en ru
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ

ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2022
Κυριακὴ Γ΄ Λουκά (Λουκ. ζ΄ 11-16)
 9 Οκτωβρίου 2022



Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς μᾶς δι­η­γή­θη­κε σή­με­ρα μὲ σύν­το­μο καὶ πα­ρα­στα­τι­κὸ τρό­πο τὸ θαῦ­μα τῆς ἀνα­στά­σε­ως τοῦ μο­να­δι­κοῦ παι­δι­οῦ μιᾶς γυ­ναί­κας χή­ρας ποὺ ζοῦ­σε στὴν κω­μό­πο­λη τῆς Ναΐν. Ἡ κω­μό­πο­λη αὐτὴ βρί­σκε­ται στὰ νό­τια τοῦ ὄρους Θα­βώρ, στὴν Γα­λι­λαία.

Ἐκεῖ πή­γαι­νε ὁ Κύ­ρι­ος συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀπὸ τοὺς μα­θη­τές του καὶ ἀπὸ πολὺ κό­σμο. Μό­λις πλη­σί­α­σε τὴν πύλη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμ­παι­ναν στὴν πόλη, βρέ­θη­κε μπρο­στὰ στὴν νε­κρι­κὴ πομ­πή. Ἡ θλί­ψη ὅλων καὶ ἰδι­αί­τε­ρα τῆς μη­τέ­ρας, ἀβά­στα­κτη.

Τὰ πρά­γμα­τα ὅμως μὲ τὴν πα­ρου­σία τοῦ Χρι­στοῦ ἀλ­λά­ζουν τρο­πή. Ὁ Ἀρ­χη­γὸς τῆς ζωῆς συ­ναν­τι­έ­ται μὲ τὸν θά­να­το. Ἐκεῖ­νος ποὺ εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα τοῦ κό­σμου, ἔρ­χε­ται ἀν­τι­μέ­τω­πος μὲ ἕνα γε­γο­νὸς ποὺ ἔσβη­νε κάθε ἀν­θρώ­πι­νη ἐλ­πί­δα. Εἶ­ναι ὅμως Ἐκεῖ­νος ποὺ ἀφα­νί­ζει τὴν θλί­ψη καὶ τὸν πόνο καὶ φέρ­νει στὸν κό­σμο τὴν χαρά. Εἶ­ναι ὁ μό­νος ποὺ ἔχει ἐξου­σία νὰ λέει: «Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέγω ἐγέρ­θη­τι» καὶ ἡ ἐν­το­λὴ τῆς ζωῆς νὰ ἐνερ­γο­ποι­εῖ­ται αὐ­το­στι­γμεί. Τὸ νε­κρὸ παι­δὶ ση­κώ­νε­ται καὶ πα­ρα­δί­δε­ται ζων­τα­νὸ στὴν ἀπελ­πι­σμέ­νη μη­τέ­ρα.

Μὲ αὐ­τὸν τὸν θαυ­μα­τουρ­γι­κὸ τρό­πο ὁ Θεὸς ἐπι­σκέ­φθη­κε τὸν λαό του. Δὲν ἦταν κα­θό­λου μι­κρὸ γε­γο­νὸς αὐτὸ ποὺ εἶ­δαν ὅλοι. Ἕνας νε­κρὸς ἀνα­στή­θη­κε μὲ τὸ πρό­στα­γμα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ λύπη ποὺ εἶχε κυ­ρι­εύ­σει τὴν ψυχή τους ἔφυ­γε καὶ ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀπὸ τὴν χαρά.

Ὁ θά­να­τος, ἀδελ­φοί μου, εἶ­ναι ἀδι­αμ­φι­σβή­τη­τα φο­βε­ρὸς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Εἶ­ναι ἕνα ἀφύ­σι­κο γε­γο­νὸς ποὺ δὲν ἐπι­νο­ή­θη­κε ἀπὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γό, ἀλλὰ προ­έ­κυ­ψε ὡς συ­νέ­πεια τοῦ χω­ρι­σμοῦ ἀπὸ τὴν ζωή, ποὺ εἶ­ναι ὁ Ἴδι­ος. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔπλα­σε γιὰ νὰ ζοῦ­με, ὄχι νὰ πε­θαί­νου­με. Μᾶς ἔδω­σε τὴν ζωή, γιὰ νὰ τὴν ἀπο­λαμ­βά­νου­με καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀκυ­ρώ­νου­με.

Ὁ θά­να­τος ἔρ­χε­ται στὴ ζωή μας, ὅταν ἡ ψυχὴ χω­ρί­ζε­ται ἀπὸ τὸ σῶμα. Μό­λις ἡ ἀθά­να­τη ψυχὴ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸ φθαρ­τό μας σῶμα, αὐτὸ δι­α­λύ­ε­ται, μαρ­τυ­ρῶν­τας ὅτι ἡ ζωὴ εἶχε ἀξία συ­ζευ­γμέ­νη μόνο μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶ­ναι ἡ ψυχή μέσα μας. Ἡ ἀθά­να­τη ψυχὴ ὅμως ἐξα­κο­λου­θεῖ νὰ ζεῖ πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν κοι­νὴ ἀνά­στα­ση. Τὸ σῶμα μετὰ τὴν ἀνά­στα­ση δὲν εἶ­ναι πλέ­ον φθαρ­τό, ἀλλὰ ἀφθαρ­το­ποι­η­μέ­νο χω­ρὶς ὑλι­κὲς ἀνάγ­κες. Μὲ τὸ σῶμα αὐτὸ ἡ ψυχὴ θὰ ζή­σει αἰ­ώ­νια, χω­ρὶς τὸν φόβο νὰ τὸ ἀπο­χω­ρι­στεῖ ξανά.

Ἡ ἐπα­να­σύ­στα­ση αὐτὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τας καὶ ἡ ἐκ νέου ἑνο­ποί­η­σή της εἶ­ναι τὸ με­γά­λο δῶρο τοῦ Νι­κη­τοῦ τοῦ θα­νά­του, Χρι­στοῦ, καὶ τὸ ἀπο­τέ­λε­σμα τῆς Ἀνα­στά­σε­ώς του.

Πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι δυ­σκο­λεύ­ον­ται νὰ πι­στέ­ψουν στὴν Ἀνά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἑπο­μέ­νως στὴν ἀνά­στα­ση καὶ τῶν δι­κῶν μας σω­μά­των, ἐπει­δὴ πα­ρα­μέ­νουν δοῦ­λοι τῆς φθο­ρᾶς καὶ τῶν πα­θῶν. Ἔτσι χά­νε­ται ἡ προ­ο­πτι­κὴ τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, καὶ ἡ ζωή μας κυ­ρι­εύ­ε­ται ἀπὸ τὴν ἀγω­νία καὶ τὸν τρό­μο τοῦ θα­νά­του.

Τὴν πί­στη μας ὅμως στη­ρί­ζει ὁ ἄδει­ος τά­φος τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σία μας ὀνο­μά­ζε­ται καὶ εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἀνα­στά­σε­ως. Ἡ λει­τουρ­γι­κή μας ζωὴ ἔχει ὡς ἐπί­κεν­τρό της τὸ γε­γο­νὸς αὐτό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀν­τλεῖ­ται ἡ ἐλ­πί­δα καὶ προ­σφέ­ρε­ται ἡ ζωή.

Οἱ ἅγι­οι εἶ­ναι οἱ φί­λοι τοῦ Θεοῦ ποὺ γί­νον­ται τὰ πρό­τυ­πά μας, ἐπει­δὴ ἀπέ­κτη­σαν αὐ­τὴν τὴν πεῖ­ρα τῆς ἀνα­στά­σε­ως, ἀψη­φῶν­τας τὰ πάν­τα καὶ θυ­σι­α­ζό­με­νοι γιὰ τὸν Χρι­στὸ μὲ φρι­κτὰ βα­σα­νι­στή­ρια. Δὲν ὑπο­λό­γι­σαν πλού­τη, νει­ᾶ­τα οὔτε κι αὐτὴ τὴν ζωή τους, προ­κει­μέ­νου νὰ κερ­δί­σουν τὴν χαρὰ τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Ἔζη­σαν τὴν χαρὰ τῆς ἀνα­στά­σε­ως ἀπὸ τὸν πα­ρόν­τα κό­σμο, ἐπει­δὴ πί­στε­ψαν ὅτι ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ὕπνος ποὺ θὰ μᾶς ξη­με­ρώ­σει στὴν πο­θη­τὴ ἡμέ­ρα τῆς ὄν­τως ζωῆς.

 «Νε­α­νί­σκε, σοὶ λέγω, ἐγέρ­θη­τι». Ὁ παν­το­δύ­να­μος λό­γος τοῦ Κυ­ρί­ου ποὺ ἀνέ­στη­σε τὸ νε­κρὸ γιὸ τῆς χή­ρας τῆς Ναῒν ἀν­τη­χεῖ σὲ κάθε χρό­νο καὶ ἐπο­χὴ καὶ δι­α­λα­λεῖ τὸ μή­νυ­μα ὅτι πλέ­ον ὁ θά­να­τος ἔχει νι­κη­θεῖ. Μέσα στὴν Ἐκ­κλη­σία δὲν ὑπάρ­χουν νε­κροί. Ὅλοι εἴ­μα­στε ζων­τα­νοί. Ἄλ­λοι στὴ γῆ κι ἄλ­λοι στὸν οὐ­ρα­νό.

Ἂς μὴ λυ­πό­μα­στε λοι­πὸν ὑπερ­βο­λι­κὰ γιὰ τοὺς ἀγα­πη­μέ­νους μας κε­κοι­μη­μέ­νους. Πρέ­πει νὰ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ ἡ βε­βαι­ό­τη­τα ὅτι ζοῦν στὴν φι­λάν­θρω­πη ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄς προ­σευ­χό­μα­στε γι’ αὐ­τοὺς καὶ ἂς ἀγω­νι­ζό­μα­στε νὰ τοὺς συ­ναν­τή­σου­με, γιὰ νὰ ζή­σου­με μαζί τους και­νὴ καὶ ἀνα­στη­μέ­νη ζωή. Ἀμήν.