Νεανική Πύλη
Ενοριακές Πλοηγήσεις
ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2019
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. κε΄ 14-30)
3 Φεβρουαρίου 2019
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους μὲ παραβολές. Οἱ παραβολὲς ἦταν ἱστορίες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ ποὺ φανέρωναν καὶ φανερώνουν μὲ παραστατικὸ καὶ ἐντυπωσιακὸ τρόπο κάτι ξεχωριστὸ γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὶς ἀκοῦνε κατανοοῦν τὴν ἀξία τους, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει μοναδικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸ Θεό, τὸν συνάνθρωπο καὶ τὴν ἀγάπη, γι'αὐτὸ καὶ χαράσσονται βαθειὰ μέσα τους.
Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων ποὺ ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, εἶναι μία ἀπὸ αὐτές.
Ἕνας ἄνθρωπος, λέει ὁ Κύριος, ποὺ θὰ πήγαινε ταξίδι, κάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς ἐμπιστεύτηκε τὰ ὑπάρχοντά του. Στὸν ἕναν, πρὶν φύγει, ἔδωσε πέντε τάλαντα, στὸν ἄλλον δύο καὶ στὸν τρίτον ἕνα ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητά τους.
Ὕστερα ἀπὸ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐπέστρεψε ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ ζήτησε ἀπολογισμό. Παρουσιάστηκε πρῶτα ἐκεῖνος ποὺ εἶχε λάβει τὰ πέντε τάλαντα λέγοντας : «Κύριε μοῦ ἐμπιστεύθηκες πέντε τάλαντα καὶ κέρδισα μ’ αὐτὰ ἄλλα πέντε».
Ὁ Κύριος ἐπιβραβεύοντας τὴν προσπάθειά του εἶπε: «Εὖγε καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε, ἀποδείχθηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα, γι’ αὐτὸ θὰ σοῦ ἐμπιστευθῶ πολλά». Τὰ ἴδια ἄκουσε καὶ ἐκεῖνος ποὺ πῆρε δύο τάλαντα ἀποδίδοντας τέσσερα. Ὁ τρίτος ὅμως ποὺ εἶχε λάβει τὸ ἕνα τάλαντο εἶπε: «Κύριε, ἤξερα πὼς εἶσαι σκληρὸς ἄνθρωπος, γι’ αὐτὸ φοβήθηκα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντό σου στὴ γῆ. Ἰδοὺ λοιπὸν σοῦ ἐπιστρέφω αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει». Τότε ὁ Κύριος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες ὅτι θερίζω ὅπου δὲν ἔσπειρα. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλεις τὰ χρήματα στὴν τράπεζα καὶ ἐγὼ θὰ τὰ ἔπαιρνα μὲ τόκο. Πάρτε του λοιπὸν τὸ τάλαντο καὶ δῶστε το σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὰ δέκα. Καὶ τὸν ἄθλιο αὐτὸν δοῦλο πετάξτε τον στὸ σκοτάδι».
Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς, βέβαια, ποὺ θὰ ἀναχωροῦσε εἶναι ὁ δωρεοδότης Θεός, ὁ Ὁποῖος πλουσιοπάροχα μοιράζει στοὺς ἀνθρώπους τὰ χαρίσματά Του. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεός μοιράζει τὰ χαρίσματά Του. Δίνει στὸν καθένα ὅσο θέλει καὶ ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸ χάρισμά του ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά του. Δὲν ὑπάρχει βέβαια ἄνθρωπος χωρὶς ἔστω καὶ ἕνα τάλαντο. Ἀρκεῖ νὰ προσπαθήσει ὁ καθένας νὰ τὸ ἀνιχνεύσει, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὸ καλλιεργήσει μὲ σκοπὸ νὰ τὸ πολλαπλασιάσει.
Εἶναι ἀρκετὸ νὰ γνωρίζουμε πώς «ἐκάστω δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον» καὶ «κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν». Ἡ ποικιλία ἐξάλλου τῶν χαρισμάτων μέσα στὸ θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεγονός. Γιὰ νὰ λειτουργεῖ ἁρμονικὰ καὶ ἀποδοτικὰ αὐτὰ τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη πολλῶν καὶ ποικίλων χαρισμάτων. Γι’ αὐτὸ κάθε μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος θεωρεῖται καὶ εἶναι χαρισματικό. Δέν ἔχει σημασία ἄν ὅλοι δὲν ἔχουν κάποιο ἐντυπωσιακὸ χάρισμα. Γεγονὸς ὅμως εἶναι πὼς ὁ καθένας ἔχει τὴν ἰδιαιτερότητά του, ἀφοῦ εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πρόσωπο.
Γι’ αὐτὴ τὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέει πώς, ὅπως ἡ κιθάρα μόνο ὅταν ἔχει διαφορετικὲς χορδὲς μπορεῖ νὰ ἀποδίδει ἁρμονικὴ μελωδία, ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία λειτουργεῖ ἁρμονικὰ μὲ τὶς διαφοροποιήσεις τῶν χαρισμάτων.
Γιὰ τὰ χαρίσματα, ἀγαπητοὶ χριστιανοί, ποὺ μᾶς δώρισε ὁ Θεὸς θὰ λογοδοτήσουμε κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς κρίσεως. Εἶναι πλάνη νὰ νομίζουμε πὼς τὸ χάρισμα μᾶς ἀνήκει ὡς καρπός προσωπικῆς ἀξίας. Ἄν τὸ βλέπουμε ἔτσι, τότε τὸ χρησιμοποιοῦμε γιὰ προσωπικὴ προβολὴ καὶ ἐπιβολὴ καὶ συχνὰ γιὰ ἐκμετάλλευση τῶν ἄλλων. Ἡ αἴσθηση αὐτὴ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κατάχρηση τῆς δωρεᾶς, στὸν ἐγωισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀγάπης ἤ στὴν ἀδράνεια καὶ στὴν ἀπόκρυψη τοῦ ταλάντου καὶ τελικὰ στὴν ἀπώλεια τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ὀρθὴ ἀξιοποίηση τῶν ταλάντων ἑστιάζεται στὴν προσφορὰ τῶν χαρισμάτων μας «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν Ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ».
Ἀξιοποίηση τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴν πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει προσωπικὴ καλλιέργεια καὶ κοινωνικὴ προσφορά. Αὐτὴ ἡ διαχείρησή τους εἶναι ἡ ἔμπρακτη μετοχή μας στὴν προαγωγὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει ὡς ἀνταπόδωμα τὴν ἐπιβράβευση καὶ τὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου: «Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ• εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Γένοιτο.
10 Φεβρουαρίου 2019
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἴδαμε μιὰ πονεμένη μητέρα νὰ ζητεῖ ἐπίμονα ἀπὸ τὸν Κύριο τὴ θεραπεία τῆς δαιμονισμένης κόρης της. Ὁ Κύριος τὴ θεράπευσε, ἀλλὰ ἀφοῦ δοκίμασε τὴν πίστη τῆς μητέρας. Ἡ δυνατὴ πίστη τῆς Χαναναίας γίνεται ἀφορμὴ νὰ δοῦμε σήμερα τί εἶναι ἡ πίστη καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε.
Πιστεύω δὲν σημαίνει ἁπλῶς δέχομαι ὅτι ὑπάρχει Θεός· διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζει τὴ ζωή τους. Ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία. Ἡ πίστη τους εἶναι νεκρὴ γνώση. Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, καὶ τρέμουν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο Του ( Ἰακ. β´ 19), ἀλλὰ δὲν μετανοοῦν.
Γι' αὐτὸ πίστη σημαίνει ἐμπιστοσύνη. Πιστεύω ἀληθινὰ στὸ Θεὸ σημαίνει ὅτι ἐμπιστεύομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά τὴν παρουσία Του, τὸ λόγο Του, τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Ἀποδέχομαι τὰ Ὀρθόδοξα δόγματα. Δέχομαι ὁλόψυχα τὶς ἐντολές Του καὶ ἀγωνίζομαι νὰ τὶς ἐφαρμόσω, διότι εἶμαι βέβαιος ὅτι ἂν τὶς ἐφαρμόσω, ἰσορροπῶ στὴ ζωὴ καὶ κερδίζω τὴν αἰωνιότητα. Ἀναγνωρίζω ἔτσι τὸν Θεὸ ὡς Κύριό μου καὶ ἀφοσιώνομαι σὲ Αὐτὸν.Ἀναγνωρίζω ἔτσι τὸν Θεὸ ὡς Κύριό μου καὶ ἀφοσιώνομαι σὲ Αὐτὸν.
Σημαίνει ἀκόμα ὅτι ἔχω ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοιά Του. Πιστεύω ὅτι ἀγαπάει τὰ δημιουργήματά Του καὶ φροντίζει γι᾿ αὐτά. Φροντίζει μὲ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του καὶ τὴν πανσοφία Του, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κάνει λάθος· Φροντίζει καὶ γιὰ μένα. Μοῦ δίνει ὅ,τι ἔχω ἀνάγκη. Δὲν θὰ μοῦ στερήσει τίποτε. Δὲν θὰ μὲ ἐγκαταλείψει ποτέ. Δὲν θὰ ἐπιτρέψει νὰ δοκιμάσω πειρασμὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου· τὶς θλίψεις ποὺ μοῦ συμβαίνουν, τὶς ἐπιτρέπει γιὰ τὸν ἐξαγιασμό μου. Εἶναι ὁ Πατέρας μου.
Ἡ πίστη εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοὺς προσθέσει πίστη. Ἄν αὐτοὶ ποὺ τὰ ἄφησαν ὅλα γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό, αἰσθάνονταν ἐλλιπῆ τὴν πίστη τους, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς; Νὰ ζητοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ αὐξάνει καὶ νὰ στερεώνει τὴν πίστη μας.
Ἐπίσης νὰ καλλιεργοῦμε σκέψεις πίστεως καὶ νὰ μελετοῦμε τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὑπῆρξαν περιστάσεις κατὰ τὶς ὁποῖες ὁλοφάνερα ὁ Θεὸς μᾶς προστάτευσε ἀπὸ κινδύνους, ἀπάντησε μὲ τρόπο φανερὸ στὶς προσευχές μας, ἔδωσε λύση στὰ προβλήματά μας. Αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση στηρίζει τὴν πίστη μας.
Τέλος, θὰ αὐξάνουμε τὴν πίστη, ὅταν ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἐφαρμόζουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο καθαρίζεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὅσο πιὸ καθαρὴ καρδιὰ ἔχουμε, τόσο πιὸ πολὺ αἰσθανόμαστε τὸν Θεὸ στὴ ζωή μας, τὴν παρουσία Του, τὴν ἀγάπη Του. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).
Ἡ Χαναναία τῆς σημερινῆς περικοπῆς μᾶς δίνει μάθημα πίστεως, παρὰ τὸ ὅτι ἦταν εἰδωλολάτρις, ἀβάπτιστη καὶ ἀφώτιστη. Καὶ ὅμως εἶχε δυνατὴ πίστη, χάρη στὴν ὁποία ὁ Κύριος ἱκανοποίησε τὸ αἴτημά της.
Ἐμεῖς εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία Του καὶ ἀπολαμβάνουμε τόσες πολλὲς φανερὲς καὶ περισσότερες ἀφανεῖς εὐεργεσίες, ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε χλιαρὴ πίστη. Ἂς ἐμπιστευθοῦμε ἐπιτέλους τὸν Θεό. Ὅσο προσευχόμαστε καὶ Τὸν λατρεύουμε μὲ πίστη, τόσο θὰ ριζώνει ἡ βεβαιότητα τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης Του στὴν καρδιά μας.
Μιὰ τέτοια πίστη ἑλκύει πάντα τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φέρνει τὸ ποθητὸ θαῦμα στὴ ζωή μας. Ἀμήν.
17 Φεβρουαρίου 2019
Μὲ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ἀνοίγει τὸ Τριώδιο. Πρόκειται γιὰ τὴν πλέον κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἁγία Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σὲ βαθύτερη μετάνοια, περισσότερη προσευχὴ καὶ ἐντονότερο πνευματικὸ ἀγώνα. Καθεμία ἀπὸ τὶς Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου μὲ τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα καὶ τοὺς σχετικοὺς ὕμνους μᾶς δίνει εὐκαιρίες προβληματισμοῦ καὶ αὐτοκριτικῆς.
Στὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε παρουσιάζονται δύο πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἀνέβηκαν στὸ Ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ τελώνης. Ὁ πρῶτος κατέλαβε ἐπιδεικτικὰ κεντρικὴ καὶ περίοπτη θέση στὸ Ναὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ στόμφο καὶ αὐτοθαυμασμό. Τὰ λόγια ὅμως τῆς προσευχῆς του, λόγια ὑπερηφάνειας καὶ αὐστηρῆς κριτικῆς τῶν ἄλλων, φανέρωσαν ὅτι στὴν οὐσία δὲν ἦλθε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτό του, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ἀνώτερο ὅλων.
Τὸ ἀρνητικό του παράδειγμα μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐπισημάνουμε τὴν τραγικὴ κατάσταση στὴν ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος μπορεῖ φαινομενικὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ στέκεται ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀπομονωμένος, διότι ἔχει ὡς κέντρο καὶ διαρκὲς σημεῖο ἀναφορᾶς τὸ ἐγώ του καὶ τίποτε ἄλλο.
Ἕνα ἀκόμη φοβερὸ πάθος ποὺ τὸν διακρίνει εἶναι ἡ κατάκριση. Ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος θεωρεῖ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐνόχους γιὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἁμαρτήματα ποὺ ἀπαριθμεῖ, ἐνῶ νομίζει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἀπαλλαγμένος. Εἶναι σατανικὴ πλάνη νὰ ἐντοπίζουμε μὲ ἀκρίβεια καὶ νὰ στηλιτεύουμε μὲ αὐστηρότητα τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καὶ τὰ δικά μας ἀναρίθμητα ἐγκλήματα, νὰ τὰ ἀμνηστεύουμε.
Ὁ Κύριος σαφῶς καὶ κατηγορηματικὰ συνιστᾶ «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε». Γιατί βλέπεις τὸ μικρὸ ἄχυρο στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ τὸ δοκάρι ποὺ εἶναι στὸ δικό σου μάτι δὲν τὸ αἰσθάνεσαι καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνεις; (Ματθ. ζ΄ 1-5).
Ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἀλήθεια μπορεῖ νὰ γίνει ἀφορμὴ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὰ δικά μας λάθη καὶ στὰ βαρύτατα παραπτώματά μας, ἀφήνοντας τὸν Θεὸ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Κι ἂν ἀκόμη βλέπουμε τοὺς ἄλλους νὰ ζοῦν μέσα στὴν ἁμαρτία, εἶναι φρόνιμο νὰ μὴν ἀναλαμβάνουμε τὸν ρόλο τοῦ κριτοῦ τους. Εἶναι ἐποικοδομητικὸ νὰ προσευχόμαστε γιὰ τὴ μετάνοια τὴ δική τους, ὅσο καὶ γιὰ τὴ δική μας.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ οἰκοδομὴ καλλιεργεῖται ἀποτελεσματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς καλεῖ ἀκριβῶς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐγωιστικῆς μας αὐτάρκειας. Μᾶς διδάσκει νὰ ταπεινωθοῦμε γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπει διαρκῶς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ πλησιάσουμε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ πνεῦμα συγχωρητικότητος καὶ ἀγάπης.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν κοινωνία ἀγάπης, ἀφοῦ μέσα της συναντοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας καὶ προσευχόμαστε μαζί τους. Θὰ συγχωρηθοῦμε καὶ θὰ συγχωρήσουμε ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν ἀδικήσει. Τότε μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ λατρεία μας εἶναι γνήσια καὶ εὐάρεστη στὸν Θεό.
Μὲ ἀντίστροφα μὲ τὸν Φαρισαῖο συναισθήματα συμπεριφέρθηκε ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος συναισθανόταν βαθειὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει ψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανό. Τὸ ὁμολογοῦσε μὲ τὰ λόγια του «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ἔλεγε, χτυπώντας τὸ στῆθος του. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ ἔλεγε ἑννοοῦσε. Ἀπόδειξη, ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀντέδρασε στὰ περιφρονητικὰ λόγια τοῦ Φαρισαίου, οὔτε πόνεσε ἀπὸ τὴν κατηγορία, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸν πικρὸ λόγο, διότι πίστευε ὅτι αὐτὸ τοῦ ἄξιζε.
Πόσο πολὺ μᾶς διδάσκει ἡ ταπείνωσή του αὐτή! Μπορεῖ κι ἐμεῖς νὰ λέμε εὔκολα ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ὅταν μᾶς ὑποδείξουν ἕνα λάθος, ἀμέσως ἀντιδροῦμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ ἀποκαταστήσουμε τὴν θιγμένη ἀξιοπρέπειά μας. Ἀκόμη κι ἂν ἀντιλαμβανόμαστε τὸ σφάλμα μας, ἐνοχλούμεθα ὅταν ἄλλοι μᾶς τὸ ὑπογραμμίζουν.
Ἡ ταπείνωση τελικὰ ἀγαπητοί μου ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια. Θέλει ἡρωικὴ τόλμη γιὰ νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας.Ἡ ταπείνωση τελικὰ ἀγαπητοί μου ἀπαιτεῖ τόλμη καὶ εἰλικρίνεια. Θέλει ἡρωικὴ τόλμη γιὰ νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας.
Κι ἔχουμε τόσες πολλές!
Εἶναι καιρὸς νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε τελωνικὸ φρόνημα, τὴν εὐλογημένη ταπείνωση ποὺ μᾶς ὑψώνει στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν ἀδελφῶν μας, διότι αὐτὴ ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς διασώζει. Ἀμήν.
24 Φεβρουαρίου 2019
Δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καὶ ἀναγνώσαμε στὴ θεία Λειτουργία τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Οἱ Κυριακὲς αὐτὲς τοῦ Τριωδίου καὶ οἱ πέντε τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶναι οἱ βαθμίδες τῆς πνευματικῆς κλίμακας, ποὺ μᾶς ἀνεβάζει στὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα.
Τὴν προηγούμενη Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου πήραμε γιὰ ἐφόδιο στὴν πνευματική μας πορεία τὴν ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ σήμερα ἀνεφοδιαζόμαστε μὲ ἄλλη μία ἀναγκαῖα ἀρετή, τὴ μετάνοια. Χωρίς ταπεινοφροσύνη δὲν μετανοοῦμε καὶ χωρὶς μετάνοια δὲν σωζόμαστε.
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ἡ συμπύκνωση τῆς διδασκαλίας τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, διότι βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ καὶ περιμένει, δέχεται καὶ συγχωρεῖ, ἀναμένει καὶ ἀγκαλιάζει τὸν καθένα ποὺ μετανοεῖ καὶ ἐπιστρέφει. Αὐτὴ ἡ παρήγορη γιὰ ὅλους ἀλήθεια μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς εἶναι πάντα ἀνοικτός.
Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀνέχεται τὰ παιδιά του νὰ ἀποστατοῦν• νὰ φεύγουν, νὰ ζοῦν ἀσώτως• νὰ σπαταλοῦν τὴν πατρικὴ περιουσία, νὰ ἐξαθλιώνονται, νὰ πεινοῦν καὶ νὰ κοιμοῦνται μὲ τοὺς χοίρους. Εἶναι ὁ Πατέρας ποὺ δὲν κουράζεται νὰ κρατᾶ ἀνοικτὴ τὴν ἀγκαλιά Του, ξέροντας πὼς ὁ καθένας, ὅσο κι ἄν ξεπέσει, μέσα του διατηρεῖ τὴ συνείδηση πὼς ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα καὶ διατηρεῖ τὴ μνήμη τῆς ἀσφάλειας καὶ τῆς θαλπωρῆς τοῦ πατρικοῦ σπιτικοῦ. Αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ἐνισχύει τὴ δύναμη τῆς ἀφύπνισης καὶ τῆς ὑπαρξιακῆς κραυγῆς «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου».
Ὅταν ὁ ἄσωτος ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό του καὶ ἐπιστρέφει στὸ πατρικὸ σπίτι, τότε πραγματικὰ ἀνασταίνεται. Ἀνάσταση εἶναι ὁ γυρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴν ἀνάσταση, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο περιμένει, ἀλλὰ καὶ γίνεται ἄνθρωπος, καὶ παίρνει ἐπάνω του τὸν ἄνθρωπο καὶ πεθαίνει ὡς ἄνθρωπος καὶ ἀνασταίνεται ὡς Θεός, γιὰ νὰ ἀναστήσει μαζί του τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ πατρικὸ σπίτι γίνεται τότε ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ στὴ Βασιλεία Του. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς βεβαιώνει γι’ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα.
Ἡ ἐπανασύνδεση μὲ τὸν Θεὸ κάνει τὴν μετάνοια νὰ γίνεται βαθὺ βίωμα καὶ πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τῆς ἁμαρτίας. Τότε ὁ ἀγώνας ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλη δυναμική. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἔστω καὶ ἄν οἱ πτώσεις καὶ οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, δὲν μᾶς βυθίζουν πλέον στὴν ἀπόγνωση. Τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας ἄν εἶναι μεγάλα, μᾶς ταλαιπωροῦν ἀλλὰ δὲν μᾶς τρομάζουν πιά. Οἱ ἐνοχές μας, ὅσο βαριὲς καὶ ἄν εἶναι, δὲν μᾶς συνθλίβουν ψυχικά, διότι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς μεταμορφώνει ὑπερβαίνοντας τὴν ἁμαρτωλότητά μας.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ζεῖ σὲ ἐξορία καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὸν Θεό, καθὼς σπαταλᾶ τὰ ποικίλα χαρίσματά του ἀσώτως χωρὶς ὄρους καὶ ὅρια. Ζεῖ σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, καὶ τότε ἡ τραγωδία τῆς ἐξορίας του γίνεται πιὸ πικρή. Στὴν προσπάθειά του νὰ γευθεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποκτήσει πολλά, συνήθως τὸ πληρώνει ἀκριβά.
Ἡ εὐαγγελικὴ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς κατανυκτικῆς περιόδου ποὺ διανύουμε μᾶς βοηθοῦν νὰ ξαναδοῦμε τὴν πνευματική μας κατάσταση μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν προοπτική. Ἀρκεῖ νὰ νοσταλγήσουμε τὴ χαμένη χαρὰ τῆς ὄντως ζωῆς, ποὺ θὰ γευθοῦμε ἐπιστρέφοντας στὸν οἶκο τοῦ Πατρός, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς χωράει ὅλους. Ἀμήν.