­λον μας. Ἀ­κόμα κι οἱ δι­α­προ­σω­πι­κές μας σχέ­σεις αὐ­τὴν τὴν βα­θύ­τερη δι­ά­θεση ἐ­ξω­τε­ρικὰ ἐκ­φρά­ζουν.

Συ­νη­θί­ζουμε νὰ το­νί­ζουμε τὸ πόσο μᾶς ἀ­γα­ποῦν, παρὰ τὸ πόσο ἀ­γα­ποῦμε. Τό ἴ­διο κά­νουμε με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ μὲ τὸν Θεό, ὅ­ταν φυ­σικὰ τὸν θυ­μό­μα­στε. Ζη­τοῦμε νὰ πά­ρουμε, χω­ρὶς ποτὲ νὰ δί­νουμε.

Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νερο, ἀ­γα­πη­τοί μου, πὼς ἔ­χουμε χά­σει τὴν ἀν­θρώ­πινη ὑ­πό­στασή μας, ἀ­φοῦ καὶ τὸν Θεὸ τὸν με­τα­βά­λαμε σὲ ὑ­πη­ρέτη τῶν ἀ­ναγ­κῶν μας. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μόνο τρα­γικὴ αὐτή μας ἡ πο­ρεία. Εἶ­ναι καὶ πα­ρά­λογη, ὅ­πως φαί­νε­ται μὲ τὰ ἁ­πλᾶ πα­ρα­δεί­γματα ποὺ δί­νει ὁ Χρι­στός. Πα­ρά­λογη, δι­ότι ξε­χνᾶ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸν κό­σμο. Τὰ ἀ­γρι­ο­λού­λουδα καὶ τὰ πε­τεινὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ δὲν κα­τέ­χουν τί­ποτε. Ὑ­πάρ­χουν, ἐ­πειδὴ τὰ φρον­τί­ζει ὁ Θεός. Ὁ Θεός ποὺ εἶ­ναι αὐ­το­ζωή. Δὲν ἔ­χει ἁ­πλᾶ ὁ Θεὸς ζωή, ἀλλά εἶ­ναι ὁ Ἴδιος ἡ ζωή, τὴν ὁ­ποία χο­ρη­γεῖ. Γι’ αὐτὸ δί­νει ζωὴ στὸν κό­σμο, χω­ρὶς νὰ φοβᾶ­ται ὅτι θὰ τὴ στε­ρη­θεῖ ὁ ἴ­διος. Γι’ αὐτὸ ὁ Χρι­στὸς ἔ­γινε ἄν­θρω­πος, χω­ρὶς νὰ φο­βη­θεῖ τὸν θά­νατο. Ὁ θά­να­τος μπο­ρεῖ ν’ ἀ­φαι­ρέ­σει κάτι ποὺ ὁ ἄλ­λος ἔ­χει, ἀλλὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ με­τα­βά­λει τὸ Εἶ­ναι. Γι’ αὐτὸ φο­βᾶ­ται ἄλ­λω­στε ὁ ἄν­θρω­πος τὸν θά­νατο. Φο­βᾶ­ται ἐ­πειδὴ θὰ τοῦ στε­ρή­σει ὅσα ἔ­χει, τὰ ὁ­ποῖα καὶ ταυ­τί­ζον­ται μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ὅ­μως εἶ­ναι λαν­θα­σμένη το­πο­θέ­τηση, δι­ότι ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι ὕ­παρξη, εἶ­ναι ζωή, ἐνῷ ὁ θά­να­τος ἔ­χει ἐ­ξου­σία μόνο στὰ περὶ τὴν ζωὴ, δηλαδὴ στὰ πρά­γματα.

Συ­νε­πῶς, ἀ­δελ­φοί μου, ἡ με­τά­βαση στὸ χῶρο τοῦ εἶ­ναι, τῆς ζωῆς δηλαδή, πρέ­πει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ μο­να­δικὸ μέ­λημα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἔτσι, θὰ λυ­τρω­θεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸ θά­νατο, χω­ρὶς νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται κάτω ἀπὸ δε­σμά.

Ἡ αὐ­τό­βουλη καὶ συ­νει­δητὴ ἔν­ταξη στὸ χῶρο τῆς ζωῆς, δη­λαδὴ στὴ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγ­και­νί­ασε ὁ Χρι­στός, προ­βάλ­λει ὡς ἡ μόνη ἀ­σφα­λὴς καὶ βε­βαία λύση ζωῆς. Κι ἐδῶ πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦμε πώς ἡ βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶ­ναι μιά προ­σφορά νέων πρα­γμά­των ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν ἄν­θρωπο.

Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἡ σάρ­κωσή Του στὸ ἀν­θρώ­πινο πρό­σωπο. Εἶ­ναι ἡ ἐ­πα­να­το­πο­θέ­τηση τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπὸ τὸν ἄ­στοχο τρόπο τοῦ ἔ­χειν, τῆς κα­το­χῆς, στὸν σω­τή­ριο στόχο τοῦ Εἶ­ναι, τῆς ζωῆς.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἔν­νοια ὁ Χρι­στὸς προ­τρέ­πει τοὺς μα­θη­τές Του νὰ ζη­τοῦν καὶ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κουν πρῶτα τὴν βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀ­φοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτό τὸν πόθο, θὰ προ­σθέ­σει ὁ Ἴ­διος ὅσα ἄλλα χρει­ά­ζον­ται, γιὰ νὰ γί­νουν κλη­ρο­νό­μοι τῆς Βα­σι­λείας Του. Ἀ­μήν.

 

 


 

ΚΥΡΙΑΚΗ H΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄ 14-22)
22 Ἰ­ου­λίου 2018

Ὅλα ὅσα κά­νει ὁ Ὕ­ψι­στος εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα. Δὲν κά­νει τί­ποτα ἄ­σκοπο, τίποτα ὑ­περ­βο­λικό, τί­ποτα ποὺ νὰ μὴ χρει­ά­ζε­ται. Γι­ατί με­ρι­κοὶ ἄν­θρω­ποι πε­ρι­φέ­ρον­ται τόσο ἄ­σκοπα καὶ κά­νουν τόσο ἀ­δι­ά­φορα πρά­γματα; Ἐ­πειδὴ δὲν εἶ­ναι βέβαιοι γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προ­ο­ρι­σμὸ τοῦ ἐ­πί­γειου τα­ξι­διοῦ τους. Γι­ατί με­ρι­κοὶ ἄν­θρω­ποι ὑ­περ­φορ­τώ­νον­ται μὲ ἄ­σκο­πες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, προ­βαί­νουν σὲ ὑ­περ­βο­λι­κὲς ἐ­νέρ­γειες, σὲ ση­μεῖο ποὺ νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ κι­νοῦν­ται ἐ­λεύ­θερα κάτω ἀπὸ τέ­τοιο βά­ρος ὑ­πο­χρε­ώ­σεων; Ἐ­πειδὴ δὲν γνω­ρί­ζουν τὸ ἕνα πρᾶ­γμα, «οὗ ἐ­στι χρεία».

     Γιὰ νὰ βο­η­θή­σει ὁ Κύ­ριος τὸν ἄν­θρωπο νὰ μα­ζέ­ψει τὸν δι­α­σκορ­πι­σμένο νοῦ του, νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὴ δι­χα­σμένη καρ­διά του καὶ νὰ συγ­κρο­τή­σει τὴν ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτη δύ­ναμή του, ἀ­ποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μο­να­δικὸ στόχο ποὺ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος. Τὴν Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄ­σκοπη εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ ἀγω­νί­ζε­ται νὰ ἐ­πι­τύ­χει δι­ά­φο­ρους στό­χους! Πόσο ἀ­ναί­σθητη εἶ­ναι ἡ δι­χα­σμένη καρ­διά! Πόσο ἀ­δύ­ναμη εἶ­ναι ἡ θέ­ληση, ὅ­ταν ἡ δύ­ναμή της κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται!

 Ἑ­νός ἐ­στι χρεία. Μόνο ἕνα πρᾶ­γμα μᾶς χρει­ά­ζε­ται. Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χρι­στὸς προ­σπά­θησε νὰ στρέ­ψει τὰ μά­τια καὶ τὴν προ­σοχὴ ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων πρὸς αὐ­τὸν τὸν προ­ο­ρι­σμό. Ὅ­ποιος σκέ­φτε­ται ἔτσι, ἔ­χει ἕνα μόνο στόχο. Τὸν Θεό. Ἕνα αἴ­σθημα. Τὴν ἀ­γάπη. Μία νο­σταλ­γία. Νὰ πλη­σι­ά­σει τὸν Θεό. Μα­κά­ριος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἔ­φτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέ­τρο. Ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἔ­χει γί­νει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει τὶς ἀ­κτῖ­νες τοῦ ἥ­λιου, γιὰ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει φω­τιά.

 Τὰ λό­για ποὺ εἶπε ὁ Χρι­στὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, με­ρι­μνᾶς καὶ τυρ­βάζῃ περὶ πολλά, ἑ­νὸς δέ ἐ­στι χρεία» (Λουκ. ι΄, 41- 42), ἦ­ταν στὴν πρα­γμα­τι­κό­τητα ἕ­νας ἔλεγχος, μία προ­ει­δο­ποί­ηση στὸν κό­σμο ὁ­λό­κληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔ­χουμε πρα­γμα­τικὴ ἀ­νάγκη εἶ­ναι ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ ( Ματθ. στ΄, 33). Γιὰ ὅλα ὅσα εἶπε καὶ ἔ­κανε ὁ Κύ­ριος, εἶχε στὸν νοῦ του τὸν στόχο αὐτό. Ἐ­κεῖ εἶχε συγ­κεν­τρω­θεῖ ὅλη ἡ φλόγα, ποὺ φω­τί­ζει τοὺς τα­ξι­δι­ῶ­τες ἐ­κεί­νους ποὺ πε­ρι­φέ­ρον­ται γύρω ἀπὸ τὶς χαρά­δρες καὶ τοὺς ἀ­νε­μο­στρό­βι­λους τῆς πρό­σκαι­ρης αὐ­τῆς ζωῆς.

  Ὅλα ὅσα κά­νει ὁ Ὕ­ψι­στος εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα. Τὰ πάντα γί­νον­ται μ᾽ αὐ­τὸν τὸν ὕ­ψι­στο, τὸ μο­να­δικὸ στόχο. Ὅλα εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τητα, τόσο τὰ λό­για ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ κά­νει. Δὲν ὑ­πάρ­χει οὔτε ἕ­νας ἀρ­γὸς λό­γος οὔτε ἕνα ἀ­χρεί­α­στο ἔργο. Καὶ πόσο καρ­πο­φόρα ἦ­ταν τὰ λό­για καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια φο­ρὲς ἔ­χει καρ­πο­φο­ρή­σει κάθε λό­γος καὶ κάθε Του πράξη ὣς τὶς μέ­ρες μας ! Πόσο γλυ­κός, εὐ­ω­δι­α­στὸς καὶ ζω­ο­γό­νος εἶ­ναι ὁ καρ­πὸς αὐ­τός !

 Γι­ατὶ ὁ Κύ­ριος δέν με­τέ­τρεψε τὶς πέ­τρες σὲ ψω­μιά, ὅ­ταν τοῦ τὸ ζή­τησε ὁ σα­τα­νᾶς; Σὲ δύο με­τα­γε­νέ­στε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­ταν γύρω Του ὑ­πῆρχε ἕνα πει­να­σμένο πλῆ­θος, πολ­λα­πλα­σί­ασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τε­ρά­στια πο­σό­τητα, ὥ­στε μετὰ τὴ δι­α­τροφὴ τοῦ πλή­θους, πε­ρίσ­σεψε πε­ρισ­σό­τερο ψωμὶ ἀπ᾽ ὅσο ἦ­ταν ἀρ­χικά. Τὸ πρῶτο θαῦμα ὅ­μως (ἡ με­τα­τροπὴ τῶν λί­θων σὲ ψωμὶ) ἦ­ταν κάτι ἀ­δό­κιμο, ἀ­νάρ­μο­στο, ἄ­τοπο. Τὸ δεύ­τερο θαῦμα (ὁ πολ­λα­πλα­σι­α­σμὸς τῶν ἄρ­των) ἦ­ταν κα­τάλ­ληλο, ἀ­πα­ραί­τητο καὶ ται­ρι­α­στό.

Γι­ατὶ ὁ Κύ­ριος δὲν ἔ­δωσε «ση­μεῖον ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ» στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ὅ­ταν Τοῦ τὸ ζή­τη­σαν; Δὲν ἔ­δωσε τέ­τοια ση­μεῖα ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ σὲ ἀ­μέ­τρη­τες πε­ρι­πτώ­σεις, ὅ­πως σὲ θαύ­ματα-θε­ρα­πεῖες ἄρ­ρω­στων, λε­πρῶν, δαι­μο­νι­σμέ­νων, δὲν ἀ­νέ­στησε νε­κρούς; Κάθε ση­μεῖο ἀπὸ τὸν οὐ­ρανὸ στοὺς φθο­νε­ροὺς Φα­ρι­σαί­ους ὅ­μως θὰ ἦ­ταν ἀ­νάρ­μο­στο, ἀ­κα­τάλ­ληλο καὶ ὑ­περ­βο­λικό, ἐνῷ σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις θὰ ἦταν κα­τάλ­ληλο, ἀ­πα­ραί­τητο καὶ ται­ρι­α­στό.

( Ἀπὸ τὸ βι­βλίο τοῦ Ἁ­γίου Νι­κο­λάου Βε­λι­μί­ρο­βιτς  «Ὁ­μι­λίες Δ΄´ – Κυ­ρι­α­κο­δρό­μιο», ἐκδ. Πέ­τρου Μπότση, 2012 ).

 


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄ 22-34)
29 Ἰ­ου­λίου 2018

Μιὰ χα­ρα­κτη­ρι­στικὴ ἐ­ναλ­λαγὴ τόλ­μης καὶ φό­βου, ἐμ­πι­στο­σύ­νης καὶ δι­στα­γμοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στὴν πε­ρι­πέ­τεια τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου μέσα στὴν τα­ρα­γμένη θά­λασσα τῆς Γε­ννη­σα­ρέτ, τὴν ὁ­ποία πε­ρι­γρά­φει τὸ ση­με­ρινὸ Εὐ­αγ­γε­λικὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Πρό­κει­ται γιὰ ψυ­χο­λο­γία τυ­πικὰ ἀν­θρώ­πινη, ποὺ μᾶς βο­ηθεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σουμε καὶ ἐ­μεῖς κάτι πε­ρισ­σό­τερο ἀπὸ τὴν πνευ­μα­τική μας προ­σω­πικὴ πε­ρι­πέ­τεια.

Τὸ πρῶτο μέ­ρος τῆς Πε­ρι­κο­πῆς εἶ­ναι μιὰ στι­γμὴ αὐ­θόρ­μη­της πί­στεως. Ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀπὸ ἀ­φο­σί­ωση καὶ ἐμ­πι­στο­σύνη, ζη­τάει νὰ ἔρ­θει ὅσο τὸ δυ­νατὸ συν­το­μό­τερα κοντὰ στὸν Χρι­στό. «Κύ­ριε, ἂν εἶ­σαι Σύ, τότε δῶσε μου δι­α­ταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου πάνω στὰ νερά». Τότε ἡ σκέψη τοῦ Πέ­τρου ἦ­ταν ἐ­πί­μονα στραμ­μένη στὸν Χρι­στό.

Ἕνα ἄλλο στοι­χεῖο εἶ­ναι ἡ τόλμη ποὺ ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέσα σ’ αὐ­τὴν τὴν ἐμ­πι­στο­σύνη. Ἀ­νά­μεσα στὸν μα­θητὴ καὶ στὸν Δι­δά­σκαλο ὑ­πάρ­χουν τρι­κυ­μι­σμένα κύ­ματα. Ἀλλὰ ἡ ἐ­σω­τε­ρικὴ βε­βαι­ό­τητα τοῦ Πέ­τρου δὲν ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀπὸ ἐ­ξω­τε­ρικὰ στοι­χεῖα. Ἐ­κεῖνο ποὺ βα­ρύ­νει δὲν εἶ­ναι ἡ φουρ­τούνα ἀλλὰ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς ποὺ βρί­σκε­ται κοντά του. Ὅ­ποιος ἀ­τε­νί­ζει στα­θερὰ τὸ πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­ποιος εἶ­ναι ἕ­τοι­μος νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σει, νὰ συ­σταυ­ρω­θεῖ μὲ τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι σὲ θέση νὰ βα­δί­σει πάνω στὶς πιὸ ἀμ­φί­βο­λες, ἀβέ­βαιες καὶ στὶς πιὸ ρευ­στὲς κα­τα­στά­σεις, ἀ­κόμη καὶ πάνω στὰ ὕ­δατα.

Ἕνα τρίτο στοι­χεῖο εἶ­ναι ὅτι ὁ Πέ­τρος ζη­τεῖ συγ­κα­τά­θεση. «Κέ­λευ­σόν με πρός σε ἐλ­θεῖν ἐπὶ τὰ ὕ­δατα».  Δός μου τὴν ἄ­δεια, δός μου τὴν συγ­κα­τά­θεσή Σου, τὴ δι­α­ταγὴ νὰ ἔρθω κοντὰ Σου. Καὶ τὰ πιὸ τολ­μηρὰ πνεύ­ματα πρέ­πει πάντα νὰ ζη­τοῦν τὴ συγ­κα­τά­θεση τοῦ Χρι­στοῦ στὰ σχέ­διά τους καὶ νὰ περι­μέ­νουν τὸ «ἐλθὲ» τοῦ Κυ­ρίου. Ἔτσι δεί­χνουν, ὄχι ἁ­πλῶς ὅτι ἔ­χουν ἐμ­πι­στο­σύνη στὸν Χρι­στό, ἀλλὰ ὅτι ἐ­ξαρ­τοῦν τὸ πᾶν ἀπὸ Ἐ­κεῖ­νον, ὅτι δὲν τολ­μοῦν νὰ προ­χω­ρή­σουν χω­ρὶς τὴ δική Του εὐ­λο­γία.

Στὴν πρώτη πε­ρί­πτωση ὁ Πέ­τρος εἶχε ἕνα ζων­τανὸ δι­ά­λογο μὲ τὸν Δι­δά­σκαλο. Ἄ­κουσε τὸν Ἰ­η­σοῦ νὰ λέει: «Θαρ­σεῖτε, ἐγὼ εἶ­μαι, μὴ φο­βᾶ­στε». Τότε ὁ μα­θη­τὴς τοῦ ζή­τησε νὰ πάει κοντά Του. Περ­πα­τῶν­τας στὰ κύ­ματα, δι­α­κό­πτε­ται αὐτὴ ἡ ζων­τανὴ ἐ­πι­κοι­νω­νία καὶ ἀρ­χί­ζει ἕ­νας πα­ρά­ξε­νος, μυ­στι­κός, σι­ω­πη­λὸς δι­ά­λο­γος μὲ τὸν ἰ­σχυρὸ ἄ­νεμο, μὲ τὰ στοι­χεῖα τῆς φύ­σεως. Ἔτσι τὸ κέν­τρο βά­ρους τῆς προ­σο­χῆς του με­τα­το­πί­ζε­ται πρὸς τὸν κίν­δυνο τὸν ὁ­ποῖο δι­α­τρέ­χει καὶ αὐ­το­νό­ητα ἡ ἰ­σορ­ρο­πία χά­νε­ται.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Πέ­τρος δὲν ἀ­φέ­θηκε  στὰ κύ­ματα νὰ τὸν ρου­φή­ξουν.  Στὴν πιὸ κρί­σιμη στι­γμὴ τῆς προ­σπά­θειάς του κραύ­γασε «Κύ­ριε σῶ­σον με».  

Ἡ κραυγή του αὐτὴ συμ­πυ­κνώ­νει γιὰ μᾶς τὰ αἰ­σθή­ματα συν­τρι­βῆς καί με­τά­νοιας ποὺ ἔ­στω καὶ τὴν τε­λευ­ταία στι­γμὴ πρέ­πει νὰ ἔ­χουμε, γιὰ νὰ εὐθυ­γραμ­μί­ζε­ται καὶ νὰ ἰ­σορ­ρο­πεῖ καὶ πάλι ἡ πο­ρεία μας πρὸς τὸν Χρι­στό.Ἀ­μήν.

 


 

Κηρύγματα Ιουλίου 2018 pdf