ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιη΄, 35–43)
3 Δεκεμβρίου 2017
Ὁ Χριστός, ἀδελφοί μου, εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὄχι μόνο ἐπειδὴ φωτίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ χαρίζει καὶ τὸ αἰσθητὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Αὐτὸ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή.
Ὁ τυφλὸς τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἦταν πονεμένος καὶ μᾶλλον περιφρονημένος ἄνθρωπος ἀπ’ τοὺς πολλούς. Περνοῦσε τὴν ἡμέρα του ὡς ταπεινὸς ζητιάνος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, μὲ συντροφιὰ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἐγκατάλειψη. Πίστευε ὅμως, ὅπως φαίνεται, ὅτι ὁ Χριστὸς μποροῦσε νὰ τὸν θεραπεύσει. Γι’ αὐτό, μόλις ἀντιλαμβάνεται ὅτι διέρχεται ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ δρόμου στὸ ὁποῖο στεκόταν, ὑψώνει φωνὴ ἱκεσίας «Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Ὅμως ἀντὶ νὰ ἐνισχυθεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ βρεῑ τὸ φῶς, δέχεται ἀπροσδόκητα τὴν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνόδευαν τὸν Διδάσκαλο.
Σώπα, τοῦ ἔλεγαν, διότι μὲ τὶς φωνές σου κουράζεις τὸν Διδάσκαλο. «Ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με».
Εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅτι τόσους αἰῶνες μετά, στὴν προσπάθειά μας νὰ φτάσουμε κοντὰ στὸν Χριστό, συναντοῦμε κι ἐμεῖς ἐμπόδια ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιμένουμε νὰ μᾶς στηρίξουν.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν προσπάθεια καὶ ζωὴ μᾶς βάζει πρῶτος ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος εἶναι μισάνθρωπος καὶ ἀνθρωποκτόνος. Γνωρίζει πόσο ὠφελούμεθα, ὅταν συνδεόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, καὶ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του, νὰ μᾶς ὠθήσει στὴν ἁμαρτία, νὰ ψυχράνει τὸ ζῆλο μας, νὰ μαράνει τὸν ἐνθουσιασμό μας. Ὅπως ἀκριβῶς πέτυχε νὰ βγάλει τοὺς Πρωτοπλάστους ἀπ' τὸν Παράδεισο, ἔτσι ἐπιχειρεῖ νὰ βγάλει κι ἐμᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια, δηλαδὴ στὴν αἰώνια Κόλαση.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἐν γνώσει τους εἴτε καὶ ἐν ἀγνοίᾳ γίνονται ὄργανα τοῦ σατανᾶ καὶ μᾶς ἐπιτιμοῦν νὰ σιωπήσουμε. Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας ἄλλοτε προσπαθεῖ σὰν μαγνήτης νὰ μᾶς ἑλκύσει κοντά του κι ἄλλοτε γίνεται ἀπειλητικός. Ἀρχίζει τὶς εἰρωνεῖες, τὰ πικρόλογα, τὶς προκλήσεις, τὰ κάθε εἴδους σκόπιμα τεχνάσματα καὶ τὶς πάσης φύσεως ἀπειλές.
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς μας, ὅταν δὲν ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ». Πάλι στὴν ἐκκλησία θὰ πᾶς; Κι ἄλλο παιδὶ θὰ κάνεις; Δὲν σοῦ φτάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Χρησιμοποιοῦν τέτοια δῆθεν λογικὰ ἐπιχειρήματα ἀναφερόμενοι σὲ πραγματικὲς δυσκολίες, γιὰ νὰ κουράσουν τὴν πίστη μας καὶ νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε στοὺς στόχους μας. Ὑπάρχουν βέβαια περιπτώσεις, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς μας γίνονται οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροί μας, ἐπαληθεύοντας τὸν λόγο τῆς Γραφῆς ὅτι «ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ».
Ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως, ὅσο κι ἂν αὐτὸ ἀκούγεται παράξενα. Στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ «οἱ προάγοντες» δὲν ἦταν ἄπιστοι. Ἦταν πιστοὶ καὶ ἀκολουθοῦσαν μὲ καλὴ διάθεση τὸν Χριστό. Ἀλλὰ δυστυχῶς μεσολαβοῦν ἀνθρώπινες μικρότητες. Ζηλοτυπίες, ἀρχομανίες, κακίες κι ἀντὶ νὰ βοηθοῦμε νά μεταφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δοξάζεται μέσῳ τῶν ἄλλων, στοχεύουμε ἐναντίον τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου μὲ σκοπὸ νὰ σιωπήσουν.
Τέλος, ἐμπόδια στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ συναντοῦμε καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ἔχει ροπὴ καὶ κλίση πρὸς τὸ κακό. Ὑποκύπτουμε στὴ ραθυμία καὶ στὴ νωθρότητα. Ἐφησυχάζουμε στὸν νυσταγμὸ τῆς ψυχῆς. Μαγνητιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἐξωστρέφεια, ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ βίου καὶ ἀναλωνόμαστε στὶς σύγχρονες ἐπικοινωνίες, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν χρόνο γιὰ βαθύτερο καὶ οὐσιαστικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.
Πολλὰ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὑπάρχουν, λοιπόν, στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἀλλὰ κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε καὶ νὰ τὰ ὑπερνικοῦμε.
Ὁ Χριστιανικὸς ἀγώνας, ποὺ διεξάγουμε, εἶναι εὐλογημένος ἀγώνας, γιατὶ ἔχει ὡς πεδίο μάχης τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγώνας δύσκολος, ἀλλὰ καὶ ποθητός. Ἀγώνας ἀπαιτεῑ νὰ παλαίψει ὁ ἄνθρωπος μὲ αὐτοθυσία, νὰ ἱδρώσει, νὰ ματώσει, νὰ δώσει τὰ πάντα γιὰ τὴ νίκη. Ἀλλ’ εἶναι ἀγώνας ποὺ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στεφανώνεται κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
Στὸν ἀγώνα αὐτὸ μᾶς συνιστᾷ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος νὰ χρησιμοποιοῦμε ὡς ὅπλο τὴν παντοδύναμη καὶ ἀποτελεσματικὴ προσευχὴ «’Ιησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους». Μὲ τό μαςτίγιο τῆς προσευχῆς χτυποῦμε ἀλύπητα τοὺς δαίμονες. Ὅπως ὁ τυφλὸς φώναζε λέγοντας· «’Ιησοῦ, υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με», ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ἐπιμένουμε προσευχόμενοι· νὰ κτυποῦμε ἀκούραστα τὴν πόρτα τοῦ θείου ἐλέους.
Ἀδελφοί, τὰ λεγόμενα ἐμπόδια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε ὡς σκαλοπάτια, ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν μὲ κόπο, ἀλλὰ μᾶς ὁδηγοῦν ἐκεῖ ποὺ θέλουμε. Τὰ θεωρούμενα ἐμπόδια τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς «καθ’ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζονται» γιὰ τὸν καθένα μας. Διότι, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «πόνοι γεννῶσι δόξαν, κάματοι δὲ προξενοῦσι στεφάνους». Ὅσο περισσότερο, δηλαδή, κοπιάζει ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ καλοῦ ἀγῶνος, τόσο μεγαλύτερο στεφάνι θὰ πάρει.
Γένοιτο.
10 Δεκεμβρίου 2017
Ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἀρχισυναγώγου πρὸς τὸ λαό, ἀδελφοί μου, τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου φαίνεται ἐν πρώτης ὄψεως «νόμιμη», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὑποκριτική, γιατὶ ὁ τρόπος καὶ ὁ χρόνος τῆς διδασκαλίας δείχνουν ὅτι ὑπῆρχε ἐμπάθεια, ζήλεια, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ τελικὰ ἄγνοια τοῦ σκοποῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, δηλαδὴ ὁ Λόγος καὶ ἡ πράξη μαζί, ξεσκέπασε τὴν ὑποκρισία του.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ ἄσαρκος Λόγος «νόμον ἔδωσε εἰς βοήθειαν» τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ διακρίνουν μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων νόμων ἔδωσε καὶ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου «μνήσθητι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἁγιάζειν αὐτήν· ἓξ ἡμέρας ἐργᾶ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου τῇ δὲ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἐξ. 20-8). Ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, ποὺ σημαίνει ἀνάπαυση, εἶναι μίμηση τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων Αὐτοῦ… καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην» (Γέν. 2, 3). Ὁ Ἰουδαῖος ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς δημιουργίας καὶ νὰ Τὸν δοξολογήσει. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου πήγαινε στὸν ναὸ ἢ τὴν συναγωγὴ καὶ ἀφιέρωνε τὸν χρόνο του στήν μελέτη τοῦ νόμου καὶ τὴν προσευχή.
Ὅπως μᾶς διηγήθηκε ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς σήμερα, σὲ μιὰ συναγωγὴ τῆς Παλαιστίνης, ἕνα Σάββατο, ὁ Χριστὸς διδάσκει. Τὰ λόγια Του μαγνητίζουν. Τὰ ρήματά Του εὐεργετοῦν «ὡς δρόσος Ἀερμών». Μύρο καὶ εὐωδία σταλάζουν τὰ χείλη Του καὶ σκορπίζουν ἀνέκφραστη χαρά. Ἔχει συγκεντρωθεῖ στὴν συναγωγὴ κόσμος πολύς, γιὰ νὰ ἀκούσει «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ ὁμιλεῖ, ὅπως ποτὲ ἄλλοτε δὲν μίλησε ἄνθρωπος στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐπίσημοι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ μή, πιστοὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Δεκαλόγου «τὰ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» ἔχουν ἔλθει, γιὰ νὰ λάβουν μέρος στὴν κοινὴ προσευχή.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς συναγωγῆς ἕνα δύσμορφο πλάσμα κινεῖται μέσα στὴ συναγωγή. Μιὰ γυναίκα ποὺ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ ἀρρώστια της προέρχεται ἀπὸ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Τὸ κεφάλι της ἦταν στραμμένο πρὸς τὰ κάτω «μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Μιὰ ἀξιοθρήνητη καὶ ἀξιολύπητη ὕπαρξη, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ὑπέμενε τὴν δοκιμασία της χωρὶς νὰ βαρυγκομήσει, χωρὶς νὰ δειλιάσει, χωρὶς νὰ ἀπογοητευθεῖ. Ὅμως παρὰ τὶς δυσκολίες τῆς ἀσθένειάς της, μετέβαινε στὸν τόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ θρέψει τὴν ψυχή της μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ λόγου Του. Μιὰ τέτοια σακατεμένη γυναίκα θὰ ἦταν δικαιολογημένη ἂν δὲν πήγαινε στὴ συναγωγή, γιὰ νὰ προσευχηθεὶ. Ἔτρεφε ὅμως μέσα της ἀκτῖνα πίστεως καὶ ἐλπίδας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸ τὸ Σάββατο τὴν βλέπει ὁ Χριστός. Ἔρριξε πάνω της ἕνα βλέμμα γεμᾶτο στοργὴ καὶ συμπάθεια. Εἶδε τὴν εὐλάβειά της, εἶδε τὴν ὑπομονή της, μέτρησε τὴν δοκιμασία της, τὴν σπλαγχνίστηκε καὶ ὡς παντοδύναμος προστάζει «Γῦναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Ἕνας ξερὸς τριγμὸς ἀκούστηκε μέσα ἀπὸ τὰ κόκκαλά της καὶ τὸ κυρτωμένο κορμί της, ποὺ ἔγινε ἴσιο σὰν κυπαρίσσι, καὶ τὸ κεφάλι τώρα πιὰ κοίταξε ψηλὰ καὶ ἐδόξασε τὸν Θεό.
Τὴν εὐεργεσία αὐτὴ ὅμως, γιὰ τὴν ὁποία ὅλος ὁ λαὸς χάρηκε, διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ καὶ βρίζει μία ὑποκριτικὴ ψυχή, μιὰ καρδιὰ ποὺ κρύβει μέσα της δόλο καὶ φθόνο. Ὁ ἀρχισυνάγωγος. Ἐπειδὴ φθόνησε τό μεγάλο αὐτὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, ποὺ μὲ ἕνα μόνο λόγο θεράπευσε τὴ γυναῖκα ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἀρρώστια, ὑποκρίνεται πὼς βεβηλώθηκε τὸ Σάββατο. Μὲ μάτια ἀγριεμένα, μὲ χείλη ποὺ τρέμουν ἀπὸ κακία, ὑψώνει τὰ χέρια ποὺ κρατοῦσαν τὸν Νόμο, τὴν Γραφὴ καὶ ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ λαοῦ. «Δὲν πρέπει νὰ ἔρχεσθε τὸ Σάββατο νὰ θεραπεύεσθε, ἀλλὰ τὶς ἄλλες μέρες». Δὲν τολμᾶ, ἀδελφοί μου, νὰ ἐπιτεθεῖ κατὰ πρόσωπο στὸν Χριστό. Τὰ βάζει μὲ τὸν λαὸ ποὺ ἀπολαμβάνει τὶς θεραπεῖες τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὑποκρινόμενος ὅτι ἐνδιαφέρεται, γιὰ νὰ μὴ καταλυθεῖ ἡ καθορισμένη ἀργία.
Μὰ ἡ ἀγαθοεργία, τοῦ λέει ὁ Κύριος, δὲν εἶναι κατάλυση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου οὔτε βεβήλωσή του ἀλλὰ καλὴ χρησιμοποίηση τῆς ἡμέρας. «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον (Μάρ. 2, 27). Μήπως τάχα, ὑποκριτὴ ἀρχισυνάγωγε, δὲν λύνεις τὸ βόδι σου ἢ τὰ ἄλλα ζῶα τῆς ἰδιοκτησίας σου καὶ τὰ βγάζεις ἀπὸ τὸ παχνί τους, γιὰ νὰ τὰ ποτίζεις τὸ Σάββατο; Ὅταν ὁ Θεὸς λύει ὄχι ὑποζύγιο ἀλλὰ «θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ», εἰκόνα Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ σατανᾶς γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια τὴν εἶχε κλείσει στὸ σταῦλο τῆς θλίψεως, τοῦ μαρασμοῦ, τῆς παραμορφώσεως, τῆς δίνει χαρά, τὴν ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν πνευματικὴ χαρά, τότε βεβηλώνεται καὶ παραβιάζεται ἡ ἐντολὴ γιὰ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου; Ὑποκριτή· ὁ φθόνος καὶ ἡ ὑποκρισία σου δὲν ἔχουν ὅρια. Βόδι καὶ ὄνος μποροῦν νὰ ἀπολαμβάνουν φαγητό, νερό, ἔξοδο ἀπὸ τὸν σταῦλο τὸ Σάββατο, ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὄχι;
Ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχισυνάγωγος προσευχόταν καὶ λάτρευε τὸν Θεό. Τὰ χείλη του, τὸ στόμα του χρησιμοποιοῦσαν λόγια τῆς Γραφῆς. Στὴν καρδιά του ὅμως φώλιαζε μῖσος, κακία καὶ ὑποκρισία. Ἦταν εὐσεβοφανὴς ἀλλὰ ὄχι εὐσεβής. Τέτοι ἄνθρωποι ὅμως «Θεὸν ὁμολογοῦσιν εἰδέναι, τοῖς δὲ ἔργοις ἀρνοῦνται». (Τίτ. 1-16). Βδελύσσεται αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ ὁ Θεὸς καὶ λέει «ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ἠσαΐας 29, 13). Οὐαὶ ὑμῖν, ὑποκριταί.
Ἀγαπητοί μου, ἐνῷ «πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν» οἱ μορφωμένοι ὁδηγοὶ τοῦ λαοῦ, οἱ ὑπεύθυνοι, γιὰ νὰ τὸν διαφωτίζουν, κλείνουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ μὴν ἀντικρύσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Ὁ ἁπλὸς λαὸς χαίρεται, εὐαγγελίζεται, καταλαβαίνει, πανηγυρίζει, ἐνῷ οἱ ὑποκριτὲς θὰ προβάλλουν πάντα μιὰ ἀντίστοιχη ἀργία τοῦ Σαββάτου.
Ἀδελφοί, ἡ οὐσιαστικὴ ἔννοια τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς στὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς ἀπὸ αἰσχροὺς καὶ ρυπαροὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ σκοτεινὰ ἔργα. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ποὺ ἀντικατέστησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου ἔχει νόημα καὶ σκοπὸ σωτηριολογικό. Ἡ Κυριακάτικη ἀργία δὲν προσφέρεται γιὰ ἐξωτερικὴ ἀνάπαυση καὶ φυγὴ ἀπὸ τὴν καθημερινότητα, ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὴ κατάπαυση μὲ προσφορὰ στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο. Προσφέρεται γιὰ «λόγῳ καὶ ἔργῳ» μετοχή μας στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο.
17 Δεκεμβρίου 2017
Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου ποὺ ἐκφράζει τὴν οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀποκαλύπτει «τὴν ἀνέκφραστον ἀπόλαυσιν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Εὑρισκόμενος ὁ Κύριος σὲ κάποιο δεῖπνο, ἕνας ἐκ τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ εἶπε· «Μακάριος ὃς φάγεται ἄρτον ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 14-15), δηλαδὴ εἶναι εὐτυχὴς ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀξιωθεῖ νὰ καθίσει μαζὶ μὲ τόν μεσσία, τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς προφῆτες στὴν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ ἔχει οὐράνια χαρὰ καὶ εὐφροσύνη. Ποιοὶ ὅμως θὰ ἀπολαύσουν αὐτὴ τὴ μακαριότητα καὶ εὐτυχία; Μήπως, ἐνῷ ὅλοι προσκαλοῦνται, ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν συμμετοχή τους καὶ χάνουν τὸν οὐράνιο θησαυρό; Μήπως ὁ οὐράνιος οἰκοδεσπότης γνωστοποιεῖ σὲ ὅλους τὴν πρόσκληση, ἀλλὰ οἱ προσκαλούμενοι στρέφουν τὰ νῶτα καὶ παίρνουν ἄλλες κατευθύνσεις;
Ὁ Θεὸς ἀδελφοί μου, προσκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο συνεχῶς, ἀλλὰ ἐμεῖς εἴμαστε ἀρνητὲς τῆς μεγάλης κλήσεως. Δὲν ἐπιλέγουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, τὴν συμμετοχή μας στὴν ζωοποιὸ χάρη, δὲν θέλουμε νὰ χορτάσουμε ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, γι’᾿αὐτὸ καὶ μένουμε νηστικοὶ πνευματικὰ καὶ πεινασμένοι.
Σὲ τρεῖς κατηγορίες κατέταξε ὁ Κύριος ὅσους ἀρνοῦνται νὰ γευθοῦν τὰ ἀγαθὰ τοῦ δείπνου Του. Στὴν πρώτη ὁμάδα εἶναι οἱ δοῦλοι τῶν αἰσθητῶν. «Ἀγρὸν ἠγόρασα καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν». Ἐδῶ ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ ἐκκλησιοποιηθοῦν, γιατὶ εἶναι ὑποδουλωμένοι στὴν ὕλη. Δὲν τὴν βλέπουν ὡς δῶρο Θεοῦ καὶ δὲν τὴν ἀναφέρουν σὲ Αὐτόν. Τί κάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία; Προσφέρουμε τοὺς καρπούς μας στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἁγιάζει καὶ στὴν συνέχεια ἁγιαζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν δὲν ζοῦμε εὐχαριστιακά, ὅταν δὲν θεωροῦμε τὰ ἀγαθά μας ὡς δῶρο Θεοῦ, τότε ὑπηρετοῦμε δουλικὰ τὴ γῆ, ἀφήνοντας ἔρημη τὴν καρδιά μας, πεινασμένη τὴν ψυχή μας.
Δεύτερη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πνευματικὰ πεινασμένων εἶναι οἱ δοῦλοι τῆς ἐργασίας. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Ὁμάδα ἀνθρώπων μὲ νοῦ καὶ καρδιὰ προσηλωμένα στὰ γήινα, στὴ δουλειὰ ποὺ γίνεται ἔτσι δουλεία, γιατὶ ὑποχρεώνει αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ὑποταγμένοι στὸν χρόνο, νά μετρᾶνε τὴ ζωή τους μὲ ὀχτάωρα καὶ ἐργάσιμες μέρες, νὰ δυσκολεύονται νὰ καταλάβουν ὅτι ἐργάζονται γιὰ νὰ ζοῦν καὶ ὄχι ὅτι ζοῦν γιὰ νὰ ἐργάζονται. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐργασία, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ. Τὴν θεωρεῖ σὰν ἐργόχειρο στὴ ζωή μας. Ἔτσι κέντρο καὶ στόχος τῶν ἐπιδιώξεών μας πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ἀποδεσμευμένη ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ κέρδους.
Κατὰ ἕνα περίεργο τρόπο ἡ τρίτη ὁμάδα ἀρνητῶν καὶ πεινασμένων προβάλλει ὡς δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς τους τὴν οἰκογενειακὴ ζωή. «Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Ὁ γάμος ἔγινε ἐμπόδιο καὶ δὲν ἔλαβαν μέρος στό μεγάλο δεῖπνο. Συμβαίνει καὶ σήμερα αὐτό. Ἀρκετοὶ θεωροῦν τὸν γάμο καὶ τὰ οἰκογενειακὰ βάρη ἐμπόδιο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τὴ συζυγία καὶ τὴν οἰκογενειακὴ ζωή, ἡ ὁποία μὲ τή μετοχή της στὴ λατρεία ἐλαφρώνει τὸ βάρος της, ἀνανεώνεται καὶ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά της.
Ἡ πρώτη ὁμάδα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ συμμετοχή τους στό μεγάλο Δεῖπνο δεμένοι μὲ τὸν ἀγρὸ καὶ τὴν γῆ, ἀποκηρύσσουν τὴν πρόσκληση γιὰ σωτηρία. Ἄρνηση ὅμως τῆς σωτηρίας σημαίνει ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου. Ἡ δεύτερη ὁμάδα εἶναι φορτωμένη ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴν φροντίδα γιὰ τὰ ἐπαγγελματικά, γι’ αὐτὸ μὲ πεῖσμα φροντίζουν ὑπερβολικὰ τὶς ἐργασίες τους καὶ ὄχι τὴ σωτηρία τους. Ἀδιαφορία ὅμως γιὰ τὴ σωτηρία σημαίνει θάνατο. Ἡ τρίτη ὁμάδα ἀνόητα ὑποστηρίζει πὼς δὲν συμβιβάζεται οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικότητα, ἐνῷ οὐσιαστικὰ αὐτοστερεῖται τὸν πνευματικὸ ἀνεφοδιασμό.
Ὅλοι, ἀδελφοί μου, καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου καὶ τῶν προσκεκλημένων ἀφορᾷ στό μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅπου προσφέρεται «ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς» (Ἰωάν. 6-51), ποὺ μᾶς μεταγγίζει τὴ Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση. Αὐτὴ τὴν προοπτική, αὐτὴ τὴ διάσταση τὴ ζοῦμε μόνο στὴ Θεία Εὐχαριστία, γιατὶ ἐκεῖ ὅλα καὶ ὅλοι μεταμορφώνονται, ὅλα ἀλλάζουν. Τότε τὸ παρὸν γίνεται αἰώνιο καὶ τὸ αἰώνιο ἔρχεται τόσο κοντά μας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς καθιστᾶ συνδαιτυμόνες στὸ οὐράνιο δεῖπνο Του, δηλαδὴ κληρονόμους τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του. Ἀμήν.
24 Δεκεμβρίου 2017
Βρισκόμαστε στὴν παραμονὴ τῆς μεγάλης καὶ οἰκουμενικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Αὔριο ἑορτάζουμε τὴν ἐγκόσμια παρουσία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ γέννησή του στὴ Βηθλεὲμ, καὶ εἴμαστε μάρτυρες τῆς ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μὲ διάφορους τρόπους, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ἑορτάζει τὰ Χριστούγεννα.
Ἀνατρέχοντας στὸ ἱερὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, στεκόμαστε ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ ὁ ἱερὸς συγγραφέας μᾶς περιγράφει τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ξεκινάει νὰ καταγράφει τὸ γεγονὸς μὲ ἕνα λιτὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο. Τόσο λιτὸ καὶ τόσο ἁπλό, λὲς καὶ περιγράφει κάτι συνηθισμένο καὶ καθημερινό, ἀνθρώπινο. Λὲς καὶ τέτοια γεγονότα συμβαίνουν πολλὲς φορές.
Αὐτὸς ὅμως ὁ λιτὸς καὶ ἁπλὸς τρόπος ἐκφράζει τὸ γνήσιο καὶ τὸ αὐθεντικό, τὸ δίχως ἀνθρώπινη ἐπέμβαση γεγονός, ποὺ καταγράφεται δίχως προσπάθεια ἀλλοιώσεως τῆς ἀλήθειας. Δὲν ἔχει ἀνθρώπινες ἐπεμβάσεις οὔτε παχιὰ καὶ ἀνούσια λόγια. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ψεύτικα καὶ ἀπατηλά.
Ἀνεπιτήδευτος ἡ περιγραφή,· γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἡ παρουσίαση, δίχως ὄχληση καὶ ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῶν γεγονότων.
Ἄς παρακολουθήσουμε τὴν περιγραφὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου ποὺ γράφει: «ὅταν ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μαρία, μνηστεύτηκε τὸν Ἰωσήφ, προτοῦ συγκατοικήσουν, βρέθηκε ἡ Μαρία ἔγκυος μὲ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος». Στὸν προβληματισμὸ δὲ τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ μπροστὰ στὸ γεγονὸς τῆς κυήσεως τῆς Θεοτόκου, παρεμβαίνει ὁ Ἄγγελος, ποὺ τὸν πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἀποδέχθηκε τὸ Θεῖο θέλημα ὁ δίκαιος Ἰωσήφ καὶ παρέλαβε στὸ σπίτι του τὴ Θεοτόκο Μαρία. Αὐτὴ δὲ ἐγέννησε τὸν μονάκριβο υἱό της καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησοῦς.
Δὲν θὰ μποροῦσε ἴσως πιὸ λιτὰ καὶ πιὸ ἁπλᾶ νὰ περιγραφεῖ ἕνα τόσο σημαντικὸ γεγονός, δηλαδὴ ἡ Θεϊκὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.
Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τονίζει μὲ σαφήνεια ὅτι ἡ κύηση τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἦταν ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν χωρεῖ λοιπὸν καμμία ἀμφιβολία πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαλύπτεται ἡ Θεότητά Του.
Ἀναλογιζόμενοι τὸ μέγιστο καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, αἰσθανόμαστε πὼς εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατο νὰ καταγραφεῖ τὸ φαινόμενο. Πόσο λίγα καὶ πόσο ἀδύναμα εἶναι τὰ ἀνθρώπινα λόγια, ὅταν ἀναφέρονται σὲ θεϊκὰ γεγονότα. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, πόσο μεγάλη συγκατάβαση θεϊκὴ νὰ χωρέσει τὸ μέγεθός της στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἀδειάζει ὁ Χριστὸς τό μεγαλεῖο Του καὶ κατεβάζει τὴν οὐράνια δόξα Του, γιὰ νὰ συγκατοικήσει μὲ τὴν ἀνθρώπινη μικρότητα, προετοιμάζοντας μὲ τὴ δική Του κάθοδο τὴ δική μας ἄνοδο καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν οὐράνια Βασιλεία Του.
Ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζεται ποιητικὰ γιὰ τὸ γεγονὸς καὶ διατυπώνει τὰ ἐρωτήματά του, ποὺ δὲν μποροῦν ἀνθρωπίνως νὰ ἀπαντηθοῦν. Λέει λοιπόν: «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν χωράει πουθενά, πῶς χώρεσε στὴ γαστέρα; Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα, τώρα πῶς θὰ χωρέσει στοὺς κόλπους τῆς Μητέρας; Αὐτὸς ὁ ἄσαρκος πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ ἔγινε γιὰ μᾶς ὁρατός, ἔχοντας ἐπάνω Του καὶ τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση».
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀκούσαμε ὅλοι τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο νὰ μᾶς ἀναφέρει πὼς «ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε κατὰ τὸν ἀκόλουθο τρόπο». Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς περιγράφει μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως. Τώρα εἶναι ἀναγκαῖο νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς ὁ Χριστὸς ποὺ γεννᾶται δὲν εἶναι κοινὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι ἕνας φιλόσοφος, οὔτε ἕνας σπουδαῖος διδάσκαλος μόνο. Δὲν εἶναι πολιτικὸς ἡγέτης οὔτε κοινωνικὸς ἐπαναστάτης ἢ ἀναμορφωτής, ὅπως τὸν χαρακτηρίζουν πολλοί. Τίποτε δὲν ἦταν ἀπ’ ὅλα᾿ αὐτά. Γεννήθηκε καὶ εἶναι ἀσυγκρίτως κάτι πολὺ περισσότερο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μέτρο σύγκρισης. Εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζί μας. Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, τότε ὅλοι ἐμεῖς μετέχουμε στὴ δική Του δόξα καὶ τιμή. Αὐτὴ ἡ δυνατότητά μας δικαιολογεῖ τὸν ἑορτασμό μας καὶ κάνει τὴν αὐριανὴ ἡμέρα ἀληθινὸ πανηγύρι. ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΔΟΞΑΣΑΤΕ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Μρκ. α΄ 1-8)
31 Δεκεμβρίου 2017
Γιὰ τὸ λιοντάρι τῆς ἐρήμου, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Πρόδρομος, κάνει λόγο σήμερα ἀδελφοί μου τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Λίγο πρὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους παρουσιάζει τὴν προσωπικότητά του ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ ᾽Ιωάννης ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸν δρόμο τοῦ Μεσσία μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας. Κι ἦταν ὅλη του ἡ ζωὴ ἀντίστοιχη πρὸς τὴν ἀποστολή του, τὴν ὁποία ἔφερε σὲ πέρας μὲ ζῆλο, ντυμένος μὲ τρίχες καμήλου καὶ τρεφόμενος μὲ ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι. ῾Η ἀδιάκοπη κραυγὴ τοῦ Ἰωάννου καὶ ἡ προτροπή του πρὸς πάντας, ἦταν «ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», γι’αυτὸ εὔστοχα ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὸν χαρακτήρισε, ἀργότερα, Πρόδρομο.
Ποιὰ εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου τὴν ὁποία ἑτοίμαζε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὁ Ἰωάννης; Ὀπωσδήποτε δὲν ἀναφερόταν σὲ ἐπίγεια ὁδό, οὔτε σὲ «δρόμους» ποὺ καθορίζονται ὡς τρόπος ζωῆς ἀπὸ τὰ ποικίλα φιλοσοφικὰ καὶ κοινωνικὰ ρεύματα. ῞Ολα αὐτὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ποὺ σημαίνει ὅτι ἐμπεριέχουν τὸ στοιχεῖο τῆς ἀτέλειας ἢ καὶ τῆς πλάνης, ὅπως κάθε τι τὸ ἀνθρώπινο. ῾Οδὸς Κυρίου εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς ποὺ ὑποδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, μὲ τὴν κλήση νὰ Τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ ζήσει. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος δρόμος ζωῆς, τὸν ὁποῖο ἐξήγγελλαν οἱ προφῆτες καὶ ἀποκάλυψε ὁ σαρκωθεὶς Θεός, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Ὁδὸς Κυρίου, ὅμως σαφέστερα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπως ὁ Ἴδιος τὸ ἀποκάλυψε καὶ τὸ διαβεβαίωσε «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». ῎Ετσι, ἡ συνέπεια στὸν κάθε λόγο καὶ θέλημά Του συνιστᾷ τὸν δρόμο ποὺ καθορίζει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἄμεση σχέση μαζί Του.
῾Ο Κύριος, ὅμως, ἦλθε ὄχι ἁπλῶς νὰ μᾶς ὑποδείξει τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐνσωματώσει στὸν ἑαυτό Του καὶ ἑπομένως γενόμενοι ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον, νὰ γινόμαστε κι ἐμεῖς ὁδὸς Κυρίου. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ κάθε σωστὸς χριστιανὸς εἶναι «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Στὸ πρόσωπο τοῦ πιστοῦ βλέπει ὁ κόσμος τὸν ῎Ιδιο τὸν Κύριο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογοῦσε τὴν ἐμπειρία αὐτή, ὅταν διεκήρυττε «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχε ἐξαγγελθεῖ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ πραγματικότητα «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω...».
Ἡ ἀσύλληπτη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἐμπειρία, τὴν ὁποία χαρίζει στὸν πιστὸ ὁ Χριστός, προϋποθέτει ὅμως τὴν καρδιακὴ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου «῾Ετοιμάσατε τὴν ὁδὸν...» ἀποκαλύπτει ὅτι ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς διαθέσεώς του γιὰ ἀποδοχὴ τῆς προσφορᾶς αὐτῆς, μὲ ἑτοιμότητα ποὺ δὲν παρουσιάζει κενά, δεδομένου ὅτι ἡ ὁδὸς Κυρίου εἶναι μονίμως ἀνοικτὴ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ προσφορά του ἀδιάκοπη σ᾽ αὐτόν. Χριστιανὸς ἔτσι, σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μὲ ἐγρήγορση, γιὰ νὰ βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα του, «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε, ὁ Κύριος ἔρχεται».
῾Ο Προφητικὸς λόγος προβλέποντας τὴν πραγματικότητα ἑρμηνεύει τὴν κλήση ποὺ ἀπευθύνει ὁ Ἰωάννης, γιὰ ἑτοιμασία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ὑποδοχὴ καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Μεσσία, ὡς «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Ἡ κλήση δηλαδὴ αὐτὴ μέσα στοὺς αἰῶνες βρίσκει συνήθως κλειστὰ ὦτα, διότι οἱ πολλοὶ εἶναι ἀπρόθυμοι νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι φορτωμένες οἱ καρδιές τους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ φανερώνουν τὴν ἐρημιὰ ποὺ κυριαρχεῖ μέσα τους. Ἡ πνευματικὴ αὺτὴ ξηρασία, ἔτσι, γίνεται ἀφιλόξενος χῶρος γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ λιμοκτονία γίνεται χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς.
Τὴν ἐλπίδα ὅμως γεννᾶ καὶ παρέχει πάντα ἡ ᾽Εκκλησία, ποὺ συνεχίζει τὴν προφητικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἐξακολουθώντας νὰ μᾶς προτρέπει «῾Ετοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Αὐτὴ καλλιεργεῖ συνειδήσεις ποὺ μὲ τὰ ἔργα τους βεβαιώνουν γιὰ τὴν παρήγορη καὶ ἀδιάκοπη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν σύγχρονη ἐρημία τῶν ἀνθρώπων.
Ἀδελφοί μου, ἂς φοβηθοῦμε τὴν ἐρημία καὶ τὴν ξηρασία τῆς καρδιᾶς. ῎Ας συνειδητοποιήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας καὶ ἂς θελήσουμε τὴ σωτηρία μας, ἡ ὁποία κερδίζεται μὲ τή μετάνοια. Ἄς ἀφήσουμε τὸν Χριστὸ νὰ περπατήσει μέσα μας καὶ τότε θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἡ ὁδὸς Κυρίου, ποὺ θὰ θελήσουν νὰ περπατήσουν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί μας. Ἀμήν.