"ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΕΥΓΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ"
στὸν Ματθαῖο Τσιμιτάκη
POPULAR SCIENCE (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ), 5.7.2003
Ο Πατέρας Νικόλαος Χατζηνικολάου, είναι οπωσδήποτε μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που διέτρεξε ένα τεράστιο γνωστικό φάσμα, από τη φυσική και τη βιοιατρική έως τη θεολογία για να καταλήξει ιερομόναχος στη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους.
Μερικές λεπτομέρειες από το βιογραφικό του σημείωμα θα πείσουν και τον πιο δύσπιστο ότι πρόκειται για λαμπρή περίπτωση επιστήμονα και ανθρώπου: «Μεταπτυχιακές σπουδές στην αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, μεταπτυχιακές σπουδές στην Μηχανολογία στο MIT, διδακτορικές σπουδές πάνω στη βιοϊατρική τεχνολογία στο Χάρβαρντ, διδακτορικό στη βιοηθική από το ΑΠΘ...» Εργάστηκε επίσης ως σύμβουλος της NASA σε θέματα διαστημικής ιατρικής. Διόλου τυχαία, λοιπόν, επελέγη και εκπροσωπεί την Εκκλησία σε ζητήματα βιοϊατρικής ηθικής, διατυπώνοντας λόγο για μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.
Η βιοηθική στις μέρες μας καθίσταται, όλο και περισσότερο, πεδίο εντόνων αντεγκλήσεων και αντιπαραθέσεων. Η επιστημονική έρευνα οδηγεί σε εφαρμογές που θίγουν καίριες και διαχρονικές σταθερές, οι οποίες προσδιορίζουν τις αντιλήψεις μας για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Ένα από τα κεντρικά σημεία διαφωνίας είναι η στιγμή έναρξης της ζωής! Αρχίζει, άραγε, ο άνθρωπος τη στιγμή της γονιμοποίησης του ωαρίου και του σχηματισμού της γενετικής του ταυτότητος, ή σε κάποιο στάδιο της κύησης – με την εμφύτευση για παράδειγμα του γονιμοποιημένου ωαρίου στην μήτρα; Ως απόρροια αυτού του ερωτήματος, έρχεται το ηθικόν ή μη μιας σειράς βιοϊατρικών εφαρμογών, όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση, ο προγεννητικός έλεγχος, οι αμβλώσεις, η κλωνοποίηση και η έρευνα στα βλαστοκύτταρα.
Γι’ αυτά τα ερωτήματα και για τις προκλήσεις της σύγχρονης επιστήμης μιλάει στο POPULAR SCIENCE ο Πατέρας Νικόλαος Χατζηνικολάου.
Η συνέντευξη έλαβε χώρα στο Αγιορείτικο Μετόχι της Αναλήψεως, στον Βύρωνα Αττικής. Σε ένα περιβάλλον όπου εναρμονίζεται η γαλήνη, που αναδίδει η εκκλησία και ο περίβολός της, με το πνεύμα της επιστημονικής αναζήτησης, που εκφράζει το Κέντρο Βιοηθικής, ο Αγιορείτης ιερομόναχος χαρακτηρίζει την εποχή μας «ευγονική-ευθανασιακή, λέει ότι οι μεγάλες αλήθειες κρύβονται πίσω από τολμηρές και ειλικρινείς αμφισβητήσεις και ότι η εκκλησία αντιμετωπίζει την επιστήμη ως ευκαιρία για μια σύγχρονη διατύπωση του λόγου της.
Ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
Μ. Τ.: Στο βιβλίο σας: «Συνάντηση του Θεού μέσα από υπέρλογα ρίσκα» λέτε ότι η ενασχόληση με τη βιοηθική είναι μια εξευγενισμένη ματαιοπονία. Παράξενη δήλωση από τον πρόεδρο της επιτροπής Βιοηθικής της Εκκλησίας μας. Πώς πρέπει ν’ απαντήσουμε, κατά τη γνώμη σας, στα καυτά ερωτήματα που θέτουν οι βιοτεχνολογίες και η βιοϊατρική; Ποια είναι η λύση, αν όχι η βιοηθική;
π. Ν. Χ.: Δεν το λέω ακριβώς έτσι. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει η βιοηθική των ορίων και των φραγμών και η βιοηθική των κατευθύνσεων και των αρχών. Η πρώτη μού φαίνεται ότι διατρέχει τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε κάτι τέτοιο. Τρέχει πολύ γρήγορα η επιστημονική γνώση και η τεχνολογική εφαρμογή. Είναι πολύ ελκυστική η έρευνα, μαγευτικό το παιχνίδι με το άγνωστο, ο διάλογος με το απαγορευμένο, το επικίνδυνο, το πρωτόγνωρο, αυτό που αλλάζει όχι τις συνήθειες των ανθρώπων αλλά αυτήν τη φύση και δομή της ζωής. Αλλά και «πουλάει» πολύ η ανάγκη για την υγεία· είναι βαθιά και έντονη. Αυτός ο συνδυασμός κάνει την επιστήμη και τις εφαρμογές να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν σταματιέται με τα χέρια και εντελώς καθυστερημένα ένας πύραυλος που τρέχει υπερηχητικά.
Εμείς, ως Επιτροπή της Εκκλησίας, κινούμαστε στην τροχιά της βιοηθικής των αρχών. Προσπαθούμε,δηλαδή, αντί να προσδιορίσουμε όρια που «προστατεύουν» τον άνθρωπο, ν’ ανακαλύψουμε αρχές που τον ελευθερώνουν. Φαίνεται πιο εύκολο αυτό, αλλά δεν είναι. Σίγουρα, όμως, είναι πιο ρεαλιστικό, πιο ουσιαστικό και φυσικά πιο ταιριαστό στο πνεύμα και τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, αν με ρωτούσατε τι είναι πιο υγιές, ν’ αποφύγεις ένα λάθος από φόβο και ανασφάλεια ή να το κάνεις μέσα από μια διαδικασία βιώσεως της ελευθερίας σου, νομίζω ότι χωρίς κανένα δισταγμό θα επέλεγα το δεύτερο. Βέβαια, όλα αυτά περνούν μέσα από το φίλτρο της συνέσεως.
Μ. Τ.: Ο καθηγητής κ. Ν. Ματσανιώτης, σε άρθρο του, το 1998, εκφέρει μια άποψη την οποία μάλιστα πολλοί επιστήμονες υιοθετούν, ότι η επανάσταση που θα φέρουν οι νέες τεχνολογίες (π.χ. κλωνοποίηση) στη θεραπευτική θα επιβληθεί με τέτοιο τρόπο που κανένας νομικός, φιλοσοφικός, θρησκευτικός ή και ηθικός φραγμός δεν θα μπορεί να την αναχαιτίσει. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
π. Ν. Χ.: Όπως προανέφερα, συμφωνώ ότι αυτή η ορμή της προόδου δεν ελέγχεται εύκολα. Βέβαια, το απόλυτο ύφος μιας διατυπώσεως, σαν αυτήν που αναφέρατε, δεν με εκφράζει. Καταδεικνύει μια επιστημονική έπαρση και έναν επιστημονικό μονισμό που δεν με πείθει. Εμφανίζει το επιστημονικό επίτευγμα ως αντίπαλο με όλες τις υπόλοιπες εκφράσεις της κοινωνικής ζωής, που βέβαια γέννησε αυτή η ιστορία και η ζωή του ανθρώπου. Ούτε οι κοινωνίες είναι τόσο απροστάτευτες ούτε και τα επιτεύγματα τόσο γενικευμένα, μεγάλα και απόλυτα. Οι κοινωνίες έχουν πολλές ευαισθησίες, κρυμμένες αντιστάσεις και δεν μπορούν παρά να διαλέγονται με τις εκάστοτε προκλήσεις. Σίγουρα μπορούμε να μάθουμε ακόμη και από τα λάθη μας αν ξέρουμε να μαθητεύουμε σε αυτά. Και η νομική χρειάζεται, και η φιλοσοφία και η ηθική και φυσικά η θρησκεία για να υπάρξουν κοινωνίες με συνοχή και άνθρωποι με συγκρότηση.
Μ. Τ.: Πρακτικά, λοιπόν, υπάρχουν καυτά καινούργια ερωτήματα (όπως κλωνοποίηση, εξωσωματική γονιμοποίηση, ευθανασία, μεταμοσχεύσεις) που ζητούν σαφείς και άμεσες απαντήσεις.
π. Ν. Χ.: Ασφαλώς και ζητούν απαντήσεις. Αλλά εμείς, αντί να σερβίρουμε στον κόσμο απαντήσεις ή θέσεις που έμμεσα επιβάλλουμε, αισθανόμαστε την ανάγκη να δώσουμε κατευθύνσεις, να προβάλουμε τον άνθρωπο, όχι τη συνταγή. Την ευθύνη της απαντήσεως την έχει ο καθένας μόνος του. Την ευθύνη της συμπαραστάσεως την έχουμε εμείς. Βέβαια, υπάρχουν θέματα που μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής αντίληψης περί Θεού και ανθρώπου εμφανίζουν αρκετά σαφή εικόνα. Υπάρχουν όμως και καινοφανή θέματα που ασφαλώς απαιτούν επεξεργασία, σκέψη, υπομονή, διάθεση μαθητείας. Είναι ενίοτε τόσο λεπτά, που σίγουρα η σωστή απάντηση δεν θα δοθεί ούτε από ένα «σοφό» ούτε σήμερα. Οι μεταξύ μας διαφωνίες, ο διάλογος, οι αμοιβαίες συμπληρώσεις, η διάθεση επανεξέτασης, ο αυξανόμενος σεβασμός και η συστολή που απορρέει από το γεγονός ότι τα θέματα συχνά μας υπερβαίνουν, η συμφιλίωσή μας με την ανεπάρκεια και τα λάθη μας, όλα αυτά θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να βρούμε όχι τη μία λύση και την οριστική απάντηση,αλλά την κατά το δυνατόν ορθότερη.
Μ.Τ.: Θα πρέπει να επιμείνω στο ερώτημα μου. Σε πρόσφατο κείμενό σας λέτε ότι «το έμβρυο σε κάθε στάδιο εξέλιξης είναι εικόνα του Θεού και δυνάμει ομοίωση του», άρα ιερό. Με αυτήν τη λογική, βεβαίως, τα πειράματα στα έμβρυα, κάθε μορφής προκαλούμενης αποβολής, ακόμη και ο προγεννητικός έλεγχος, θα πρέπει ν’ απορριφθούν. Σεβασμός της ιερότητας της ζωής ή ελευθερία επιλογής;
π. Ν. Χ.: Ασφαλώς και τα δύο. Πώς θα μπορούσε η ελεύθερη επιλογή μας ν’ ασεβεί στη ζωή; Δεν συμφωνείτε; Βέβαια, στην πράξη το πρόβλημα ενίοτε γίνεται βασανιστικό. Εμείς το ζούμε σχεδόν καθημερινά. Έχω την εντύπωση, όμως, ότι η εποχή μας είναι ευγονική και ευθανασιακή στην αντίληψή της. Αρνείται την ασθένεια, την αναπηρία, τον πόνο, τη δυσκολία. Δεν ταπεινώνεται μπροστά τους. Εφόσον υπάρχει η δυνατότητα της νομιμοποιημένης άμβλωσης, η άρνησή της, σε περίπτωση διαγνώσεως παθολογικού εμβρύου, ακούγεται σαν τρέλα. Από την άλλη όμως πλευρά, αν η βίαια διακοπή της ζωής είναι καταδικαστέα ως φόνος, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να πείθει για την ηθική μιας τέτοιας πράξεως. Αντιλαμβάνεστε τη δυσκολία της Εκκλησίας σε μια τέτοια περίπτωση. Πώς ν’ αγκαλιάσεις κάποιον που του προτείνεις, αντί για την επιλογή μιας νομιμοποιημένης άμβλωσης τον ισόβιο σταυρό μιας μαρτυρικής ζωής; Αλλά και πώς να του προσφέρεις την εικόνα μιας Εκκλησίας που αποφεύγει να λέει αλήθειες που πονάνε και εγκρίνει λύσεις που βολεύουν ασεβώντας; Γι’ αυτό και σας είπα προηγουμένως ότι ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι να εγκρίνει ή ν’ απορρίπτει ούτε να επιτρέπει ή ν’ απαγορεύει. Ο ρόλος της είναι να συμπαρίσταται, να καθοδηγεί και να συγχωρεί.
Το ερώτημα αν και κατά πόσο το προεμφυτευτικό έμβρυο είναι άνθρωπος, είναι λεπτό και αρκετά δύσκολο ν’ απαντηθεί ξεκάθαρα και πειστικά. Ενώ υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν στην ανθρώπινή του ταυτότητα, ο πειρασμός της αμφισβήτησής της είναι μεγάλος, αφού η σημερινή αντίληψη παράγει τέτοια έμβρυα έξω από το σώμα, τα δε πειράματα που μπορούμε να κάνουμε με αυτά είναι και πολλά και σημαντικά. Η Εκκλησία, όπως και πλήθος άλλων κοινωνικών φορέων και βιοηθικών σωμάτων, διατυπώνει επιφυλάξεις όχι από λόγους αντιπαλότητας, αλλά από διάθεση σεβασμού στον άνθρωπο. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε με σχολαστικά σοφίσματα και αλχημείες ν’ αντιπαρέλθουμε τα προβλήματα. Εάν προκύψουν πειστικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, είναι δυνατόν η Εκκλησία ν’ αρνείται τη συναίνεσή της; Πάντως, πολύ δυσκολεύομαι να πιστέψω πως τα εμβρυϊκά πειράματα αποτελούν μονόδρομο για τη θεραπευτική σοβαρών νοσημάτων. Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, πιο ξεκάθαροι, που καλό είναι ν’ ανακαλύψουμε.
Γενικά, θα έλεγα ότι ένα από τα προβλήματα που συναντούμε ως Επιτροπή Βιοηθικής είναι μια προκατάληψη απέναντι στην Εκκλησία.
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Προ ημερών βγήκαν δημοσιεύματα που εμφανίζουν την Εκκλησία να έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα επί των βλαστοκυττάρων. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Ούτε βέβαια και το αντίθετο. Επί του παρόντος, η Επιτροπή Βιοηθικής, παρά τις πιέσεις που δέχεται από ποικίλες κατευθύνσεις και ενώ τα τελευταία χρόνια επί καθημερινής σχεδόν βάσεως ενημερώνεται επί όλων των πτυχών και εξελίξεων του θέματος, δεν έχει προβεί σε καμία σχετική γνωμοδότηση.
Η παρουσίαση μιας λογικής –της εκκλησιαστικής–, που συχνά επιχειρούμε, όσο σαφής κι αν είναι, δεν ταυτίζεται με την υποστήριξη μιας αδιαπραγμάτευτης αλήθειας. Όταν μιλούμε γι’ αυτά τα τόσο καινούργια, λεπτά και δύσκολα θέματα, εμείς δεν βάζουμε τελεία και παύλα· προτιμούμε την άνω τελεία.
Αν υποθέσουμε ότι η επιστήμη μάς δίνει δεδομένα τέτοια που αλλάζουν την ως τώρα εικόνα μας για τα βλαστοκύτταρα, τα έμβρυα ή ό,τι άλλο, είναι δυνατόν η Εκκλησία ν’ αρνείται την αλήθεια; Εάν όμως αισθανόμαστε ότι η επιστήμη δεν αλλάζει την γνώση μας, αλλά τη χρησιμοποιούμε για ν’ αλλοιώσουμε το ήθος μας, τότε φυσικά η Εκκλησία οφείλει όχι μόνον να μη συμπορεύεται, αλλά και να διαφοροποιείται.
Μ. Τ.: Τι είναι ο πόνος για την Εκκλησία μας; Θα πρέπει να δεχόμαστε τα μαρτύρια του, όταν η γνώση μπορεί να τα θεραπεύσει;
π. Ν. Χ.: Ο πόνος, όπως και η ασθένεια, είναι υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Γι’ αυτό και η Εκκλησία συμπάσχει με τον πονεμένο, ευλογεί τους γιατρούς, εύχεται για την υγεία των ασθενών και την πρόοδο των θεραπευτικών επιστημών, τελεί μυστηριακές πράξεις, όπως το ευχέλαιο. Εάν, λοιπόν, κάτι μπορεί να το θεραπεύσει η γνώση και η επιστήμη μας, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα πρέπει εμείς να υποφέρουμε. Από την άλλη πλευρά, το αντίκρισμα του θανάτου, το ενδεχόμενο μιας αναπηρίας ή ενός αθεράπευτου πόνου θα μπορούσαν ν’ αποτελούν και ευκαιρία να ξυπνήσουν μέσα μας κοιμισμένα θεϊκά ιδιώματα. Η αναζήτηση του Θεού συνήθως γεννάται από πόνους, θλίψεις και αδιέξοδα. Σε τέτοιες στροφές της ζωής μας συναντούμε τον Θεό.
Έχω την εντύπωση ότι η θέση αυτών των ερωτημάτων καταδεικνύει το γεγονός ότι κατανοούμε την Εκκλησία σαν κάτι νομικό, ενδεχομένως αφιλάνθρωπο, στενόκαρδο, σαν σωματείο με καταστατικό, που ενδιαφέρεται για την άποψή της περισσότερο απ’ ό,τι για το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου. Μα είναι δυνατόν; Η Εκκλησία είναι μεγάλη αγκαλιά. Χωράει μέσα της φτωχούς, πονεμένους, άρρωστους, δίκαιους, αμαρτωλούς, δύσπιστους. Χωράει μέσα της φόβους, αμφιβολίες, διλήμματα, λάθη, αδυναμίες, αμαρτίες. Έχει δύο χέρια· με το ένα δείχνει τον δρόμο, την κατεύθυνση, την αλήθεια. Είναι αυτό που την κάνει να φαίνεται λίγο άκαμπτη και αδιαπραγμάτευτη. Το άλλο είναι αυτό που παρηγορεί, κατανοεί, ξεχνάει και συγχωρεί. Με το πρώτο δείχνει και με το δεύτερο δίνει. Έτσι και με τον πόνο. Ενώ βλέπει την παιδαγωγική του αξία με το ένα της μάτι, με το άλλο ξέρει να δακρύζει στο αντίκρισμά του. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί ότι η Εκκλησία έχει ανάγκη τον πόνο. Εδώ θ’ απαντούσα ότι εγώ τη γνώρισα μέσα από πολλή και βαθιά χαρά.
Μ. Τ.: Έχετε διανύσει μια διαδρομή (από την φυσική έως την βιοϊατρική και τη θεολογία) που ελάχιστοι διανύουν, δεδομένου ότι οι θετικές επιστήμες και η θεολογία θεωρούνται διαμετρικά αντίθετοι κόσμοι. Πώς πήρατε την απόφαση; Πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε μέσα σας τον ορθό και αντικειμενικό λόγο της επιστήμης με τον μεταφυσικό λόγο του Ευαγγελίου;
π. Ν. Χ.: Κατ’ αρχάς, δεν νομίζω ότι είναι διαμετρικά αντίθετοι οι δύο κόσμοι. Εγώ αισθάνομαι πως η επιστημονική διάλεκτος θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μοναδικό εργαλείο προσέγγισης, διατύπωσης και έκφρασης λεπτών θεολογικών εννοιών, όπως στο παρελθόν επιστρατεύθηκε προς τούτο η διάλεκτος της ελληνικής φιλοσοφίας. Και αυτή, αν θέλετε, είναι η πρόκληση της εποχής μας. Απλά, ο χώρος της θεολογίας είναι πολύ ευρύτερος αυτού της επιστήμης και, έτσι, συχνά η επιστημονική λογική είναι ανεπαρκής να περιγράψει καταστάσεις και έννοιες που υπερβαίνουν τη σιγουριά του ορθού λόγου, που βέβαια και αυτός συχνά δεν είναι και τόσο ορθός.
Μ. Τ.: Έπαιξε ρόλο η επιστημονική γνώση στην γέννηση της ιεράς «κλήσεως» εντός σας ή ήταν μια ανεξάρτητη διαδικασία;
π. Ν. Χ.: Ασφαλώς και έπαιξε. Για την επιστήμη, όροι όπως άπειρο, αιώνιο, τέλειο είναι δίχως φυσική σημασία. Αυτή μιλάει, ιδίως τελευταία, για πεπερασμένο σύμπαν, για συγκεκριμένα χρονικά σημεία και ηλικίες, για «ανωμαλίες» ή στην καλύτερη περίπτωση για το σχεδόν άπειρο, για το σχεδόν αιώνιο, για το σχεδόν τέλειο. Η απόσταση, όμως, του σχεδόν άπειρου, του σχεδόν αιώνιου και του σχεδόν τέλειου από το άπειρο, το αιώνιο, το τέλειο είναι πολύ μεγαλύτερη από την απόστασή τους αντίστοιχα από το μικρό, το πρόσφατο, το ατελές. Οι φραγμοί των «σχεδόν», των μισών και των «δήθεν» εμένα με πνίγουν. Γι’ αυτό και τόλμησα το άλμα του απολύτου. Ή ο Θεός υπάρχει και του αξίζουν τα πάντα ή δεν υπάρχει και να τελειώνει το παραμύθι. Έκανα το πήδημα. Δεν ξέρω αν έκανα καλά. Πάντως ο Θεός υπάρχει. Την υποψία Του την οφείλω στην μη πληρότητα της επιστήμης. Την βεβαιότητά Του στην αποκάλυψή Του. Χαίρομαι αφάνταστα που γεννήθηκα Ορθόδοξος, που γεύθηκα τα καλύτερα φιλέτα της επιστήμης και που τελικά δε χόρτασα με αυτά.
Μ. Τ.: Λέτε σε κάποιο κείμενό σας ότι «η φύση κρύβεται και περιφρουρεί τα πιο λεπτά μυστικά της με μεταφυσική λογική». Δεν περιμένουμε απαντήσεις από την επιστήμη στα οντολογικά μας ερωτήματα;
π. Ν. Χ.: Όταν μιλάμε για singularity (ανωμαλία) κατά την big bang, αυτό σημαίνει ότι το μυστικό της αρχικής στιγμής του σύμπαντος μας είναι απρόσιτο. Το ίδιο και οι εσχατιές του σύμπαντος (Νόμος του Hubble). Αλλά και η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg μας κάνει να νοιώθουμε ότι είμαστε παγιδευμένοι στη μερική γνώση. Τα όρια της φύσης βάζουν απροσπέλαστους φραγμούς στη γνώση. Είναι πολύ σοφό που ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο με μυστικά και μεγάλη ευλογία η ταπείνωση του αγνώστου. Η αίσθησή του είναι πιο γοητευτική από το κυνήγι του· δε συγκρίνεται ούτε και με αυτήν την κατάκτηση της γνώσης.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι όσο αυξάνουμε τη γνώση μας τόσο διευρύνεται και ο κόσμος του αγνώστου. Μόλις κανείς συμφιλιωθεί με αυτή την πραγματικότητα, αμέσως μεταφέρεται σε άλλες σφαίρες γνώσης. Έτσι φωτίζονται τα οντολογικά ερωτήματα. Για να καταλάβει, όμως, κανείς αυτό πρέπει να κάνει το «πείραμα». Ο Θεός προσεγγίζεται εμπειρικά, όχι στοχαστικά. Είναι πραγματικά μεθυστικό να κινείται κανείς σε αυτήν τη λογική.
Μ. Τ.: Σύμφωνα με τους νευροφυσιολόγους δεν υπάρχει ψυχή. Αυτό που αποκαλούμε ψυχή είναι απλώς νευρώνες του εγκεφάλου. Πώς απαντά η Εκκλησία μας στο ενδεχόμενο να είναι ένας κατανοητός ανθρώπινος μηχανισμός αυτό που αποκαλούμε ψυχή;
π. Ν. Χ.: Η ψυχή της Εκκλησίας είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής. Γι’ αυτό και ενώ ή επιστήμη θεραπεύει τις ψυχικές παθήσεις με φάρμακα και μεθόδους, η Εκκλησία θεραπεύει τις πνευματικές παθήσεις της ψυχής με μετάνοια, μυστήρια και χάρη Θεού. Η ψυχή της επιστήμης εξαρτάται και από τη βιοχημεία του εγκεφάλου. Η ψυχή, όπως την εννοεί η Εκκλησία, φιλοξενεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου, τη δυνατότητά του να εργάζεται αρετές ή να κάνει αμαρτίες, να προσβλέπει στην αιώνια προοπτική, ν’ ανακαλύπτει τη συγγένειά του με τον Θεό, να ψάχνει την ψυχή του στους νευρώνες του εγκεφάλου, να την αμφισβητεί. Η ψυχή του ανθρώπου δε διαπιστώνεται ούτε ανιχνεύεται επιστημονικά· βιώνεται πνευματικά. Για φαντασθείτε να ρωτήσετε έναν ασκητή, που έχει απαρνηθεί τα πάντα και είναι γαντζωμένος σε ένα βράχο, αν υπάρχει Θεός, αν έχει ο ίδιος ψυχή. Δεν θα σας καταλάβει· δεν θα καταλάβει τη φύση του ερωτήματος. Γιατί η ψυχή τού είναι πιο απτή από το σώμα, πιο ψηλαφητή. Αυτός δεν την ψάχνει στους νευρώνες· την ξέρει, την ζει στους βράχους.
Μ. Τ.: Με αυτή τη λογική ο άνθρωπος και η ζωή είναι ιεροί, σεβαστοί και απαραβίαστοι. Επιστήμη, όμως, είναι η εξήγηση του κόσμου, η απομυθοποίηση των μυστηρίων. Δεν νοιώθει άβολα η Εκκλησία από την αποδόμηση του κόσμου του Ευαγγελίου;
π. Ν. Χ.: Αυτό που αποδομεί η επιστήμη είναι μια θρησκεία που εγκλωβίζεται στις απόψεις της, που προστατεύει συγκεκριμένα ιδεολογήματα, που εκφράζει κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις, που προσδιορίζει τον Θεό μέσα από διαμαρτυρίες, απαγορεύσεις, ενστάσεις ή ταυτίζει τη μία αλήθεια με τις ανελεύθερες αντιλήψεις κάποιων δήθεν σοφών. Η χάρη του Θεού, η επιβεβαιωμένη εμπειρικά αλήθεια, είναι μη αποδομήσιμη. Δεν κινδυνεύει από κάτι. Ο Θεός είναι υπαρκτός, αληθινός και μεθεκτός. Όταν κοινωνείς, συνομιλείς μαζί Του, η επιστήμη δεν αγγίζει αυτήν την εμπειρία. Τα επιστημονικά επιτεύγματα –που ενίοτε αναιρούνται– μας φωτίζουν για άγνωστα ως τώρα στοιχεία και μας βοηθούν να προσαρμόσουμε τη γνώση μας. Όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν τις περί του κόσμου απόψεις της επιστήμης της εποχής τους, κατά ανάλογο τρόπο και η σημερινή Εκκλησία με χαρά θα μπορούσε να δεχθεί την καινούργια γνώση, για να περιγράψει το θαύμα του κόσμου, το μυστήριο του ανθρώπου, την ευλογία της ζωής. Νομίζω ζούμε σε πολύ ωραία εποχή! Πιστεύω ότι πρέπει να επιδιώκουμε τη γνώση και να τολμούμε την αμφισβήτηση. Πίσω από κάθε μεγάλη αλήθεια κρύβεται μια τολμηρή και ειλικρινής αμφισβήτηση. Οι φαινόμενες αμφισβητήσεις θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν αγκωνάρια που δομούν τις μη περιγραφείσες ως τώρα πτυχές της αλήθειας.
Μ. Τ.: Δεν αισθάνεσθε, όμως, ότι αυτή η «αλήθεια» επικοινωνεί όλο και δυσκολότερα σήμερα εξαιτίας των επιτευγμάτων της επιστήμης;
π. Ν. Χ.: Έχετε ποτέ υποψιασθεί ότι υπάρχουν ασύλληπτα «επιτεύγματα» –συγνώμη για την έκφραση– της Εκκλησίας και της χάριτος του Θεού, για τα οποία όμως κανείς δε μιλάει; Αυτό είναι το πρόβλημα· γιατί δε βλέπουμε τα επιτεύγματα του Θεού. Ίσως σε αυτό να φταίει λίγο και το ότι αυξήθηκαν τα επιτεύγματα της επιστήμης. Σαν να μη χρειαζόμαστε τόσο τον Θεό. Θέλουμε να δοκιμάσουμε και λίγο μόνοι μας. Έτσι, όμως, γεννιέται η θεοποίηση της επιστήμης και ο παραγκωνισμός του Θεού. Παρά ταύτα, ας μου επιτραπεί να πω ότι η εποχή μας διψάει πολύ για την αλήθεια. Πιο πολύ από όσο για την επιστήμη. Ίσως χρειάζεται μια εκκλησιαστική διάλεκτος διαφορετική. Και αυτή καλό θα ήταν να είναι λίγο πιο επιστημονική. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η επιστημονική γνώση είναι μεγάλη σύμμαχος της Εκκλησίας.
Όσον αφορά στη μία αλήθεια, εμείς πιστεύουμε στα πολλά της πρόσωπα. Αυτό δε σχετικοποιεί την αλήθεια, αλλά καταξιώνει την ομορφιά της διαφορετικότητάς μας.