en ru

«Oι τρεις γέροντες»
Λέων Τολστόι

   Ταξίδευε ὁ Δεσπότης ἀπό τόν Ἀρχάγγελο γιά τό Σολόβσκι. Μέ τό ἴδιο καράβι ταξίδευαν καί προσκυνητές. Ὁ καιρός ἦταν θαυμάσιος, φύλλο δέν τρεμοσάλευε. Οἱ προσκυνητές ἀπολάμβαναν τό ταξίδι ἄλλοι κολατσίζοντας, ἄλλοι σιγοτραγουδῶντας, κάποιοι ξαπλωμένοι στήν κουβέρτα τοῦ πλοίου. Κάμποσοι συζητοῦσαν μαζεμένοι σέ συντροφιές. Ἔτσι συλλογίστηκε κι ὁ Δεσπότης νά βγεῖ λίγο νά ἀνασάνει καί νά χαρεῖ τό ὡραῖο ταξίδι. Πλησίασε στήν κουπαστή γιά νά παρακολουθήσει τήν κουβέντα τῆς συντροφιᾶς. Εἶναι περίεργος νά καταλάβει τί λέει ἐκεῖνος ὁ χωρικός μέ τό μαῦρο σκοῦφο πού ὅλο δείχνει μέ τό δεξί του χέρι κι οἱ ἄλλοι τόν ἀκοῦνε μέ προσήλωση καί τόσο ἐνδιαφέρον. Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης πρός τήν ἴδια κατεύθυνση πού ἔστρεφαν νά δοῦν κι οἱ ἄλλοι μά δέν ἔβλεπε παρά μονάχα μιά ἀπέραντη γαλάζια θάλασσα πού ἄστραφτε κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου. Ὅταν ὁ χωρικός πρόσεξε πώς κοίταζε ὁ Δεσπότης, σά νά ντράπηκε λίγο καί σταμάτησε τήν κουβέντα του, βγάζοντας τοn σκοῦφο καί χαιρετῶντας μέ σεβασμό. Τότε πρόσεξαν κι οἱ ἄλλοι τῆς συντροφιᾶς τό σεβάσμιο πρόσωπο καί χαιρέτησαν βγάζοντας τούς σκούφους τους.
   ーΜήν ἀσχολεῖσθε, παιδιά μου, εἶπε ὁ Δεσπότης. Στάθηκα κι ἐγώ νά ἀκούσω τί τούς διηγεῖσαι ἐσύ, καλέ μου ἄνθρωπε.
   Ἕνας ἐμπορευόμενος, ὁ λιγότερο ντροπαλός μουρμούρισε:
   ーΜᾶς διηγεῖται ὁ ψαρᾶς γιά μιά περιπέτεια πού εἶχε σέ ἕνα νησάκι ὁπού ζοῦνε τρεῖς Γέροντες μακρυά ἀπό τόν κόσμο.
   ーΑὐτό μέ ἐνδιαφέρει. Γιά νά ἀκούσω κι ἐγώ! εἶπε ὁ Δεσπότης. Πλησίασε περισσότερο στήν παρέα καί κάθισε πάνω σέ μιά παλιά κάσα πού βρέθηκε κοντά του.
Κι ὁ ψαρᾶς, ἄρχισε νά λέει:
   ーΣτό νησάκι πού διακρίνετε – κι ἔδειξε κατευθεῖαν μπροστά του – ζοῦνε τρεῖς Γέροντες πού μονάζουν γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους.
   ーΠοῦ εἶναι τό νησάκι αὐτό; ρώτησε.
   ーἈκολουθῆστε μέ τό μάτι τή γραμμή ἀπό τό χέρι μου πρός ἐκεῖνο τό συννεφάκι. Φαίνεται σά μιά λουρίδα.
Κοίταξε προσεχτικά, μέ προσήλωση. Ὁ Δεσπότης, ξανακοίταξε. Ὁ ἥλιος τοῦ σφάλιζε μέ τίς ἀχτῖνες του τά μάτια. Δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει τίποτα.
   ーΔέν βλέπω! τούς λέει. Πές μου, λοιπόν, τί εἴδους ἄνθρωποι εἶναι αὐτά τά γεροντάκια πού ζοῦν στό νησάκι;
   ーἌνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἄνθρωποι! ἀποκρίθηκε ὁ χωρικός. Πρίν χρόνια εἶχα ἀκούσει γι΄ αὐτούς μά ποτέ δέν ἔτυχε νά τούς δῶ. Ὥσπου, πρόπερσι τό καλοκαίρι τούς εἶδα μέ τά μάτια μου κι ἔζησα κοντά τους. Κι ὁ ψαρᾶς διηγήθηκε τό ναυάγιό του καί πῶς καί τί ἔγινε σάν βρέθηκε κοντά τους:
   Ἔφτασε στή στεριά τό πρωῒ κι ἄρχισε νά περπατάει σά χαμένος ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Σέ λίγο βρῆκε μιά καλύβα καί κοντά της στεκόταν ἕνας γεροντάκος. Τότε βγῆκαν κι ἄλλοι δύο.
   ーΘυμᾶμαι πώς μέ περιποιήθηκαν καί μοῦ στέγνωσαν τά ροῦχα. Μοῦ γύρισαν τή βάρκα καί τήν διόρθωσαν.
   ーΚαί πῶς ἦταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης.
   ーΜά, πῶς νά σᾶς πῶ; Ὁ πιό γέρος ἦταν κι ὁ πιό κοντός. Φοροῦσε ἕνα παλιό ξεβαμμένο ράσο. Θἆχε περάσει τούς ἑκατό χρόνους. Τά μαλλιά του, τά γένια του, πρασίνιζαν ἀπό τήν πολυκαιρία ἀλλά ἦταν ἀγαθός καί καλόκαρδος, γελαστός σάν ἄγγελος. Ἄν σᾶς πῶ γιά τόν δεύτερο, τόν ψηλότερο ...ξέρω κι ἐγώ; Πολύ γέρος ἦταν κι αὐτός, ἄσπρα γένια καί μαλλιά, σκισμένο τό καφτάνι του, μά δυνατός, πολύ δυνατός.
    Ἀκοῦστε τί θαυμαστό: χωρίς κόπο καί βοήθεια γύρισε ἀνάποδα τή βάρκα μου μέ τό χαμόγελο στά χείλη.
   Ὅσο γιά τόν τρίτο, ἦταν μεγαλόσωμος, ἀδύνατος, μέ γένια πού ποτάμιζαν ὥς τά γόνατα, ἄσπρα σά τό χιόνι, ἀλλά ἐτοῦτος ἦταν σκυθρωπός μέ παχειά σμιχτά φρύδια πού κρέμονταν πάνω ἀπό τά μάτια του, σχεδόν γυμνός μέ ἕνα ροῦχο κουρελιασμένο πού τοῦ κρεμόταν ἀπό τήν μέση.
   ーΚαί σάν τί νά σοῦ ἔλεγαν, καλέ μου ψαρά, αὐτοί οἱ Γέροντες; ρώτησε ὁ Δεσπότης.
   ーΜά ...δέν εἶχαν ὄρεξη γιά κουβέντα. Ὅ,τι ἔκαναν, τό ἔκαναν σχεδόν βουβοί καί μέ τό βλέμμα καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἐγώ πού εἶμαι περίερ-γος, ρώτησα τόν ψηλότερο ἄν ζοῦσαν ἀπό χρόνια στό νησάκι. Κάτι μοῦ φάνηκε πώς ἀποκρίθηκε θυμωμένα, μουρμουρίζοντας. Μά τότε εἶδα τόν γεροντότερο νά τοῦ ἀγγίζει τό χέρι, νά τοῦ χαμογελᾶ, καί ξαφνικά ἄκουσα τόν πρῶτο νά λέει «συγχώρα μας!’»
Ὅσο κρατοῦσε ἡ κουβέντα τοῦ ψαρά, τό καράβι ὅλο καί πλησίαζε στό νησί.
   ーΝά πού φαίνεται πιά! εἶπε ξαφνικά ὁ ἔμπορος δείχνοντας στόν ὀρίζοντα. Κάνετε τόν κόπο νά κοιτάξετε προσεχτικά!
   ーΚάτι διακρίνω στό βάθος σά μιά σκούρα λουρίδα, εἶπε ὁ Δεσπότης. Λέτε νά εἶναι τό νησί;
Καί προχώρησε πρός τήν πρύμνη ὅπου βρισκόταν ὁ πηδαλιοῦχος.
   ーἜ, καλό μου παιδί, τί λές; Μήπως ἐκεῖνο τό σκοῦρο στίγμα εἶναι τό νησάκι τῶν Γερόντων πού λέει ὁ ψαράς; Ἄκουσες τίποτα ἐσύ γι αὐτήν τήν ἱστορία;
   ーΠολλά λένε οἱ ἄνθρωποι. Ποῦ νά ξέρω ἄν ἀληθεύουν. Πολλές φορές λένε κι ἀνοησίες.
   ーΘά ἤθελα νά πάω στό νησί, νά βεβαιωθῶ, εἶπε ὁ Δεσπότης. Νά ἰδῶ τούς Γέροντες, νά τούς μιλήσω. Πῶς μπορεῖ νά γίνει;
   ーὉλόκληρο καράβι δέ μπορεῖ, Δέσποτα, νά πάει ἐκεῖ, ἀποκρίθηκε ὁ πηδαλιοῦχος. Μπορεῖτε ὅμως νά πᾶτε μέ τή βάρκα πού εἶναι δυνατό νά πλευρίσει. Ἄς ρωτήσουμε τόν καπετάνιο.
Φώναξαν στή γέφυρα τόν καπετάνιο κι ὅλοι μαζί ἄρχισαν νά τόν παρακαλοῦν νά πᾶνε ὥς ἐκεῖ ὅπου ἁγιάζουν οἱ Γέροντες. Ἐκεῖνος ἀπόμενε δισταχτικός.
   ーΜποροῦμε νά πᾶμε, εἶπε, ἀλλά χρειάζεται χρόνος, σεβαστέ μου. Τολμῶ νά σᾶς βεβαιώσω πώς δέν ἀξίζει νά τούς δεῖτε. Ἄκουσα νά λένε πώς κάποιοι κουτοί γέροι ζοῦν ἐκεῖ καί τίποτα δέν καταλαβαίνουν, καί τίποτα δέν μποροῦν νά ποῦν. Εἶναι μουγγοί σάν τά θαλασσινά ψάρια.
   ーἘπιμένω! εἶπε ὁ Δεσπότης. Θά σᾶς ἀμείψω γιά τόν κόπο σας.
Δέν γινόταν ἀλλιώτικα. Οἱ ναυτικοί ὑπάκουσαν στήν ἐπιθυμία τοῦ Δεσπότη, ἔστρεψαν τό τιμόνι, ἄλλαξαν πορεία, ἔσιαξαν τά πανιά κι ἔβαλαν πλώρη γιά τό νησάκι. Ἔβγαλαν στήν κουβέρτα τοῦ καραβιοῦ μιά καρέκλα γιά νά καθίσει ὁ γέροντας. Οἱ ταξιδιῶτες μαζεύτηκαν τριγύρω του κι ὅλοι μαζί κοίταζαν πέρα. Ὅσοι εἶχαν μάτια γερά διέκριναν πιά τό νησί, μιά καπνοδόχο, μιά καλύβα... Ἔδειχναν:
   ー«Νάτοι, νάτοι!»
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶδε κιόλας τούς τρεῖς Γέροντες. Γύρισε κι ὁ καπετάνιος τό κυάλι:
   ーΚοίταξε, λέει τοῦ Δεσπότη. Σά νά βλέπω στή στεριά, δεξιώτερα ἀπό τήν μεγάλη ἐκείνη πέτρα, τρεῖς ἀνθρώπους νά στέκονται.
Κοίταξε κι ὁ Δεσπότης:
   ーΠραγματικά, ψιθύρισε, σά νά στέκονται τρεῖς, ἕνας ψηλός, ἄλλος πιό κοντός κι ὁ τρίτος πολύ κοντός. Στέκονται στήν ἄκρη καί σά νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι.
Ὁ καπετάνιος πλησίασε στό Δεσπότη:
   ーΘά σταματήσει τό πλοῖο. Μπεῖτε ἄν θέλετε σέ μιά βάρκα καί πηγαίνετε. Ἐμεῖς θά ρίξουμε ἄγκυρα καί θά σᾶς περιμένουμε.
Τό πλοῖο σταμάτησε, κατέβασαν τή βάρκα, πήδησαν μέσα οἱ κωπηλάτες, κατέβηκε ἀπό μιά σκαλίτσα κι ὁ Δεσπότης, κάθισε στήν πρύμνη κι ἡ βάρκα ξεκίνησε γιά τό νησί.
   Πλησίασαν στή στεριά καί τότε εἶδαν μπροστά τους νά στέκονται οἱ τρεῖς γέροντες πού τούς εἶχε πεῖ ὁ ψαράς. Βγαίνει πρῶτος ὁ Δεσπότης ἀπό τή βάρκα, πηδοῦν κι οἱ ἄλλοι. Προσκυνοῦν οἱ τρεῖς γέροντες. Τούς εὐλογεῖ ὁ Δεσπότης, ξανασκύβουν ἐκεῖνοι τό κεφάλι τους μέ ἄπειρο σέβας καί κατάνυξη κι ὁ Δεσπότης ἀρχίζει νά λέει:
   ーἘσεῖς ἐδῶ, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἤρθατε καί ζεῖτε μόνοι σας, μακρυά ἀπό τούς ἄλλους, γιά νά σώσετε τήν ψυχή σας καί νά μπορεῖτε νά προσεύχεσθε στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐμένα μέ στέλνει Ἐκεῖνος ἐδῶ, γιατί εἶναι Πανάγαθος, γιά νά διδάξω τό ποίμνιό Του καί νά σᾶς φωτίσω.
   Τά γεροντάκια κοιτᾶνε τό ἕνα τό ἄλλο καί χαμογελοῦν.
   ーΠέστε μου πῶς σώζεστε καί πῶς ὑπηρετεῖτε τόν Θεό; ρωτᾶ ὁ Δεσπότης.
Χαμογελοῦν ξανά οἱ γέροντες καί ὁ γεροντότερος ἀνάμεσά τους ἀποκρίνεται: δέν ξέρουμε νά ὑπηρετοῦμε τόν Θεό. Μόνο τόν ἑαυτό μας ὑπηρετοῦμε, τόν ἑαυτό μας τρέφουμε.
   ーΠῶς λοιπόν προσεύχεσθε; ρώτησε πάλι ὁ Δεσπότης.
   ーἜτσι προσευχόμαστε, ἀποκρίθηκε ὁ γεροντότερος: «Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρεσέ μας».
   Μόλις πρόφερε τά λόγια αὐτά, γύρισαν κι οἱ ἄλλοι δύο πρός τό μέρος του καί ἐπανέλαβαν: ‘
   ー«Τρεῖς ἐσεῖς, τρεῖς ἐμεῖς, συγχώρα μας!’’
   Γέλασε ὁ Δεσπότης.
   ーΑὐτή εἶναι ἡ προσευχή γιά τήν Ἀγία Τριάδα, ἀλλά δέν εἶναι σωστή! εἶπε. Σᾶς ἀγάπησε ἡ καρδιά μου, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Βλέπω πώς θέλετε νά Τοῦ ἀρέσετε ἀλλά δέν ξέρετε πῶς νά Τόν ὑπηρετήσετε. Δέν πρέπει νά προσεύχεσθε κατ αὐτόν τόν τρόπο. Ἀκοῦστε πῶς ὅρισε ὁ Θεός στό Εὐαγγέλιό Του νά προσευχόμαστε.
   Κι ἄρχισε νά τούς διηγεῖται καί νά τούς ἐξηγεῖ πῶς ὁ Θεός παρουσιάστηκε στούς ἀνθρώπους, τούς μίλησε γιά τόν Θεό - Πατέρα, τόν Θεό - Ὑιό καί τόν Θεό - Ἅγιο πνεῦμα καί τούς εἶπε: Ὁ Θεός -Ὑιός κατέβηκε στή γῆ γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι δίδαξε σέ ὅλους πῶς νά προσεύχονται. Ἀκοῦστε με καί ἐπαναλάβετε ὕστερα ἀπό μένα.
Καί εἶπε τό «Πάτερ ἡμῶν».
   Οἱ γέροντες τό ἐπαναλάβαιναν, κι αὐτό, ὤσπου ἔδυσε ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνοι ἔβαζαν ὅλη τους τή θέληση καί τή δύναμη νά τά λένε σωστά καί ὁ Δεσπότης δέν παραιτοῦνταν ἀπό τήν προσπάθειά του, ὤσπου νά ἀκούσει νά λένε σωστά, ἄψογα τήν προσευχή. Ἔτσι τήν εἶπαν καί τήν ξαναεῖπαν χίλιες φορές.
   Ὅταν βράδιασε καί πρόβαλε τό φεγγάρι πάνω ἀπό τό πέλαγος, ὁ Δεσπότης ἑτοιμάστηκε κι ἀφοῦ ξαναευλόγησε τούς γέροντες καί τούς ἔδωσε τήν συμβουλή του πῶς νά προσεύχονται, ἔφυγε γιά τό καράβι. Μόλις πάτησε τό πόδι του στήν κουβέρτα, σήκωσαν πανιά κι ἄγκυρα καί ξεκίνησαν.
   Ὁ Δεσπότης κάθισε στήν πρύμνη κι ἀγνάντευε τό νησάκι, ἔβλεπε ἀμυδρά τίς τρεῖς σιλουέτες πού σιγά - σιγά χάθηκαν. Χάθηκε καί τό νησάκι. Ἔπε-σαν οἱ προσκυνητές νά κοιμηθοῦν, ὅλα σώπασαν πάνω στό καράβι, μά ὁ Δεσπότης δέν εἶχε ὄρεξη γιά ὕπνο. Σκέφτονταν τούς καλούς ἀνθρώπους τοῦ νησιοῦ. Θυμόταν πόση χαρά ἔδειχναν ὅταν τούς ἔμαθε νά προσεύχονται σωστά.
   Ἔτσι κάθονταν κι αὐτά σκέφτονταν κοιτάζοντας τή θάλασσα ἐκεῖ πού εἶχε κρυφτεῖ τό νησί. Ξαφνικά, κάποιο φῶς ἄρχισε νά ἀναπηδᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπό τά κύματα. Πάνω στή φωτεινή γραμμή τοῦ φεγγαριοῦ κάτι γυαλίζει. Νά εἶναι πουλί; Νά εἶναι βάρκα μέ πανί αὐτό πού ἀσπρίζει;
   ーΒάρκα μέ πανί θά εἶναι, εἶπε ὁ Δεσπότης προσηλωμένος. Θά μᾶς κυνηγάει ἀλλά σάν πολύ γρήγορα τρέχει.
Ξανασκέφτεται:
   ーΠουλί θά εἶναι. Βάρκα ὄχι, δέν εἶναι. Μήπως εἶναι ψάρι. Μοιάζει γιά ἄνθρωπος, μά πολύ μεγάλος εἶναι... Κι ἔπειτα, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα;’’
Σηκώθηκε ὁ Δεσπότης, πλησίασε στήν κουπαστή, ἔσκυψε καί λέει στόν ἑαυτό του:
   ーΤί νἆναι αὐτό; Τί εἶναι, ἀδερφούλη μου; Τά τρία γεροντάκια τρέχουν πάνω στή θάλασσα, ἀσπρίζουν καί γυαλίζουν τά ἄσπρα τους γένια, τό καράβι σά νά κοντοστέκεται, κι αὐτά, ὅλο καί πλησιάζουν.
   Ὁ τιμονιέρης τούς βλέπει, ξαφνιάζεται, ἀφήνει τό τιμόνι, μπήγει φωνή δυνατή:
   ーΘεέ μου! Οἱ γέροντες πάνω στή θάλασσα τρέχουν πίσω μας σά νἆναι στή στεριά!
   Οἱ ἐπιβάτες ἄκουσαν τίς φωνές του, πετάχτηκαν ἀπό τά στρώματα, τρέξανε στή γέφυρα νά ἰδοῦν τί συμβαίνει. Βλέπουν τούς τρεῖς γέροντες νά κρατιοῦνται ἀπό τό χέρι καί νά τρέχουν πάνω στά κύματα χωρίς κἄν νά κινοῦνται καί μονάχα ὁ ἀκρινός κάτι νά γνέφει μέ τό χέρι σάν νά τούς λέει «σταθεῖτε».
   Δέν πρόλαβε τό καράβι νά σταματήσει καί οἱ τρεῖς γέροντες ἦρθαν πλάϊ, σήκωσαν τό κεφάλι καί εἶπαν μέ μιά φωνή στό Δεσπότη:
   ーΞεχάσαμε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τί μᾶς δίδαξες. Ὅσο ἐπαναλαβαίναμε τήν προσευχή, τή θυμόμασταν. Τήν ἀφήσαμε γιά λίγο, μᾶς ξέφυγε μιά λέξη καί τότε ὅλα ξηλώθηκαν, τήν ξεχάσαμε. Τίποτε πιά δέν θυμόμαστε. Μάθε την μας πάλι.
   Σταυροκοπήθηκε ὁ Δεσπότης, κοίταξε τούς γέροντες, καί εἶπε:
   ーἈρκεῖ. Εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό κι ἡ δική σας προσευχή, γέροντες. Δέν εἶμαι ἐγώ ἄξιος νά σᾶς διδάξω.    Προσευχηθεῖτε καί γιά μᾶς τούς ἁμαρτωλούς.
   Κι ἔσκυψε στά πόδια τῶν γερόντων κι ἐκεῖνος. Ἔφυγαν περπατῶντας πάνω στή θάλασσα. Ὥς τό χάραμα, ὁ δρόμος τους φεγγοβολοῦσε.


 pdf