en ru
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

«Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας», εκδ. Άρτος ζωής
απόσπασμα σσ.125-138

...

p.gewrgios florovskyΗ βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν ήταν δυνατό να συμμερισθεί αυτή τη μοναδική εμπειρία λόγω ακριβώς της φύσεώς της. Είναι το μυστήριο του προσώπου. Σ’ αυτό οφείλεται η δογματική σιωπή της Εκκλησίας στη Μαριολογία. Η Εκκλησία μιλάει γι’ αυτή μάλλον σε μια γλώσσα ιερής ποιήσεως, σε μια γλώσσα αντινομικών μεταφορών και εικόνων. Δεν είναι ανάγκη, ούτε υπάρχει λόγος να δεχθούμε ότι η Παρθένος κατενόησε αμέσως όλη την πληρότητα και όλες τις συνέπειες του μοναδικού προνομίου που η χάρη του Θεού ανέθεσε σ’ αυτήν. Δεν υπάρχει ανάγκη, ούτε υπάρχει κανείς λόγος να ερμηνεύσουμε την «πληρότητα» της χάριτος κατά λέξη, ότι δηλ. περιλαμβάνει όλη τη δυνατή τελειότητα και όλη την ποικιλία των επί μέρους πνευματικών δώρων. Ήταν μια πληρότητα για εκείνη, ήταν «πλήρης χάριτος». Και μάλιστα ήταν μια «ειδική πληρότητα», η χάρη της Μητέρας του Θεού, της Παρθενομήτορος, της ανύμφευτης νύμφης. Πραγματικά, είχε το δικό της πνευματικό δρόμο, τη δική της αύξηση στη χάρη.

Το πλήρες νόημα του μυστηρίου της σωτηρίας κατανοούσε βαθμηδόν, και είχε δικό της μερίδιο στη θυσία του Σταυρού! «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία». Το πλήρες φως έλαμψε μόνο στην Ανάσταση. Μέχρι το σημείο αυτό ο ίδιος ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθεί. Έτσι μετά την Ανάληψη βρίσκουμε την Παρθένο μεταξύ των Δώδεκα, στο κέντρο της Εκκλησίας που αυξάνεται. Ένα σημείο είναι αναμφισβήτητο. Η Παρθένος τελούσε πάντοτε υπό την εντύπωση, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, του αγγελικού χαιρετισμού και του Ευαγγελισμού καθώς και του τρομερού μυστηρίου της παρθενογεννέσεως. Πώς ήταν δυνατό να μην εντυπωσιασθεί; Πάλι, το μυστήριο της εμπειρίας της είναι κρυμμένο από εμάς. Αλλά μπορούμε πραγματικά να αποφύγουμε αυτή την ευσεβή μαντική, χωρίς να προδώσουμε το ίδιο το μυστήριο; «ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς». Η εσωτερική της ζωή έπρεπε να αφιερωθεί σ’ αυτό το καίριο γεγονός της ζωής της. Γιατί πραγματικά το μυστήριο της ενανθρωπήσεως ήταν γι’ αυτήν και μυστήριο της δικής της προσωπικής υπάρξεως. Η υπαρκτική της κατάσταση ήταν μοναδική και ξεχωριστή. Έπρεπε να αρκεσθεί σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου τιμή. Αυτή είναι ίσως η ουσία του ιδιαίτερου αξιώματός της που περιγράφεται στην «αειπαρθενία» της. Είναι «η Παρθένος».

Panagia gerontissa2Πάλι η παρθενία δεν είναι απλώς και μόνο μία κατάσταση του σώματος ή ένα φυσικό χαρακτηριστικό. Πάνω απ’ όλα είναι μία πνευματική και εσωτερική στάση, που χωρίς αυτή η σωματική κατάσταση θα ήταν εντελώς χωρίς νόημα. Η ονομασία Αειπάρθενος σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννηση. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννηση και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτα απ’ όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου. Η σωματική ακεραιότητα ή αφθαρσία δεν είναι παρά το εξωτερικό σημάδι της εσωτερικής καθαρότητος. Το κύριο είναι βεβαίως η καθαρότητα της καρδιάς, ο απαραίτητος αυτός όρος για τη «θέα του Θεού». Αυτή είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια» που συνήθως περιγράφεται ως η ουσία της πνευματικής ζωής. Ελευθερία από πάθη και επιθυμίες, φραγμός των πονηρών λογισμών, όπως την τοποθετεί ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός (θεοκυβέρνητος), ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη σ’ Αυτόν. Όλες οι επιθυμίες της στρέφονταν σε πράγματα άξια επιθυμήσεως και αγάπης (ο άγ. Ιωάννης λέει: τεταμμένη). Δεν είχε κανένα πάθος (θυμό), φύλασσε πάντα την παρθενία τού νου, της ψυχής και του σώματος : «Καὶ νῷ καὶ ψυχῇ καὶ σώματι αεἰπαρθενεύουσαν».

Ήταν ένας αδιάσπαστος προσανατολισμός ολόκληρης της προσωπικής ζωής προς το Θεό, μια πλήρης αφιέρωση. Πραγματικά μια αληθινή «δούλη Κυρίου» σημαίνει ακριβώς ότι είναι αειπάρθενος και δεν έχει κανένα σαρκικό δεσμό. Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία, αλλά όχι και «τελείωση», ούτε ελευθερία από τους πειρασμούς. Ακόμη και ο Κύριός μας κατά κάποιο τρόπο υπέκειτο σε πειρασμούς και όντως πειράσθηκε από το Σατανά στην έρημο. Και η Δέσποινα μας είχε τους πειρασμούς της, αλλά τους είχε υπερνικήσει με τη σταθερή πιστότητα στη κλήση του θεού. Ακόμη και μια κοινή μητρική αγάπη κορυφώνεται σε μια πνευματική ταυτότητα προς το παιδί, που συνεπάγεται πολύ συχνά θυσία και αυταπάρνηση. Δεν είναι δυνατό να δεχθούμε κάτι λιγότερο απ’ αυτά στη περίπτωση της Μαρίας· ο υιός της επρόκειτο να αναδειχθεί μέγας και να κληθεί Υιός του Υψίστου. Προφανώς ήταν ο «ερχόμενος», ο Μεσσίας. Αυτό ομολογείται καθαρά από τη Μαρία στο «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου», ένα τραγούδι αινέσεως και ευχαριστίας προς το Μεσσία. Η Μαρία δεν ήταν δυνατό να μη καταλαβαίνει όλα αυτά, αν και μόνο αμυδρά για την ώρα και σιγά-σιγά, όταν έβαζε τις υποσχέσεις της δόξης στη καρδιά της. Αυτός ήταν ο μόνος νοητός δρόμος γι’ αυτήν. Έπρεπε να την απορροφήσει αυτή η μοναδική σκέψη σε μια υπάκουη πιστότητα στον Κύριο, που «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» και «μεγάλα ἐποίησεν (αυτή)». Ακριβώς έτσι περιέγραψε και ο Παύλος το προνόμιο της παρθενίας: «ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι». Το τέρμα αυτής της παρθενικής φιλοδοξίας είναι η αγιότητα της αμώμου και αμόλυντης παρθενομήτορος.